Τζιόβας Δημήτρης, Μετά την αισθητική
 
Αθήνα 1987, Γνώση. Σσ. 113-122
 
 
 

Ο Θεοτοκάς ανήκει στους λίγους Έλληνες πεζογράφους που προσέγγισαν το μυθιστόρημα θεωρητικά και ανάπτυξαν κάπως διεξοδικά τις απόψεις τους για το είδος. Βέβαιοι, στα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του σταδιοδρομίας οι σκέψεις του για το μυθιστόρημα παρέμειναν ασυστηματοποίητες και σκορπισμένες σε δοκίμια, άρθρα ακόμη και στα ίδια τα πεζογραφήματά του. Φανερώνουν όμως πως από νωρίς η συγγραφική πράξη για το Θεοτοκά είχε κάποιο θεωρητικό γνώμονα· ξεκινούσε από συγκεκριμένες πεποιθήσεις για την τεχνική του μυθιστορήματος και τη σπουδαιότητα του ως λογοτεχνικού είδους. Αυτή η πίστη του στο μυθιστόρημα διαφαίνεται ήδη από τα πρώτα γραπτά του, όπου υπογραμμίζει τη σημασία και την αναγκαιότητα του για τη νεοελληνική λογοτεχνία.

Σ' ένα κείμενο του με τίτλο «Η νέα λογοτεχνία», δημοσιευμένο στο περιοδικό Ιδέα το 1934, υποστήριζε πως ο ανώτερος προορισμός του μυθιστορήματος είναι να πάρει τη θέση της αρχαίας εποποιίας στη σύγχρονη ζωή, ν' αποτελέσει τη συνθετική αναπαράσταση των αισθημάτων, των ιδεών και των οραματικών συγκρούσεων μιας εποχής. Για το Θεοτοκά το μυθιστόρημα ήταν η «καινούργια τέχνη», το κατεξοχήν λογοτεχνικό είδος του εικοστού αιώνα, γεμάτο δυναμισμό και σφρίγος. Το θεωρούσε μάλιστα το καταλληλότερο μέσο για να εκφραστούν οι βίαιες αντιθέσεις, οι ριζικές ανακατατάξεις και η βαθιά αναστάτωση του μεσοπολέμου και το προσφορότερο μαζί με το δοκίμιο για τις φιλοδοξίες της γενιάς του. Χωρίς να έχει καμιά αμφιβολία «πως οι άνεμοι της ελληνικής λογοτεχνίας φυσούνε σήμερα κυρίως προς τη διεύθυνση του μυθιστορήματος», μιλούσε με υπερβάλλοντα. ενθουσιασμό και εμπιστοσύνη για τη σημασία και το ρόλο του στη σύγχρονη ζωή. Το μυθιστόρημα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αντιπροσώπευε γι' αυτόν τη  δυναμική αποδέσμευση από τη στατική περιγραφικότητα της ηθογραφίας και τον εξαντλημένο λυρισμό της ποίησης.

Ορίζοντάς το ως συνισταμένη όλων των δυνάμεων και των απόψεων της ζωής, ο Θεοτοκάς τονίζει το εύρος και τη δυνητική εμβέλεια του είδους χωρίς όμως γ' αγνοεί και την ιδιαιτερότητα των συστατικών του. Γι' αυτό το λόγο θεωρεί πως το πραγματικό κριτήριο του μυθιστοριογράφου και γενικά του λογοτέχνη είναι “η δημιουργία ζωντανών ανθρώπων”. Εκεί δοκιμάζεται το ταλέντο και η δημιουργική του ικανότητα όπως επισημαίνει στο Ελεύθερο Πνεύμα: «Ο συγγραφέας που δεν κατορθώνει να εμφυσήσει στα πρόσωπά του την πνοή της ιδιαίτερης ατομικότητας, δεν κατορθώνει τίποτα.» Η “δημιουργική ψυχολογία”, όπως φαίνεται στο ίδιο δοκίμιο, λειτουργούσε ως η λυδία λίθος γιοι το μυθιστόρημα και αυτή ανέσυρε κάπως το Θεοτόκη από τη μετριότητα της υπόλοιπης ηθογραφίας. Ό,τι τελικά ενοχλούσε το Θεοτοκά στην ηθογραφία ήταν η επίπεδη ομοιογένεια της, η απουσία μιας ιδιαίτερης ατομικότητας και πρωτοβουλίας και γι' αυτό ίσως ταυτίζει την επιτυχία του μυθιστοριογράφου με τη δημιουργία εξαιρετικών μυθιστορηματικών προσώπων.

Την ίδια άποψη διατυπώνει και στην Αργώ μέσω του Λάμπρου Χρηστίδη και των ιδεών του για το μυθιστόρημα: «Για να υπάρξει το αληθινό μυθιστόρημα δεν αρκεί μήτε η αφήγηση, μήτε η ανάλυση των ψυχικών καταστάσεων, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι, μήτε βέβαια η περιγραφή ή η μελέτη των ηθών και των κοινωνικών συνθηκών. Αυτοί όλα είναι το υλικό του μυθιστοριογράφου, οι πέτρες, τα τούβλα, η λάσπη δεν είναι ο σκοπός του. Ο  σκοπός του είναι η δημιουργία ζωής - δημιουργία ανθρώπων πρώτα-πρώτα., κι ύστερα, συνθετικά, δημιουργία ενός ανθρώπινου συνόλου, μιας ανθρώπινης ατμόσφαιρας...». Ο Θεόφιλός με το προσωπείο του Λάμπρου Χρηστίδη εκφράζει σ' αυτό το απόσπασμα τη βασικότερη αρχή της μυθιστορηματικής του θεωρίας: το πλάσιμο προσώπων. Η εξίσωση της τέχνης του μυθιστορήματος με τη δημιουργία χαρακτήρων επανέρχεται και αργότερα στα γραπτά του συνιστώντας το θεμελιώδη άξονα της ποιητικής του.

Το 1950 μιλώντας για τα μυθιστορήματα και τις χρονογραφίες του καιρού του βρίσκει την ευκαιρία να επαναλάβει τη βασική του θέση: « Η τέχνη του μυθιστορήματος είναι, πριν απ' οτιδήποτε άλλο, τέχνη της δημιουργίας φανταστικών προσώπων». Βέβαια παραδέχεται πως για να υπάρξει ένα αξιόλογο μυθιστόρημα πρέπει να έχει άρτιοι σύνθεση αλλά το συνθετικό στοιχείο δεν αρκεί για να κάνει οποιαδήποτε αφήγηση μυθιστόρημα. Μια χρονογραφία, ένα βιβλίο απομνημονευμάτων ή ταξιδιωτικών εντυπώσεων μπορεί να έχουν ενδιαφέρον ψυχολογικό ή κοινωνικό και να είναι έντεχνα συνθεμένα αλλά εκείνο που τους λείπει είναι η δημιουργία πρωτότυπων προσώπων. Αν, λοιπόν, η θεωρητική αφετηρία του Θεοτοκά είναι ότι τα εξατομικευμένα πρόσωπα «αποτελούν το ουσιαστικό περιεχόμενο του μυθιστορήματος και τη δικαίωση του μυθιστοριογράφου», τότε θα ήταν ενδιαφέρον ν' αντιπαραθέσουμε ή να συσχετίσουμε αυτή την αρχή με τις εξελίξεις της θεωρίας του μυθιστορήματος στην Ευρώπη για να διερευνήσουμε το ιδεολογικό της υπόβαθρο.

Στον ευρωπαϊκό δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα το μυθιστόρημα και η ιδέα του καινοφανούς ήταν αξεχώριστα, όπως δηλώνεται άλλωστε και από την αγγλική λέξη novel (μυθιστόρημα), που σημαίνει νεωτερισμό και πρωτοτυπία. Η μυθιστορηματική ηρωίδα και ο ήρωας έπρεπε να ήταν κάτι ξεχωριστό και διαφορετικό από τους άλλους ανθρώπους· πρόκληση στην επανάληψη και την καθημερινότητα. Γι' αυτό αρκετά μυθιστορηματικά πρόσωπα δεν δανείζουν απλώς τα, ονόματά τους στους τίτλους   ( Clarissa, Tom Jones, Robinsone Cruso, Madame Bovary) αλλά εμφανίζονται με ασυνήθιστη νοοτροπία, συμπεριφορά και ιδεολογία αντιδρώντας στα καθιερωμένα. Αυτή η εκκεντρική ιδιοτυπία της κεντρικής ηρωίδας ή του ήρωα καθορίζει την πλοκή σε αρκετά μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα, ελληνικά και ξενόγλωσσα, προκαλώντας συχνά τη διάσταση ή τη σύγκρουση ανάμεσα στην κοινωνία και το ιδιόρρυθμο και ασυμβίβαστο άτομο.

Σύμφωνα με τον Ιan Walt στο δέκατο όγδοο αιώνα απορρίπτεται η κλασική και μεσαιωνική κληρονομιά των γεγικοτήτων και το μυθιστόρημα αμφισβητεί αυτή την παράδοση δίνοντας έμφαση στη μοναδικότητα της ατομικής εμπειρίας. Οι μυθιστοριογράφοι αυτής της περιόδου είναι οι πρώτοι που δεν ανατρέχουν στη   μυθολογία, την ιστορία ή το λογοτεχνικό παρελθόν για να συνθέσουν τις πλοκές τους και αποφεύγουν τα ιστορικά, συμβατικά ή   εξεζητημένα ονόματα για τους ήρωές τους. Οι πρώτοι μυθιστοριογράφοι,  όπως ο Dafoe, ο Richardson και ο Fielding, σπάζουν την παράδοση και ονομάζουν τα πρόσωπα της πλοκής με τέτοιο   τρόπο, ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι είναι ξεχωριστές ατομικότητες μέσα σ' ένα σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον. Τα ονόματά τους είναι πλέον ρεαλιστικά και καθημερινά  ενώ η πλοκή «έπρεπε να υποδυθεί από χαρακτηριστικούς ανθρώπους σε ιδιαίτερες περιστάσεις παρά όπως ήταν σύνηθες στο παρελθόν από γενικούς τύπους μέσα σ' ένα σκηνικό καθορισμένο κυρίως από την αρμόζουσα   λογοτεχνική σύμβαση».

Ο χρόνος αυτή την εποχή αποκτά ιδιαίτερη σημασία και η σύζευξή του με το χώρο ήταν αναγκαία για την ανάδειξη της ατομικότητας ενός αντικειμένου. Αυτό το αξίωμα του J. Locke υιοθετεί και η μυθιστοριογραφία που για να εξάρει τη μοναδικότητα των χαρακτήρων της τους τοποθετεί σ' ένα ιδιάζον χωροχρονικό πλαίσιο. Έτσι φτάσαμε στο σημείο, προς τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, η εξατομίκευση των προσώπων να είναι ένα από τα  βασικότερα ειδοποιά γνωρίσματα του μυθιστορήματος. Σ' αυτό συνέβαλε οπωσδήποτε και το καπιταλιστικό ήθος της εποχής, εφόσον  το μυθιστόρημα είναι η πιο αντιπροσωπευτική λογοτεχνική εκδήλωση του αστικού ατομισμού.

Στις πρώτες όμως δεκαετίες του εικοστού αιώνα αναπτύσσεται έντονο το ενδιαφέρον για την απρόσωπη τέχνη. Στη ζωγραφική η ανθρώπινη μορφή διαστρέφεται από τους εξπρεσσιονιστές, αποσυντίθεται και γεωμετρικά ανασυντίθεται από τους κυβιστές και εξαφανίζεται εντελώς στην αφηρημένη τέχνη. Η κρίση της ατομικότητας και η επιθυμία για την εξάλειψη του ανθρώπινου ίχνους χαρακτηρίζουν την περίοδο του μοντερνισμού, μιας και τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, δεν νοούνται πλέον ως σταθερές οντότητες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, γνωστά από αναφορές στην ψυχική τους κατάσταση και ενδείξεις για την αγωγή τους. Το μυθιστορηματικό εγώ χάνει τη μοναδικότητα και τη σταθερότητά του, γίνεται  αγνώριστο, απροσδιόριστα πολυδιάστατο σαν να πάσχει από αλλοτροπισμό. Για μοντερνιστές πεζογράφους, όπως ο Joyce, η Woolf, ο D. Η. Lawrence ή ο Faulker, τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος δεν θεωρούνται ως συνεκτικές, προσδιορίσιμες και καλά δομημένες οντότητες αλλά ένα ψυχικό πεδίο μάχης, ένα άλυτο αίνιγμα ή η αφορμή για τη ροή παραστάσεων και εντυπώσεων. Αυτή η τάση να διαλύεται το μυθιστορηματικό πρόσωπο σε μια σειρά ατομικοποιημένων εμπειριών καταλήγει στην επιφανειακή περιγραφή του και την απογύμνωσή του από κάθε ψυχικό βάθος.

Στο διαφαινόμενο ‘απανθρωπισμό’ της τέχνης και του μυθιστορήματος αντέδρασε ήδη από τη δεκαετία του '20 ο Οrdega  y Casset, ο οποίος υποστήριζε  ότι η προσοχή του αναγνώστη, όταν διαβάζει ή ανακαλεί τα μεγάλα μυθιστορήματα το παρελθόντος, στρέφεται προς τις μυθιστορηματικές προσωπικότητες και όχι στις περιπέτειές τους. Ενθουσιαζόμαστε, έγραφε, από τον Δον-Κιχώτη και τον Σάντσο και όχι από ό,τι τους συμβαίνει ή ό,τι αντιπαρέρχονται. Παρά τις αντιρρήσεις του Οrtega y Casset,  η αμφισβήτηση του μυθιστορηματικού προσώπου και οι αναγγελίες του θανάτου του συνεχίστηκαν αμείωτες αντικατοπρίζοντας τη γενικότερη κρίση της έννοιας το ανθρώπου. Ο ανθρωπισμός και η πίστη στην αδέσμευτη και ιδιάζουσα υποκειμενικότητα άρχισαν να υπονομεύονται σοβαρά συμπαρασύροντας και την έμφαση στη δημιουργία μυθιστορηματικών προσώπων ως παρωχημένη έκφανσή τους.

Η άρνηση της ιδέας ότι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα συνίσταται από ξεχωριστές ατομικότητες με ψυχικό βάθος και αλισμόνητη φυσιογνωμία κορυφώθηκε με τους εκπροσώπους του Γαλλικού νέου μυθιστορήματος (nouveau roman). Ο Αlain Robbe-Grillet  απέρριψε τον «αρχαϊκό μύθο του βάθους' και μαζί του' την ψυχολογική σύλληψη του χαρακτήρα. Η Ναthalie Sarraute  αντέδρασε κι αυτή στην έννοια τον ψυχικού βάθους, που παλαιότεροι θεωρητικοί του μυθιστορήματος θεωρούσαν αναγκαία για κάθε μυθιστορηματικό πρόσωπο, επιμένοντας στην ανωνυμία με την κατάργηση τις ατομικότητας. Ήθελε ο αναγνώστης  «να βυθίζεται και να διατηρείται μέχρι τέλος σε μια ουσία τόσο ανώνυμη όσο και το αίμα, σε ένα μάγμα χωρίς όνομα και περίγραμμα».

Ο Θεοτοκάς είχε επίγνωση των επιθέσεων που δέχονταν η έννοια του μυθιστορηματικού προσώπου, ιδιαίτερα από τους νέους μυθιστοριογράφους στη Γαλλία, όπως φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα απο ένα άρθρο του το Μάιο του 1964.

 

«Για τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, διαβάσαμε πολλές φορές, τα τελευταία χρόνια, πως ο καιρός τους πέρασε, πως δεν πιστεύουμε πια σ' αυτά. Το πρόσωπο πέθανε, μας είπαν, έσβησε μες στη μαζική κοινωνία που δημιουργεί ή σύγχρονη τεχνολογία. Εξ  άλλου, είπαν, οι νεώτερες ψυχολογικές μας γνώσεις αναποδογύρισαν, στη συνείδησή μας, τα καθαρά πλαίσια των παλαιών μυθιστοριογράφων, που ξεχώριζαν αυθαίρετα το ένα πρόσωπο από το άλλο. Τα συγχώνεψαν μες στο ρεύμα της εσωτερικής μας ζωής, που περιέχει ολόκληρο τον κόσμο. «Τα πρόσωπα, γράφει η Ναταλία Σαρρώτ, δίχως δική τους ύπαρξη,  δεν είναι πια παρά οράματα, όνειρα, εφιάλτες, παραισθήσεις, ανταύγειες, ιδιότητες ή παραρτήματα ενός παντοδύναμου εγώ...»

 

Αν και σ' αυτό το παράθεμα ο Θεοτοκάς αναγνωρίζει την αμφισβήτηση, η θέση του παραμένει αταλάντευτη. Τέτοιους συλλογισμούς τους θεωρεί αναλαμπές που έρχονται και παρέρχονται χωρίς να μπορούν να επηρεάσουν καίρια την εξέλιξη της λογοτεχνίας. Παρομοιάζει την απλοϊκότητα και τη σοβαροφάνειά τους με τη δήλωση ότι δεν είναι δυνατό να πιστέψει κανείς στο θεό, εφόσον οι κοσμοναύτες δεν είδαν πουθενά θεό ή αγγέλους στο διάστημα. Η οριστική του απάντηση στους ισχυρισμούς για το θάνατο του μυθιστορηματικού ήρωα είναι η πεποίθησή του πως ούτε η τεχνολογία ούτε οι ανακαλύψεις της ψυχολογίας μπορούν να καταλύσουν ό,τι συνιστά την πρωτοτυπία και τη μοναδικότητα της ατομικότητας.

Το πρόβλημα των μυθιστορηματικών προσώπων αποκαλύπτει τελικά το ρήγμα που συντελέστηκε στον εικοστό αιώνα ανάμεσα στους θιασώτες του ‘απανθρωπισμού’ της τέχνης και τους φιλελεύθερους ουμανιστές. Από τη μια πλευρά οι μοντερνιστές, οι νέοι μυθιστοριογράφοι και πρόσφατα οι στρουκτουραλιστές υπέγραψαν τη ληξιαρχική πράξη θανάτου των μυθιστορηματικών προσώπων και από την άλλη οι πιστοί του φιλελεύθερου  ουμανισμού, όπως ο Οrtega y Gasset, o Moravia, η Murdoch,  o Θεοτοκάς κ.ά., μάχονται για την επιβίωση ή την αναβίωσή τους. Ένα από τα επιχειρήματα  των τελευταίων είναι  ότι  η γλώσσα καθώς και η αντίληψη προϋποθέτουν αναγκαία τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον, ώστε η προσπάθεια των νέων μυθιστοριογράφων ν' αποφύγουν ανθρωπομορφικές μεταφορές ή ν' αντικαταστήσουν στα μυθιστορήματά τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τον απρόσωπο κόσμο των αντικειμένων είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων. Αλλά και η ιδεολογία, του φιλελεύθερου ουμανισμού παραγνωρίζει τον καθοριστικό ρόλο της γλώσσας στη σύνθεση και τη διαμόρφωση του ανθρώπινου υποκειμένου, γιατί προϋποθέτει έναν κόσμο ατόμων με αδέσμευτη συνείδηση και αυτόνομη υποκειμενικότητα ως πηγή νοήματος, γνώσης και δράσης. Η ζωτικότητα και το ψυχολογικό τους εύρος εκτοπίζουν στη συνείδηση αρκετών ουμανιστών πεζογράφων, όπως ο Θεοτοκάς, τις επιτηδεύσεις της γραφής και τους αφηγηματικούς πειραματισμούς και τούτο δικαιολογεί τη σχετική υποτίμηση της τεχνικής εκ μέρους τους.

Οι ιδεολογικές προεκτάσεις αυτής της έμφασης στα μυθιστορηματικά πρόσωπα ίσως να μη φαίνονται εκ πρώτης όψεως αλλά επισημαίνονται από έναν υπέρμαχο του φιλελεύθερου ουμανισμού τον W. J. Harvey,  που υποστηρίζει πως το μυθιστόρημα είναι η κατ' εξοχήν καλλιτεχνική φόρμα του φιλελευθερισμού, ο οποίος εξαίρει την ατομικότητα και την ανομοιότητα των ανθρώπων καθώς και την πολλαπλότητα των απόψεων τους.  Η πολυφωνία και η ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων του παραδοσιακού μυθιστορήματος οδηγεί τον Ηarvey  στον ισχυρισμό ότι το μυθιστόρημα είναι η έκφανση μιας πλουραλιστικής και φιλελεύθερης όρασης του κόσμου και γι' αυτό όσοι δεσμεύονται σε μονιστικά σχήματα σκέψης,  όπως o Χριστιανισμός ή ο Μαρξισμός, δεν μπορούν να γράφουν αξιόλογα μυθιστορήματα αλλά θα κινούνται στην περιφέρεια του είδους γράφοντας ρομάντσα, παραβολές ή μυθιστορήματα ιδεών.

Τέτοιες συσχετίσεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η έμφαση του Θεοτοκά, στη δημιουργία προσώπων υποδαυλίζεται από τον αδιάλλακτο φιλελευθερισμό του. Είναι σαφές πως η πολυπρόσωπη αποκέντρωση της Αργώς και η υποτιθέμενη πολυφωνία της απηχούν την ιδεολογία του ατομισμού και τη βασική προϋπόθεση της μυθιστορηματικής του τέχνης: τη δημιουργία προσώπων. Το ημερολόγιο του επίσης δείχνει ότι όταν άρχιζε να σχεδιάζει ένα μυθιστόρημα ξεκινούσε συνήθως από τα πρόσωπά του, αυτά προσπαθούσε να μορφοποιήσει και να εξατομικεύσει.

Ο Θεοτοκάς εξαρτούσε τη διάρκεια ενός μυθιστορήματος από το  εάν πετύχαινε να επιβάλει και να εντυπώσει στη μνήμη του κοινού τα πρόσωπά του. Ο μυθιστοριογράφος κατά τη γνώμη του δεν αντιγράφει τη ζωή αλλά τη μεταπλάθει φανταστικά, ώστε τα πρόσωπα να έχουν ίσως την αφετηρία τους σε κάποιες συγκεκριμένες υπάρξεις αλλά να μετασχηματίζονται τελείως από τις φανταστικές προσθήκες ή αφαιρέσεις. Θεωρούσε, άλλωστε, τη σύλληψη ενός προσώπου αυθόρμητη δωρεά κάτι αντίστοιχο με τη λυρική παρόρμηση του ποιητή. Στη θεωρία του οι μεταφυσικές αποχρώσεις είναι εμφανείς, εφόσον απαιτούσε από το μυθιστοριογράφο ενορατικές ικανότητες, ώστε η διορατικότητα του να διαπερνά το κέλυφος της πραγματικότητας, ν' ανακαλύπτει τις κρυμμένες δυνατότητές της και να ψυχανεμίζεται τις μελλοντικές εξελίξεις. Όσοι αποτύγχαναν ή δεν διέθεταν την απαιτούμενη διόραση παρέμειναν στη ρηχότητα του νατουραλισμού και την ατάλαντη μετριότητα.

Ό,τι  διαπιστώνουμε από τα παραπάνω είναι ότι οι ιδέες του Θεοτοκά για το μυθιστόρημα και ιδιαίτερα η βασική του άποψη για τα μυθιστορηματικά πρόσωπα δεν άλλαξαν ριζικά με την πάροδο του χρόνου. Απλώς αναπτύχθηκαν  περαιτέρω, διατυπώθηκαν διεξοδικότερα και αποκρυσταλλώθηκαν τελικά στο δοκίμιο του: «Η τέχνη του μυθιστορήματος» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εποχές το 1964. Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, οι παρατηρήσεις του για το μυθιστόρημα σ' αυτό το κείμενο δεν προέρχονται από μεθοδική έρευνα αλλά είναι καταστάλαγμα προσωπικής πείρας.

Θεωρώντας την αφήγηση ως μόνιμη ανάγκη της ανθρώπινης φύσης και εντοπίζοντας το αρχέτυπο του μυθιστορήματος στις διηγήσεις του άραβα λαϊκού παραμυθά, ο Θεοτοκάς υποστηρίζει πως το μυθιστόρημα είναι κατά βάση είδος ρεαλιστικό. Αυτό δεν σημαίνει, όπως επεξηγεί παρακάτω, φωτογραφική απεικόνιση αλλά πειστική ανάπλαση και ανάλυση της πραγματικότητας. Η ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής αποκτά αξία στο μυθιστόρημα, όταν συνοδεύεται και από ένα προσωπικό όραμα του κόσμου που αποκαλύπτει την ατομική ματιά και την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα. Αν η γοητεία της ποίησης έγκειται στους υποβλητικούς συνδυασμούς λέξεων και εικόνων, η γοητεία του μυθιστορήματος βρίσκεται για το Θεοτοκά στην ποίηση του χρόνου, τον επικό του ρυθμό, που αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του μυθιστοριογράφου. Ίσως σ' αυτή την παρατήρησή του να έχει επηρεασθεί από την Virginia Woolf,  στα κείμενα και τις γνώμες της οποίας αναφέρεται σ' αυτό το δοκίμιο.

Η τεχνική του μυθιστορήματος δεν τον ενθουσιάζει ιδιαίτερα, γιατί τη θεωρεί δευτερότερο θέμα, «ένα απλό μέσο για να μορφοποιούμε τον ψυχικό μας κόσμο», ενώ το πρωτεύον θέμα είναι η ποιότητα της ουσίας που πρόκειται να μορφοποιηθεί. Παλαιότερα σ' ένα γράμμα του στον Ξεφλούδα το1928-29, που αναδημοσιεύεται στο Ημερολόγιο της ‘Αργώς’ και του ‘Δαιμόνιου’, τόνιζε πως η τεχνική υποτάσσει  και νοθεύει τη ζωή στην προσπάθειά της να εκλογικεύσει και να εναρμονίσει την ασυναρτησία και την αντιφατικότητά της. Έβλεπε δηλαδή την τεχνική ως τη φυλακή  της φαντασίας και της ζωής, αν και μερικά μυθιστορήματά του, και ιδιαίτερα η Αργώ, έχουν εκλογικευμένη οργάνωση και προμελετημένη δομή.

Εντούτοις, ορισμένοι  πρωτοποριακοί τρόποι χειρισμού και παρουσίασης της αφηγηματικής ύλης δεν του είναι άγνωστοι. Αναφέρει συγκεκριμένα τη θεώρηση του ίδιου θέματος από πολλές οπτικές γωνίες καθώς και ταυτόχρονη ανάπτυξη θεμάτων που συμβαίνουν σε ποικίλους χώρους την ίδια ώρα τον περίφημο ταυτοχρονισμό (simultanèisme) όπως τον μεταφράζει. Αυτή η τεχνική φαίνεται τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, γιατί την αναφέρει και σε προηγούμενο άρθρο αλλά και προσπάθησε να την εφαρμόσει στο μυθιστόρημά του Ιερά Οδός, όπως γράφει στο ενδέκατο τετράδιο του ημερολογίου του: «Η δράση αρχίζει στις 6 Απριλίου 1941 και συνεχίζεται σε διάφορα πλάνα με εφαρμογή της τεχνικής του simultanèisme πού θα μπορούσε νά ειπωθεί ελληνικά ταυτοχρονισμός και που είναι άγνωστο στη λογοτεχνία μας. (20 Ιουνίου 1949).

Εκείνο όμως που παρατηρεί κανείς και σ' αυτό το δοκίμιο είναι η επιμονή του στα μυθιστορηματικά πρόσωπα και σ’ αυτά αφιερώνει ένα μεγάλο τμήμα της μελέτης του επαναλαμβάνοντας σε γενικές γραμμές ό,τι είχε υποστηρίξει στα προηγούμενα άρθρα του. Οι μετατοπίσεις του είναι μηδαμινές αλλά το πάθος για τη δημιουργία προσώπων αμείωτο. Ο Θεοτοκάς μάχεται να κρατήσει ψηλά τη σημαία του κλυδωνιζόμενου ουμανισμού πιστεύοντας πως η πιο γνήσια και ορθόδοξη μυθιστοριογραφία «αγωνίζεται να εμβαθύνει την αλήθεια του ανθρώπου μέσα  απ’ όλες τις πλευρές του, τις τάσεις του, τις πεποιθήσεις του». Οι ιδέες του για το μυθιστόρημα με την έμφασή του στα μυθιστορηματικά πρόσωπα και την υποβίβαση της τεχνικής σε κατώτερο επίπεδο, απηχούν τον ουμανιστικό φιλελευθερισμό του και ανήκουν ουσιαστικά στα τέλη του 19ου αιώνα. Κλίνουν μεταφυσικά προς το ρεαλισμό, οικειοποιούνται επιδερμικά ορισμένες τεχνικές του μοντερνισμού και αρνούνται το ριζοσπαστισμό του νέου μυθιστορήματος και τις μεταπολεμικές εξελίξεις στον τομέα της αφηγηματικής τεχνικής.