Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Αθήνα 1999, Πατάκης. Σσ. 216-227
 
 
 

Η Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά και η δημιουργία του ελληνικού μεγάλου αστικού μυθιστορήματος

 

Το μεγάλο μυθιστόρημα σε δυο τόμους του Γιώργου Θεοτοκά Αργώ (1933-1936) είναι μια πρακτική εφαρμογή των αρχών που διατυπώθηκαν στο Ελεύθερο πνεύμα. Ο πολύ «οργανωμένος» χαρακτήρας αυτής της δημιουργίας, που άρχισε το1931, φαίνεται πολύ καθαρά στην παράλληλη γραφή, με τη μορφή προσωπικών σημειώσεων, του Ημερολογίου της Αργώς (1928-1938), που αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μίμηση του έργου του Andre Gide Ημερολόγιο των Παραχαρακτών (1926).

Όποια κι αν είναι η λογοτεχνική αξία της Αργώς -μπορούμε να την αμφισβητήσουμε-, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σ' αυτή συνοψίζονται τέλεια οι φιλοδοξίες, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες των Ελλήνων μυθιστοριογράφων της Γενιάς του '30.

 

Μια πολύ σχετική πρωτοτυπία

 

Οι συγγραφείς της Γενιάς του '30 πίστεψαν, ή θέλησαν να γίνει πιστευτό, ότι είχαν «δημιουργήσει» το νεοελληνικό μυθιστόρημα. Αυτή η διεκδίκηση συμπεριλαμβανόταν ήδη στο «πρόγραμμα» του Ελεύθερου πνεύματος: «Θέλουμε αληθινή συζήτηση ιδεών, αληθινό θέατρο, αληθινό μυθιστόρημα».

Ό,τι γράψαμε μέχρι εδώ δείχνει ότι η απαίτηση του Θεοτοκά είναι υπερβολική. Οι άνθρωποι της γενιάς του δε δημιούργησαν το σύνθετο μυθιστόρημα με τα πολλά πρόσωπα: αυτό το είδος εκπροσωπείται στο λαϊκό βιβλίο της ρομαντικής εποχής. Όσο για την παρουσία στο μυθιστόρημα των νέων κοινωνικών τάξεων, των εργατών και των αστών, ούτε κι αυτή αποτελεί καινοτομία: ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος είχαν γράψει μυθιστορήματα που διαδραματίζονταν στο αστικό περιβάλλον και ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος είχε γράψει το1911 ένα εργατικό μυθιστόρημα, την Κερένια κούκλα.

Όταν ο Θεοτοκάς μιλάει για «συζήτηση ιδεών», αναφέρεται φυσικά στις ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής του. Το θέμα δεν ήταν εντελώς καινούριο για το ελληνικό μυθιστόρημα. Ας σκεφτούμε τα πολιτικοποιημένα μυθιστορήματα της ρομαντικής εποχής, όπως ο Εξόριστος του 1831 του Αλέξανδρου Σούτσου, και τα έργα του Ίωνα Δραγούμη, όπως το Μαρτύρων και ηρώων αίμα.

Πάντως το μυθιστόρημα της Γενιάς του '30 τοποθετείται, όπως ακριβώς τα πρώτα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, στο μεταίχμιο της ελληνικής και της ευρωπαϊκής παράδοσης. Συμμερίζεται τα γλωσσικά και λογοτεχνικά δόγματα της Γενιάς του 1880 (δημοτικισμός και ρεαλισμός), αλλά δανείζεται από την Ευρώπη εκείνης της εποχής την τεχνική του μεγάλου μυθιστορήματος μιας μεγάλης αστικής οικογένειας (John Galsworthy, The Forsyte Saga,1906 1928, Roger Martin du Gard, Les Thibault, 1920-1937).

 

Το μυθιστόρημα της νεότερης Ελλάδας

 

Τα μυθιστορήματα αυτής της περιόδου ενσωματώνουν την ιστορική διάσταση στην προβληματική του μυθιστορήματος. Τα ατομικά πεπρωμένα δεν είναι πια ακριβώς στο κέντρο του ενδιαφέροντος του μυθιστοριογράφου: θεωρούνται χαρακτηριστικά της σύγχρονης ιστορίας της.Ελλάδας και της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας από την Ανεξαρτησία. Γενικά, οι συγγραφείς βγαίνουν προσωρινά από την «ατομιστική» οπτική που είχαν οι μυθιστοριογράφοι της δεκαετίας του '20. Το νέο θέμα του νεοελληνικού μυθιστορήματος είναι «η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας», ενώ οι προηγούμενες γενιές ενδιαφέρονταν περισσότερο για τον ελληνισμό αχρονικά.

Τούτο μπορεί να εξηγήσει αυτό που φάνηκε σε μερικούς κριτικούς ως αντίφαση, ή μάλλον ως αποκήρυξη: το γεγονός ότι οι μυθιστοριογράφοι της Γενιάς του '30, που ασχολούνταν κατεξοχήν με τη σύγχρονη Ελλάδα, έγραψαν επίσης ένα μεγάλο αριθμό «ιστορικών μυθιστορημάτων»∙ είναι η περίπτωση του Άγγελου Τερζάκη με την Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ (1945), του Μ. Καραγάτση με τη σειρά Ο κόσμος που πεθαίνει, και του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη με το μυθιστόρημα Οι μαυρόλυκοι. Χρονικό της Τουρκοκρατίας 1565-1799 (δύο τόμοι,1948-1949). Αυτό το πέρασμα στο ιστορικό μυθιστόρημα έχει ερμηνευτεί ως συνετή άρνηση να πραγματευτούν οι συγγραφείς τη σύγχρονη πραγματικότητα μετά την επιβολή του φασιστικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου 1936 και κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της Δεξιάς.

Στην πραγματικότητα, για τους μυθιστοριογράφους αυτής της εποχής οι δύο διαστάσεις της σύγχρονης πολιτικής και της ελληνικής ιστορίας εμφανίζονται ως συμπληρωματικές. Ο συγγραφέας

 εξηγεί τις σύγχρονες τότε καταστάσεις με αναφορές στο παρελθόν είτε, συχνότερα, σε ξεχωριστά έργα, είτε, ενίοτε, και στο ίδιο βιβλίο. Αυτή είναι η περίπτωση της Αργώς, που διαδραματίζεται στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και αρχίζει με ένα μακροσκελές κεφάλαιο με τον τίτλο «Μια πανεπιστημιακή δυναστεία», όπου ο μυθιστοριογράφος διηγείται με συντομία όλη την ιστορία της αστικής οικογένειας Νοταρά από την Επανάσταση του 1821.

 

Χαρακτηριστικά πρόσωπα

 

Τα πρόσωπα, ιδιαίτερα εκείνα της Αργώς, δεν έχουν επιλεγεί τυχαία από τον ελληνικό πληθυσμό εκείνης της εποχής. Είναι χαρακτηριστικά διαφόρων τάξεων και διαφόρων πολιτικών «αποχρώσεων». Αυτό οδηγεί το Θεοτοκά να ασχοληθεί ταυτόχρονα με μεγαλοαστούς και μικροαστούς, με πρόσφυγες από την Τουρκία, καθηγητές, φοιτητές, πολιτικούς ταραχοποιούς, κομουνιστές και πολιτικούς της Δεξιάς.

 

Μια νέα «αποκεντρωμένη» οπτική γωνία στο μυθιστόρημα

 

Ο μυθιστοριογράφος της Αργώς εγκαταλείπει την υποκειμενική οπτική της δεκαετίας του '20. Επιδιώκει επίσης να ξεπεράσει την ψεύτικη αντικειμενικότητα του μοναδικού και πανταχού παρόντος αφηγητή. Επιχειρεί επομένως μια σύνθεση ανάμεσα σ' αυτές τις δύο θέσεις, προσπαθώντας να μπαίνει κάθε φορά στη θέση του ήρωά του και δείχνοντας ότι ο καθένας έχει δίκιο από τη μεριά του:

 

 «όταν η πορεία της Αργώς με ξανάφερε εμπρός στα ζοφερά κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας, δεν πήρα εδώ καμμία θέση απάνω σ' αυτά, αλλά προσπάθησα να εξετάσω, χωρίς προκατάληψη, την απήχησή τους και τους αντίχτυπους που προκαλούν μες στην ανθρώπινη συνείδηση. […] Σημειώνω πως η Αργώ δεν έχει κεντρικό πρόσωπο. Είναι η έκφραση πολλών ανθρωπίνων καταστάσεων ταυτόχρονα κ' ίσως (δεν ξέρω) η δικαίωσή τους».

(Πρόλογος της έκδοσης του 1933)

 

Πράγματι, αυτή η θέση χρωματίζεται ειρωνικά στο μέτρο που ο συγγραφέας δεν μπορεί να συμμεριστεί με τον ίδιο τρόπο τις ιδεολογικές επιλογές όλων των ηρώων του. Ο ίδιος είναι ένας φιλελεύθερος αστός που τρέφει μια σχετικά συγκαταβατική συμπάθεια για ορισμένους κομουνιστές, χωρίς φυσικά να υιοθετεί τις απόψεις τους. Παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα, όπου ο Θεοτοκάς δείχνει πως, κατά τη γνώμη του, γίνεται κάποιος κομουνιστής:

 

«Ο Δαμιανός Φραντζής είχε γεννηθεί στην Πόλη από μικρεμπορική οικογένεια, καθαυτό πολίτικη και μάλιστα φαναριώτικη. […] Μόλις έφτασε στην Αθήνα γράφτηκε μηχανικά στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου, μα ένα χρόνο αργότερα ζήτησε να μεταγραφεί στη Φιλοσοφική. Ύστερα από άλλον ένα χρόνο είχε παρατήσει το Υπουργείο, είτανε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας και κέρδιζε το ψωμί του ως διορθωτής μιας επαναστατικής εφημερίδας, συνεχίζοντας πάντα τις σπουδές του. Τι είχε συμβεί στο ανήσυχο και ασχημάτιστο πνεύμα αυτού του νέου;

Είχε γίνει μέσα του πρώτα -πρώτα το κενό. Η εθνική Καταστροφή κι ο ξεριζωμός του είχανε καταλύσει μέσα του, μονομιάς, όλον εκείνο τον κόσμο των παραδόσεων, των θρύλων και των πεποιθήσεων, που γεμίζανε ως τότε τη ζωή του και την τρέφανε με ιδανικά. Βρέθηκε ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, ανερμάτιστος, χαμένος, […]. Η Ορθοδοξία είταν ένα αναπόσπαστο μέρος των βυζαντινών παραδόσεών του. Είταν ένα σύμβολο, το πιο επιβλητικό ίσως σύμβολο των παραδόσεων αυτών, μα δεν είταν η κυριότερη βάση τους. Ο Ιησούς είταν προπαντός ο αντίπαλος του Ισλάμ, της Τουρκίας, της τυραννίας, ο προστάτης της Ρωμιοσύνης, […] δίχως τα εθνικά αυτά πάθη η Ορθοδοξία έχανε το νόημά της καί το σκοπό της. […] Για πρώτη φορά αποκτούσε συνείδηση των κοινωνικών αντιθέσεων, βλέποντας από τη μια μεριά την αθλιότητα του λαού και την αγωνία της προσφυγιάς κι από την άλλη τον πλουμιστό και φανταχτερό πλουσιόκοσμο, που άρχιζε πάλι να κουνιέται, μετά τη φουρτούνα, και γύρευε νέους τρόπους, πιο συγχρονισμένους και πιο ενεργητικούς, για να «ζήσει τη ζωή του», όπως λένε, στην ιδιαίτερη γλώσσα τους, τα μέλη αυτού του συναφιού.

Μία μέρα του έβαλαν στα χέρια κάτι καινούργια γράμματα, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μάρξ και του 'Εγκελς. Ένα βιβλιαράκι με χτυπητό κόκκινο ξώφυλλο, λιγοσέλιδο, στραπατσαρισμένο, σκισμένο στις άκρες, που έκλεινε όμως μέσα του πιεσμένες ορμές ανατροπής με μιαν ένταση, μια δραστικότητα κοσμογονική».

(τόμ.1, σσ.178-185)

 

Η πρώτη καινοτομία αυτής της σελίδας είναι ότι οι πολιτικές ιδέες θεωρούνται όχι σαν κάτι το απόλυτο αλλά σαν στοιχείο του χαρακτήρα. Σ' αυτό τον τομέα οι πεποιθήσεις είναι μεταβλητές και σχετικές. Δεν υπάρχουν πλέον εδώ, όπως στο ρομαντικό μυθιστόρημα, «καλοί» και «κακοί». Η προτίμηση για τη μια η την άλλη πολιτική είναι δεδομένο της ιδιοσυγκρασίας, όπως οι μαγειρικές ή καλλιτεχνικές «προτιμήσεις».

Στο Θεοτοκά το σύστημα ψυχολογικής εξήγησης είναι, αν και παντα πολύ σαφές, πιο σύνθετο απ' ό,τι στο παρελθόν. Μπορούμε να διακρίνουμε σ' αυτό τα ακόλουθα στοιχεία: α) ένα ψυχολογικό στοιχείο: ο Δαμιανός είναι σοβαρός, εργατικός και διανοούμενος, β) ένα ιστορικό στοιχείο: το ψυχικό τραύμα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, γ) ένα κοινωνιολογικό στοιχείο: η οικογένεια Φραντζή ανήκει σε μια ξεπεσμένη αριστοκρατία, τους Φαναριώτες, και της έχει απομείνει, όπως και στην παλιά γαλλική αριστοκρατία, η επιθυμία για αξιώματα και εξουσία -ο Θεοτοκάς προσελκύει την προσοχή σ' αυτή την αριστοκρατική άποψη δίνοντας στον ήρωά του το βυζαντινό όνομα Φραντζής, δ) ένα τυχαίο στοιχείο: η συνάντηση μιας πνευματικής διάθεσης κι ενός βιβλίου, που έρχεται πάνω στην ώρα ως απάντηση σε μια πνευματική αναζήτηση, του Μανιφέστου του κομουνιστικού κόμματος των Μarx και Engels (1848).

Ο Θεοτοκάς κάνει επίσης μια σύντομη πολιτική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας μετά το1922, μιας κοινωνίας που συνειδητοποιεί τις μεγάλες περιουσιακές διαφορές και που βάλλεται απ' όλους τους εξτρεμισμούς.

Τέλος, βρίσκουμε εδώ μια αρκετά συνηθισμένη μελέτη της θρησκευτικής νοοτροπίας των Ελλήνων. Η Ορθοδοξία δεν είναι μόνο η κυρίως μια ατομική θρησκεία, είναι επίσης η ενσάρκωση της ελληνικής εθνικής ιδέας. Επειδή ο κομουνισμός είναι επίσης ένα είδος θρησκείας, το πέρασμα από την Ορθοδοξία στον κομουνισμό μπορεί να γίνει με μια πολύ φυσική «μεταστροφή».

 

Μια παραδοσιακή ψυχολογία

 

Σε ορισμένα σημεία η ψυχολογία του Θεοτοκά δείχνει μια παλινδρόμηση σε σχέση μ' εκείνη των «συμβολικών» μυθιστορημάτων του 1910-1920. Αντίθετα από το Βουτυρά, το Χατζόπουλο και τον Κόντογλου, ο Θεοτοκάς δεν εξερευνά το χώρο του ασυνείδητου των ηρώων του. Ο Δαμιανός Φραντζής είναι απόλυτα λογικός και κατανοητός, γεγονός που αφαιρεί από την αληθοφάνεια του προσώπου και το καθιστά λιγότερο πειστικό.

 

Η «ατμόσφαιρα εποχής»

 

Οι ρομαντικοί ενδιαφέρονταν κυρίως, εκτός από τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα, για τον κλασικό ελληνισμό και η ηθογραφία για τον «αιώνιο» πολιτισμό της υπαίθρου. Γύρω στο 1910 η λογοτεχνία είχε αρχίσει να στρέφεται προς το θέμα των φτωχών που υπήρχαν στις πόλεις.

Το καινούριο επίσης στο μυθιστόρημα του 1930 είναι η ενσωμάτωση της σύγχρονης ιστορίας στη δράση του μυθιστορήματος. Η ελληνική ιστορία δεν είναι πια μόνο ένα πλαίσιο, έρχεται στο προσκήνιο και γίνεται με τη σειρά της πρόσωπο, ίσως και το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος. Ο Θεοτοκάς προσδιορίζει εδώ τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει, απ' τη μια μεριά, τις σχέσεις της ιστορίας και της ιστορικής φαντασίας και, από την άλλη, εκείνη των ιστορικών και των φανταστικών προσώπων:

 

«Νομίζω ωστόσο, ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η μόνη υποχρέωση του συγγραφέα είναι να αποδώσει πιστά όχι τα εξωτερικά γεγονότα, αλλά την αληθινή ουσία των πραγμάτων, την κοινωνική ατμόσφαιρα, το «κλίμα» της περιόδου που μελετά.[…] Από την αυθεντική ελληνική ιστορία και την πραγματική «πραγματικότητα» πήρα μονάχα το γεγονός της Καταστροφής και το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα λοιπά πρόσωπα και γεγονότα της εποχής αυτής, […] θα έρθει γρήγορα μια μέρα που θα έχουνε τόσο πολύ λησμονηθεί ώστε οι ιστορικές αυθαιρεσίες της Αργώς θα κάνουν εντύπωση μονάχα στους ιστοριοδίφες».

(Σημ. στην έκδοση του 1936)

 

Το άτομο και η ομάδα

 

Αν δε λάβουμε υπόψη μας ορισμένες σκηνές της Κερένιας κούκλας (1911) του Χρηστομάνου, το λογοτεχνικό θέμα του πλήθους κάνει πραγματικά την εμφάνισή του στο μυθιστόρημα τη δεκαετία του '30. Το πλήθος είναι ταυτόχρονα πρόσωπο του μυθιστορήματος και στοιχείο που βοηθά στην ερμηνεία της ατομικής ψυχολογίας. Οι δάσκαλοι των Ελλήνων μυθιστοριογράφων σ' αυτό τον τομέα είναι αναμφισβήτητα ο Zola και ο Flaubert της Αισθηματικής αγωγής. Εξάλλου οι σκηνές του δρόμου και των διαδηλώσεων είναι επίσης συχνές στα γαλλικά μυθιστορήματα που εμφανίζονται την ίδια εποχή.

Πρωταρχικός σκοπός του Θεοτοκά δε φαίνεται να είναι πλέον να διηγηθεί μια ατομική ιστορία, αλλά μέσα από χαρακτηριστικές ανθρώπινες ζωές να παρουσιάσει τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Αυτή η ιστορία δημιουργείται κάτω από το βλέμμα μας, μέσα από αιφνίδια περιστατικά (πραξικοπήματα, διαδηλώσεις) που οι ήρωες ζουν με πάθος, αλλά δεν καταλαβαίνουν το νόημά τους.

Στο παράθεμα.Που ακολουθεί, ο Αλέξης Νοταράς μαζί με το φίλο κι ερωτικό του αντίπαλο, το Μανόλη, είναι μάρτυρες επαναστατικών ημερών στην Αθήνα. Όταν ο κίνδυνος είναι τόσο κοντά, αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας, το θάρρος ή η δειλία του καθενός. Αυτές οι σελίδες, όπου επικρατεί ολοφάνερη σύγχυση, είναι αναμφίβολα η καλύτερη εικόνα της  «ατμόσφαιρας» της μεσοπολεμικής Αθήνας:

 

«Ασήμαντες μικροδιαδηλώσεις διασχίζανε πότε - πότε την πλατεία, δίχως κανένα σκοπό και κανένα νόημα. Κ' οι ίδιες δεν ήξεραν που πήγαιναν και τι ήθελαν. Σοβαροί μεσόκοποι κύριοι, καλοντυμένοι νέοι, φοιτητές, άνθρωποι του λαού, φωνάζανε όλοι μαζί: «Ζήτω ο λαός! Ζήτω η ελευθερία! Κάτω η τυραννία!…» Μα δεν μπορούσες να καταλάβεις, ούτε κ' οι ίδιοι ήξεραν εκείνη τη στιγμή, τι ακριβώς εννοούσαν λέγοντας ελευθερία και τυραννία. […] Μια πονεμένη κραυγή ακούστηκε άξαφνα κοντά στο άγαλμα του Θησέα, και κάποιος νέος σωριάστηκε μες στα αίματα. κάποια σφαίρα, περιπλανημένη στον καταγάλανο μαγιάτικο ουρανό, τον είχε βρει στο κεφάλι. […] Μια ίλη ιππικού πρόβαλε στη γωνιά του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρεταννίας και κατέβηκε προς το Σύνταγμα καλπάζοντας. Ένας δυνατός κυματισμός του πλήθους αναποδογύρισε τα τραπεζάκια και τις καρέκλες.

Μια βιτρίνα του Ζαχαράτου θρυμματίστηκε με μεγάλο θόρυβο. Ο κόσμος χώθηκε μες στο καφενείο κι' όσοι δε χωρέσανε έτρεχαν πανικόβλητοι προς την οδό Σταδίου.

Ο Μανόλης, σερνάμενος από το ρεύμα του πλήθους, βρέθηκε μονομιάς στη μικρή πλατεία του Κολοκοτρώνη. Το ιππικό, που καταγινότανε να καθαρίσει το Σύνταγμα, δεν ακολούθησε ως εκεί. Στάθηκε λαχανιασμένος να ανασάνει. Στην οδό Σταδίου ο κόσμος κυλούσε δώθε - κείθε ασυνάρτητα. Μπουλούκια - μπουλούκια εφημεριδοπώλες έτρεχαν σαν παλαβοί και διαλαλούσαν τα παραρτήματα των εφημερίδων. Οι διαβάτες δερνόντανε για να τα αγοράσουν. Κι' όταν κάποιος κατόρθωνε να αρπάξει ένα φύλλο και τραβιότανε σε μια γωνιά να το διαβάσει, είκοσι άνθρωποι έπεφταν απάνω του να διαβάσουν κι' αυτοί. Τα παραρτήματα αναγγέλλανε πως ένα μέρος του στρατού είχε επαναστατήσει κι είχε ανακηρύξει δικτάτορα το στρατηγό Τζαβέα, διοικητή του πρώτου Σώματος Στρατού. Η Κυβέρνηση είχε αποφασίσει να αντισταθεί. […] ο καθηγητής πρόβαλε στη σάλα, αυστηρός και αξιοπρεπής όπως πάντα.

- Χαίρετε, κύριε καθηγητά, είπε ο νέος που στάθηκε σχεδόν σε στάση προσοχής. […] - Αμφιβάλλω, αποκρίθηκε ο Θεόφιλος Νοταράς κουνώντας το κεφάλι και ζυγίζοντας μια-μια τις λέξεις του, αν αυτοί οι κύριοι, που κάνουν τα κινήματα, καταλαβαίνουν κ' οι ίδιοι το νόημα των πράξεών τους. Ναι, αμφιβάλλω αν γνωρίζουν κ' οι ίδιοι ποιος είναι ο σκοπός που επιδιώκουν. Αμφιβάλλω πάρα πολύ.

Έκανε μερικά βήματα μες στη σάλα, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω κοιτάζοντας κάτω στοχαστικά. κατόπι στράφηκε ξανά προς το Μανόλη, που σεβότανε τη σιωπή του και δε μιλούσε.

- Κακά παραδείγματα για σας τους νεωτέρους, είπε ο καθηγητής και γύρισε σκυφτός στο γραφείο του. […] Κατάχλωμος, με κόπο κρατώντας το κορμί του στα πόδια του, [ο Αλέξης] άρπαξε το μπράτσο του Μανόλη, το έσφιξε δυνατά με τα λεπτά και μυτερά του δάχτυλα, τον έσυρε προς την εξώπορτα.

- Θέλω να δω τι γίνεται, είπε προσταχτικά. Πάμε! […] Προσπάθησε να ανασάνει βαθιά, να ξαλαφρώσει, μα δεν μπορούσε. […] Βουλούσε, βουλούσε, με τρομερή ταχύτητα, σ' ένα βάραθρο δίχως βυθό».

(τόμος ΙΙ, σσ. 282-287, σποράδην)

 

Καταρχήν, επισημαίνουμε τη σημασία του αστικού περιβάλλοντος. Η δράση, για την ακρίβεια, τοποθετείται στην Αθήνα: μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις κινήσεις των προσώπων σ' ένα χάρτη της πόλης - πλατεία Συντάγματος, πλατεία Κολοκοτρώνη, οδός Σταδίου. Ο τρόπος με τον οποίο ο Θεοτοκάς παρουσιάζει την Αθήνα τις μέρες της επανάστασης πριν το1936 δε διαφέρει και πολύ από εκείνον με τον οποίο μιλάει ο Flaubert για το Παρίσι του 1848. Και θα μπορούσαμε να κάνουμε την ίδια παρατήρηση για την Αθήνα του Ιωάννη Κονδυλάκη στους Άθλιους των Αθηνών(1894).

Πέρα όμως απ' αυτό τον παραδοσιακό ρεαλισμό, ανακαλύπτουμε επίσης μια παράλογη διάσταση. Αν όλα είναι σαφή στο επίπεδο των κινήσεων των ατομικών η συλλογικών προσώπων, τίποτα δεν είναι σαφές στο επίπεδο της ιστορικής εξήγησης. Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο η υπονοούμενη ιδεολογία του Θεοτοκά διακρίνεται από το μαρξισμό. Για το Θεοτοκά η ιστορία που γράφεται ξεπερνά κατά πολύ την αντίληψη εκείνων που πρωταγωνιστούν και δεν είναι βέβαιο ότι έχει ένα «νόημα».

Ο καθηγητής της Νομικής Θεόφιλος Νοταράς αναρωτιέται αν "αυτοί οι κύριοι, που κάνουν τα κινήματα, καταλαβαίνουν κ' οι ίδιοι το νόημα των πράξεών τους». Ο ίδιος όμως δεν έχει πιο ικανοποιητικό σύστημα εξήγησης. Βλέπει τα πάντα μέσα από τη στενή και ηθοπλαστική οπτική του διδάσκοντα, εξ ου και η αστεία παρατήρησή του: «είναι κακά παραδείγματα για σας τους νεωτέρους».

Η ασυναρτησία επικρατεί στον πολιτικό λόγο, που αποτελείται από συνθήματα που δεν παραπέμπουν σε τίποτα συγκεκριμένο. Η επανάσταση μοιάζει με μια μηχανή που τρελαίνεται. Ούτε αυτό που γίνεται ούτε αυτό που λέγεται είναι λογικό. Τα συνθήματα είναι φανερό ότι καλύπτουν διάφορες πραγματικότητες για τους πολύ διαφορετικούς ανθρώπους που τα χρησιμοποιούν: «δεν μπορούσες να καταλάβεις, ούτε κ' οι ίδιοι ήξεραν εκείνη τη στιγμή, τι ακριβώς εννοούσαν». Η ίδια απουσία λογικής στις κινήσεις του πλήθους, που γίνονται «δίχως κανένα σκοπό και κανένα νόημα».

Ωστόσο όλη αυτή η ασυναρτησία δεν είναι ανώδυνη. Το σημάδι  του τραγικού παραλόγου όλων αυτών είναι ο θάνατος ενός διαδηλωτή που δέχτηκε μια «αδέσποτη σφαίρα».

Το τέλος του αποσπάσματος αφορά περισσότερο τα άτομα. Η γενική εξήγηση, που ο Θεοτοκάς μοιράζεται με τον Τερζάκη και τον Καραγάτση, αλλά και με τον Καρκαβίτσα, είναι ότι οι λόγο των ανθρώπινων πράξεων πρέπει να αναζητηθούν στο βιολογικό ντετερμινισμό. Ο Αλέξης Νοταράς έχει ένα εύθραυστο νευρικό σύστημα, που τον εμποδίζει να είναι θαρραλέος, ακόμα κι αν το θέλει. Αυτή η νευρική αδυναμία, που τον κάνει ποιητή, αντιτίθεται στη φυσική και ηθική δύναμη του πατέρα του, του καθηγητή Θεόφιλου Νοταρά. Ο Αλέξης βρίσκεται στο τέλος μιας «εξαντλημένης» γενιάς. Πολλά μυθιστορήματα αυτής της περιόδου, αρχίζοντας από το Les Thibault απεικονίζουν, βασιζόμενα σε βιολογικές θεωρίες που σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένες, το μεγαλείο και τη μεταγενέστερη παρακμή των μεγάλων αστικών οικογενειών.