Καραντώνης Ανδρέας, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30
 
Αθήνα 1977, Παπαδήμας. Σσ. 64-73, 85-109
 
 
 

Η γενεά που ανήκει ο Γιώργος Θεοτοκάς — μεταχειρίζομαι τη λέξη που χρησιμοποίησε ο ίδιος πολύ στην πρώτη περίοδο της πνευματικής του δράσης, σαν ένα είδος μαγνητικής βελόνας, με τον ένα της πόλο στραμμένο κριτικά στη λογοτεχνική μας παράδοση, και τον άλλο γυρισμένο με πρόθεση δημιουργική προς ένα καινούργιο πνευματικό πολιτισμό— αφοσιώθηκε με αυτοπεποίθηση και με άκαμπτη βούληση στο δούλεμα και στη διαμόρφωση της νέας μας πεζογραφίας. Η συμβολή του Θεοτοκά στο παρουσίασμα και στην επικράτηση της τάσης αυτής πρέπει να θεωρηθεί σημαντική και από την άποψη της πλούσιας προσωπικής προσφοράς πολλών νέων στοιχείων καθαρής λογοτεχνικής έκφρασης και καλλιεργημένης δημοτικής γλώσσας, που τονώσανε τον παραμελημένο πεζό μας λόγο, χαρίζοντας του ένα ξάστερο πνευματικό ύφος, και από την άποψη την ιστορική, που μας δείχνει τον Θεοτοκά να λαχταρά με πάθος, να διαισθάνεται και να εκφράζει την ανάγκη μιας πνευματικής αναγέννησης, να της δείχνει το δρόμο, και να παρακινά τους νέους με φωτεινά συνθήματα προς την ελεύθερη και τη ζωντανή πνευματική δημιουργία, που δε θα είναι πια απομόνωση και θριαμβευτική επανασύνδεση του άτομου με τη ζωή, τη δική μας νεοελληνική ζωή.

Οχτώ χρόνια τώρα ο Θεοτοκάς δουλεύει συστηματικά τον πεζό λόγο, γράφει εξαίρετα δοκίμια και άρθρα, στοχάζεται προσωπικά και με παραδειγματική ευσυνειδησία επάνω σε όλα τα ζητήματα της λογοτεχνίας μας εκφράζει το αίσθημα της προσωπικής του ζωικής εμπειρίας σε ιδιότυπα λογοτεχνήματα, συνθέτει μυθιστορήματα και διηγήματα, συχνά ταξιδεύει στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, προσπαθώντας να μελετήσει τη ζωή και να συλλάβει συγκριτικά τον χαραχτήρα του νεοέλληνα και τις ζωντανές αξίες της φυλής μας. Η φυσιογνωμία του αποτυπωμένη διαδοχικά στα πέντε μέχρι σήμερα βιβλία του, δύο θεωρητικά δοκίμια, ένα λογοτεχνικό, ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα και μια συλλογή διηγήματα, καθώς και σε πολλές μελέτες και άρθρα φανερωμένα σε διάφορα περιοδικά, διαμορφώθηκε έτσι όπως τη βλέπουμε τώρα, ακολουθώντας στην εξέλιξη της τρία στάδια: το θεωρητικό, το λογοτεχνικό, το μυθιστοριογραφικό. Στα τρία τούτα στάδια μπορεί να μη διακρίνουμε καθαρά την εσωτερική και σταθερή κίνηση της προσωπικότητας του Θεοτοκά προς την ωρίμανση, προς την σύνθεση και την ανάλογη με τα σχέδια του ολοκλήρωση, μπορεί μάλιστα να την βλέπουμε πιο αβέβαιη και λιγώτερο δημιουργική στην τελευταία της φάση, συνολικά όμως έχουμε την παράσταση μιας πρωτότυπης και καθαρής φυσιογνωμίας λογοτέχνη, που τιμά τη γενεά του και που είναι κιόλας από τώρα τοποθετημένος.

Σταματάμε συχνά με θαυμασμό σε μερικούς από τους σύγχρονους πεζογράφους μας, όμως δεν μπορούμε ακόμη να κρίνουμε και να πούμε ποιος είναι ο μοναδικός ανάμεσα τους, αυτός που θα πλάσει το αριστούργημα, που θα εγκαινιάσει στον τόπο μας μια καινούργια παράδοση πεζού λόγου, όπως ο Μπαλζάκ ή ο Φλωμπέρ στη Γαλλία, ποιος θα παραμερίσει τους συγκαιρινούς του και θα προετοιμάσει απογόνους. Στο μυθιστόρημα, η παράδοση πρέπει να είναι πολύ στερεή και πολύ διαρκής, γιατί ο ρόλος της είναι ίσως πιο αναγκαίος παρά στην ποίηση. Μυθιστόρημα δίχως μια τέλεια και πολυσύνθετη τεχνική δεν είναι δυνατό να σταθεί, όπως δεν είναι δυνατό διαμορφωθεί τεχνική άξια λόγου δίχως επίπονη και μακρόχρονη παράδοση. Βέβαια, οι πεζογράφοι μας, όλοι μαζί, δίνουνε την εντύπωση πολύβουης κυψέλης που σφύζει από ζωή άταχτη και απειθάρχητη, μα που δεν έχει μήτε βασίλισσα, μήτε οργάνωση, μήτε μέθοδο παραγωγής εγγυημένη. Καθένας τους όμως, κλεισμένος στο αργαστήρι του, δουλεύει χωριστά, για λογαριασμό της τέχνης του και της τεχνικής του και μην ακολουθώντας καμιά ελληνική παράδοση, προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική του. Έτσι, δυσκολευόμαστε ακόμα να συλλάβουμε τον σταθερό τύπο του καθενός απ’ αυτούς και να προσδιορίσουμε την ειδική θέση που πήρανε ή που φαίνεται πως θα πάρουνε στην κίνηση, της γενεάς τους και στα ελληνικά γράμματα.

Μα για τον Θεοτοκά δε συμβαίνει το ίδιο. Είτε γιατί σταθεροποιήθηκε σε αμετάβλητα χαραχτηριστικά η φυσιογνωμία του, είτε γιατί από μιας αρχής κατόρθωσε να συνταιριάσει το ρεύμα των ιδεών του, των αισθημάτων του και της έκφρασης του με την κεντρική ροή της ζωντανής λογοτεχνικής μας παράδοσης, φαίνεται σήμερα να κατέχει μιαν ειδική θέση, που δε θα μπορούσε κανείς εύκολα να τη διαμφισβητήσει ή και δικαιωματικά να του την αφαιρέσει. Ως προς τη ζωντανή μας λογοτεχνική παράδοση, το δημοτικισμό, —θριαμβευτικό κλείσιμο της παράδοσης αυτής μπορεί να θεωρηθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, το έργο του Μυριβήλη— ο Θεοτοκάς είναι ο συνδετικός κρίκος, που τη συνέδεσε με την παράδοση, που πάει να δημιουργηθεί τώρα, έχοντας αισθητικό σκοπό να πραγματοποιήσει το μυθιστόρημα. Ο Θεοτοκάς χρωμάτισε ζωηρά το δημοτικισμό, σπάζοντας το δογματικό του περίβλημα και φέρνοντας τον πάλι σιμά στη ζωή και στις άμεσες πνευματικές ανάγκες της φυλής και συνάμα συνέχισε τη μόνη παράδοση καθαρής νεοελληνικής πρόζας, ταυτισμένης με την αισθητική και τη φύση της πανελλήνιας δημοτικής γλώσσας, που πρότυπα της βρίσκουμε μονάχα στο Σολωμό, στ' απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, στα κείμενα του Ψυχάρη και του Δραγούμη, και, τελευταία, στα κριτικά δοκίμια του ποιητή Σεφέρη. Ως προς τη γενεά του, ο Θεοτοκάς είναι ο συγγραφέας που ένοιωσε τρίσβαθα τη νεότητα και που βάλθηκε να παραστήσει με το έργο του τη δημιουργική της φορά μέσα στο πέλαγος της ζωής.

Δεν ξέρω πώς, όμως προσπαθώντας να κλείσω σε μια εικόνα, με αναγλυφικό βάθος, το κοινωνικό και το ανθρώπινο θέαμα της σύγχρονης πεζογραφίας μας, το αρκετά υποβλητικό και με όλο τον καθυστερημένο ρεαλισμό του, με το κάπως θαμπά και ακαθόριστα ζωγραφισμένο, μουντό και σκυθρωπό στη μεγαλύτερη του έκταση, με πολλά σύννεφα ύποπτης σοβαρότητας κι άλλου σκιασμένο από το γκρίζο χρώμα των πρώιμων γερατειών, βλέπω τον Θεοτοκά να στέκεται χαμογελαστός και διάφανος στα προπύλαια της εικόνας αυτής και να φαντάζει στα μάτια μου ο συγγραφέας, ο λογοτέχνης, ο θεωρητικός, ο πνευματικός κηδεμόνας της νεότητας, μιας νεότητας που οσφραίνεται πια το τέλος της και που σε λίγο, αλλάζοντας περίβλημα, σαν το φίδι, θα συρθεί έξω από τα πυκνά φυλλώματα των πρωινών ονείρων και θα επιχειρήσει να δείξει, αν μπορεί να δημιουργήσει το μεστό αντρικό έργο, το προκαταβολικά τραγουδημένο και σχεδιασμένο από τον Θεοτοκά στα πρώτα του βιβλία. Το έργο του όλο, και το λογοτεχνικό και το θεωρητικό, αντλεί την ουσία του και τη βαθύτερη σημασία του από ένα ιδεατό τύπο υγιέστατου πνευματικού νέου, φυσιολογικού, αισιόδοξου με δυνατές επιθυμίες ελεύθερης και απροσποίητης ζωής, με παρορμήσεις καλλιτεχνικής δημιουργίας, με φιλοδοξίες για μια θριαμβευτική δράση, με μια ισόρροπη και κλασική αίσθηση της αντικειμενικής ομορφιάς, με αγνά πνευματικά ιδανικά, με πίστη στο παρόν, στη φυλή, στην ιδέα του έθνους και στο προσωπικό του άστρο.

Ανάμεσα στην δράση του συγγραφέα, του παρατηρητή Θεοτοκά και στη ζωή, απλώνεται και βασιλεύει θριαμβευτικά το ασύλληπτο σε γοητεία θέαμα της νεότητας, όμοιο με το μαγικό λειβάδι, που ξεφυτρώνει σπαρμένο από καλοπροαίρετα χέρια μαγισσών, ανάμεσα στο βασιλόπουλο του παραμυθιού και στην κακιά μητρυιά που το κυνηγούσε για να το σκοτώσει. Το καλύτερο μέρος του έργου του είναι χτισμένο μέσα στο μαγικό λειβάδι και καμωμένο μονάχα για να χωρέσει τον ίδιο. Αν μια μέρα, σβήνονταν από τα μάτια του το ανθισμένο θέαμα της νεότητας και η άμεση ανάμνηση της δικής του νειότης, η δράση του θα βυθίζονταν με απόγνωση στο κενό της ζωής, που δε γνωρίζει, που δε θα μάθει ποτέ, και που η γνώση της ίσως να μην του είναι αναγκαία για να διατηρήσει εκείνο που έχει. Η έξοδος από τη νεότητα και η πείρα της ζωής δε θα του μάθει τίποτα πια, όχι βέβαια επειδή την ξεπερνά, μα γιατί φαίνεται πως ο χαραχτήρας του, οι δυνάμεις του και οι δεξιωσύνες του ό,τι μπορούσανε να πάρουνε σε πείρα από τη ζωή, το απορροφήσανε στην περίοδο της πρώτης του νεότητας, στην εποχή που δε μαθαίνει κανείς παρά μονάχα να επιθυμεί, να ονειροπολεί, να πιστεύει στο απόλυτο, να εποικοδομεί το παραμύθι της ζωής, ζυμώνοντας στο ζεστό υλικό των πρώτων του αντρικών αισθήσεων και να χειρίζεται, σχεδόν παίζοντας, με χάρη και ζωηρότητα, παρθένα πνευματικά του χαρίσματα, όμοια γοητεύοντας μικρούς και μεγάλους. Ξεκίνησε και θα μείνει ο γλαφυρός διαλαλητής των ψυχικών και των πνευματικών όρμων μιας ζωτικής γενεάς και το φιλολογικό του πεπρωμένο είτανε ν' αναστήσει και να επιβάλει στις συνειδήσεις όλων το θεσμό της νεότητας, σε μιαν εποχή που η αρνητική κριτική μεταχειρίζονταν τη λέξη αυτή όταν ήθελε να παραστήσει κάθε αναξιότητα και μίζερο γέννημα της τότε πνευματικής ζωής.

 

Σε όλη την πολεμική και τη μεταπολεμική περίοδο, ο νέος, σαν παράγοντας πνευματικής ζωής και τέχνης, στάθηκε ο ακατάλυτος στόχος μιας δριμύτατης άρνησης, επίμονης, πικρόχολης, εκδικητικής, διαβρωτικής, άρνησης που την εκτοξεύανε και τη συντηρούσανε με φανατισμό καλόγερων ο Αποστολάκης και ο Φώτος Πολίτης. Στο άκαρπο αυτό ζύγισμα τους της αξίας των νέων δε χρησιμοποιούσανε κανενός είδους θετικό, ζωντανό και συγκεκριμένο αντιστάθμισμα, εχτός από τ’ όνομα του Σολωμού και τη στερεότυπη φρασεολογία του άχαρου, στεγνού, δασκαλίστικου δογματισμού τους για τις έξω τόπου και χρόνου αναλλοίωτες ανθρώπινες αξίες. Έτσι δημιουργήθηκε σιγά-σιγά μια σχολή αρνητικής κριτικής, με πρόθεση την αναγέννηση των γραμμάτων μας και με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της πνευματικής ξηρασίας που είχε αρχίσει τότε να εκδηλώνεται. Χτυπώντας ακατάπαυστα η κριτική αυτή παλαιούς και νέους, καταδικάζοντας τον δημοτικισμό και τους επιγόνους του μέσα στις τάξεις των νέων και προβάλλοντας για ζωντανή αξία ένα παρελθόν δοξασμένο, βέβαια, μα ιστορικά ξεπερασμένο, δίχως να το καταλάβει, αποσύνθεσε στη συνείδηση του κοινού την ανυπολόγιστη αξία της νεότητας και κατάργησε από τη ζωή του πνεύματος και της τέχνης, την πιο ουσιαστική τους περίοδο, τη νεανική, που είναι η βάση κάθε μελλοντικής ανάπτυξης. Βέβαια, οι περισσότεροι νέοι της άγονης εκείνης εποχής αξίζανε την απόλυτη άρνηση. Μα το να αρνιέται κανείς κάτι που δεν υπάρχει, δεν είναι μια περιττή σπατάλη δυνάμεων; Έπειτα, η κριτική εκείνη νοοτροπία, μέσα στην παράφορα της και στη σπουδή της να εξολοθρεύσει τον Α και τον Β νέο, κατάφερε, στο τέλος, να ταπεινώσει θανάσιμα τη νεότητα·

Λίγο καιρό πριν φανεί το «Ελεύθερο Πνεύμα», στη φιλολογική μας ατμόσφαιρα κυκλοφορούσε τόσο ανεπαίσθητο οξυγόνο, που με δυσκολία κανένας ανάσαινε και που άρχιζε πια να πιστεύει μοιρολατρικά πως τα ελληνικά γράμματα πεθάνανε οριστικά, πως είτανε χίμαιρα να ελπίζουμε, όχι πια στην αναγέννησή τους, μα και σε μια φτωχή ακόμη άνθηση εφήμερης πνευματικής ζωής. Τα πάντα, ζωντανοί στοχασμοί, γενναία αισθήματα, η πίστη στο παρόν, η θεωρία της μεγάλης τέχνης, ο πόθος μιας νέας πνευματικής θρησκείας, είχανε κατακαθίσει στις ψυχές και στα μυαλά όλων, σα βαριά ξένα σώματα, σα νεκρές ουσίες, εμποδίζοντας την κανονική κυκλοφορία της σκέψης. Οι καπνοί μιας κακής και ανεύθυνης μαρξιστικής φιλολογίας βαραίνανε ακόμα πιο πολύ τη θαμπή ατμόσφαιρα. Ο δημοτικισμός ήταν ένα γράμμα νεκρό, η πεζογραφία ολωσδιόλου ανύπαρχτη, και η ποίηση των νέων εξακολουθούσε να λατρεύει τα θλιβερά φαντάσματα του παρελθόντος. Μια θανατερή ακινησία ψυχών και μια χαλάρωση νεύρων αλυσσόδενε τα πνεύματα στη συνήθεια, στην αμάθεια, και προπαντός στην εύκολη άρνηση κάθε πνευματικής αξίας που είχε αναδείξει ο τόπος μας τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Η πνευματική ζωή έμοιαζε στίβος ταυρομαχιών, σπαρμένος με πτώματα παλιών και νέων, ανάκατα και με σκουριασμένα σπαθιά. Τα βιβλία που κυκλοφορούσανε τότε δε διαβάζονταν σχεδόν από κανένα και όσα διαβάζονταν, αντί να λιγοστεύουνε, αυξάνανε την αίσθηση της γενικής πνευματικής στέγνιας. Που και που μόνο αραιοί αντίλαλοι κοσμοπολιτισμού και κάποια κωμικά μανιφέστα λαθρόβιων περιοδικών διακόπτανε την πνευματική αυτή νάρκη και ξεγελούσανε μερικούς, πως η αναγέννηση τάχα έρχεται από το μέρος τους. Όσοι νοιώθανε την ανάγκη της αντίδρασης είτανε πάρα πολύ καταπονεμένοι από τον αλκοολισμό του σκεπτικισμού τους και της απαισιοδοξίας τους για να επιχειρήσουνε κάποια κίνηση θετική. Για το έργο αυτό χρειάζονταν μια προσωπικότητα νέα, με ανέπαφα πνευματικά και ψυχικά κεφάλαια, με γνήσια νεοελληνική συνείδηση, με γνώση των προβλημάτων της τέχνης, με μια κατάλληλη εσωτερική προετοιμασία, και, προπαντός, έχοντας νεκρώσει μέσα της το περίφημο πνεύμα της μεταπολεμιμής εποχής, που ακόμα το χρησιμοποιούνε κάποιοι για αλφάβητο της αισθητικής τους και της φιλοσοφίας τους.

Τότε κυκλοφόρησε το «Ελεύθερο Πνεύμα» του Θεοτοκά, δείχνοντας πως είναι ο πρώτος μεταπολεμικός νέος που κατάλαβε πως η περίοδος αυτή τελείωσε για τα καλά και πως είναι καιρός να ζητήσουμε από τον εαυτό μας, από το παρόν μας και την παράδοση μας, τα στοιχεία μιας νέας, ανθρώπινης, ελεύθερης ζωής. Το κριτικό αυτό δοκίμιο των 120 σελίδων δεν ξεσήκωνε, βέβαια, καμιά επανάσταση, μήτε έσπειρε απόλυτα καινούργιες ιδέες. Φώτισε όμως τις διάφορες όψεις της πνευματικής μας κατάστασης τόσο καθαρά, και συνάμα μίλησε για την ψυχή και τον χαραχτήρα της νέας Ελλάδας, για τη σκέψη, τη ζωή, την ποίηση και την πεζογραφία μας, σε μια γλώσσα τόσο απλή, τόσο δροσερή, τόσο ποτισμένη από την ουσία της αλήθειας, που η αρνητική κριτική την είχε θολώσει, ώστε προξένησε πραγματική ανακούφιση στις ζωντανές συνειδήσεις και προπαντός στις ψυχές των νέων. Ένα πνευματικό κήρυγμα νέου προς τους νέους, που το ακούσανε και οι ώριμοι και οι παλιοί με αρκετή προσοχή και φροντίδα και που ίσως από τότε να σκεφτήκανε πως επί τέλους σε κάτι μπορεί να χρησιμέψει και η νεότητα στην Ελλάδα.

Το βιβλίο αυτό, πιο πολύ σάλπισμα νέας πνευματικής ζωής, παρά εμπεριστατωμένη κριτική, πιο πολύ διαίσθηση και αυθόρμητη κατανόηση της πραγματικότητας παρά μεθοδική εξέταση της, πιο πολύ καθαρός νεανικός νους, που βιάζεται να σκορπίσει το φως του, παρά επίμονη και γυμνασμένη σκέψη, αρμονικό συνταίριασμα καρδιάς και ιδέας, δίχως τίποτα το σχολαστικό και το φρασεολογικό, μπορούμε να το συμπεριλάβουμε, κρατώντας όμως με αυστηρότητα τις αποστάσεις, στην τάξη των έργων εκείνων που κάποτε πέφτουνε σαν από τον ουρανό, για να μας ειδοποιήσουνε πως δεν ακολουθούμε καλό δρόμο στη σκέψη μας, στην τέχνη μας, στη ζωή μας, και πως, αν λαχταρούμε ειλικρινά το νέο, υπάρχει τρόπος να ορθοποδήσουμε. Τέτοια έργα είναι το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, τα κηρύγματα και οι μελέτες του Περικλή Γιαννόπουλου, τα βιβλία του Δραγούμη, τα δελφικά συγγράμματα και οι λόγοι του Άγγελου Σικελιανού. Τα έργα αυτά μπορεί να μη δείχνουνε με ακρίβεια τον καινούργιο δρόμο ως το τέλος του∙ προστάζουνε όμως το ξεκίνημα, και αυτό είναι αρκετό για τη δόξα τους.

Κυκλοφορεί, φαίνεται, στα σπλάχνα της νέας Ελλάδας, στην ψυχή του λαού, στο χώμα, στην ατμόσφαιρα, στη θάλασσα, κάποιο κρυφό και αστείρευτο ρεύμα ζωής, που συντηρεί τον εθνικό μας οργανισμό, και που σε καιρούς κατάπτωσης ενεδρεύει ερωτικά την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλωθεί εκρηκτικά, σαν από ξέσπασμα ηφαιστείου, και να διοχετευτεί, ξεχειλίζοντας, στην πνευματική βούληση κάποιων ξεχωριστών ανθρώπων. Ο Θεοτοκάς, έχοντας ζωηρή ποσοτική αίσθηση του δυναμισμού της νέας Ελλάδας και, παρακινημένος από τα νειάτα του, βάλθηκε να τρυπήσει το παχύ στρώμα της συσσωρευμένης νεκρής πνευματικής ύλης, και να συνδέσει τη γενεά του με το κρυμμένο αυτό ζωτικό ρεύμα. Δε μπορούμε να πούμε πως το ανήσυχο σάλεμα που ανασήκωσε προς τη ζωή, την πεζογραφία και την ποίηση, τα τελευταία αυτά χρόνια, προξενήθηκε κατ’ ευθείαν από την κριτική ανασκόπιση και  το κήρυγμα του Θεοτοκά. Ως τα τώρα, όμως, κυμαίνεται και πορεύεται, γυρεύοντας την ανάπαυση του στην αγκαλιά μιας συγχρονισμένης ελληνικής τέχνης, όπως την ονειροπόλησε και προκαταβολικά την αξιολόγησε ο Θεοτοκάς, συνταιριάζοντας, σε μια γενική θεωρία, τις πνευματικές δυνάμεις του τόπου μας με την απαραίτητη πείρα, που πρέπει να προμηθευόμαστε, μελετώντας τα μεγάλα έργα των ξένων πολιτισμών. Την εποχή που οι πιο πολλοί νέοι της γενεάς του δοκιμάζανε δισταχτικά τις ικανότητες.τους σε πρωτόλεια έργα, ο Θεοτοκάς κατόρθωσε να εκφράσει μιαν ώριμη σχεδόν πνευματική προσωπικότητα.

Ένας κριτικός φιλελευθερισμός χαραχτηρίζει το πρώτο έργο του και γενικώτερα κάθε του άλλη συγγραφική εκδήλωση. Είναι, ίσως, ο μόνος νέος μας συγγραφέας, που ανατράφηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του φιλελευθερισμού και που έκαμε το ύφος του, ύφος και ουσία της σκέψης του, προσαρμόζοντας το ισόρροπο, πειθαρχημένο και, κατά βάθος, συντηρητικό πνεύμα του,σε μια δίχως δόγματα και περιορισμούς αντίληψη της ζωής και της τέχνης. Νησιώτης ο Θεοτοκάς, εκπαιδευμένος από το αρχιπέλαγος, βαθειά επηρεασμένος από τους κλασικούς γάλλους πεζογράφους, φέρνοντας μέσα του τα στοιχεία ενός γνήσιου κλασικισμού, που τίποτε άλλο δεν αποστρέφεται τόσο πολύ όσο τη δυσαρμονία της σκέψης και την ασάφεια της μορφής, ξεφύτρωσε άξαφνα ανάμεσα στους δογματικούς διαπληχτισμούς των μεταφυσικών και των αριστερών και είδε πως η νεοελληνική πραγματικότητα χάνονταν μέσα στους καπνούς στείρων δογματικών λογομαχιών. Δεν είχε ανάγκη παρά να μιλήσει άπλα, φυσικά, γαλήνια, με τάξη, με σωφροσύνη, σαν άνθρωπος του λαού, που θα ανακάλυπτε ξαφνικά μέσα του την πηγή μιας σοφίας και μιας ευεργετικής σκέψης. Το μίλημά του ήταν το «Ελεύθερο Πνεύμα».

Αποτόλμησε μια θαρραλέα κριτική της πνευματικής μας ζωής, ευσυνείδητη, καλόπιστη, θερμασμένη στη ζέστη μιας δυνατής αγάπης για κάθε τι όμορφο και πνευματικό, χτύπησε με πολλή λογική και διάθεση τον πνευματικό μιλιταρισμό των μεταφυσικών της εποχής και των οπαδών του ιστορικού υλισμού, έδειξε πως ο νεοελληνικός χαραχτήρας, σα χαραχτήρας έθνους ζωντανού, δε μπορεί να είναι μονόπλευρος και σταματημένος σε πάγια χαραχτηριστικά, αλλά μια πολύχρωμη σύνθεση από πολλές διαφορετικές τάσεις, παραδόσεις και προσωπικότητες, εξήγησε και ζωγράφισε παραστατικά τη στενότητα των πνευματικών μας οριζόντων, καθώς βρίσκεται σε αντίφαση με τις εξαιρετικές προσωπικότητες, που κάθε τόσο ξεπετιούνται από τα σπλάχνα της φυλής, τόνισε τη σημασία της παράδοσης και της ζωντανής γλώσσας, υποστήριξε τη σωστή άποψη, πως συνολικά η ποίηση μας είναι πολύ ανώτερη από την πεζογραφία μας, ανάπτυξε σε μερικές ωραιότατες σελίδες ουσιαστικής κριτικής τις προϋποθέσεις μιας αληθινής πρωτοπορείας πνευματικής, συσχέτισε αβίαστα το φαινόμενο της τέχνης με το κεντρικό ρεύμα της σύγχρονης ζωής και με τα ιστορικά γεγονότα των τελευταίων τριάντα χρόνων, διατύπωσε με απλότητα το αίσθημα του νέου, της καινούργιας ανατριχίλας που νοιώθει ένας σύγχρονος άνθρωπος, παρακολουθώντας τη γοργή, πυρετική εξέλιξη της Αθήνας και χάραξε τους επιτελικούς χάρτες της εξόρμησης των νέων προς τις ακαλλιέργητες εκτάσεις της πεζογραφίας με σύνθημα την αυτοπεποίθηση, τα νειάτα, την ελευθερία του πνεύματος και την αξία της ζωής.

Το «Ελεύθερο Πνεύμα», κοιταγμένο λεπτομερειακά, παρουσιάζει και τις αδύναμες πλευρές του. Ο συγγραφέας, καθώς εμπιστεύεται απόλυτα τη σκέψη του στα ρεύματα της νεότητας, που αδιάκοπα διακλαδώνεται στις σελίδες της μελέτης του, χάνει κάποτε το αίσθημα της πνευματικής ύλης που έρευνα και κάποια γενικά συμπεράσματα του έχουνε την αστάθεια και την υγρότητα των πρώτων αβασάνιστων εντυπώσεων. Έτσι, ενώ η σκέψη του λειτουργεί συνθετικά, το σύνολο του «Ελεύθερου Πνεύματος» χάνει κάπως σε σύνθεση και σε απόλυτη εσωτερική συνέπεια. Σαν οικοδόμημα —επίτηδες ο Θεοτοκάς το άφησε ξεσκέπαστο, για να το πλημμυρήσουνε όλοι οι άνεμοι της ζωής— παρουσιάζει ανάμεσα στα μέρη του κάποιες δυσαναλογίες. Ιδιαίτερα, το κεφάλαιο που εξετάζει την ηθογραφία μας, για να δείξει την ασημαντότητα της και να προβάλλει μετά, σε χτυπητή αντίθεση, το λαμπρό σχέδιο μιας καινούργιας πεζογραφίας, είναι στηριγμένο σε μια κριτική άποψη πολύ άδικη, σχεδόν επιπόλαιη, που δεν είναι όμως συνέπεια διάθεσης αρνητικής, μα, καθώς φαίνεται, οφείλεται σε μια λειψή γνώση των σχετικών έργων και στην ενθουσιαστική απασχόληση του Θεοτοκά με το τι θα γίνει σήμερα.

Στο κεφάλαιο τούτο η πεζογραφία της παράδοσης δείχνεται σα να μην υπάρχει καθόλου. Ο Θεοτοκάς, θαμπωμένος από τον κοσμοπολιτισμό της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, και μην έχοντας μελετήσει βαθειά τη δική μας, την τοποθέτησε τόσο χαμηλά, ώστε από τότε δε μπορεί παρά να την έχει ανυψώσει στη συνείδησή του. Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε σήμερα να υποστηρίξει, με σοβαρά επιχειρήματα, όσο κι αν εκτιμά και πιστεύει στην αξία και στο μέλλον της νέας μας πεζογραφίας, πως το σύμπλεγμα Παπαδιαμάντη- Καρκαβίτσα, Ξενόπουλου - Θεοτόκη, έχει ξεπεραστεί από τους νέους σε δυναμισμό, σ' ελληνικότητα, σε λογοτεχνικότητα, και προπαντός σε γλωσσική και μορφική σταθερότητα; Νομίζοντας ο Θεοτοκάς, πως ο προπολεμικός πεζός μας λόγος έμοιαζε με τοπίο αποψιλωμένο και πιστεύοντας πως η γενεά του θα πραγματοποιούσε μια γιγαντιαία αναδάσωση, έδωσε το σύνθημα της διακοπής των σχέσεων της νέας πεζογραφίας με την παλιά.

Η διακοπή αυτή, που και χωρίς το σύνθημα του Θεοτοκά είχε αρχίσει από καιρό, δε μπορούμε να πούμε πως ωφέλησε λογοτεχνικά τους νέους μας πεζογράφους. Η πεζογραφία της παράδοσης, όποιες κι αν είναι οι αδυναμίες της και η αναγκαστική στενότητα των πνευματικών της οριζόντων, έχει τουλάχιστο μια κοινή και σταθερή αισθητική ενότητα : ένα πλούσιο υπόστρωμα εθνικής ψυχής, μια δυνατή απεικόνιση του ελληνικού υπαίθρου, μια εξαιρετική ικανότητα ζωηρής αφήγησης, και προπαντός το ύφος της πλούσιας, εκφραστικώτατης και σχεδόν στη εντέλεια δουλεμένης δημοτικής γλώσσας. Συνολικά, το ύφος αυτό λείπει από τη νέα μας πεζογραφία. Και, τι περίεργο! Ο μόνος ίσως νέος πεζογράφος —πάντα εχτός από τον Μυριβήλη— που, από την άποψη της καθαρής γλωσσικής μορφής και της φραστικής ευστάθειας και σοβαρότητας, συνεχίζει κάπως άμεσα την παράδοση είναι ο Θεοτοκάς. Έτσι εξαγοράζει, κατά ένα μέρος, την άδικη κριτική που έκαμε της προπολεμικής μας πεζογραφίας.

 

Όπως πάντα συμβαίνει, στο πρώτο υπεύθυνο έργο ενός νέου συγγραφέα, είτε ποιητής είναι είτε πεζογράφος είτε κριτικός, μπορεί κανείς να διακρίνει, άλλου βλέποντας καθαρά κι άλλου μισομαντεύοντας, ένα σύνολο από δυνατότητες και πιθανότητες, θετικές και αρνητικές, όλα δηλαδή τα δημιουργικά σπέρματα, τις τάσεις και τις καταστάσεις, που ανάλογα με τον χαραχτήρα και τις συνθήκες της ζωής του συγγραφέα και σύμφωνα με την ποιότητα της καλής ή της κακής ουσίας που θα περιέχουνε, θα ξετυλιχτούνε υστερώτερα και θα σαρκωθούνε σε αυτόνομα έργα. Στο πρώτο βιβλίο του Θεοτοκά μπορεί κανείς να ξεχωρίσει κατά σειρά τα έξης κυριώτερα: Α) Τον πνευματικό άνθρωπο που εκδηλώνεται μια για πάντα και σχεδόν ολοκληρωτικά, διαμορφώνοντας έναν ξεχωριστό τύπο και χαραχτήρα διανοητή, καθώς τον είδαμε πάρα-πάνω. Β) Τον λογοτέχνη, που εδώ, με το σπάνιο δώρο του ύφους υποβοηθεί τον πνευματικό άνθρωπο και, προμηθεύοντας του ένα πλήρες εκφραστικό όργανο, του δίνει τα μέσα να εκτελέσει, όσο μπορεί πιο καλά, το χρέος του. Αρκετές σελίδες μας δείχνουνε πως η αρμοδιότητα του λογοτέχνη δεν περιορίζεται μονάχα στην περιοχή της αφηρημένης, σκέψης μα μπορεί εξαίρετα να εκφράσει, με την ίδια ευχέρεια και άνεση, αισθήματα προσωπικά, υποκειμενικά, συγκινήσεις κάθε είδους, εντυπώσεις από τον έξω κόσμο, όλο δηλαδή το υλικό μιας άμεσης ψυχικής εμπειρίας. Έτσι ο λογοτέχνης αυτός ανοίγει, για τον Θεοτοκά διανοητή, ένα πέρασμα προς τη δημιουργική πεζογραφία, αν υποθέσουμε πως το είδος αυτό, στην πρώτη του αρχή, είναι μια σύνθεση του άμεσου ψυχικού και του άμεσου πνευματικού κόσμου. Γ) Τελευταία, βλέπει κανείς, σα στο βάθος ενός θαμπού καθρέφτη, τον πιο παθητικό, τον πιο φλογερό εραστή του ρομάντζου. Ο τύπος του ιδεατού νέου, που αναφέραμε στην αρχή, αγαπά τη ζωή με ειλικρίνεια και δύναμη, μα φαίνεται, δίχως ίσως να το καλονοιώθει, πως την προτίμα σαν πραγματοποιημένο μυθιστόρημα, σαν τυπωμένο βιβλίο. [...]

 

Ένας ενθουσιασμός για τη ζωή και γιοτ τα υψηλότερα της τέχνης, πότε θριαμβευτικός, πότε πιο συγκρατημένος, και πότε πνιγμένος από μια εγωιστική και υπερτροφική ανάπτυξη της επαγγελματικής συγγραφικής του βούλησης, είναι το κυμαινόμενο εσωτερικό ρεύμα που κινητοποιεί προς τη λογοτεχνική δημιουργία τον Θεοτοκά. Εργάζεται συχνά σαν εγκεφαλικός, σαν εμπνευσμένος όχι τόσο από την άμεση, την υλική αναγκαιότητα και πραγματικότητα της λογοτεχνίας, όσο από την ιδέα της, τη δόξα της και την κοινωνική της αίγλη. Αγάπα, λατρεύει τη δόξα, σε βαθμό που να επιδεικνύει, με κάποια παιδική αφέλεια, το πάθος του αυτό. Στην «Αργώ» διαβάζουμε: «Χαίρουμαι που με βασάνισε (η δόξα) μέρα και νύχτα, σ' όλη τη ζωή μου, γιατί ο πόνος της Δόξας είναι η πιο βαθειά, η πιο συγκλονιστική, η πιο μεθυστική ηδονή των ανθρώπων, κι όποιος τον ένιωσε μια φορά δεν μπορεί πια να ικανοποιηθεί με τίποτα στον κόσμο. Σειρήνα, Σφίγγα, Πόρνη, σ’ αγαπώ!» Υποψιαζόμαστε, όμως, πως ο Θεοτοκάς συγχέει τη δόξα με τη ματαιοδοξία. Άλλο να επιχειρείς επιπόλαια οποιαδήποτε δημιουργία, για να ικανοποιήσεις την ανερμάτιστη φιλοδοξία σου και άλλο να χαίρεσαι τη δόξα της δημιουργίας που την πραγματοποίησες από ανάγκη εσωτερική. Το δεύτερο είναι τόσο νόμιμο, εκεί που το πρώτο σε παρασέρνει κάποτε σε ανώφελα έργα.

Το βάρος μιας υπερτροφικής επαγγελματικής βούλησης και μιας υποσυνείδητης ανάγκης δοξασμού πιέζει τον Θεοτοκά, καθώς περνά το τρίτο στάδιο της λογοτεχνικής του εξέλιξης, το μυθιστοριογραφικό, αυτό που το θεωρεί πιο σημαντικό και πιο αποδοτικό από τα δυο του προηγούμενα, και που το ακολουθεί δουλεύοντας με πολλή εργατικότητα, με όρεξη, με πίστη και μ’ όλα του τα δοκιμασμένα και τ' αδοκίμαστα πνευματικά μέσα. Με τη σειρά του, όπως τόσοι άλλοι νέοι, δοκίμασε κι αυτός τη μεγάλη λογοτεχνική πράξη, το μυθιστόρημα, που στην εποχή μας εξακολουθεί να παραμένει το μόνο ηρωικό και μεγαλόπνευστο είδος του έντεχου λόγου, επιθυμώντας, φαίνεται, να δώσει αντικειμενική, μυθική, καθολική κάπως έκφραση, των όσων τον απασχολήσανε σα θεωρητικό και σα λογοτέχνη στα προηγούμενα βιβλία του. Ένα ογκωδέστατο, πολυπρόσωπο,  και με πολλούς άξονες μυθιστόρημα, η γνωστότατη «Αργώ», και μια συλλογή διηγήματα, «Ευριπίδης Πεντοζάλης και άλλες ιστορίες», περικλείνουνε τη μέχρι σήμερα συγκομιδή της εργατικότητας του και του πειραματισμού του στο μυθιστοριογραφικό επίπεδο.

Στα δυο του αυτά βιβλία, ο Θεοτοκάς μας παρουσιάζεται, αν όχι διαφορετικός άλλα τουλάχιστο με άλλες προθέσεις και όχι όπως μας είχε φανεί στα πρώτα του έργα. Εκεί, χρησιμοποιώντας ένα προσωπικό, καθαρό ύφος, εξωτερίκευσε άμεσα και άπλα τις ιδέες του, τις διαθέσεις του, τα συναισθήματά του. Από οικοδομική, συνθετική άποψη, τα πρώτα του έργα δεν παρουσιάζουνε βέβαια ξεχωριστό ενδιαφέρο. Είναι χυμένα σε απλά μονόγραμμα σχέδια, φύλλα ημερολογίου, σελίδες ύφους. Επιχειρώντας όμως το μυθιστόρημα και το διήγημα, αναγκάστηκε ν'αποσπάσει τις ιδέες του και τα συναισθήματα του από τους άξονες του Εγώ, να τα συνθέσει σε μονάδες και σε αντικειμενικές ενότητες και να μεταμορφώσει το ύφος του από αυτοαναλυτικό σε αφηγηματικό και σε αντικειμενικά περιγραφικό. Έτσι διαμορφώθηκε η «Αργώ», έργο αντικειμενικό, με όλα τα τυπικά και τα μορφικά γνωρίσματα ενός λογοτεχνικού οικοδομήματος με τις απαραίτητες διαστάσεις, και με ομολογημένη την πρόθεση του συγγραφέα να παραστήσει, απρόσωπα, καταστάσεις γενικές, σύγχρονους ανθρώπινους τύπους, αντιπροσωπευτικούς χαραχτήρες κοινωνικών τάξεων και ομάδων, κοινωνικές ζυμώσεις, σπουδαίες ιστορικές στιγμές και δοξασμένες δημόσιες προσωπικότητες πολιτικών, στρατηγών, και προπαντός το επικό ύφος μιας εποχής και μιας γενεάς —της δικής του.

Μέσα στο σύνολο της λογοτεχνικής του παραγωγής η «Αργώ» πιάνει ποσοτικά τον μεγαλύτερο χώρο. Αξιολογικά όμως νομίζω πως δεν μπορεί να πάρει την πρώτη θέση, όσο κι αν ο Θεοτοκάς μάς παρουσιάζεται στο έργο αυτό πάνοπλος, πιο συστηματικός, πιο αποφασισμένος, πιο καρπερός από την άποψη του υλικού, πιο σοφός, λιγώτερο χαμογελαστός από πριν, προσπαθώντας να ολοκληρώσει τη σκέψη του για τη ζωή και να καθορίσει τη στάση του αγνάντια της. Όμως, το πιο προσωπικά υπεύθυνο πνευματικό του έργο είναι το πρώτο του κριτικό δοκίμιο, σελίδες από το δεύτερο, και τα φιλολογικά του άρθρα. Το πιο ζωντανό και αβίαστο λογοτέχνημα του, οι «Ώρες Αργίας» και πολλά κομμάτια από το τελευταίο του βιβλίο. Και το έργο που τον δείχνει να προσπαθεί να συνθέσει σε μυθιστόρημα την πνευματική του ευθύνη, την προσωπική του εμπειρία, τη λογοτεχνική του δεξιωσύνη και τα πλάσματα της φαντασίας του, είναι η «Αργώ».

Στα μάτια του ίδιου, η «Αργώ» θα φαντάζει σαν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μιας τέχνης αναμφισβήτητης, μεστής, και μιας ζωής πολύπειρης. Για μας, η «Αργώ», έξω από τις ψυχολογικές αφορμές που μπορεί κανείς να φαντάζεται πως τη δημιουργήσανε, είναι μια γενναία προσπάθεια να πλαστεί σύγχρονο, ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, ένα συστηματικό και αδιάπτωτο πείραμα, ένα εγκεφαλικό εγχείρημα, κουραστικό κάποτε και άχαρο, σχεδιασμένο με πολλή λογική, κ’ εκτελεσμένο με τη βοήθεια ενός άρτιου εκφραστικού οργάνου, με την εξαντλητική και σχεδόν σχολαστική (αρχειακή θα λέγαμε) χρησιμοποίηση όλης της κοινωνικής εμπειρίας και γνώσης του συγγραφέα, δίχως, όμως, την επέμβαση κανενός δαιμονίου. Είναι πείραμα που στις πιο ευτυχισμένες στιγμές —και βέβαια έχει πολλές τέτοιες στιγμές— δε χαιρέτα κανείς την αποκάλυψη ενός μυθιστοριογράφου μα ξαναβρίσκει τον Θεοτοκά του «Ελευθέρου Πνεύματος», των «Ωρών Αργίας» και των άρθρων του. Δίχως μεγάλη δυσκολία, δίχως καλά-καλά να σκεφτούμε, πιστοποιούμε την επιβίωση ενός εξαίρετου δοκιμιογράφου, λογοτέχνη σε κάποια από τα διαμερίσματα ενός, πολυόροφου, όμως αμφίβολης οικοδομικής αντοχής και τέχνης, μυθιστορήματος.

Νομίζουμε πως δεν αδικούμε τον συγγραφέα χαρακτηρίζοντας την «Αργώ» του δοκίμιο. Ο Thibaudet, απροκάλυπτος θαυμαστής και μελετητής του Φλωμπέρ, γράφει στην ιστορία του της γαλλικής λογοτεχνίας, πως «Αν το έργο του Φλωμπέρ έφερνε έναν γενικό τίτλο, όπως το έργο του Μπαλζάκ, ο τίτλος αυτός θάταν του Montaigne: Δοκίμια». Ωστόσο, είναι προτιμότερο, όταν γράφει κανείς δοκίμια είτε κριτικά είτε λογοτεχνικά, να ξέρει πως γράφει δοκίμια, παρά να σπάταλα τις δυνάμεις του, γράφοντας μυθιστορήματα, δίχως να ξέρει ή δίχως να βλέπει πως, αθέλητά του, παίρνουνε τη μορφή και το ύφος των δοκιμίων. Μα η «Αργώ» δεν είναι μονάχα δοκίμιο. Είναι και χρονικό μιας εποχής και ιστορία και δημοσιογραφία και απόπειρα προφητείας και περιγραφής του αμέσου μέλλοντος των κοινωνικών και πολιτικών μας πραγμάτων. Με δυο λόγια είναι το αποτέλεσμα της συμπαράθεσης, πολλών ειδών, έντεχνου και μη, λόγου. Δεν τολμήσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη φράση αποτέλεσμα σύνθεσης ή συγχώνευσης, γιατί τότε θα συμπεραίναμε ανεπιφύλαχτα πως η «Αργώ» είναι καθαρό μυθιστόρημα. Όμως, είναι πάρα πολύ δύσκολο να χαραχτηρίσει κανείς μυθιστόρημα ένα έργο που ο πλάστης του καθώς το δουλεύει, και με όλο που θέλει να κρατηθεί αόρατος, στέκεται όχι στα παρασκήνια, μα στο προσκήνιο της τέχνης του.

Ποια λοιπόν μυστική ανάγκη έσπρωξε τον Θεοτοκά να επιχειρήσει τη δύσκολη αυτή μετάβαση του ύφους του από το άπλα υποκειμενικό στο σύνθετα αντικειμενικό είδος της λογοτεχνικής έκφρασης, που είναι το μυθιστόρημα; Ένα μυθιστόρημα, όσο. αντικειμενικό κι αν μας παρουσιάζεται, σε μια τελευταία κριτική ανάλυση πρέπει να δείχνεται αβίαστο ξετύλιγμα της μυστικής αρχής του Είναι μιας προσωπικότητας με ξεχωριστό ψυχολογικό και ζωικό ενδιαφέρον· Στην πολύπλοκα συνθεμένη και σταθεροποιημένη του επιφάνεια θα υπάρχουνε κάποιες μυστικές ραγισματιές, σαν τις αόρατες πόρτες των παραμυθιών, απ' όπου να μπορεί κανείς να επιχειρήσει μια κατάβαση στα ενδόμυχα του έργου, εκεί που ενεργεί, ακτινοβολώντας προς όλες τις κατευθύνσεις, το κέντρο του βάρους της προσωπικότητας του συγγραφέα. Ποια και πόση θέση κατέχει ο ίδιος ο Θεοτοκάς μέσα στο αρκετά μεγάλης χωρητικότητας καράβι της «Αργώς»; Τι από τα μυστικά σαλέματα της ψυχής του, από τα οράματα της φαντασίας του, από τους μύθους των προσωπικών, των απόκρυφων ιδεών του, από τον σκοτεινό κόσμο του υποσυνείδητου κι από τη ζωική του βούληση, ενσαρκώνεται, μερικά ή συνολικά, έμμεσα ή άμεσα σε κάποιον ή σε κάποιους από τους τύπους και τους ήρωες του βιβλίου του; Είναι μονάχα ο ναυπηγός, που σκάρωσε το καράβι του και το καμαρώνει από το μώλο μαζί με τους άλλους θεατές, να δοκιμάζει τους γύρους και τα ταξίδια του κατά τις θάλασσες της φήμης ή ταξιδεύει και ο ίδιος μαζί με το πλήθος των νέων που τους ανέβασε στο κατάστρωμα του μυθικού πλοίου, στέλνοντας τους να καταχτήσουνε το χρυσόμαλλο δέρας της ζωής; Τέλος, ποια μπορεί να είναι τα βαθύτερα, τα σύνθετα κίνητρα που τον παρορμήσανε να συλλάβει την «Αργώ», σα σχέδιο και σα θέμα και να τη ναυπηγήσει σα μυθιστόρημα; Όταν καθορίσουμε την πρώτη παρόρμηση, τότε θα μπορέσουμε πολύ εύκολα να παρακολουθήσουμε τις κινήσεις του Θεοτοκά μέσα στο ίδιο του το έργο.

Υπάρχουνε μυθιστορήματα—και αυτά είναι τα πιο γνήσια, τα πιο δημιουργικά —που μας κάνουνε τρομερά δύσκολη την κατάβαση στα ενδόμυχα τους, παραπλανώντας αδιάκοπα τα βήματα μας και στήνοντας μας παγίδες. Πίσω από την πραγματικότητα που μας αναπτύσσουνε, σε αλλεπάλληλους πίνακες, κρύβουνε πολύ περισσότερα παρ’ όσα μας δείχνουνε, απαράλλαχτα σαν τα ερμητικά και τα συμβολικά ποιήματα, τα σκοτεινά και τ’ απόρθητα, με τη διαφορά, πως, στα ποιήματα αυτά, ο κρυμμένος κόσμος είναι απόθεμα μουσικής, εκεί που, στα μυθιστορήματα, ο κρυμμένος κόσμος μας προειδοποιεί, πως ταυτίζεται με το μυστήριο και τις σκοτεινές δυνάμεις της ζωής. Στη γλώσσα μας και στη σύγχρονη λογοτεχνία μας ένα τέτοιο μυθιστόρημα είναι η «Γη και νερό» του κ. Άμποτ∙ έργο που, καθώς ξέρουμε, δεν προσέχτηκε σχεδόν καθόλου από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό. Ο ρεαλισμός του Καραγάτση αντηχεί μέσα μας σα βαρύς αντίχτυπος ενός τέτοιου κοσμικού μυστηρίου. Ένα από τα τελευταία διηγήματα του Θεοτοκά «Ο κήπος με τα κυπαρίσια» ( στο «Ευριπίδης Πεντοζάλης»), διερμηνεύει το ίδιο αίσθημα, με αέρινες, λεπτότατες, σχεδόν μεταφυσικές νότες. Μα η «Αργώ», σαν ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, σα σύνολο, δε μας αφήνει την εντύπωση μιας μυστηριακής προέλευσης από τους κόσμους της ψυχής και μιας συνέχειας της και πορείας προς το άγνωστο. Τη διαβάζουμε, και νοιώθουμε ύστερα, πως βαραίνει πάρα πολύ στη μνήμη μας και σχεδόν καθόλου στην ψυχή μας. Αν και είναι βιβλίο που θέλει να περικλείσει στις διαστάσεις του μεγάλες ποσότητες ιστορικού, κοινωνικού χρόνου, τα εσωτερικά του πλαίσια είναι τόσο στενά ώστε η δράση γίνεται λειψή, συχνότατα ανεπαίσθητη, σχηματιστή, και κάποτε μάλιστα δεν εκδηλώνεται καθόλου.

Βέβαια, κρίνοντας αρχικά, δε μπορούμε παρά να πιστέψουμε πως τα κίνητρα της «Αργώς» είναι εσωτερικά, πως ο Θεοτοκάς δηλαδή εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα του και πως ένοιωσε την ακατανίκητη ανάγκη να το εκτελέσει. Μα η εντύπωση από το διάβασμα της «Αργώς», συνυφασμένη με την πνευματική προϊστορία του Θεοτοκά, μας οδηγεί στη διαπίστωση πως η εσωτερική αυτή διάθεση δεν είναι και τόσο βαθειά, πως είναι φαινομενική, και πως εύκολα υποχωρεί σε μιαν άλλη διάθεση, κι αυτή βέβαια εσωτερική, μα που θα τη χαραχτηρίζαμε φιλολογική κλίση σ’ ένα ορισμένο είδος έντεχνου λόγου. Το φαινόμενο αυτό είναι συχνότατο στις θεωρητικές φύσεις. Τίποτα πιο ελκυστικό και πιο ακαταμάχητο από τον έρωτα που τις κυριαρχεί, κάποτε, για ένα διάστημα ή για πάντα προς τη μορφή ενός ορισμένου λογοτεχνικού είδους, προς το ποίημα π.χ. το διήγημα ή το μυθιστόρημα. Οι φύσεις αυτές δεν αγαπάνε τόσο την ποίηση και τον πεζό λόγο, όσο το ποίημα, το διήγημα, το μυθιστόρημα. Λατρεύουνε την τέχνη σαν είδος και μέσα στην παράφορα της αγάπης τους δίνουνε στο είδος της προτίμησής τους μια ξεχωριστή και κυρίαρχη θέση.

Αυτού του είδους ο έρωτας είναι η πιο συναισθηματική μορφή της κριτικής διάθεσης και της συγγενικής κλίσης, που μπορεί να νοιώσει μια ιδιοσυγκρασία θεωρητική, καθώς στοχάζεται και απολαμβάνει την τέχνη σε κάποιο συγκεκριμένο της είδος. Οι λογοτέχνες, που η φύση τους είναι θεωρητική, έχοντας μια πολύ ανεπτυγμένη πνευματικότητα και μια οξύτατη εγκεφαλική διαίσθηση, υπέρτερες από κάθε άλλη τους ιδιότητα —μυθοπλαστική φαντασία, πλούσια εσωτερικότητα, αυθόρμητη ζωική εμπειρία, υποσυνείδητο γιομάτο από δυνατές και τυφλές ορμές ζωής— καθώς εισχωρούνε παντού για να θεωρήσουνε, συχνά προσαρμόζουνται με λεπτότητα, μ' ευλυγισία, στη φύση των αντικειμένων τους και νοιώθουνε την όρεξη, τον πειρασμό, να δημιουργήσουνε κι αυτά, ενώ η άξιωσύνη τους είναι μονάχα να τα κατανοούνε, να τα ερμηνεύουνε, και να παρασταίνουνε θεωρητικά την οργανική τους υπόσταση. Ο πειρασμός αυτός, η φιλολογική κλίση, ξυπνά τον έρωτα προς το είδος.

Τέτοιος και ο έρωτας του Θεοτοκά προς το μυθιστόρημα. Και είτανε πολύ φυσικό να στραφεί ο έρωτας αυτός προς τα εκεί, αφού ο Θεοτοκάς είναι προικισμένος με το χάρισμα του πεζογραφικού ύφους. Έτσι, δίχως να είναι γεννημένος μυθιστοριογράφος, αγάπησε παράφορα το είδος αυτό και του αφοσιώθηκε οριστικά, αποφασισμένος να διαπρέψει στη δούλεψη του και στην προαγωγή του. Καμιά ευκαιρία δεν αφήνει που να μην εκδηλώνει το πάθος του και την προτίμηση του για το μυθιστόρημα. Στο «Ελεύθερο Πνεύμα», εξετάζοντας την πεζογραφία μας, παραδίνεται σ’ έναν υποβλητικώτατο κριτικό οραματισμό του μυθιστορήματος, που δε μπορεί να συγκριθεί με κανένα ανάλογο κείμενο κριτικής παλαιότερων ή νεώτερων, σχετικά με τη φύση και τα κύρια χαραχτηριστικά του καθ’ αυτό ρωμάντζου. Ένας από τους τύπους της «Αργώς», ο Λάμπρος Χρηστίδης, συζητώντας με φίλους του στο Ζάππειο για λογοτεχνία (σελ. 56-57) συνοψίζει με θέρμη και με σαφήνεια γραπτής κριτικής τα όσα ο Θεοτοκάς είχε διατυπώσει στο «Ελεύθερο Πνεύμα», και τελειώνει φωνάζοντας στους ακροατές του: «Εμπρός, λοιπόν, νέοι μου! Ποιος από σας είναι ο μυθιστοριογράφος του μέλλοντος;» Σε άρθρα του, σε συνεντεύξεις, σε συζητήσεις του, φανερώνει όλη την αγάπη του και τον φανατισμό του για το μυθιστόρημα, και βέβαια, είτανε πολύ φυσικό να δοκιμάσει τη γονιμότητα και τις δημιουργικές δυνατότητες της ακαταμάχητης αυτής κλίσης του.

Έτσι ένοιωσε πως επί τέλους ήρθε η στιγμή να γράψει το μυθιστόρημά του κι άρχισε να προπαρασκευάζεται για τη μεγάλη λογοτεχνική πράξη. Η λαχτάρα, ο πειρασμός της δημιουργίας ενός κόσμου, μιας ολόκληρης κοινωνίας ανθρώπων, μεταφερμένων με όλο τους το βάρος από τη ζωή στην τέχνη, η περιέργεια να δει τι αποτέλεσμα θα προκύψει από την προσπάθειά του, γίνανε πυρετικά κίνητρα συγγραφικής ενέργειας και μυθιστοριογραφικού οργασμού και υποκαταστήσανε μέσα του την άμεση, τη δημιουργική, την απόλυτη έμπνευση, τη μεγάλη και δυνατή πνοή που είναι η συνεχής ψύχη των πολυσύνθετων μυθιστορημάτων και που τόσο διαλλειπτικά φυσάει στα πανιά της «Αργώς». Μα ένα μυθιστόρημα δε γράφεται με μόνη τη βούληση, την όρεξη, τη συγγραφική ευχέρεια, έστω και με το τέλειο ύφος που μπορεί να διαθέτει κανένας. Ολ' αυτά πρέπει να γιομίσουνε και να εμψυχωθούνε από την επέμβαση μιας κεντρικής ιδέας, ενός δυνατού και καθολικού αισθήματος, μιας δραματικής φαντασίας, μιας πλούσιας βίωσης, και την εύρεση ενός αντίστοιχου θέματος που θα γονιμοποιηθεί από την κεντρική ιδέα και θα ξετυλιχτεί σε κόσμο και σε μυθική πραγματικότητα.

Την ιδέα του μυθιστορήματος την είχε σχεδόν έτοιμη από καιρό ο διανοητής Θεοτοκάς. Είτανε πολύ φυσικό, πολύ λογικό, ο διανοητής που θέσπισε την αξία της νεότητας να γράψει και το μυθιστόρημα της· να παραστήσει σ’ ένα καλά οργανωμένο βιβλίο τη ζωτική της κίνηση μέσα στα κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια της αμέσως μεταπολεμικής εποχής· της εποχής δηλαδή που ο Θεοτοκάς την έζησε σαν έφηβος. Μέσα στον ενθουσιασμό του για τη ζωή της νεότητας, που τον τροφοδοτούσε η συναίσθηση της δικής του καθαρής και διάφανης νεανικής ουσίας φαντάστηκε να συνθέσει, με πνεύμα ελεύθερο και απρόσωπο, το έπος της γενεάς του, καθώς ξεκινά στεφανωμένη μυρτιές για το μεγάλο ταξίδι της ζωής. Ένα πλατύ βιβλίο, τοιχογραφικό, αναλυτικό, αφηγηματικό, που θα παράσταινε με δύναμη και ακρίβεια, με φαντασία και με πραγματικότητα, τους πρώτους πνευματικούς ενθουσιασμούς, τους έρωτες, τις πολιτικές φιλοδοξίες, τη δραστηριότητα, τον ρεαλισμό, τον ρωμαντισμό, τη συναισθηματικότητα, τη νοοτροπία, τον θρίαμβο της επιτυχίας, το δράμα της αποτυχίας ενός πλήθους νέων —όλων αυτών που αποτελέσανε το πλήρωμα της «Αργώς». Κι όλα αυτά θα παρασταίνονταν μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής, όπως τη γνωρίσαμε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Ιδέα εξαίρετη, που έκαμε τον Θεοτοκά να δουλέψει όσο μπορούσε πιο επιδέξια και πιο γόνιμα, για να τη σαρκώσει σα μυθιστόρημα ζωντανό. Βέβαια και ο πιο μεγάλος και ο πιο αντικειμενικός μυθιστοριογράφος, για να πραγματοποιήσει την ιδέα του, από τον εαυτό του θα γυρέψει τα στοιχεία της υλικής της υπόστασης, και φυσικά, ο Θεοτοκάς έκαμε το ίδιο, με τη διαφορά πως, ενώ ο αληθινός μυθιστοριογράφος, οδηγημένος από τη δημιουργική φαντασία, ταξιδεύει μέσα του σαν εξερευνητής άγνωστων κόσμων και σαν αλχημιστής, ξέροντας ν' απαλλοτριώνει ό,τι αγγίζει από κάθε αντικαλλιτεχνική υποκειμενική απόχρωση και από κάθε ιδιωτικό ύφος, ο Θεοτοκάς, ζητώντας το θέμα του και το υλικό του, περπάτησε στην περιοχή της προσωπικής του εμπειρίας σαν ένας συλλέκτης κάθε είδους αντικειμένων.

Έψαξε παντού, ανασκάλεψε κάθε γωνιά, γύρεψε πληροφορίες από τους διαβάτες, αναποδογύρισε ακόμα και τις τσέπες του για να μην αφήσει τίποτε απ’ όσα γνώρισε, έζησε, έμαθε, άκουσε και διάβασε στις εφημερίδες, που να μην το ανεβάσει με προσοχή και με τάξη στο κατάστρωμα της «Αργώς». Μπορεί να πει κανείς πως το βιβλίο αυτό είναι η ολοκληρωτική εναποθήκευση του Θεοτοκά· εναποθήκευση όμως καμωμένη δίχως τη βοήθεια της δημιουργικής φαντασίας, που μόνη αυτή έχει την ικανότητα να πλαταίνει τα όρια του εαυτού μας και να τα παρουσιάζει επάλληλα με τα όρια του κόσμου, να ζωντανεύει και να δίνει ατομικότητα και στο πιο αδιάφορο αντικείμενο, να τροποποιεί κατά βούλησιν τις αναλογίες της ιστορικής πραγματικότητας δίχως να την ψευτίζει, και να δημιουργεί, από το ελάχιστο, κόσμους ολόκληρους, κρατώντας την ψυχή μας σε μια διαρκή έκπληξη για όσα παρακολουθεί στο μυστηριακό ξετύλιγμα των σκηνών ενός μυθιστορήματος. Χωρίς την οπτική αυτή έκπληξη της ψυχής και της φαντασίας του αναγνώστη δε μπορεί να γίνει λόγος για μυθιστόρημα. Το δυστύχημα είναι πως η «Αργώ», εκτός από την ωραία έκπληξη της κεντρικής της ιδέας και του τίτλου της, δεν μας προσφέρει καμιάν άλλη καθαρά μυθιστοριογραφική έκπληξη. Αν όμως το ενδιαφέρο μας για το εξωτερικό της ζωής ανανεώνεται ακατάπαυστα, από την απρόβλεπτη εξέλιξη, και την σε πολλά σημεία της άλογη συνέχεια και σύμπλεξη του προσωπικού μας μύθου με τον μύθο των διπλανών μας, πως είναι δυνατό να συγκρατήσει το ενδιαφέρο της ψυχής μας ένα μυθιστόρημα δίχως κάτι το εκπληχτικό στο μύθο του και στην ατμόσφαιρά του, δηλαδή χωρίς φαντασία;

Την έλλειψη φαντασίας την αντιλαμβάνεται κανείς από τον τρόπο που ο συγγραφέας τιτλοφόρησε τα περισσότερα κεφάλαιά του: «Νομική Σχολή, Ζάππειο, Έρωτας, Σπίτι, Φιλοσοφία, Γενική συνέλευση, Πολιτικά, Άλλο σπίτι, Παρίσι, Ιταλία». Η εντύπωση από τους τίτλους αυτούς δε δημιουργεί μέσα μας το αίσθημα της ενότητας. Μας γεννά την ιδέα μιας εργασίας χρονογραφικής, μιας κατάταξης απομνημονευμάτων. Ο τρόπος αυτός, της δίχως παραστατικότητα τιτλοφόρησης των κεφαλαίων, δεν είναι πια πεζογραφική προσαρμογή στην πραγματικότητα, μα υποτίμηση της πραγματικότητας, και δείχνει πως δεν είχε να παρατηρήσει τίποτα το ξεχωριστό, τίποτα το μυθιστορηματικά ιδιαίτερο, καθώς μας παρουσίασε τις πρώτες εικόνες της ζωής των νεαρών του ηρώων στη Νομική σχολή, στο Ζάππειο, στο σπίτι, στον έρωτα.

Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που συγκέντρωσε ο Θεοτοκάς, αναδιφώντας τη μνήμη του, έμεινε αμεταποίητο καλλιτεχνικά και η μόνη αλλαγή που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι η τυπική λογοτεχνική του εμφάνιση και η διευθέτηση του σε φράσεις άνετες, εύρυθμες, γλωσσικά πλήρεις, ακριβόλογες, άψογες, αβίαστες, ρυθμικά συνυφασμένες με την ουσία στη μορφή και τη φυσική κίνηση της δημοτικής γλώσσας· φράσεις όμως που δεν ολοκληρώνουνται σε σκηνές με κίνηση και με δράση μήτε υποβάλλουνε σε όλη του τη σοβαρότητα και τον πλούτο την πραγματικότητα και την ιστορία, που τοποθέτησε μπροστά του ο Θεοτοκάς, για να την ξαναπλάσει σαν καλλιτέχνης. Εκθέτουνε μόνο τα τυπικά γνωρίσματα της πραγματικότητας αυτής σε σειρές ψυχρών αναλύσεων, λογικών παραστάσεων και άχρωμων περιγραφών.

Το πέρασμα του δημιουργού συγγραφέα από τα πράγματα και από τους τόπους που γνωρίσαμε και που κάθε μέρα τους αντικρύζουμε και τους ζούμε, όπως είναι π.χ. η Νομική Σχολή και το Ζάππειο, πρέπει να είναι τόσο μοιραίο και τόσο δραστικό ώστε τα πράγματα αυτά να λυτρωθούνε από την καθημερινή τους αδιάφορη αντικειμενικότητα και να πάρουνε μια πρωτόφαντη καλλιτεχνική ανεξαρτησία∙ να γίνουνε πρωτοθώρητες αποκαλυπτικές εικόνες και τόποι γοητείας για τη φαντασία μας. Άλλο είναι το Δαφνί και ο Πόρος και η Πάρος στα βιβλία του Κοσμά Πολίτη και άλλο η καθημερινή πραγματικότητα τους. Μα η Νομική Σχολή και το Ζάππειο, δυο από τα πρώτα βασικά κεφάλαια της «Αργώς», δεν είναι μήτε καν οι καθημερινές πραγματικότητες που γνωρίζουμε. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί φαίνεται πως ο Θεοτοκάς δεν μπορεί να συλλάβει με τη φαντασία του εκείνο που δεν έχει εντατικά ζήσει, και φαίνεται ακόμα, πως σα φοιτητής, δεν έζησε τόσο εντατικά και τόσο πρωτότυπα, ώστε να μπορέσει μετά να μας δώσει μια πλήρη έκφραση της ζωής και της νοοτροπίας των μεταπολεμικών φοιτητών, που θέλησε να μας παρουσιάσει τους πιο χαραχτηριστικούς τους τύπους, στα πρόσωπα των γιων του Νοταρά, στο Λάμπρο Χρηστίδη, στο Δαμιανό Φραντζή, στο Μανώλη Σκυριανό και σε μερικούς άλλους.

Αλήθεια, η ποσότητα της προσωπικής βίωσης του Θεοτοκά δεν είναι αρκετή για να συντηρήσει και να θρέψει ένα τόσο πλατύ και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα· Τι δείχνει το κεφάλαιο Νομική Σχολή; Μας αποκαλύπτει ολοφάνερα την αλήθεια της παρατήρησής μας. Τη φοιτητική του ζωή ο Θεοτοκάς —και βάση της «Αργώς» είναι ο φοιτητικός κόσμος— φαίνεται πως την έζησε, όχι σαν ένας μελλοντικός μυθιστοριογράφος μα σαν ένας ευσυνείδητος, συντηρητικός και εύτακτος σπουδαστής, πολύ ταχτικός στις παραδόσεις και τα φροντιστήρια, υποταγμένος στην ειδική ψυχολογία και στην περίεργη επιβολή των πανεπιστημιακών καθηγητών, με ανεπτυγμένη ευαισθησία, με νου ανοιχτό στα ευγενικά ονειροπολήματα, και με τις πνευματικές εκδηλώσεις των κάπως ξεχωριστών εφήβων που επιβάλλουνε στους συντρόφους τους τη φυσική τους υπεροχή. Ο δημοτικισμός, οι φιλελεύθερες μεταπολεμικές ιδέες, οι επαναστατικές θεωρίες, οι συζητήσεις για την ποίηση και την τέχνη, όλα δηλαδή τα κοινά θέματα και οι τόποι των διανοουμένων φοιτητών, αποτελέσανε το υλικό και τα ενδιαφέροντα της εφηβικής του ζωής και της σχέσης του με τους άλλους νέους της γενεάς του. Τα τέσσερα-πέντε χρόνια του Πανεπιστημίου τα πέρασε πολύ κανονικά, πολύ τυπικά, δίχως περιπέτειες, σχεδόν δίχως δυνατά, επικίνδυνα αισθήματα, δίχως να δείχνει μιαν ιδιαίτερη προσοχή (την προσοχή του άγρυπνου και του ανοιχτομάτη παρατηρητή) στο περίγυρό του, μι τη φιλοδοξία να γίνει μεγάλος συγγραφέας, με τον αποσκεπασμένο πόθο της γυναίκας και τη δειλή ρωμαντική προκαταβολική ονειροπόληση πιθανών ειδυλλίων με ιδανικές λευκοντυμένες κοπέλλες, που συναπάντησε σε κάποιες ακρογιαλιές νησιών του Αιγαίου ή σε χλιαρές κοσμικές συγκεντρώσεις.

Το μόνο που έδινε κάποια ένταση στην ήρεμη, αστική ζωή του φοιτητή Θεοτοκά, είτανε το πάθος των απόλυτων ιδεών για την πολιτική, το έθνος, τη φυλή, τη γλώσσα, πάθος που φυσικά ξεσπούσε σε πολυθόρυβες συγκεντρώσεις στην αίθουσα της Φοιτητικής Συντροφιάς και στα καθίσματα του Ζαππείου. Η περίφημη αίθουσα της οδού Σίνα, δεν είτανε γι’ αυτόν παρά μια συνήθεια, ευχάριστη κάποτε, με μόνο γραφικό ενδιαφέρο την ευτράπελη εμφάνιση, στην έδρα, των σχολαστικών, ιδιόρρυθμων, όμως σοφών και αξιαγάπητων, κατά βάθος, καθηγητών, που στην «Αργώ» τούς συνοψίζει, τυπικά, η αφηρημένη και δίχως ζωή προσωπικότητα του Νοταρά, και με μόνη ποιητική διέξοδο τα πολλά της παράθυρα απ’ όπου η εφηβική φαντασία του Θεοτοκά μπορούσε, κάθε στιγμή, να γλιστρά και να φτεροκοπά κατά την ιδανική Μύκονο που είναι το Ελδοράδο του και κατά τις εξοχές και τ’ ακρογιάλια της Αττικής.

Να μια τέτοια στιγμή φυγής από τα παράθυρα της νομικής σχολής, που είναι κιόλας στιγμή εσωτερικής ζωής, ενός από τους νέους της «Αργώς», του φοιτητή Μανώλη Σκυριανού:

 

«Σήκωσε τα μάτια προς τα παράθυρα, είδε τον καταγάλανο ουρανό κ’ αισθάνθηκε το αίμα του να ξυπνά. Τον κυρίεψε μονομιάς η γλύκα του ανοιξιάτικου απογέματος. Ήθελε να τρέξει έξω να χαρεί τη λιακάδα, τα ανθισμένα δέντρα, τις μαβιές βουνοσειρές, τη λαμπρή θάλασσα. Από την οδό Ακαδημίας ερχότανε αδιάκοπα η βοή των αυτοκινήτων, που τον φώναζε προκλητικά προς την εξοχή και τον έρωτα. Θυμήθηκε την ακτή του Σαρωνικού αυτήν την ώρα, τα μικρά και ζεστά δάση από πεύκα, τις παλαβές βάρκες που παίζουν με το μελτέμι, την αμεριμνησία της Αττικής και τις τίμιες ηδονές των πλασμάτων του Θεού. Μα συλλογίστηκε πως αν δεν βρισκότανε εκεί με καμιά φιληνάδα, ο λόγος δεν ήταν η σοβαρότητά του. Ο λόγος ήταν ότι δεν είχε όρεξη να πλησιάσει καμιά φιληνάδα εξόν από ένα κορίτσι, που δε μπορούσε να είναι φιληνάδα. Το συλλογίστηκε και, για μια στιγμή, θύμωσε με τον εαυτό του, γιατί αιστάνθηκε πως έχανε τον καιρό του».

 

Παρόμοια δραπετεύει από τον κύκλο των φίλων του καθώς συζητούσανε στο Ζάππειο και ο φοιτητής Αλέξης Νοταράς, ο πιο εσωτερικός τύπος της «Αργώς», που ενσαρκώνει στην ομιχλώδη και λυρικά μελαγχολική του ύπαρξη ό,τι πιο ενδόμυχο, πιο τρυφερό, πιο ιδανικό, πιο ανικανοποίητο και πιο δειλό έχει μέσα του ο Θεοτοκάς:

 

«Θυμήθηκε ξαφνικά ένα βράδυ στη Μύκονο, το τελευταίο βράδυ του χωρισμού∙ η Μόρφω τον κοίταζε καλά καλά μεσ’ στα μάτια, του έσφιγγε το χέρι νευρικά, το χέρι της έτρεμε, τα μάτια της ήταν γεμάτα, δε μπορούσε να μιλήσει. Είχαν μιλήσει ελάχιστες φορές, ψυχρά, αδιάφορα, φοβόντανε και αποφεύγανε ο ένας τον άλλο. Εκείνη δεν του είχε δείξει τίποτα. Εκείνος δεν ήξερε, δεν καταλάβαινε τι αισθανότανε γι’ αυτήν. Και το τελευταίο βράδυ πάλι δεν καταλάβαινε. Την κοίταζε με μιαν ανήσυχη περιέργεια, σα να ρωτούσε κι αυτήν και τον εαυτό του, αν αυτό είτανε έρωτας, Στεκόντανε στην άκρη του μώλου, μόνοι μεσ’ στο σκοτάδι του λιμανιού. Από τα καφενεία, ερχόντανε, αραιά και που, μερικές στροφές των τραγουδιών των ναυτών. Οι βάρκες, ολόγυρα, κουτρούσαν, αργά και ρυθμικά, η μια στην άλλη. Αλάργα οι ψαράδες είχανε φωταγωγήσει το πέλαγο. Η Μόρφω τον κοίταζε δειλή και φλογισμένη, περίμενε. Το βλέμμα της ζητούσε, εκλιπαρούσε μιαν εξομολόγηση που δεν ερχότανε. Κατόπι, ξαφνικά, άφησε το χέρι του κ' έφυγε τρεχάτη προς το χωριό. Το άσπρο της φουστάνι χάθηκε μες στη νύχτα. Ο Αλέξης έμεινε μονάχος του στην άκρη του μώλου, άκουε τη θάλασσα και ρωτούσε αν αυτό ήταν έρωτας».

 

Αυτός είναι περίπου ο τρόπος και ο ψυχολογικός τύπος, που ο Θεοτοκάς μεταγγίζει στους ήρωες του την εσωτερική του βίωση∙ μια βίωση μόλις κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, γαληνή, δίχως προβληματικότητα, δίχως δυνατή, καυτερή αίσθηση, βίωση που εξαντλείται γρήγορα και που δε φτάνει, βέβαια, για να γιομίσει ένα μυθιστόρημα και να προκαλέσει δράση και γεγονότα. Μια βίωση τέλος δίχως ηρωισμό. Μα έπος, και προ παντός το έπος της νεότητας, δίχως ηρωισμό, δε μπορεί να πλαστεί. Η απλή επιθυμία της φυσικής ζωής, που νοιώθει ο Σκυριανός, τα μέτρια πάθη, τα αμφίβολα αισθήματα και οι ασαφείς ψυχικές απορίες του Αλέξη Νοταρά, οι συμβατικές συζητήσεις των φοιτητών στο Ζάππειο, η αρθρογραφική και δίχως κυματισμούς και γραφικές αποχρώσεις διανόησή τους (το μόνο που συγκρατάμε, κι αυτό σαν κάτι το αθέλητα εύθυμο, είναι η φράση ενός Καλαβρυτινού φοιτητή, μια φράση- ψαροκόκκαλο, και την επαναλαμβάνει ακατάπαυτα: «Εγώ, κύριοι, πιστεύω στην ιδέα τον έθνους») οι ασήμαντες περιπέτειες, δε μπορεί να είναι, βέβαια, θετικά χαραχτηριστικά εκείνων που τους γράφτηκε να εκπροσωπήσουνε τους ηρωικούς αργοναύτες της ζωής.

Δεν είναι ταπεινό να ομολογήσουμε πως η γενεά του Θεοτοκά, που είναι σχεδόν και γενεά μας, και που φαίνεται πως δε διαφέρει και πολύ από τη γενεά που ανεβαίνει τώρα προς την αυτοσυνείδησή της, δεν παρουσίασε τίποτα το ηρωικό, το βαθειά ψυχικό, το σκληρό, το θριαμβευτικό, το επαναστατικό, το μεγαλόπρεπα δραματικό. Βέβαια, δε μοιάζει σε τίποτα με τους νέους του περίφημου κλαυσίγελου, που ακόμα επιμένουνε να υπάρχουνε και να τυπώνουνε ποιητικές συλλογές, είναι όμως μια γενεά ατομικιστών και αρριβιστών, καλλιεργημένων και πολιτισμένων, μα όχι και ηρωικών, επικών τύπων. Οι πιο αγνοί, οι πιο καλοσυνείδητοι απ’ αυτούς, νομίζουνε ίσως πως αγωνίζουνται για να καταχτήσουνε το χρυσό δέρας της ζωής, ενώ κατά βάθος γυρεύουνε μια κοινωνική ανάδειξη, μια προσωπική επιτυχία στον έρωτα, στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, στην πολιτική. Τίποτα δεν τους συνδέει μεταξύ τους, όπως τίποτα το ουσιαστικό δε συνδέει μεταξύ τους τα κεφάλαια της «Αργώς ». Δεν έρχονται σε πραγματική επαφή» δε συγκρούονται δραματικά, δεν υπάρχουνε παρά μόνο υποκειμενικά και μόνο για τον εαυτό τους.

Έτσι, τα γεγονότα και η σταθερή, συμπαγής κίνηση της ζωής που πρέπει να πλημμυρίζουνε ασφυχτικά ένα γνήσιο μυθιστόρημα, λείπουνε σχεδόν ολότελα από τα πρώτα αυτά θεμελιακά κεφάλαια της «Αργώς». Καμιά δράση, καμιά σκηνή ολοκληρωμένη, πλαστική, με αρχή, τέλος και με συνέπεια· Τα κεφάλαια αυτά αρχίζουνε με μια γενναία προσπάθεια δράσης, που στάματα όμως αμέσως, γιατί ο συγγραφέας, από αδυναμία να την ολοκληρώσει, περιπλέκεται σε πρωθύστερα ψυχολογικά και αναλυτικά σχήματα, που όλα έχουνε σχέση με το παρελθόν των ηρώων, του καθηγητή Νοταρά, των φοιτητών κ.λ.π., ενώ η δράση και η κίνηση απαιτούνε την παρουσία του παρόντος. Θέλοντας ο Θεοτοκάς να ξεκινήσει από κάπου, αρχίζοντας από το Πανεπιστήμιο δε δημιουργεί ζωές, μα συνθέτει ψυχρά και άταχτα χρονικά, σχεδόν εφημεριδογραφικά —φωτογραφικά θα έλεγε ο κ. Θρύλος — διανθισμένα εδώ κ’ εκεί από κάποιες όμορφες στιγμές προσωπικής ενδόμυχης βίωσης του συγγραφέα σαν κι αυτές που αναφέρομε πάρα πάνω.

Οι ανακουφιστικές αυτές στιγμές, λεπτές, ποιητικές, νοσταλγικές, αν και δεν τις διακρίνει μήτε ένταση συναισθηματική μήτε ψυχολογικό βάθος, είναι ίσως οι πιο επιτυχημένες και οι πιο λογοτεχνικές της «Αργώς». Όμως αυτές καθ’ εαυτές είναι σχεδόν σαν ανεξάρτητες από την όλη σύνθεση του βιβλίου, και δεν προσθέτουνε τίποτα στο ενεργητικό του Θεοτοκά, σα μυθιστοριογράφου, γιατί από μορφική και λογοτεχνική άποψη δεν είναι παρά συνέχεια και ανάμνηση της γνωστής μας, από τις «Ώρες Αργίας», «Επιστολης σε μια φίλη επαρχιώτισσα». Όλα τ’ άλλα της φοιτητικής ζωής, που δείχνουνται και ζωγραφίζουνται και αναλύουνται στην «Αργώ» δεν είναι παρά τυπικές, ψυχρές αναφορές γενικών και σε όλους γνωστότατων χαραχτηρισμών και περιπτώσεων ατομικής και ομαδικής ζωής.

Καμιά χαραχτηριστική λεπτομέρεια, καμιά προοπτική ανάγλυφης πραγματικότητας, καμιά ενέργεια ιδιόρρυθμων φοιτητικών τύπων και ανάλογων ενδειχτικών σκηνών. Όλα χάνουνται μέσα σε μια φραστική γενικότητα, συγχέουνται σ’ ένα θαμπό, αφώτιστο, αχαραχτήριστο χρώμα. Από το σύνολο της «Αργώς» αναδίνεται κάποιο ύφος γενικότητας, κάτι τι δηλαδή που δεν αφήνει το μυθιστόρημα, σαν είδος, να προβάλει συγκροτημένο μεσ’ από την κανονική ροή και την ευρυθμία των εύγλωττων φράσεων και των πυκνοτυπωμένων 479 σελίδων. Ολ’ αυτά, βέβαια, είναι συνέπειες οργανικής αδυναμίας, σαν ελαττώματα Όμως δυναμώνουνε το χαραχτηριστικό γεγονός —το σφάλμα θα λέγαμε καλύτερα— πως ο Θεοτοκάς θέλησε, πρόωρα, να διαφυλάξει, με το μυθιστόρημά του, το ύφος και την ατμόσφαιρα του μεταπολεμικού φοιτητικού κόσμου. Πρόωρα, δηλαδή χωρίς να έχει απομακρυνθεί από την εποχή αυτή όσο έπρεπε, για να τη θυμάται μόνο νοσταλγικά, σαν κάτι το πολύ μακρυνό και το χαμένο μέσα στο χρόνο, αφού όταν δούλευε την «Αργώ» ήτανε κι αυτός ένας προ ολίγου φοιτητής. Και πως είναι δυνατό να μεταμορφωθεί σε ανάμνηση, σε συγκίνηση, και σε ιστορία, κάτι τι που το κρατάμε ακόμα σπαρταριστό στα χέρια μας; Σίγουρα, το δίπλωμα του δικηγόρου που πήρε ο Θεοτοκάς δε θα έχει ακόμα κιτρινίσει!

Τα δυο πρώτα κεφάλαια της «Αργώς», άπλες, χρονογραφικές αναπαραστάσεις κάποιων στιγμών από τη διαμονή των φοιτητών στην αίθουσα της νομικής σχολής κι από τις συγκεντρώσεις τους στο Ζάππειο, δεν μας πείθουνε πως αρχίζει αποφασιστικά να ξετυλίγεται κάποια ιστορία, κάποιος ξεχωριστός μύθος, ή τουλάχιστο πως τα κεφάλαια αυτά χρησιμοποιηθήκανε από τον συγγραφέα για πλαίσιο και ατμόσφαιρα συστηματικής ψυχολογικής διαγραφής σπουδαίων τύπων και χαραχτήρων, που υστερώτερα θα ριχτούνε σε μια ορμητική δράση και θα δημιουργήσουνε τη δική τους, προσωπική, και γιομάτη νόημα, ζωή! Έκτος από τη μελαγχολική, τη συμπαθητικά χιμαιρική σκιά του Αλέξη Νοταρά —ο τύπος αυτός μήπως συμβολίζει τον μυστικό αισθηματισμό και τη λυρική ευαισθησία του Θεοτοκά; —οι φοιτητές που συζητούνε στο Ζάππειο, υποστηρίζοντας ο καθένας τη θεωρία του, δεν ανήκουνε σχεδόν καθόλου στον εαυτό τους, μα είναι τυπικά δείγματα κατηγοριών και αποχρώσεων που δεν χρειάζεται να είναι κανείς συγγραφέας για να τις διακρίνει μέσα στο σύνολο του φοιτητόκοσμου. Ο Δαμιανός Φραντζής είναι ο κομμουνιστής, ο Δημητρός Μαθιόπουλος ο εθνικιστής, ο Λάμπρος Χρηστίδης ο λόγιος, κλπ. Μα και σαν αντιπρόσωπος των πνευματικών και των πολιτικών κατηγοριών του φοιτητόκοσμου, δεν εκφράζουνε τίποτα ξεχωριστό, κανένα χαραχτηριστικό ιδιαίτερων τύπων, καμιά γραφικότητα, κανένα ψυχολογικό παράδοξο. Δίχως το θέλγητρο της προσωπικής ζωής, είναι όλοι τους ομοιόμορφοι, το ίδιο άτονοι, αληθινοί φοιτητές με στολή. Πώς είναι δυνατό τέτοιοι αδιάφοροι τύποι να υπάρξουνε και να δράσουνε σαν ήρωες λογοτεχνικοί; Μολαταύτα ο Θεοτοκάς, πριν από τα δυο αυτά κεφάλαια, τοποθέτησε έναν εκτεταμένο πρόλογο, κατά το σύστημα παλαιών μυθιστοριογράφων, που βταν είχανε να κάνουνε με πολλά πρόσωπα και με πολύπλοκες περιπέτειες, για να μην τραβούνε σε μάκρος, κατατοπίζανε προλογικά τον αναγνώστη στα προηγούμενα του μύθου τους και στην προϊστορία των ηρώων τους.

Στον πρόλογο αυτό, που έχει τίτλο «Μια πανεπιστημιακή δυναστεία», ο Θεοτοκάς αναδρομικά και συνοπτικά και με μια καταπληχτική ευκολία εύγλωττου χρονικογράφου, πραγματεύεται τα βιογραφικά και τα γενεαλογικά της παλαιότατης οικογένειας των Νοταράδων που θέλησε να τη χρησιμοποιήσει για σκελετό και βάση του όλου μύθου της «Αργώς». Όπως πολλοί μυθιστοριογράφοι, παρόμοια και ο Θεοτοκάς, βλέπει στην οικογένεια μια πλαστική, συμπυκνωτική μικρογραφία της κοινωνίας, έναν κοινωνικό μικρόκοσμο, που του επιτρέπει να παρακολουθεί οπτικά, σα ζωγράφος, ανάμεσ’ από τους κυματισμούς της ζωής τριών ή τεσσάρων προσώπων, την πάλη διάφορων ετερόκλητων κοινωνικών και ταξικών δυνάμεων, τη φασματική εμφάνιση της κληρονομικότητας μέσα στ' απροσδόκητα αναβρύσματα του παρόντος, και με το έργο του να παρασταίνει τους ζωντανούς τύπους του ασταμάτητου ζωικού διαφορισμού, που σε στιγμές οξύτητας σπάζει την ενότητα μιας οικογένειας, σαρώνοντας την παλιά τάξη της και καλώντας ή εγκαθιδρύοντας μια καινούργια.

Βέβαια οποιαδήποτε οικογένεια δε μπορεί να προσφέρει στη φαντασία του μυθιστοριογράφου το υλικό και τα παραδείγματα που χρειάζεται. Γι’ αυτό, οι μυθιστοριογράφοι πλάθουνε οικογένειες αντιπροσωπευτικές, ζωτικές, με παρελθόν, νικήτρες των αντίξοων συνθηκών, που και με όλες τις διασταυρώσεις των αιμάτων, μένουνε ανόθευτες στα κυριώτερα χαραχτηριστικά τους και που στους κόλπους τους ανατρέφουνε ξεχωριστούς τύπους και χαραχτήρες. Μια τέτοια οικογένεια σχεδίασε ο Θεοτοκάς στον πρόλογό του και μας κατατόπισε στα γενεαλογικά της. Την οικογένεια Νοταρά τη θέλει να ξεκινάει από την αριστοκρατία του Βυζαντίου, που έπεσε μαζί με τον τελευταίο Παλαιολόγο. Ύστερ' από διάφορα πλανέματα στις ξενιτιές, οι Νοταράδες εγκατασταίνονται στα Γιάννενα, στις αρχές του XVIII αιώνα. Από τότε γνωρίζουμε την ιστορία τεσσάρων Νοταράδων. Τελευταίος είναι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεόφιλος Νοταράς, ο πατέρας του Νικηφόρου, του Αλέξη και του Λίνου, τριών από τους πιο χαραχτηριστικούς αργοναύτες. Εκθέτοντας σύντομα τη ζωή των τριών πρώτων Νοταράδων, ο Θεοτοκάς ικανοποίησε τον κοινωνικό ρωμαντισμό του και την ανάγκη που νοιώθει ο ίδιος για κοσμοπολίτικες περιπέτειες, και στεφάνωσε τις μορφές των Νοταράδων με την αίγλη της δυναμικής ζωής, του κοινωνικού ρωμαντισμού και της σοβαρής καρριέρας.

Ο πρώτος Νοταράς στάθηκε χτηματίας, μεγαλέμπορος, λόγιος, φίλος του Βηλαρά, ξεναγός του Μπάιρον, πρωτοστάτης της Φιλικής Εταιρίας και της Επανάστασης. Ο γιος του Θεόφιλος ίδρυσε την Πανεπιστημιακή δυναστεία. Πριν όμως γίνει καθηγητής, έζησε μια ζωή που θα τη ζήλευε και ο Μπάιρον. Η αναφορά, που μας δίνει ο Θεοτοκάς στον πρόλογό του, είναι τόσο πλούσια σε περιπέτειες και σε δράση, που θα μπορούσε να προμηθέψει θέματα για δέκα μυθιστορήματα: «μέθυσε σε όλα τα καταγώγια της Ιταλίας, έκλεψε παντρεμμένες και παρθένες, συνωμότησε, τον κυνήγησαν τα αποσπάσματα και απελάθηκε από διάφορες πολιτείες…» Αφού διέπραξε πολλά και μεγάλα και θαυμαστά —λίγο ακόμη και θα μονομαχούσε με τον τραπεζίτη Laffite, επειδή αυτός του πήρε την ερωμένη, που την είχανε πρώτα ο Μπάιρον και ο Μέτερνιχ— παντρεύτηκε κ’ έγινε καθηγητής, ένας από τους στυλοβάτες της νομικής επιστήμης. Ο γιος του Νικηφόρος ακολούθησε το Πανεπιστημιακό στάδιο του πατέρα του, κληρονομώντας του όλη τη σοφία, τίποτε όμως από τον πολυτάραχο χαραχτήρα του. Η οικογένεια των Νοταράδων άραξε πια για καλά στο λιμάνι της πιο σοβαρής κοινωνικής επιτυχίας, που δόξασε οριστικά και τη στερέωσε η επιστημονική σταδιοδρομία του τελευταίου πανεπιστημιακού Νοταρά, του Θεόφιλου.

Σ’ αυτόν ισορροπούνε, μια στιγμή, όλα τα χαραχτηριστικά της ράτσας των Νοταράδων, ο δυναμισμός της, το ευφαντασίωτο, το ριψοκίνδυνο, ο κοσμοπολιτισμός της, η ευφυΐα της, ο λογιωτατισμός της, ισορροπούνε όμως δίνοντας μια προτεραιότητα στα συντηρητικά στοιχεία, στα θετικά, και κάνοντας έτσι τον τελευταίο Νοταρά να είναι ένας διάσημος επιστήμονας, ένας δυνατός χαραχτήρας, ένας άνθρωπος του καθήκοντος και της ηθικής, αυστηρός, με πολύ αίσθημα όμως αμείλιχτος, σχολαστικός βέβαια, και δυνατός στύλος της οικογένειας. Αληθινός αρχηγός μιας σοβαρής νεοελληνικής αστικής οικογένειας. Μα οι δυνάμεις που ισορροπήσανε μέσα του δεν ισορροπούνε και στα παιδιά του. Το καθένα κληρονομεί από ένα είδος δύναμης, μα σε τρόπο που να προκληθεί αναγκαστικά μια επανάσταση μέσα στην οικογένεια και να σπάσει η περίφημη παράδοση της πανεπιστημιακής δυναστείας. Ο πρώτος γιος του καθηγητή, ο Νικηφόρος, είναι ένας δυναμικός, αισθησιακός, τυχοδιωχτικός τύπος, θυμίζοντας τον βυρωνισμό των προγόνων του. Ο δεύτερος, ο Αλέξης, εκπροσωπεί την ποίηση, την αγνή φαντασία και την ευαισθησία των Νοταράδων. Τύπος μεγάλου, αυθόρμητου, σεραφεικού ποιητή, κατά το πρότυπο του Σέλλεϋ και του Κητς, που είναι φαίνεται οι ποιητικοί θεοί του Θεοτοκά. Ο τρίτος, ο Λίνος, ένας αισθησιακός έφηβος που σκοτώθηκε άδοξα και τυχαία σ’ ένα κίνημα στρατιωτικό σαν κι αυτά που γνωρίσαμε στην Ελλάδα μεταπολεμικά. Έτσι, ακολουθώντας ο καθένας το κάλεσμα της δικής του μοίρας, όλοι μαζί καταλύουνε την πανεπιστημιακή δυναστεία των Νοταράδων. Όμως, η δόξα της οικογένειας σώνεται στο πρόσωπο του Αλέξη, που ύστερ’ από τον πρόωρο θάνατό του αναγνωρίζεται για μεγάλος ποιητής και του στήνεται ο αδριάντας μέσα στα φυλλώματα του Εθνικού Κήπου. Τέτοια διαγράφεται, στον πρόλογο και στα κατοπινά κεφάλαια της «Αργώς», η κοινωνική τροχιά της οικογένειας των Νοταράδων. Μα μήτε στον πρόλογο μήτε στο κυρίως μυθιστόρημα η τροχιά αυτή μάς δείχνεται σαν έντονη και αδιάκοπη δράση. Ας αρχίσουμε από τον πρόλογο.

Για ένα μυθιστοριογράφο, που τον απασχολεί το συνολικό θέαμα της ζωής, η πολιτική δε μπορεί να είναι θέμα τόσο γόνιμο και τόσο ερεθιστικό σαν τον έρωτα. Τους ανθρώπινους τύπους δεν τους ψυχολογούμε από τις πολιτικές τους ιδέες, μα σύμφωνα με τα πάθη τους, τις ορμές τους, και τον συναισθηματικό τους κόσμο. Μονάχα σα γίνει πάθος η πολιτική παύει να είναι πια ιδέα. Μα όσο κι αν είναι η πολιτική ένας από τους δυο κεντρικούς μοχλούς της « Αργώς», είναι φυσικό να πιστεύουμε πως ο έρωτας θα ζεσταίνει πιο έντονα τη φαντασία του Θεοτοκά, θα συδαυλίζει την τέχνη του, και θα τον φέρνει σιμώτερα στην αίσθηση και στην αλήθεια της ζωής. Έπειτα οι μεταπολεμικοί νέοι της «Αργώς » όσο κι αν εκδηλώνουν ένα εγκεφαλικό ενθουσιασμό, για τις συγκαιρινές τους πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, δεν είναι κυριευμένοι από τον θρησκευτικό φανατισμό των επαναστατικών εποχών και βέβαια τους αρέσει περισσότερο η περιπέτεια, η απόλαυση της ζωής, παρά η πολιτική της θεωρία.

Όμως ο Θεοτοκάς, αναδημιουργώντας αντικειμενικά τους νεαρούς του ήρωες, δεν είδε στην ερωτική τους ψυχολογία περισσότερα από όσα του προμήθεψε η παρατήρηση του ιδεολογικού του κόσμου. Και στις δυο περιπτώσεις η ποσότητα και η πρωτοτυπία της ζωικής ουσίας, που χρησιμοποίησε, δεν έφτασε για να δημιουργηθεί τέχνη και μύθος. Στέκεται τόσο ψυχρός και τόσο ασυγκίνητος μπροστά στις σκηνές της ηδονής, που θέλησε να εικονίσει στο τρίτο κεφάλαιο της «Αργώς », ώστε το πρόσχημα του αντικειμενισμού της τέχνης, που θα μπορούσε να επικαλεστεί, δεν φτάνει για να τον δικαιολογήσει. Αντικειμενικος δεν θα πει να δείχνεσαι όμοια ψυχρός και ασυγκίνητος ιστοριτής εικόνων ζωής, ολότελα διαφορετικών μεταξύ τους, όπως είναι μια πολιτική συζήτηση σε μιαν αίθουσα συλλόγου και μια παράνομη ερωτική συνάντηση στα πολυτελέστατα δωμάτια μιας κυρίας της ανώτερης κοινωνίας, μα να ζωντανεύεις το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό ύφος κάθε τέτοιας σκηνής και να υποχρεώνεις τον αναγνώστη να δοκιμάζει κάθε φορά την ανάλογη ζωική αίσθηση και συγκίνηση.

Ως εδώ, την ιστορία των Νοταράδων μάς την εκθέτει ο Θεοτοκάς στον πρόλογό του, που δεν έχει όμως τίποτα το μυθιστοριογραφικό. Αποδείχνεται, ακόμη άλλη μια φορά, πως οι πρόλογοι αυτοί, βλάφτοντας πάντα την αρχιτεχνονική των έργων, καλύπτουνε την αδυναμία του συγγραφέα να ξετυλίγει άμεσα, γοργά, και από μιας αρχής, το μύθο του. Γράφοντας τον πρόλογο της «Αργώς», ο Θεοτοκάς πλήρωσε τον φόρο της αδυναμίας του, γιατί ο πρόλογος αυτός δεν τον βοήθησε ν’ αρχίσει άμεσα, γοργά, κατ’ ευθείαν, δίχως περιφράσεις, τη διήγηση του. Ουσιαστικά, το πρώτο κεφάλαιο, Η Νομική Σχολή, είναι κι αυτό ένας πρόλογος, κάπως πιο αναλυτικός, μια χωρίς χρόνο εισαγωγή στη ζωή του καθηγητή Νοταρά και στα προηγούμενα της οικογενειακής του τραγωδίας∙ εισαγωγή σε μια κάποια δράση σε μια ενεστώσα διήγηση, που διαρκώς πρόκειται ν’ αρχίσει και που δεν αρχίζει ποτέ, γιατί πριν αρχίσει τελειώνει το κεφάλαιο, παραδίνοντας τη συνέχεια στο κατοπινό, που όμως κι αυτό είναι εισαγωγή σε νέα δράση και που τελειώνει κι αυτό δίχως ν’ αντιληφτούμε καμιά δράση, καμιά κίνηση. Έτσι ο συγγραφέας περιπλεγμένος μέσα στην ακινησία της ιστορίας του, αναγκάζεται ν’ αρχίσει το τρίτο κεφάλαιο της «Αργώς», τον Έρωτα, με την ακόλουθη περίοδο, που σαν σημείο μετάβασης είναι από τα πιο αντιαισθητικά και τα πιο αποκαλυπτικά της άβαθης αντικειμενικότητας του συγγραφέα.

 

«Παρασύρθηκα από τους φοιτητές μου και ξέχασα τον Νικηφόρα Νοταρά, μα ξέρω που να τον ανταμώσω τέτοια ώρα. Βρίσκεται στης ερωμένης του και κάνει τον έρωτα. Ας αφήσουμε λοιπόν τους νέους της Αργώς να κοπανούν ιδέες και να παίζουν την πολιτική στο Ζάππειο και πάμε να δούμε τι άνεμος φυσά στην οδό Βουλής, στα ιδιαίτερα δώματα της κ. Όλγας Σκινά».

 

Όμως, τι βλέπουμε, τι αισθανόμαστε στα ιδιαίτερα δώματα της κ. Όλγας Σκίνα; Μια πενιχρή και αχρωμάτιστη εντύπωση κοινής γκαρσονιέρας, που για λίγη ώρα φιλοξένησε δυο κοινότατους τύπους. Φεύγοντας ο Θεοτοκάς με κάποιαν ανακούφιση —την ανακούφιση του υπαλλήλου που σκολνά βαριεστημένος από την αναγκαστική δουλειά του— θέλησε να μας παρουσιάσει, έτσι σαν ένα είδος ζωικής αντίθεσης, τον πρώτο γιο του Νοταρά, τον Νικηφόρο, έναν τύπο δυναμικό, ερωτικό, ανδρικό, γιομάτον από την ανησυχίαν εκείνη που την προξενεί το περίσσεμα, μέσα μας, των ζωικών και των υλικών δυνάμεων. Ο Νικηφόρος είναι ο ερωμένος της Όλγας Σκίνα, της γυναίκας του επιτήδειου και αρριβιστή πολιτικού Σκίνα. Θα περίμενε κανείς, πως το κεφάλαιο αυτό της «Αργώς», το καθόλου φιλολογικό, θα ξετυλίγονταν σε μιαν αδιάπτωτη σκηνή, συγκρατητά, πλούσια, σκηνή γεμάτη ατμόσφαιρα, πάθος κ’ ερωτική παρουσία, στολισμένη με τις πρωτότυπες και χαραχτηριστικές εκείνες μικρολεπτομέρειες, τις μοναδικές, που μόνες αυτές ανανεώνουνε το ψυχολογικό, το θεαματικό και το αισθησιακό ενδιαφέρο των πολυτριμένων αυτών σκηνών. Όμως τίποτ’ απ' αυτά. Στις τρεις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου γίνεται μια προσπάθεια να παρασταθεί το ύφος της άφεσης εκείνης και της νωχελικής ραθυμίας των εραστών μετά την ξεφρενιασμένη πράξη (—Νίκη, darling, είπε η όμορφη γυναίκα με σβησμένη φωνή, ήθελα νάξερα μ’ αγαπάς αληθινά;» ΚαΙ βέβαια σ’ αγαπώ, αποκρίθηκε ο Νίκης)∙ η προσπάθεια εξαντλείται σε κοινοτυπίες κι αμέσως ύστερα επιχειρεί, κατά τη συνήθειά του, μια μακρόσυρτη παρελθοντολογική εισαγωγής στα προηγούμενα του συζυγικού βίου της κ. Σκίνα. Καταστρέφεται ξανά η ενότητα του κεφαλαίου, το κεφάλαιο τελειώνει δίχως συμπέρασμα δράσης, δίχως καμιά ολοκλήρωση ζωγραφικής, για ν’ αρχίσει το τέταρτο κεφάλαιο, το Σπίτι, που η μόνη δράση και κίνηση σ’ αυτό είναι η εμφάνιση του κ. Σφακοστάθη, ενός ευτράπελου κοσμικού τύπου, και η ερωτική επίθεση του Λίνου Νοταρά, στη νόστιμη υπηρέτρια του σπιτιού τους. Μα νομίζουμε πως δεν μπορεί να γίνει λόγος μήτε για τις εφημεριδογραφικές κοινωνιοφιλοσοφικές φλυαρίες του κ. Σφακοστάθη μήτε για την περιγραφή της ερωτικής σκηνής του Λίνου με την υπηρέτρια, που θυμίζει απόμακρα τα τολμηρά ερωτικά ευθυμογραφήματα του αλησμόνητου «Γάτου». Ο αληθινός συγγραφέας δεν πρέπει ποτέ να κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα. Η αξιοπρέπεια της τέχνης του επιβάλλει μια στάση κάπως διαφορετική και μια παρουσία στα πράγματα πιο άμεση.

Απουσία ερωτικής φαντασίας, γνήσιας εμπειρίας, και εντατικής ζωής χαραχτηρίζει τα σχετικά κεφάλαια της «Αργώς » και προπαντός εκείνα όπου ο συγγραφέας εξακολουθεί να μας ιστορεί τα κατορθώματα του Νικηφόρου Νοταρά. Η τροχιά της ζωής του συμβολίζει τον γοητευτικό κατήφορο προς την ηδονική ζωή της σπατάλης και της αλόγιστης περιπέτειας, που θα ήθελε ν’ ακολουθήσει ο αισθησιακός Θεοτοκάς, όπως το άγαλμα που σταίνεται στον Εθνικό Κήπο, για να δοξάσει την μνήμη του μεγάλου ποιητή Αλέξη Νοταρά, συμβολίζει την επιθυμία της υστεροφημίας του ίδιου του συγγραφέα. Το εύκολο και ολοφάνερο ξεθύμασμα ορισμένων του ψυχικών κλίσεων δεν αφήνει μέσα του χώρο για να δουλευτούνε και να πλαστούνε μορφές αληθινής τέχνης. Ο αισθησιασμός του δεν ξεσπά σα δύναμη ζωής και σαν παρόρμηση φαντασίας αλλά παραμένει παθητική επιθυμία, ονειροπόληση, νοσταλγία της γνήσιας αισθησιακής πραγματικότητας. Στα έργα του εξατμίζεται εύκολα, κι όταν θέλει να τον εκδηλώσει άμεσα, συμπυκνωμένα, καταχτητικά, ενεργητικά, δείχνει όλη του την αδυναμία, την απειρία, το ευκολοχόρταστο και το κανονισμένο με τον διαβήτη. Ο Νικηφόρος δείχνεται σαν ένας παρωδός των αληθινών καταχτητών της ζωής και από την αρνητική αυτή άποψη ο Θεοτοκάς αποδείχνεται ο συγγραφέας, όχι του ερωτικού δυναμισμού, μα της ερωτικής αδυναμίας της γενεάς του.

Όμως, υπάρχει και η θετική πλευρά, εκεί που ο Θεοτοκάς διοχετεύει, σε κάποια μέρη της «Αργώς» τον ερωτικό, τον αισθηματικό υποκειμενισμό του. Πολύ πιο γνήσιος και πιο αρμονισμένος με τον εσωτερικό, τον ειδυλλιακό Θεοτοκά, είναι ο Αλέξης Νοταράς, και το δειλό, τα αποσκεπασμένο του αίσθημα για τη Μόρφω καθώς και το δικό της για κείνον, γλυκαίνει και θερμαίνει κάπως την υπόψυχρη ζωή της «Αργώς». Η νότα αυτή του εξευγενισμένου και του δειλού έρωτα, του αιθέριου και του σεμνού, είναι μια από τις ιδιοτυπίες της νέας πεζογραφίας μας. Κάθε κοινωνική περίοδο, κάθε τάξη, κάθε γενεά, έχει ορισμένο τρόπο να ερωτεύεται. Στη σύγχρονη λογοτεχνία μας, το ερωτικό συναίσθημα παρασταίνεται σαν ορμή, που αντί να βρει μια ελεύθερη διέξοδο, αυτοκαταπιέζεται, αντιστρέφει την κατεύθυνση του, και βυθίζεται σα μαχαίρι προς τα μέσα, λυώνοντας, ανακατεύοντας τα σπλάχνα, παραμορφώνοντας όλα τ' άλλα αισθήματα, κλονίζοντας τον χαραχτήρα, σκοτώνοντας τη χαρά της ζωής, θολώνοντας τη σκέψη, κι απομονώνοντας το άτομο στην περιοχή μιας στείρας συλλογής και ενός πονετικού ρεμβασμού. Τέτοιος είναι ο ερωτικός άνθρωπος στο έργο του Τερζάκη. Ο νέος του Θεοτοκά είναι πιο υγιής και πολύ πιο συγχρονισμένος, ομολογεί θαρρετά την ερωτική του επιθυμία, εκφράζει, σε μια γλώσσα, κάπως ψυχρή και αναλυτική, την ομορφιά του έρωτα, μα δεν έχει την ικανότητα και τη δύναμη να τον ζήσει σε μια αισθησιακή και ψυχική πληρότητα. Είναι λυτρωμένος από τη μικροαστική καταπίεση, μα δεν έχει ακόμα αποδοθεί στη φύση, όπως ο άνθρωπος του Καραγάτση. Η ερωτική τραγωδία του Αλέξη Νοταρά και της Μόρφως, ο άτυχος γάμος του Μανώλη Σκυριανού, το ξανθό φάσμα που συνταράζει τη μνήμη του Δαμιανού Φραντζή, οι ψεύτικες καταχτήσεις του Νικηφόρου, είναι κύκλος ερώτων δίχως ολοκλήρωση, δίχως έξαρση, δίχως θρίαμβο. Έτσι, από κάποια μέρη της «Αργώς» σκορπίζεται μια ωραία ερωτική θλίψη, απλώνεται παντού, και σφραγίζει ολόκληρο το έργο με μια μελαγχολία, —τη μελαγχολία της αζώητης ζωής και της σταματημένης νεότητας.

Η αρχιτεκτονική της «Αργώς» δεν έχει τη συνθετικότητα και την ενότητα μιας αρχικής εικόνας, που ξετυλίγεται συγκρατητά και απλώνεται προς ένα πλήθος λεπτομέρειες. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε αρχιτεκτονική κατά παράταξιν. Το ένα κεφάλαιο ακολουθεί το άλλο, όχι σύμφωνα με την αναγκαιότητα του μύθου και της δράσης, μα επειδή ο συγγραφέας είναι αναγκασμένος να κινήσει οπωσδήποτε μια ποσότητα ύλης, να την απλώσει, να την μεταφέρει πιο πέρα. Όμως, το θαύμα γίνεται, κάποτε, εκεί, που η λογική το αποκλείει. Μέσ' από την κουραστική αυτή και ασύνδετη παράταξη των εισαγωγικών κεφαλαίων, που αυξάνουνται ακινητοποιώντας ολοένα τον μύθο, σπώντας τον σε κομμάτια, ένα κεφάλαιο υψώνεται απάνου από τ' άλλα, ξεχωρίζει κι' επιβάλεται στον θαυμασμό μας, σαν ανεξάρτητο από το σύνολο και δυνατό λογοτέχνημα, πυρωμένο από μια δυνατή πνοή συγκίνησης και ζωντανής μνήμης, ζωγραφικό, επικό, αναπαραστατικό μιας ιστορικής ατμόσφαιρας, που η ανάμνησή της συγκινεί κάθε ελληνική φαντασία. Είναι το τέταρτο κεφάλαιο, που έχει τον επιταχτικό τίτλο Θέλω γράμματα! Μας ξαφνιάζει, αναπάντεχα, το εξαίρετο αυτό κεφάλαιο, η πιο δυνατή στιγμή της «Αργώς », που ο Θεοτοκάς το έγραψε φτάνοντας στο μάξιμουμ της λογοτεχνικής του δυναμικότητας. Θέλοντας κ' εδώ να κάνει μια εισαγωγή στα παιδικά χρόνια του κομμουνιστή φοιτητή Φραντζή, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για να συνδέσει ψυχολογικά τον βυζαντινό φανατισμό με τον μαρξιστικό μυστικισμό δημιουργεί τον περίφημο τύπο του Παπασίδερου, ενός καλόγερου της Πόλης που φρόντισε για την πνευματική ανατροφή του μικρού Δαμιανού Φραντζή και τον έστειλε να σπουδάσει στην Αθήνα, για να βοηθήσει τη μεγάλη υπόθεση του έθνους. Ο Παπασίδερος είναι ο μόνος απόλυτα ζωντανός και ανώτερος τύπος της «Αργώς», δειγμένος συνθετικά, σαν εικονογραφία ζωγραφισμένη με φλογερά χρώματα και με μια πύρινη θρησκευτική πνοή. Συμβολίζει ενεργητικά όλη τη ζωντανή βυζαντινή παράδοση και συνδέει τη νέα μας λογοτεχνία με μια πηγή που ελάχιστα εκμεταλλευτήκανε τα πλούσια νάματα της. Όλα τα χαρακτηριστικά του ενεργητικού βυζαντινισμού τα συγκέντρωσε ο Θεοτοκάς στην γραφική προσωπικότητα του Παπασίδερου.

Ο αγριωπός και ορμητικός αυτός καλόγερος είναι φλογερός εθνολάτρης, πύρινη ψυχή, λιτός, ασκητικός, αποφασιστικός, αφοσιωμένος με πάθος στα τελετουργικά της θρησκείας μας και λαχταρώντας την ολοκληρωτική αποκατάσταση του γένους. Είναι ο καημός του έθνους, για το ξύπνημα του μαρμαρωμένου βασιλιά, σαρκωμένος στον τύπο του Παπασίδερου. Ζωντανεύοντάς τον, ο Θεοτοκάς κατόρθωσε να δώσει μια πλήρη λογοτεχνική έκφραση, όχι μονάχα της ατμόσφαιρας της Πόλης, της γιομάτης από την ανησυχία και την ελπίδα μιας Ανάστασης, μα και της δικής του πνευματικής και ψυχικής προϊστορίας, που πρώτη φυσική της εκδήλωση στάθηκε το «Ελεύθερο Πνεύμα». Μαντεύουμε τα παιδικά χρόνια του Θεοτοκά στην Πόλη και τον φανταζόμαστε παιδί με αναπτυγμένη φαντασία, με μια πρώιμη αίσθηση των πραγμάτων, με τ' όνειρο της Ελλάδας, με τα περασμένα της και τα μελλούμενα της. Είναι από τότε τοποθετημένος μέσα στην τροχιά της παράδοσης. Στο κεφάλαιο αυτό δείχνεται ξάστερα και ο δρόμος που θα έπρεπε ν' ακολουθήσει κι ο ίδιος σα λογοτέχνης. Είναι ο δρόμος που οδηγεί σε μια λογοτεχνία προσωπική, θρεμμένη από ένα υλικό απόλυτα δοκιμασμένο. Ο λογοτέχνης Θεοτοκάς βρίσκει στον Παπασίδερο μια θριαμβευτική δικαίωση, όπως τη βρίσκει και στο κεφάλαιο Ιταλία, γράφοντας μερικές από τις πιο αισθητικές σελίδες της νέας μας πεζογραφίας, καθώς ρεμβάζει καλλιτεχνικώτατα επάνω από τους τάφους του Σέλλεϋ και του Κητς, στο μεγαλόπρεπο κοιμητήρι της Φλωρεντίας. Τι κρίμα να μην είναι η «Αργώ» ή ένας οραματισμός, σαν το αστραφτερό φανέρωμα του Παπασίδερου, ή ένα αισθητικό βιβλίο, σαν τις σελίδες της «Ιταλίας» !…

Δε θα τραβούσαμε σε περισσότερο μάκρος την ανάλυση των κεφαλαίων της «Αργώς», γιατί δε θα είχαμε τίποτα διαφορετικό να παρατηρήσουμε απάνου στην τέχνη του Θεοτοκά, αν περιορίζονταν να πλάσει τον μύθο του μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ιδιωτικής ζωής. Όμως, θέλησε να τον χαράξει στα τοιχώματα της μεταπολεμικής μας ιστορίας, για να διασώσει καλλιτεχνικά, όχι μονάχα το ιδιωτικό μα και το δημόσιο ύφος της εποχής του. Πέντε από τα κεφάλαια της «Αργώς» είναι αφιερωμένα στην αναπαράσταση σκηνών από την πολιτική ζωή της μεταπολεμικής Ελλάδας και στη σκιαγράφηση γνωστών πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων, άλλων παρουσιασμένων έμμεσα και άλλων άμεσα. Μα, ο Θεοτοκάς, στην προσπάθειά του αύτη, δεν έδειξε περισσότερη φαντασία και ικανότητα συνθετική απ' όση μας είχε δείξει, αναπλάθοντας την ιδιωτική ζωή των αργοναυτών του.

Τα κεφάλαια αυτά, σαν ανεξάρτητα, παρεμβάλλονται στο ξετύλιγμα των άλλων, διασπώντας κι αυτήν ακόμα την εξωτερική ενότητα της «Αργώς», όπως παρεμβάλλεται η περιγραφή της μάχης του Βατερλώ ανάμεσα στα επεισόδια των «Αθλίων» του Ουγκώ. Ίσως ο άνθρωπος να μην είναι τέλειος, επειδή ο Θεός δεν τον έπλασε μονομιάς, μα ζύμωσε πρώτα πηλό και ύστερα του φύσηξε πνοή. Αν τη μυθολογική αυτή παρατήρηση, που δεν έχει άλλο σκοπό παρά να υπονοήσει τη σημασία της αρχικής ενότητας στα ζωντανά πνευματικά δημιουργήματα, τη χρησιμοποιήσουμε στην εξέταση της «Αργώς», θα πιστοποιήσουμε πως ο Θεοτοκάς έπλασε χώρια τα συστατικά της ατμόσφαιρας του έργου του και χώρια τις ψυχές και τα πνεύματα των τύπων του. Ύστερα, με υπομονή και με λογική, προσπάθησε να τα προσαρμόσει κατάλληλα, μα δε δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή, τις ραφές, τα χωρίσματα και τις συγκολλητικές ουσίες της κατασκευής αυτής.

Αυτό είναι βέβαια συνέπεια οργανικής αδυναμίας του συγγραφέα, που αντιχτυπά σα χλώμιασμα θανάτου σε ολόκληρο το έργο, και που έχει ως αποτέλεσμα, πότε να μην αναπνέουνε οι ήρωες μέσα στη φυσική τους ατμόσφαιρα, μα να συνδέουνται μαζί της με σωλήνες τεχνητής αναπνοής, και πότε να μας παρασταίνεται η ατμόσφαιρα, λαμπροζωγραφισμένη κάποτε, υποβλητική, γοητευτική, μεγαλόπρεπη, μα έρημη από ψυχές και από ζωντανούς οργανισμούς. Παρόμοια και η «Αργώ» είναι πλασμένη από δυο παράλληλα και ποτέ ταυτοποιημένα μέρη: από την ατμόσφαιρα που υπάρχει και απλώνεται περ’ από τους ανθρώπους κι απ' τους ανθρώπους που ζούνε και ενεργούνε σαν έξω από την αναγκαία σ’ αυτούς ατμόσφαιρα, ζητιανεύοντας με σπασμωδικά κινήματα οξυγόνο.

Μα το ατύχημα είναι, πως, στην «Αργώ», μήτε καν η ατμόσφαιρα, και προ παντός η πολιτική, δείχνεται σα μια ζωντανή και πρωτότυπα χρωματισμένη αναπαράσταση του φυσικού. Η πραγματικότητα που μεταχειρίστηκε ο Θεοτοκάς για πρότυπό του και τα επεισόδια που θέλησε να μυθιστοριοποιήσει είναι τόσο συντριπτικά σε ύλη, σε ποικιλία αποχρώσεων, σε δράση, σε ζωή, σε κίνηση, ώστε οι σκηνές του Υπουργικού συμβουλίου, της στρατιωτικής στάσης και της απόδρασης των κομμουνιστών από τις φυλακές Συγγρού, που μας εκθέτει, να μην έχουνε κιόλας μήτε την αυστηρή εκείνη και την πειστική ακρίβεια μιας σοβαρής, τεχνικής δημοσιογραφικής περιγραφής. Και αναρωτιέται κανένας: Τα κεφάλαια αυτά τ’ άψυχα και τα μηχανικά, τι το ξεχωριστό, και το μοναδικό θα διασώσουνε από την πολιτική ζωή της μεταπολεμικής Ελλάδας, αφού ο συγγραφέας τους δεν κατόρθωσε να μετουσιώσει σε τέχνη και σε φαντασία το πλουσιώτατο, άλλωστε, υλικό των σχετικών εφημερίδων; Το αισθητικό λοιπόν ψεγάδι της «Αργώς», σαν έργου που αναπαρασταίνει το επικό ύφος μιας εποχής, και σα συμβολικό θέαμα καραβιού, είναι πως ο Θεοτοκάς δεν τη χρωμάτισε με ζωηρά χρώματα, μα την έστρωσε παντού, μέσα κ' έξω, με πλήθος εφημερίδες. Το ταξίδι των αργοναυτών αρχίζει δίχως αρχή και τελειώνει δίχως τέλος, αφήνοντας την εντύπωση, πως ο συγγραφέας συνάντησε το απροχώρητο, πως έχασε την όρεξή του, και πως, στο τέλος, κουρασμένος, αναζήτησε τη γαλήνη. Η τελευταία φράση της «Αργώς» είναι: Ο κόσμος γέμισε γαλήνη. Δύσκολα θα φαντάζονταν κανένας πιο αντιμυθιστορηματική φράση…

 

Στο πνευματικό στάδιο ενός νέου λογοτέχνη, σαν τον Θεοτοκά, δε σημαίνει και πολύ το προσωρινό σταμάτημα, το προξενημένο από την πτώση ενός όχι και τόσο επιτυχημένου έργου. Ο μεγάλος όγκος της «Αργώς» δε σβήνει την αξία των προηγούμενων βιβλίων του, κι αν προδικάζει κάπως οριστικά τη μοίρα του, σαν αντικειμενικού μυθιστοριογράφου, αφήνει μπροστά του ολάνοιχτους ορίζοντες για τη συνέχιση της θελκτικώτατης εκείνης προσωπικής λογοτεχνίας, που άρχισε με τις «Ώρες Αργίας» και που ξανάνθισε πλούσια σε πολλές από τις λεπτότατες ιστορίες του τελευταίου του βιβλίου. Έπειτα, η «Αργώ» δεν έβλαψε τη νέα μας λογοτεχνία, μήτε το πολυάριθμο κοινό που την αγάπησε και τη διάβασε όσο λίγα νεώτερα πεζογραφήματα. Και με όλο που δεν επέτυχε ο Θεοτοκάς να δημιουργήσει, με την «Αργώ», μυθιστόρημα, κατάφερε, μολαταύτα, με τη βοήθεια του καθαρού πεζογραφικού ύφους του και της αυστηρής γλωσσικής του συνείδησης, να ισορροπήσει θαυμαστά, όσο κανένας συνάδελφός του, τα ετερόκλητα στοιχεία, τις απειθάρχητες δυνάμεις, τις διάφορες παραδόσεις και τις συνήθειες που συνθέτουνε όλες μαζί το θολό μωσαϊκό της γραφτής και της προφορικής μας γλώσσας.

Ισορροπία και σαφήνεια, είναι τα δυο κύρια χαραχτηριστικά του ύφους του και της γλώσσας του. Την ισορροπία θα τη νοιώθει ο Θεοτοκάς μέσα του σαν ένα πάγιο συναίσθημα στερεότητας και αλληλεγγύης όλων των στοιχείων του ψυχικού και του πνευματικού του κόσμου, όπως ένας αντίθετος τύπος θα δοκιμάζει, γράφοντας, το βασανιστικό συναίσθημα του σεισμού, της ανισορροπίας, του τρανταγμού, του χαοτικού χορού των στοιχείων αυτών γύρω από τον άξονα της έκφρασης. Συνέπεια της ισορροπίας είναι και η σαφήνειά του. Στον εγκέφαλο του λειτουργεί ανενόχλητη μια εστία σταθερού φωτισμού, σκορπώντας τις αχτίνες της με τέτοιον μαθηματικό τρόπο ώστε, ο,τιδήποτε κι αν σκεφτεί κι όσα κι αν αισθανθεί ο Θεοτοκάς, να λουστούνε μέσα στην ίδια σαφήνεια, εξ ίσου καλά, σε όλα τους τα σημεία, και σε κάθε τους πτυχή. Καμιά φράση του δεν είναι λειψή, σκοτεινή, στρεβλή, δύσκολη, αόριστη. Το κενό, τα σκοτεινά παρασκήνια, τα βουβά πρόσωπα, τις ενέδρες του σκότους, μήτε μια φορά δεν τα παρατηρούμε στη γλώσσα του. Έτσι, η «Αργώ» θα μείνει σαν υπόδειγμα γλωσσικής καθαρότητας και φραστικής ακεραιότητας, και δίχως αμφιβολία θα τη χρησιμοποιήσει κάποτε η κριτική για να μετρήσει και να καταδικάσει τις γλωσσικές ατασθαλίες των πεζογράφων της γενεάς του Θεοτοκά. Ο Σεφέρης στην ποίηση και ο Θεοτοκάς στην πεζογραφία ξεθολώσανε τη δημοτική μας, ξαναφέρνοντας την σιμά στις αρχικές της πηγές και μας χαρίσανε μερικές σελίδες καθαρής γλωσσικής απόλαυσης που είναι ίσως η αρχή όταν δεν είναι το τέλος του έντεχνου λόγου.