Καραντώνης Ανδρέας, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30
 
Αθήνα 1977, Παπαδήμας. Σσ. 144-149
 
 
 

«Είκοσι χρόνια δημιουργίας»

 

Είναι πια γεγονός αναμφισβήτητο πως η νεοελληνική λογοτεχνία έχει ωριμάσει σε όλα τα είδη του λόγου, δηλαδή την ποίηση, την πεζογραφία και την κριτική. Η πεζογραφία ωρίμασε πολύ αργότερα από την ποίηση, γιατί η ποίηση στην Ελλάδα έχει μια πανάρχαια και σχεδόν αδιάσπαστη παράδοση. Στο διάστημα που η ποίησή μας με τον Δημοτικισμό μας έδινε μια πλειάδα μεγάλων και σημαντικών ποιητών, η πεζογραφία ηθογραφική και λαϊκή περισσότερο, προχωρούσε παράλληλα με την ποίηση, δίνοντας έναν Παπαδιαμάντη, έναν Καρκαβίτσα, έναν Ξενόπουλο, έναν Θεοτόκη, έναν Χατζόπουλο. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και οι εθνικές περιπέτειες της Ελλάδας είχαν αρνητικό αντίκτυπο στη φιλολογία μας· Σημειώθηκε, μια πτώση που κράτησε από το 1915 ως το 1930 περίπου. Αλλά από τη χρονιά αυτή, που έχει πια καθιερωθεί σαν ορόσημο της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, αρχίζει μια γενική άνοδος των γραμμάτων. Νέα ονόματα και νέα ταλέντα εμφανίζουνται στην ποίηση, στην πεζογραφία, στην κριτική. Γρήγορα επιβάλλονται oι νέοι αυτοί συγγραφείς, αγαπιούνται από το κοινό, αναγνωρίζουνται από την κριτική, αποκτούν μαθητές και μιμητές. Και σήμερα, εικοσιπέντε χρόνια έπειτ' από το 1930, μπορούμε πια να πούμε, πως μέσα στη διαδρομή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ένα από τα σημαντικώτερα κεφάλαια της είναι αυτό που αντιπροσωπεύεται από τη λεγόμενη «γενεά του 1930»· Η γενεά αυτή έχει μια  πλήρη φιλολογική Ιστορία, μια πλουσιώτατη γραμματολογία.

Την ιστορία μιας λογοτεχνίας συνήθως την απαρτίζουν πολλά ονόματα και πολλά έργα. Σ’ αυτήν χωρούν και συγγραφείς μέτριοι. Άλλα εκείνοι, που την δημιουργούν, είναι οι λίγοι και οι ξεχωριστοί, χωρίς φυσικά τούτο να σημαίνει πως περιττεύουν και οι δευτερώτεροι, γιατί αυτοί, αν δεν δημιουργούν τη λογοτεχνική ιστορία, τη συντηρούν και τη μεταδίδουν στους κατοπινούς, την απλώνουν, την πλουτίζουν, την διαφοροποιούν, και, τέλος, την εξαντλούν. Ανάμεσα στους λίγους και τους ξεχωριστούς, που σ’ αυτούς χρωστάμε την αναγέννηση της σύγχρονης πεζογραφίας μας, είναι και ο Μ. Καραγάτσης, ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου. Μέσα στο πολύμορφο σύνολο της σύγχρονης πεζογραφίας, ο Καραγάτσης, από το 1935, κρατάει στερεά και υπεύθυνα τον νεορρεαλιστικό τομέα. Τον κράτα και τον συντηρεί με έργα δυνατά, που από μιας αρχής κίνησαν τον θαυμασμό του ειδοποιημένου κοινού. Κάθε συγγραφέας έχει την προσωπική του ιστορία μέσα στη ζωή, και, πολλές φορές, αυτή η ζωή γίνεται υλικό κριτικής, που βοηθεί την κατανόηση του έργου —γίνεται ακόμη και υλικό μυθιστορήματος, αυτού του είδους των «βιρομανσέ» όπως το αποκαλούμε. Η ζωή του Καραγάτση προσφέρεται και για κριτικό - ψυχολογική ανάλυση, ίσως και για μυθοποίηση, κι ασφαλώς ο ίδιος είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες τύπους του έργου του, ο πιο καθολικός και ο αντιπροσωπευτικός. Άλλα για αυτόν ακριβώς τον λόγο η καλύτερη ιστορία του Καραγάτση είναι το ίδιο του το έργο. Σύγκειται από τις χρονολογίες των εκδόσεων των δεκαοκτώ έως τώρα τόμων του. Βλέπουμε, λοιπόν, πως το πρώτο, το πιο εξωτερικό, ας πούμε, γνώρισμα της λογοτεχνικής του δραστηριότητας, είναι η ευφορία, η παραγωγικότητα, η συνέχεια και η συνέπεια. Ο Καραγάτσης δεν είναι ερασιτέχνης συγγραφέας, αλλά έχει αφοσιωθεί στη δούλεψη του πεζού λόγου, από τα εφηβικά του χρόνια. Η πεζογραφία είναι το πάθος του, ένα πάθος μέσα στο όποιο συγχωνεύονται όλα του τα πάθη, όλες του οι φιλοδοξίες. Το έργο του και στο σύνολο του και στις λεπτομέρειες του και με ό,τι φανερώνει και σε ό,τι κρύβει, είναι έργο, είναι καρπός αληθινού, χειροπιαστού ταλέντου. Επιμένουμε σ’ αυτή τη λεπτομέρεια, γιατί υπάρχουνε πολλά και αξιόλογα, μάλιστα, λογοτεχνικά έργα, από το πλάσιμο των όποιων λείπει το δαιμόνιο και περισσεύει η «επιμελημένη» και «ψύχραιμα υπολογισμένη» κατασκευή. Ο Καραγάτσης δεν κατασκευάζει τα έργα του. Τα γέννα. Πετιούνται, κόβουνται από μέσα του, όπως τα μάρμαρα και οι πέτρες από τα λατομεία. Νομίζουμε πως αυτό είναι το βασικό γνώρισμα του ταλέντου. Να είναι ο άνθρωπος ένα λατομείο ζωής, πλούσιο, βαθύ, και να μπορεί, αυτό το υλικό του λατομείου να το κάνει τέχνη, διατηρώντας, στη μετουσίωση αυτή, όλη την αίσθηση, την ζέστα και την αληθοφάνεια της ζωής. Ζεστό, ζωικό είναι το έργο του Καραγάτση. Κρινόμενο με τα μέτρα του κοινού, του συμβατικού συναισθηματισμού, μπορεί κάποτε να φαίνεται σκληρό και απάνθρωπο, όμως πως να γίνει διαφορετικά, αφού η τέχνη, μαζί με πολλά άλλα, έχει για προορισμό και την τολμηρή έρευνα, πέρα από τα παραδομένα, και την αναζήτηση της ανθρώπινης ή της κοινωνικής αλήθειας, όπου κι αν βρίσκεται; Αυτή η ροπή προς αλήθειες, δυσάρεστες ίσως, αλλά ανέκκλητες, είναι μια από τις βασικές ιδιότητες του Καραγάτση. Τις αλήθειες αυτές τις αισθάνεται μέσα του ο συγγραφέας, συνυπάρχουν με τα ένστικτα του, κατευθύνουν τη σκέψη του, τροφοδοτούν τη φαντασία του, αναταράζουν την ψυχή του.

Πρωτογίνεται γνωστός ο Καραγάτσης με την περίφημη νουβέλλα του, τον ρεαλιστικώτατο «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», που κυκλοφόρησε στα 1933, και γνώρισε τέσσερις εκδόσεις —ενώ ήδη εκυκλοφόρησε η πέμπτη. Είναι το πιο πολυδιαβασμένο από τα έργα του και, μέσα στην όλη του παραγωγή, επέχει μια θέση θριαμβευτικών αποκαλυπτηρίων! Σ' αυτή τη γοργή και αδρή ιστορία του Ρώσου εμιγκρέ, που μεταφυτεύεται στη Λάρισα και ξαναφυτρώνει ύστερα, σαν μέσα από τον λιπαρό και ζωώδη θεσσαλικό κάμπο, ο Καραγάτσης δίνει τα πρώτα μέτρα της συγγραφικής του ιδιοσυγκρασίας, παίρνει την πρώτη στάση του μέσα στη ζωή. Πυκνό, υλιστικό, ρεαλιστικό αίσθημα της ζωής, αλλά και μαζί αδιάπτωτος λυρικός κραδασμός, πίσω από το αίσθημα αυτό. Περιγραφές που ζωντανεύουν την όλη και μια μανία ερωτική, μια ορμή ερωτική, που μια πάει προς την αναπαραγωγή και μια προς την αποσύνθεση και τον θάνατο της ζωής. Είχανε πει τον Κ. Θεοτόκη μαθητή του Ζολά και πρώτο Έλληνα νατουραλιστή, αλλά ο ρεαλισμός του Κερκυραίου πεζογράφου χλωμιάζει, δείχνεται εγκεφαλικός και γραφειακός μπροστά στον αυθόρμητο, ενστικτώδη και ορμητικό ρεαλισμό του Καραγάτση. Τα πρώτα αυτά και βασικά γνωρίσματα της πεζογραφίας του επαληθεύουνται πάλι πλούσια στο δεύτερο έργο του, τη συλλογή διηγημάτων «Το Συναξάρι των Αμαρτωλών», δημοσιευμένο στα 1936 και ξανατυπωμένο στα 1943. Είναι ιστορίες σκοτεινών ερώτων και αβυσσαλέου αισθησιασμού, ξετυλιγμένες δραματικά μέσα στο πλαίσιο, πάντα, του θεσσαλικού κάμπου, κάτω από τη σκιά του τεράστιου Ολύμπου: Ένα από τα διηγήματα αυτά, το «Μπουρίνι», θεωρείται και είναι αριστούργημα επικολυρικού ρεαλισμού, διαποτισμένου από ηδονή, αίμα και αμαρτία. Στα 1936 εκδόθηκε το πρώτο του άρτιο μυθιστόρημα, η «Χίμαιρα», που τελευταία το ξανάπλασε, το μεγέθυνε και το συμπλήρωσε. Στα 1940, δηλαδή σε ηλικία 31 χρόνων, μας δίνει ο Καραγάτσης το ογκωδέστερο και το πιο πολυσύνθετο μυθιστόρημά του, τον «Γιούγκερμαν». Πρόκειται πάλι για την πλατειά, αυτή τη φορά, εξιστόρηση της ζωής ενός εμιγκρέ Λευκορώσου, που ήρθε στην Ελλάδα γυμνός σαν το σκουλήκι και ξαναβλάστησε, όπως ο Λιάπκιν, όχι απλώς μέσα στη ζωή, αλλά κυρίως μέσα στη νεοελληνική κοινωνία, την αστική και τη βιομηχανική. Ο Γιούγκερμαν, αν και άνθρωπος του βορρά, αφομοιώνεται ταχύτατα με την ελληνική ατμόσφαιρα, γίνετ’ ένα με τους μεσογειακούς ρωμηούς, και σε λίγο αναδεικνύεται ένας από τους πρωτοπόρους δημιουργούς του ανεπτυγμένου οικονομικού αστισμού. Μας τον παρουσιάζει, ο Καραγάτσης, σαν έναν από τους στύλους της λεγόμενης αστικής ανόδου, στη δεύτερη φάση της, εκείνη που αρχίζει από τα 1920. Αλλά συγχρόνως ο Γιούγκερμαν είναι ένας άνθρωπος με ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, με έντονο σεξουαλισμό, ανικανοποίητο, με κτηνώδη ερωτισμό, αλληλοσυμπλεκόμενο μ’ έναν ρωμαντισμό εξ ίσου ενστικτώδη, μ’ έναν σχεδόν νοσηρό συναισθηματισμό, που θα μπορούσε και να μας θυμίσει τον ασπασμόν των αγγέλων προς τα άστρα. Αυτή η αλληλοσυμπλοκή των δύο βασικών ερωτικών κατηγοριών, είναι και η αφορμή της εσωτερικής αγωνίας του Γιούγκερμαν, που τον φέρνει σε τρελλά γερατιά. Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως ο Καραγάτσης φάνηκε δεξιοτέχνης στη σύνθεση και την ανάλυση του τύπου του Γιούγκερμαν. Κατόρθωσε να κάνει μια αναγωγή των πιο χαρακτηριστικών του παρορμήσεων σ’ έναν ήρωα ζωντανό και δυναμικό, που, παρά τις υπερβολές που του δίνει η αναγωγή, έχει αρκετή αληθοφάνεια. Ωστόσο, ο δυναμικός αυτός, ο κάπως ηράκλειος Γιούγκερμαν, δε βγαίνει από τα όρια του βιβλίου που τον περικλείνει, δεν προχωρεί προς τη ζωή, δε γίνεται σύμβολο. Κι αυτό, γιατί ίσως θα είναι πολύ δεμένος με τα ένστικτα και τα καθαρώς ατομικά ονειροπολήματα του συγγραφέα. Παρ’ όλα αυτά, το μυθιστόρημα τούτο είναι μια ρωμαλέα σύνθεση, μια κοινωνική τοιχογραφία με πολλά θαυμάσια επιτεύγματα. Ο Καραγάτσης, εκεί, είναι μοναδικός στην απόδοση διαφόρων περιβαλλόντων της νεοελληνικής ζωής και κοινωνίας και στο ζωγράφισμα και ζωντάνεμα δευτερευόντων τύπων, που τόσο γραφικά και τόσο δραματικά, κάποτε, πλαισιώνουν τον ήρωα. Η ισχυρότατη όσφρηση της ζωής, που τον διακρίνει, της άμεσης και αμεταποίητης ζωής, και η μεγάλη του μυθοπλαστική φαντασία, είναι οι παράγοντες που δίνουν έκταση και πλάτος στα έργα του. Ο Καραγάτσης, κάπως ηράκλειος, αλλά και κάπως απίθανος, μαζί, Γιούγκερμαν, δε βγαίνει εύκολα από τα όρια του βιβλίου, όπου τον περικλείνει, δεν αποσπάται από τις εκατοντάδες σελίδες του για να προχωρήσει σταθερά προς τον κόσμο των ζωντανών, των καθολικών συμβόλων, που βγαίνουν από τους ήρωες των μεγάλων μυθιστορημάτων. Ίσως γιατί είναι πάρα πολύ δεμένος με τα ένστικτα και τα καθαρώς ατομικά ονειροπολήματα του συγγραφέα, ονειροπολήματα συνυφασμένα με την απόκτηση μεγάλης κοινωνίας δύναμης οικονομικής, με την ανάγκη μιας προβολής σε περίοπτο σημείο. Τα ένστικτα του Καραγάτση είναι κατακτητικά, αρχηγικά —και, από την πλευρά αυτή, είναι ο μόνος από τους συγγραφείς μας που μας θυμίζει την θυελλώδη κατακτητική ιδιοσυγκρασία του Μπαλζάκ. Έτσι, ο Γιούγκερμαν, είναι περισσότερο μια αλληγορία παρά ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, περισσότερο μια ονειροπόληση και μια συνισταμένη επιδιώξεων παρά μια οντότης, ένα Μπαλζακικό πασπαρτού της ζωής, πλασμένο, όμως, από επιδέξια και ρωμαλέα χέρια μυθιστοριογράφου. Υπάρχει στο μυθιστόρημα αυτό πολύς πόθος και λαχτάρα ζωής, νειότη που θρασομανά και ξεσπά αμέριμνα και τυφλά, ακόρεστος αισθησιασμός και μαζί κάτι σαν επίδειξη αισθησιασμού— αυτή η επίδειξη έχει χωρίσει στα δύο τους αναγνώστες του Καραγάτση, κι άλλους τους απωθεί, άλλους τους ευχαριστεί· Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί ο Καραγάτσης προτίμησε σε τρία από τα κύρια έργα του, ήρωες ξένης φυλής, και προπαντός Ρώσους. Ο ίδιος, σ' ένα σημείωμά του στον «Γιούγκερμαν», ονόμασε τη σειρά αυτή των έργων του Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο, προσθέτοντας χαρακτηριστικά, ότι ίσως και ο ίδιος να μην έχει συνειδητοποιήσει ακριβώς τη σημασία αυτού του πειράματος. Είναι φυσικό αυτό σε συγγραφείς που αντλούν πάρα πολλά από το υποσυνείδητό τους, που τους κυβερνούν πολύ περισσότερο οι ισχυρότατες παρορμήσεις τους παρά το πνεύμα τους, όσο πνεύμα κι αν έχουν. Την αντικειμενική μυθιστορία του «Γιούγκερμαν» τη συμπληρώνει ένας χωριστός τόμος, «Τα στερνά του Γιούγκερμαν». Το έργο αυτό, από τα πιο ιδιόρρυθμα και τα πιο δονούμενα του Καραγάτση, δείχνει ως ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η δημιουργική του φαντασία. Γιατί πρόκειται για ένα έργο, που θα έπρεπε να το έγραφε ο Καραγάτσης γέρος. Κι όμως αυτό το κύκνειο άσμα της ζωής, όπως την αντιλαμβάνεται ο οδυνηρός αισθησιασμός του συγγραφέα, το έγραψε ο Καραγάτσης νεώτατος! Είναι ένα παρατεταμένο και αγωνιώδες παραλήρημα της ύπαρξης, που η ροή του χρόνου η αμείλικτη τη συμπιέζει ολοένα και πιο δυνατά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Τη συμπιέζει μέχρι εκθλίψεως του αίματος και του μυελού των οστών. Οξύτατος βιολογικός πόνος, πόνος παροξυντικός, πόνος παράφρων, θα λέγαμε, δίνει στα «Στερνά του Γιούγκερμαν» μια σημασία οριακή μέσα στο όλο έργο του Καραγάτση. Πράγματι, έπειτα από το επεξηγηματικό αυτό πεζογράφημα, το απολογητικό θα λέγαμε, αρχίζει μια νέα σειρά μυθιστορημάτων και διηγημάτων, μια σειρά που, κατά πολλούς τρόπους και σε διάφορους βαθμούς επιτυχίας, αξιοποιεί και αναπλάθει τα γνωρίσματα των πρώτων του έργων. Είναι «Το χαμένο νησί», «Ο Κοτζαμπάσης του Καστρόπυργου», «Ο Μεγάλος Ύπνος», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Τα στερνά του Μίχαλου», «Άμρι α Μούγκου» και «Ο Θόδωρος κι ο Θάνατος». Μας έδωσε ακόμα ο Καραγάτσης άλλους τέσσερις τόμους διηγημάτων, τη «Λιτανεία των Ασεβών», τη «Νυχτερινή Ιστορία», τον «Πυρετό» και το «Νερό της βροχής». Επίσης, τη μυθιστορηματική βιογραφία «Βασίλης Λάσκος» και τον πρώτο τόμο της «Ιστορίας των Ελλήνων». Έκτος από τη σημαντικώτατη αυτή παραγωγή, έγραψε ο Καραγάτσης άρθρα κριτικής, θεατρικά σχόλια, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και λιβέλλους. Έγραψε και μερικά ποιήματα, που κι αυτά έχουν τη σφραγίδα της ιδιοσυγκρασίας του, αισθητικής μαζί και ρωμαντικής, δυναμικής μαζί και απαισιόδοξης.