Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Αθήνα 1999, Πατάκης. Σσ. 230-232
 
 
 

Αρκετοί συγγραφείς, όπως ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) και ο ζωγράφος και πεζογράφος Στρατής Δούκας (1895-1983), εκφράζουν το θαυμασμό τους για τους λαϊκούς αφηγητές. Έτσι, ο Σεφέρης, στις Δοκιμές του, λέει για το στρατηγό Μακρυγιάννη, που έγραψε τα Απομνημονεύματά του στη γλώσσα που μιλούσε:

«δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την πρόζα που λέγεται «ποιητική» - και όλο το ζήτημα δεν είναι να τη γράψει κανείς ωραία αλλά να τη γράψει σωστά. Και δεν μπορεί να τη γράψει σωστά αν δεν έχει ορισμένα πράγματα να δείξει, που πιστεύει πως είναι αξιόλογα. Αν δεν έχει ένα σημαντικό περιεχόμενο».

                                              (τόμ.Ι, σ. 255)

 

Ο Στρατής Δούκας (1895-1983) προχώρησε πιο πέρα από το Σεφέρη. Δε θαύμασε μόνο το λαϊκό αφηγητή, του έδωσε επιπλέον και το λόγο. Στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) έγινε ο γραμματικός ενός πρόσφυγα από τη Μικρασία, τη διήγηση του οποίου είχε ακούσει το1928 στην Κατερίνη. Ομολογεί, ωστόσο, ότι επεξεργάστηκε λίγο τη μαρτυρία που μας παραδίδει:

«τουρκόφωνος, όπως όλοι τους, μα ανατολίτης αφηγητής. Εγώ θαρρούσα πως μου έπαιζε ένα βιολί σόλο. Όλοι αφοσιωμένοι, σωπαίναμε. Από τα μισά, είδα πως έπρεπε αυτή την ιστορία να την κρατήσω∙ κι άρχισα πάλι τις σημειώσεις. Είχα πάρει πια το ρυθμό του. Σαν τουρκόφωνος έβαζε τα ρήματα στο τέλος. «Καλός, είπα, είναι». Αυτή η ξενική και παρατακτική σύνταξη με τα πολλά συνδετικά «και» μου έφερνε στο το ύφος της Παλαιάς Διαθήκης∙ μέσα σε μια υπερένταση, που μου την όξυνε η βιασύνη, κρατούσα, παρέλειπα και μετάλλαζα τα λόγια και τον κάπως παραφθαρμένο ρυθμό τους, φέρνοντάς τον στον κλασικά επικό λόγο και ρυθμό. Όταν τέλειωσε την αφήγησή του, πραγματικά του 'πα: «βάλε την υπογραφή σου» και εκείνος έγραψε «Νικόλαος Καζάκογλου»».

        (σ. 66)

 

Υπάρχει ένα παράδοξο στοιχείο σ' αυτή τη συμπεριφορά του Δούκα. Ο «μορφωμένος» συγγραφέας δεν αναλαμβάνει την πατρότητα της διήγησης, αφού βάζει τον πληροφοριοδότη του να υπογράψει, αναγνωρίζει όμως στον εαυτό του το δικαίωμα να διορθώσει το κείμενό του. Ωστόσο η λογοτεχνική επεξεργασία είναι περιορισμένη στο ελάχιστο. Καμία φαντασία, καμία περιγραφή, μόνο γεγονότα∙ είναι μια οριακή και σχετικά μεμονωμένη περίπτωση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Βλέπουμε εδώ μια πρώτη εμφάνιση ενός είδους που τα δεινά των καιρών συντέλεσαν στη διάδοσή του ύστερα από το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, της λογοτεχνίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης:

«Το βράδυ μας έγδυσαν! Ό,τι είχαμε απάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μας τα πήρανε. Ως και τα χρυσά δόντια μας βγάλανε απ' το στόμα. […] Εμείς σκορπίσαμε στα τρυγημένα κλήματα και τρώγαμε φύλλα με την κουραμάνα. Κι άμα νύχτωσε, δύο έκαναν να φύγουν. Οι σκοποί τους έπιασαν και μπροστά μας τους σκότωσαν. Το πρωί μας έλεγε ο λοχαγός: -Άπιστα σκυλιά! Εγώ κοιτάζω να σας κάνω καλό κι εσείς μου φεύγετε; Και διέταξε να μας σηκώσουν. Ώρες βαδίζαμε. Και 'κει που κάναμε στάση, σ' ένα σταθμό, ήρθαν κάμποσοι τούρκοι πολίτες, είπαν του αξιωματικού να τους αφήσει να ψάξουν ανάμεσά μας κι άμα βρουν κάποιον που ζητούσαν, να τον πάρουν. Ναι, τους λέει, κοιτάχτε κι άμα τον βρείτε πάρτε τον. -Άφεριμ, άφεριμ, είπαν και χώθηκαν στο σωρό μας. Τον βρήκαν. Ήταν Αρμένης, ο περβολάρης του σταθμού. -Βρε κερατά Αρμένη, εσένα γυρεύουμε. -Τι θέλετε από μένα; τους είπε. Μία ψυχή έχω να παραδώσω. Και με το κεφάλι ψηλά, σα να ΄θελε να τον δούμε όλοι, πέρασε ανάμεσά μας. -Πάρτε τον! φώναξε ο λοχαγός. Ο Αρμένης άμα άκουσε έτσι, ρίχτηκε απάνω σε κείνον που πρωτάπλωσε να τον πιάσει και με πάθος του δάγκωσε το λαρύγγι. Οι άλλοι τον χάλασαν αμέσως πρόφτασε μόνο κι είπε: -Κάντε με ο,τι θέλετε, το αίμα μου το πήρα".

                                                                                                                                                      (σσ.16-17)

Αυτή η ουδέτερη αφήγηση αναδεικνύει τη σκηνή, αλλά αποπνέει ελάχιστο συναίσθημα.