Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία
 
μετάφραση Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 177-179
 
 
 

Μανιφέστο για τη νέα εποχή. Το Ελεύθερο Πνεύμα του Θεοτοκά

 

Ακριβώς ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, ένας νεαρός πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών δημοσίευσε (με ψευδώνυμο) ένα φυλλάδιο με τίτλο Ελεύθερο πνεύμα. Συγγραφέας του αποδείχτηκε ότι ήταν ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966), ο οποίος στις επόμενες δεκαετίες καθιερώθηκε με τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα και αναγνωρίστηκε ως μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της αυτο-αποκαλούμενης ‘γενιάς του τριάντα’. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από και για την ομάδα των νεοτεριστών ποιητών και μυθιστοριογράφων, που συνεργάστηκαν στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Τα Νέα Γράμματα (1935-44). Η χρήση του όμως επεκτάθηκε και έφθασε να περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις μορφές λογοτεχνικών πειραματισμών που άρχισαν εκείνη τη δεκαετία. Βέβαια, όταν ο Θεοτοκάς έγραφε το Ελεύθερο πνεύμα, τα πράγματα ήταν ακόμη ασαφή. Καμία από τις νέες παρεκκλίσεις, που επρόκειτο να σημαδέψουν τη νέα δεκαετία, δεν είχε ακόμα εφαρμοσθεί, ενώ λίγοι μόνο από τους συγγραφείς, οι οποίοι στη συνέχεια άσκησαν επιρροή, ήταν τότε γνωστοί στον Θεοτοκά. Παρ’ όλα αυτά, εκ των υστέρων, το Ελεύθερο πνεύμα μπορεί να θεωρηθεί ως το μανιφέστο της γενιάς του Θεοτοκά.

Το Ελεύθερο πνεύμα είναι ένα έργο νεανικό και ενθουσιώδες. Οι κρίσεις που εκφράζει είναι πολλές φορές σαρωτικές και απόλυτες. Στο φυλλάδιο αυτό ο Θεοτοκάς εξηγεί γιατί, κατά τη γνώμη του, απέτυχε η ελληνική λογοτεχνία του προηγούμενου αιώνα. Θεωρεί ότι τη χαρακτήριζε ένας επαρχιωτισμός, ότι δεν είχε καμία επαφή με την Ευρώπη, ότι απουσίαζε από την Ελλάδα μια φιλελεύθερη φιλοσοφική παράδοση και ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε με την ιδεολογική πόλωση των ημερών του. Καταρχήν, κατακρίνει την πεζογραφία της προηγούμενης πεντηκονταετίας για την έμφαση που έδωσε στην κοινότητα εις βάρος του ατόμου, γι’ αυτό που ο ίδιος θεωρεί δουλικό ρεαλισμό, και για το πολύ περιορισμένο εύρος της. Όσον αφορά στην ποίηση, δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα στον Καβάφη και τον Καρυωτάκη και θεωρεί το έργο τους αδιέξοδο. Καθαρίζοντας το έδαφος με αυτόν το ριζικό τρόπο, ο Θεοτοκάς προσφέρει συνταγές για το μέλλον. Οι Έλληνες συγγραφείς πρέπει να κοιτάζουν προς τα έξω, προς την Ευρώπη. Στην προηγούμενη περίοδο ο Ψυχάρης είχε συνδέσει την ανάπτυξη της ελληνικής λογοτεχνίας με την εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους. Ο Θεοτοκάς αντίθετα παραπέμπει στη διπλωματία: «Μια λογοτεχνία αποχτά διεθνή σημασία όταν αρχίσει να επιδρά, χωρίς βέβαια να παύει ποτέ να επιδράται».

Απαραίτητη προϋπόθεση, την οποία επαναλαμβάνει σε όλο το δοκίμιο, είναι η πνευματική ελευθερία. Ο Θεοτοκάς καταθέτει μια ορθολογική πρόταση για μια νέα θεωρητική προσέγγιση των προβλημάτων της εποχής. Και αυτό, όπως υποστηρίχθηκε στην προηγούμενη ενότητα, αποδείχτηκε πράγματι ένα πολύ ζωτικό συστατικό για μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας που ακολούθησε. Την άποψή του εκφράζει λακωνικά ένας από τους ήρωες του πρώτου μυθιστορήματός του, Αργώ: «Όλες οι θεωρίες περιέχουν μια δόση αλήθειας». Στο χώρο της πεζογραφίας, ο Θεοτοκάς απαιτεί ένα νέο αστικό μυθιστόρημα ικανό να αποδώσει την πολυπλοκότητα, την τεχνολογική εξέλιξη και τη διεθνή διάσταση της σύγχρονης ζωής στις μεγαλουπόλεις - ένα πρόγραμμα το οποίο, όπως θα φανεί, ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε ολότελα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Στη λογοτεχνία, γενικά, το Ελεύθερο πνεύμα διεκδικεί ένα ρόλο για την τέχνη και τον καλλιτέχνη, ο οποίος είναι έντονα διαποτισμένο, από το πνεύμα του Ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Ο καλλιτέχνης, σύμφωνα με την αντίληψη του Θεοτοκά, είναι ένα χαρισματικό πλάσμα, με το εξαιρετικό προνόμιο μιας δαιμονικής ικανότητας, της οποίας τη δύναμη πρέπει να ελέγξει με την αρετή της τέχνης του, για να μην καταστραφεί από αυτή. Πάνω από κάθε οικονομική ή κοινωνική χρησιμότητα στέκεται η επίτευξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κατά βάση πρόκειται για την κληρονομιά της γενιάς του Παλαμά και του Καβάφη, αν και ο νεαρός Θεοτοκάς θα ήταν μάλλον απρόθυμος να το παραδεχτεί. Αυτή, λοιπόν, η άποψη για τη φύση της τέχνης και το ρόλο του καλλιτέχνη παραμένει κεντρική στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει αυτό το κεφάλαιο.