Τερζάκης Άγγελος
Δίχως Θεό
 
 
Δίχως Θεό, Εκδόσεις Εστία 1978, Σσ.99-407, Πρώτη Έκδοση Έργου:1952
 
 
I

Δυο ολάκερες βδομάδες παιδεύτηκε ο Παραδείσης για να συγκεντρώσει το οικογενειακό συμβούλιο. Δυο βδομάδες. Η διάταξη όμως του νόμου είταν ρητή, δε μπορούσε αλλιώς να διοριστεί επίτροπος των ανηλίκων.
— Καλά, αφού είμαι ο μοναδικός τους θείος! είχε πει απορημένος στο δικηγόρο του.
— Ε, κ' ύστερα; Πώς θ' αναλάβεις την επιτροπεία; Αυτοδικαίως;
Είταν ένας ανθρωπάκος, ο δικηγόρος, καμμιά τριανταπενταριά χρονών, πρόωρα γερασμένος, με γδυτό καύκαλο, μικρά άπληστα μάτια, βρώμικα δόντια. Φώλιαζε σαν ερπετό σε μια τρύπα που μύριζε τσιγαρίλα, ψηλά στο τέταρτο πάτωμα μιας πολυκατοικίας κουφαλιασμένης από καμμιά πενηνταριά ανάλογα κελλιά. Γέλασε σαρκαστικά, με κάποια χαιρεκακία.
— Ο νόμος απαιτεί διασφαλίσεις, φίλε μου! συμπλήρωσε τρίβοντας τα χέρια του με τα κιτρινισμένα από τον καπνό δάχτυλα του. Δεν είναι τόσο απλό.
Κι' ο Παραδείσης αμολήθηκε να βρει τους απαιτούμενους από το νόμο συγγενείς. Έπρεπε να είναι το λιγότερο έξη, τρεις από τον πατέρα των παιδιών, τρεις από τη μάννα. «Εγώ ένας», λογάριαζε πηγαίνοντας, «η Ελπινίκη δύο» — εκεί όμως σταματούσε. Ποιοι θα είναι οι υπόλοιποι; Δύσκολο, γιατί το σόι ολάκερο είχε σκορπίσει, άλλοι πέθαναν, άλλοι είναι πολύ μακρυνοί. Αναθυμήθηκε τον καπετάνιο και δοκίμασε τώρα μεγάλην απογοήτευση που είταν πεθαμένος εκείνος. Τώρα που θα χρειαζόταν κι' αυτός... «Μωρέ είμ' εγώ για τέτοιες δουλειές;» έκανε στο τέλος νευριασμένος.
Το πιο δυσάρεστο είταν πως έπρεπε να βρει, να ζυγώσει, συγγενείς της μάννας των παιδιών. Όχι μόνο του είταν όλοι τους άγνωστοι, παρά μέσα του ξυπνούσε σύγκαιρα η γνώριμη εκείνη αντιπάθεια να έρχεται σ' επαφή με ξένους, να ζητάει χατίρια, έστω και σαν το απρόσωπο τούτο — δω. Για να μάθει κατά που πρέπει να τραβήξει, εδέησε να συμβουλευτεί την Ελπινίκη. Είταν η μόνη πληροφορημένη, ο ύστατος συνεκτικός δεσμός με τα περασμένα της οικογένειας. Κ' η σκέψη τούτη — παράδοξο για έναν άνθρωπο τόσο λίγο φιλοσυγγενή καθώς ο Παραδείσης — του την έκανε τώρα την ξαδέρφη του περισσότερο συμπαθητική, σχεδόν πολύτιμη. «Ίσως είναι τα γεράματα που ζυγώνουν », συλλογίστηκε χαμογελώντας. «Ζητάω, θάλεγες, να ριζοβολήσω κι' εγώ».
Από τους στενούς συγγενείς της μάννας των παιδιών δυο είταν οι επιβαλλόμενοι: τ' αδέρφια της. Ο ένας έλειπε στο εξωτερικό. Ο άλλος δέχτηκε τον Παραδείση, ύστερα από τρία τηλεφωνήματα, πολύ κουμπωμένος, νομίζοντας κατά τα φαινόμενα πως έρχεται να του γυρέψει κανένα ρουσφέτι. Είταν εισοδηματίας, μέτοχος σ' ανώνυμες εταιρίες, σύμβουλος σε Τράπεζες. Σε ώριμη ηλικία, είχε στεφανωθεί μια παλιά του ερωμένη, Ουγγαρέζα, άλλοτε αρτίστα του καμπαρέ, και ζούσε τώρα κολυμπώντας στα λεφτά, στον απάνω κόσμο. Μαθαίνοντας πως η εκδούλευση που του ζητάνε είναι ανέξοδη, δέχτηκε πρόθυμα να εκπληρώσει το συγγενικό του χρέος.
— Θα έρθω ευχαρίστως, είπε βαρυσήμαντα, παρά το γεγονός ότι η διαγωγή του αδελφού σας δεν είταν η προσήκουσα.
— Ανεξάρτητα από τη διαγωγή του αδερφού μου, που δεν την ξέρω για να την κρίνω, αποκρίθηκε οργισμένος ο Παραδείσης, τα παιδιά δεν παύουν να είναι και παιδιά της αδερφής σας, υποθέτω.
Ο Κώστας Λαφοδήμος, χοντρός, ψηλός, επιβλητικός, τον κοίταξε για λίγο με περιέργεια.
— Είσασταν σε διάσταση με τον αδερφό σας, δεν είν’ έτσι; ρώτησε μισοκλείνοντας τα μάτια του.
— Αυτό δεν ενδιαφέρει, υποθέτω.
Χωρίστηκαν πολύ ψυχρά. Ο Παραδείσης έφυγε αμφιβάλλοντας αν ο Λαφοδήμος θα πάει την ημέρα που θα τον καλέσουν.
Κατάφερε να βρει έναν ακόμα συγγενή της μάννας, ξάδερφο της, αυτόν όμως πολύ διαφορετικό. Είταν ένα ναυάγιο• γερόντιο μισοαποβλακωμένο, άλλοτε γόνος καλής οικογενείας, με σπουδές στο εξωτερικό, που αφού έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε στα χαρτιά και στις γυναίκες, ξέπεσε τέλος στις δούλες και στο κρασί. Ο Παραδείσης τον ψάρεψε σε κάποιον συνοικιακό καφενέ, κάτω στον Κολωνό, όπου έκανε παρέα ταχτική μ' έναν καντηλανάφτη και δυο κλητήρες. Δέχτηκε δίχως περιστροφές να μετάσχει στο οικογενειακό συμβούλιο. Όλοι οι άλλοι συγγενείς της μάννας, με πρόφαση τις φοβερές κι' επείγουσες υποθέσεις τους, είχαν αρνηθεί.
Ο Παραδείσης πήρε λοιπόν την υπόσχεση του Μαρικόπουλου, ανακάλυψε όμως στο τέλος πως εκείνος δε θυμότανε καθόλου την πεθαμένη ξαδέρφη του, τη γυναίκα του Γιάννου Παραδείση.
— Είναι η γυναίκα του ταγματάρχη που πληγώθηκε στο Μπιζάνι; ρώτησε χαμογελώντας χαζά.
— Όχι, όχι, τι λέτε τώρα, κύριε Μαρικόπουλε! Τον αδερφό μου είχε παντρευτεί, δε σας εξήγησα;
— Ο αδερφός σας δεν είταν ο ταγματάρχης;
— Κάθε άλλο!
— Τότε θα κάνω λάθος στο βαθμό...
Κι' όμως έπρεπε να εξασφαλίσει την απαραίτητη απαρτία ο Παραδείσης. Φρόντισε λοιπόν να έχει στο χέρι κι' έναν ακόμα συγγενή από την πατρική πλευρά. Αυτόν, ανέλαβε να τον ιδεί η Ελπινίκη, που είχε πρώτη και την ιδέα να τον καλέσουν. Δεν είταν πολύ κοντινός: δεύτερος θείος των παιδιών. Από τ' ολότελα όμως... «Θα πω και του Βλαγκή», πληροφόρησε την ξαδέρφη του στα τελευταία ο Παραδείσης. Μια κι' ο νόμος επιτρέπει, όταν δεν υπάρχουν αρκετοί συγγενείς, να καλεί κανένας τους στενούς φίλους...».
Το οικογενειακό συμβούλιο δεν κατορθώθηκε ωστόσο να συναχτεί την πρώτη φορά. Ο δικηγόρος είχε ετοιμάσει το πραχτικό, όρισαν την ήμερα: ένα Σάββατο στις πέντε, στο γραφείο του, δεν παρουσιάστηκαν όμως παρά η Ελπινίκη κι' ο Μαρικόπουλος που, άγνωστο πως, δεν το είχε ξεχάσει.
— Θα είναι η ώρα ακατάλληλη, παρατήρησε ο Παραδείσης, άρχισε κι' ο καιρός να ζεσταίνει. Να το βάλουμε στις έξη την άλλη φορά.
Ευτυχώς η δεύτερη πρόσκληση έπιασε. Αν εξαιρέσει κανένας το Λαφοδήμο που ήρθε πολύ αργά, βιαστικός κι' επίσημος, πάνω που είχαν απελπιστεί πια και σκέφτονταν με ποιον να τον αντικαταστήσουν, οι άλλοι όλοι στάθηκαν συνεπείς. Τον Μαρικόπουλο ο Παραδείσης τον είχε κουβαλήσει αυτή τη φορά ο ίδιος, με ταξί, από τον Κολωνό, γιατί έκανε τη λογική σκέψη πως αν το γεροντάκι είχε θυμηθεί την πρώτη πρόσκληση, δεν είταν καθόλου βέβαιο πως θα θυμόταν και τη δεύτερη. Είταν άλλωστε πιωμένο για καλά σήμερα, σε κατάσταση μεταρσιωμένη.
— Παρακαλώ, δεν αρχίζουμε; έκανε ο Λαφοδήμος μπαίνοντας χωρίς να χαιρετήσει κανένα εξόν από τον Παραδείση, κι' αυτόν με μια τυπική μόνο κλίση του κεφαλιού.
Εγώ στις επτά και τέταρτο πρέπει να φύγω.
— Μα είναι εφτά παρά δέκα τώρα, κύριε Λαφοδήμο! διαμαρτυρήθηκε ο δικηγόρος πικρόχολα. Εμείς, σας περιμέναμε ...
— Λυπούμαι, είμαι πολύ απασχολημένος.
Είταν καθισμένοι ολοτρίγυρα, σε καρέκλες και στον άθλιο σανιδένιο καναπέ, μέσα σ' ένα φως πρασινωπό, φθισικό, που ερχόταν σουρώνοντας από τον φωταγωγό: ο Παραδείσης, η Ελπινίκη Μπιθαρά, ο Βλαγκής, ο Αγησίλαος Μητροπέτρος — ο δεύτερος θείος, ένας ξινισμένος γεροαπόστρατος, — κι' ο Μαρικόπουλος. Ο Λαφοδήμος αερίστηκε ανυπόμονα με το μαντήλι του, στάθηκε στην αρχή όρθιος, ψηλός, χοντρός, σα να σιχαινότανε τα καθίσματα, τέλος τράβηξε μιαν αδειανή καρέκλα κοντά του, την τίναξε προσεχτικά με το μαντήλι του κι' εγκαταστάθηκε ξεφυσαίνοντας, ολότελα προσωρινός, ενοχλημένος.
Όταν διαβάστηκαν τα ονόματα των μελών του συμβουλίου, έγινε ένα μικροεπεισόδιο. Ο Μαρικόπουλος, που ίσαμε κείνη τη στιγμή χαμογελούσε στερεότυπα στον αέρα, δίχως να δείχνει πως έχει καμμιά συναίσθηση για το τι γίνεται γύρω του, πετάχτηκε πάνω ξαφνικά, άφησε να πέσει με βρόντο το μπαστούνι του στο πάτωμα και τέντωσε τα δυο του χέρια κατά το Μητροπέτρο.
— Αυτός είναι! φώναξε με διάχυση, αυτός είναι ο ταγματάρχης!
— Ποιος ταγματάρχης; τον ρώτησαν.
— Ο ταγματάρχης που πληγώθηκε στο Μπιζάνι!
Στάθηκε πολύ δύσκολο να τον πείσουν πως όχι. Είχε στο νου του έναν ταγματάρχη, τον κουβαλούσε παντού όπου πήγαινε, κι' εννοούσε οπωσδήποτε να τον βρει στο πρόσωπο ενός από τους καινούργιους του γνώριμους.
Κατάφεραν να τον πραΰνουν, συνέχισαν την ανάγνωση του πραχτικού. Ο Λαφοδήμος όμως έδειξε πως είναι ακόμα πολύ ενοχλημένος από το επεισόδιο.
— Μπορούσε υποθέτω να γίνει καλλίτερα εκλογή προσώπων, είπε κοιτάζοντας λοξά, θανάσιμα, τον ξεπεσμένο συγγενή του. Μια σκέψη του είχε σφηνωθεί στο κεφάλι πως επίτηδες διάλεξαν από τη μητρική πλευρά τον Μαρικόπουλο, για να γελοιοποιήσουν το σόι.
— Ελπίζω να μην υπάρχει αντίρρηση για το πρόσωπο του επιτρόπου, είπε ο δικηγόρος.
— Υπογράφω και φεύγω, πετάχτηκε απλώνοντας το χέρι του κατά την πέννα ο Λαφοδήμος.
Όμως την ίδια στιγμή, έγινε κάτι αναπάντεχο.
— Μια στιγμή παρακαλώ! ακούστηκε από τη γωνία μια ξερή φωνή κι' ο Μητροπέτρος σηκώθηκε από τον καναπέ μονοκόμματος. Εγώ έχω αντιρρήσεις. Και σοβαράς.
Γύρισαν όλοι σαστισμένοι, τον κοίταξαν. Είταν ένας άνθρωπος καμμιά εβδομηνταριά χρονών, κοκκαλιάρης, μαυριδερός, με στενούς ώμους, φτενή και μακρουλή μύτη που έμοιαζε να κόβει στα δυο το ρουφηγμένο του στόμα. Ο σκοινιασμένος λαιμός του έπλεχε μέσα στο τσακιστό κιτρινισμένο κολλάρο σα λαιμός φιδιού. Είχε σηκώσει το δεξί του χέρι, που φορούσε μανικέτι σκληρό μια σπιθαμή, και το κρατούσε ρητορικά τεντωμένο.
— Ο άνθρωπος αυτός, φώναξε δείχνοντας τον Παραδείση, είναι εχθρός της κοινωνίας. Τον καταγγέλλω!
Όλα τα μάτια, ασυναίσθητα, στράφηκαν στον υποψήφιο επίτροπο.
— Καλούμεθα εδώ για να δώσουμε ένα κηδεμόνα στα ορφανά, συνέχισε έντονα ο Μητροπέτρος. Έναν οδηγό, ένα σύμβουλο. Παρακαλώ; Η ευθύνη όλων μας είναι σοβαρά. Πρόκειται να διαπλάσουμε πολίτες χρήσιμους, ενάρετους,, νομοταγείς; Ερωτώ! Ή θα δημιουργήσουμε μήπως όντα διεστραμμένα, άθεους, απ' αυτούς που άρχισαν να κατακλύζουν την κοινωνία μας; Ταραξίας! Ο άνθρωπος που μας συγκαλεί εδώ για ν' αναλάβει την επιτροπεία των ανηλίκων, είναι ένας ανατροπεύς. Σας το λέω: επιβουλεύεται το κοινωνικόν καθεστώς, θέλει να το ανατρέψει. Έχω πληροφορίες. Ναι, ναι, έχω πληροφορίες, το παρελθόν του είναι σκοτεινό. Και τώρα προσφέρεται ν' αναλάβει την επιτροπεία των παιδιών με σκοπό ύπουλο. Θέλει — είναι βαλτός! — να στρατολογήσει κι' άλλους οπαδούς, νέους, θύματα, στον αγώνα κατά της κοινωνίας.
Τα είχε πει φωναχτά, μ' ένταση, αλλά και δίχως ταραχή, με μια ψυχρή, εισαγγελική εχθρότητα, που τράνταζε το κορμί του. Δε φαινόταν άνθρωπος πολύ γραμματισμένος, έδινε κάλλιο την εντύπωση ενός από κείνους που τράφηκαν με ιερά βιβλία και τους προφήτες του Ισραήλ. Η πρώτη εντύπωση ωστόσο από τα λόγια του είτανε δυνατή. Σάστισαν όλοι. Και περίμεναν από τον Παραδείση ν' απαντήσει, τον κοίταζαν με τρόπο, σα να μπαίνανε στη θέση του και να ντρέπονταν. Η μόνη που είχε αγριέψει είταν η Ελπινίκη. Πού να φανταστεί πως ο καλεσμένος της θα της έκανε τέτοιο ρεζιλίκι! Τον κοίταζε με μάτια αστραφτερά, πνιγμένη από το κακό της. Και κρατιόταν με κόπο να μη του δώσει κάνα σφάλιαρο, μόνο και μόνο για να μη χειροτερέψει την κατάσταση.
Ο Παραδείσης ωστόσο είχε μείνει ατάραχος. Με τον αγκώνα του ακουμπισμένον στο τραπέζι του δικηγόρου, σκυμμένος μπροστά, αφρόντιστα, κοίταζε τον απόστρατο μ' αδιαφορία, σάμπως να μην τον είχε ακούσει. Άφησε να μεσολαβήσει μια παύση.
— Λοιπόν, έκανε ύστερα γυρίζοντας τα μάτια του στα μέλη του οικογενειακού συμβουλίου, ποιον άλλον προτείνετε να βάλουμε;
Η σιωπή που ακολούθησε αυτά τα λόγια φανέρωνε μιαν ακόμα πιο μεγάλη κατάπληξη από την προηγούμενη. Τι λοιπόν; Ο κατηγορούμενος δεν είχε σκοπό ν' αποσείσει την κατηγορία;
— Τ’ είν’ αυτά; τ’ είν’ αυτά; πετάχτηκε απάνω ο Βλαγκής. Εγώ, με συγχωρείτε, είμαι ξένος εδώ — μέσα, εσείς είσαστε οι συγγενείς, η θέση μου επομένως είναι, ας πούμε, θέση μέλους αναπληρωματικού, αλλά δε μπορώ ν' ακούω να διατυπώνεται έτσι, αόριστα, μια συκοφαντική κατηγορία. Τι συγκεκριμένο έχει να μας καταγγείλει ο κύριος; Για τι πράμα θεωρεί ένοχο τον κύριο Παραδείση; Έχει, λέει, πληροφορίες. Να τις ακούσουμε! Εγώ δεν έχω πληροφορίες. Εγώ έχω προσωπική πείρα του ήθους του επιτρόπου. Και τον θεωρώ — το λέω υπεύθυνα — όχι απλώς πρόσωπο κατά πάντα αξιότιμο, κατάλληλο να κηδεμονέψει, αλλά που ασφαλώς υπερέχει ηθικώς από οποιονδήποτε κατήγορο του.
Η αντεπίθεση είτανε βίαια, τσουχτερή, και προκάλεσε θόρυβο, σύγχιση μεγάλη. Ο Μητροπέτρος, θιγμένος καίρια, ανέμιζε τα δυο του χέρια, ξεφώνιζε σαν παλαβός: «Είσαι κι' εσύ τέτοιος!» Η Ελπινίκη είχε σηκωθεί απάνω, έβριζε το γέρο και του έδειχνε τη γροθιά της. Ο δικηγόρος αγωνιζόταν να επιβάλει τάξη χτυπώντας το τραπέζι του. Ο Λαφοδήμος εξηγούσε πως αυτός είναι βιαστικός, θέλει να τελειώνει και να φεύγει. Κι' ο Βλαγκής συνέχιζε την επίθεση του, προκαλούσε δίχως υπαινιγμούς τώρα τον απόστρατο.
Σε λίγο φάνηκαν στο άνοιγμα της πόρτας περίεργοι, που είχανε βγει από τα γύρω γραφεία. Ο καφετζής, ανήσυχος μήπως του σπάσουν τα ποτήρια και τα φλιτζάνια που είχε φέρει προτού αρχίσει η συνεδρίαση, μπήκε στη μέση του καβγά και, γλιστρώντας μ' επιτηδειότητα εδώ — εκεί, τα μάζευε στο δίσκο του.
—Ε ωραία λοιπόν, πέστε τι θέλετε να γίνει! έκανε ο δικηγόρος σταυρώνοντας τα χέρια του, όταν μπόρεσε κάπως ν' ακουστεί.
— Να υπογράψουμε το πρακτικό όπως είναι, είπε η Ελπινίκη.
— Μάλιστα, να το υπογράψουμε.
— Εσείς, κύριε Λαφοδήμο, τι λέτε;
Ο Λαφοδήμος είχε στο νου του ένα μονάχα: να ξεμπερδεύει το γρηγορώτερο. Μια όμως που ο δικηγόρος του έδινε το λόγο, θέλησε να φανεί στο ύψος της περίστασης. Σφούγγισε καλά — καλά το ιδρωμένο μέτωπο του, ξερόβηξε, έκανε μια χειρονομία αόριστη, σήκωσε τους ώμους του, άφησε να μεσολαβήσει μια παύση.
— Αν ο κύριος Παραδείσης, είπε τέλος, δηλώσει εδώ επισήμως ότι θ' αναθρέψει τα δυστυχισμένα αυτά παιδιά σύμφωνα με τας ιεράς παραδόσεις της ελληνικής οικογενείας, εγώ προσωπικά δε θα διστάσω. Θα υπογράψω το πρακτικό.
— Ωραία, ωραία, μπράβο! επικρότησε η Ελπινίκη.
— Δε φαντάζομαι ο κύριος Παραδείσης να έχει καμμιά δυσκολία να μας δώσει μια τέτοιαν υπόσχεση, παρατήρησε ο δικηγόρος.
— Τότε λοιπόν εμπρός, να τελειώνουμε.
— Τι εννοείτε παραδόσεις; ρώτησε ο Παραδείσης.
Αυτό είταν πάρα πολύ. Όλοι φοβήθηκαν πως η δουλειά πάει τώρα να πάρει άσχημο δρόμο.
— Παραδόσεις; έκανε σαστισμένος ο Λαφοδήμος. Μα... παραδόσεις όταν λέω, εννοώ τας... παραδόσεις. Διάβολε! Όλος ο κόσμος ξέρει ποιες είναι οι παραδόσεις της ελληνικής οικογενείας.
— Βλέπετε; βλέπετε τι σας έλεγα; βάλθηκε να φωνάζει θριαμβευτικά ο Μητροπέτρος τρανταγμένος πάλι σύγκορμος. Ιδού ο άνθρωπος! Ρωτάει! Απορεί! Αγνοεί τι εννοείτε όταν λέτε «παραδόσεις». Δεν τις έχει ακούσει καν!
— Μα τι σ' έπιασε κι' εσένα, καϊμένε; έκανε χαμηλόφωνα η Ελπινίκη στον Παραδείση σκουντώντας τον.
— Δεν τ' αφήνεις τώρα να τελειώνουμε; του λέει στ' αυτί κι' ο Βλαγκής. Πες τους πως δέχεσαι και πάει.
— Όχι, όχι, παρακαλώ. Σ' αυτό το ζήτημα θέλω να εξηγηθούμε, είπε μεγαλόφωνα ο Παραδείσης, μιλώντας σ' όλους. Καθήστε. Σας παρακαλώ, ακουστέ με. Και πρώτα — πρώτα ρωτώ: Θα λέω στα παιδιά την αλήθεια ή όχι;
— Την αλήθεια; ποιαν αλήθεια;
— Την αλήθεια για κάθε τι. Μια είναι η αλήθεια. Τα παιδιά είναι προορισμένα ν' ανατραφούν στην αλήθεια ή στο ψέμα; αυτό θέλω να ξέρω.
— Μα... αλήθεια όταν λέτε, έκανε ο Λαφοδήμος, τι εννοείτε, κύριε; Εξαρτάται, διάβολε! Υπάρχουν αλήθειες που λέγονται κι' αλήθειες που δεν λέγονται. Τον κουτό μας κάνετε τώρα;
— Εγώ πιστεύω πως όλες οι αλήθειες λέγονται. Αρνιέμαι λοιπόν να προσχωρήσω στη συνωμοσία. Αλλά δεν πρόκειται τώρα γι' αυτό. Ο κύριος από κει αναφέρθηκε σ' ένα ζήτημα συγκεκριμένο. Παρακαλώ να το ξεκαθαρίσουμε. Εγώ από μέρους μου δηλώνω ότι δέχομαι την επιτροπεία μόνο στην περίπτωση που θα μπορώ να την ασκήσω τίμια κι' ελεύθερα.
— Μπράβο, μπράβο! αυτό θέλουμε κι' εμείς. Τίμια. Να υπογράψω.
— Δόξα σοι ο Θεός! είπε ο δικηγόρος.
— Και τίμια όταν λέω εννοώ ότι θα λέω στα παιδιά εκείνο που πιστεύω. Δε μπορώ να τα εξαπατώ.
— Να τα εξαπατάτε; Ποιος σας είπε να τα εξαπατάτε;
— Γιατί βέβαια απάτη είναι να ξέρεις λόγου χάρη πως η κοινωνία είναι ζούγκλα κι' όμως να πείθεις τα παιδιά πως είναι παράδεισος. Να ξέρεις ότι το δίκηο που ισχύει είναι το δίκηο του ισχυρότερου κι' όμως να βγάζεις στον κόσμο ανθρώπους άοπλους. Να διδάσκεις την εγκαρτέρηση στους αδικημένους και την ασυδοσία στους αδικητές.
— Τ' ακούτε; τ' ακούτε! φώναξε ο Μητροπέτρος.
— Νομίζω ότι βρισκόμαστε εκτός θέματος, παρατήρησε αυστηρά ο Λαφοδήμος. Δεν πρόκειται να κάνουμε εδώ κοινωνιολογική συζήτηση ή να λύσουμε παιδαγωγικά προβλήματα. Είπα και επαναλαμβάνω ότι μας αρκεί μια δήλωση σας γενική. Κάνετε την να τελειώνουμε.
Και άπλωσε πάλι το χέρι του να πιάσει την πέννα.
— Την κάνω μόνο με την έννοια που εξήγησα, είπε με ήρεμη επιμονή ο Παραδείσης.
— Ε ωραία! Εγώ υπογράφω.
— Με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης σας, κύριε Λαφοδήμο;
— Τι εννοείτε παρακαλώ «με πλήρη συναίσθηση»;
— Θέλω να πω: καταλάβατε καλά ποιες είναι οι αντιλήψεις μου; Σας εξηγήθηκα σαφώς;
— Υποθέτω.
— Τότε πάει καλά.
Ο Παραδείσης σηκώθηκε απάνω, ήσυχος πάντα, με μάτια χαμηλωμένα, ακούμπησε την παλάμη στο στήθος του και είπε με φωνή που για πρώτη φορά σιγότρεμε από κάποια συγκίνηση:
— Γιατί πρέπει να ξέρετε πως η στιγμή τούτη είναι ιερή για μένα.
Ο Λαφοδήμος είχε υπογράψει.
— Άλλος! έκανε βιαστικά κι' ανόρεχτα ο δικηγόρος, προτείνοντας την πέννα.
— Ποιες είναι οι θρησκευτικές σας πεποιθήσεις; φώναξε στον Παραδείση ο Μητροπέτρος.
Οι άλλοι όμως διαμαρτυρήθηκαν.
—Ε! φτάνει τώρα. Πάλι τα ίδια;
— Ερωτώ
Ο Παραδείσης είχε μείνει σκεφτικός.
— Είναι χριστιανός ορθόδοξος, να σας το πω εγώ! πέταξε ο Βλαγκής κοροϊδευτικά κι’ οι άλλοι βάλανε τα γέλια.
Ο Λαφοδήμος όμως το είχε σκάσει κιόλας, από φόβο μήπως η συζήτηση μπλέξει πάλι.
Υπέγραφε τώρα η Ελπινίκη.
— Με ρωτάτε, έκανε ο Παραδείσης στο Μητροπέτρο, για κάτι που δε μπορώ να πω κατά συνείδηση πως το έχω λύσει. Δεν είμαι άνθρωπος θρησκευόμενος, δεν ακολουθώ συγκεκριμένο δόγμα. Μη μου ζητάτε να σας βεβαιώσω κάτι που ξεπερνάει τη γνώση μου. Ξέρω τι είναι το θείο, δεν ξέρω όμως αν υπάρχει. Είμαι ένας φτωχός άνθρωπος που νιώθει πολύ ζωηρά, πολύ βαρειά, την ερημιά του μέσα στο σύμπαν.
— Αν πιστεύατε στο Θεό δε θα μιλούσατε έτσι! γέλασε ο Μητροπέτρος φαρμακερά.
Ο Παραδείσης έσκυψε το κεφάλι του κι' απόμεινε για λίγο συλλογισμένος.
— Πολύ πιθανό, ψιθύρισε.
Ο απόστρατος, που είχε μείνει τελευταίος στη σειρά, το υπόγραψε ωστόσο το πραχτικό. Κάτω στο δρόμο, ο Παραδείσης, η Ελπινίκη κι' ο Βλαγκής στάθηκαν λίγες στιγμές να κουβεντιάσουν προτού χωριστούν. Η Ελπινίκη το φυσούσε και δεν κρύωνε για το Μητροπέτρο.
— Ακούς εκεί το γερογάιδαρο, έλεγε, να μου κάνει έμενα τέτοιο ρεζιλίκι! Πού να το φανταστώ…
Ο Βλαγκής γελούσε με την καρδιά του. Γυρίζοντας στον Παραδείση:
— Καλά, βρε αδερφέ κι' εσύ! του λέει, είταν ανάγκη τώρα να καθήσεις να του δώσεις σημασία; Δεν έβλεπες πως πρόκειται για ένα γεροσχολαστικό;
— Όχι, όχι, έκανε κουνώντας το κεφάλι του εκείνος. Το πράμα δεν είναι τόσο απλό όσο το λες. Δε μπορώ εγώ να γελάσω κανένα.
— Σε τι να τους γελάσεις, μωρέ; Δεν το έχεις καταλάβει πως μέσα σ' όλους αυτούς τους υποκριτές, εσύ είσαι ο μόνος ευσυνείδητος; Μυστήριος άνθρωπος! συμπέρανε γυρίζοντας στην Ελπινίκη. Από τότε που τον πρωτογνώρισα, μένει ο ίδιος, σε τίποτα δεν έχει αλλάξει. Τίποτα δεν τον δίδαξε η ζωή.
Εκείνη τη στιγμή τους ζύγωσε κι' ο Μαρικόπουλος, που είχε κατέβει τη σκάλα αργά, βαστώντας τον τοίχο. Αυτός δεν είχε καταλάβει τίποτα απολύτως από ό,τι έγινε εκεί — πάνω, βρισκόταν πάντα σε μεταρσίωση.
— Όταν σας το λέγω εγώ, να μ' ακούτε, έκανε σκύβοντας ανάμεσα τους εμπιστευτικά. Αυτός — εκεί, είταν ο ταγματάρχης που πληγώθηκε στο Μπιζάνι. Γι' αυτό και δε χωνεύει άνθρωπο.
Κι' απομακρύνθηκε με το αποβλακωμένο του χαμόγελο και το συρτό βάδισμα του γερομπεκρή.

ΙΑ

Είχαν εγκατασταθεί τώρα στο σπίτι, στους Αέρηδες. Είταν παλιό, χτισμένο θάλεγες για την αιωνιότητα, ημιτριόροφο, με χοντρά πέτρινα ντουβάρια, ξεφτισμένο σουβά που άφηνε να φαίνεται σαν από πληγές η σκυθρωπή λιθοδομή. Γωνιακό ωστόσο, βορειοδυτικό, σε μέρος ψηλό, όρθωνε μ' έπαρση τη γεροντική θωριά του. Τα παράθυρα, τα πράσινα ξεβαμμένα, στραβομουτσούνιαζαν, η ξώπορτα είχε κάδρο παραμορφωμένο. Όμως η αυλή, για το καλοκαίρι, άξιζε ο,τι να πεις. Εδώ, μπορείς να βρεις ένα μικρό καταφύγιο, κάτι σα λιμάνι από το σάλαγο της πολιτείας. Ο Παραδείσης το αναθυμήθηκε το παλιό τούτο σπίτι με κάποια συγκίνηση. Εδώ ερχόταν κάπου — κάπου, παιδί, να χαιρετήσει την προμάμμη του, μια κοντόχοντρη γριούλα με γλυκότατο χαμόγελο, που μύριζε λιβάνι και που του έδινε κάθε Λαμπρή κουλούρι κι' αυγό. Εδώ ήρθε και τον καιρό της εκδοτικής επιχείρησης να πάρει το θαλασσοδάνειο από τον καπετάνιο.
Τον πρώτο καιρό δυσκολεύτηκε πολύ ωστόσο. Είταν ασυνήθιστος να ζει με άλλους, στα εννέα δέκατα της ζωής του είχε σταθεί έρημο πουλί. Ανακάλυψε μέσα του παραξενεμένος μια συστολή απέναντι στα παιδιά, αδεξιότητα σε κάθε τι, και στα παραμικρότερα ακόμα. Ώρες — ώρες πάλι, ορθωνόταν μέσα του ο εγωισμός του εργένη, η συνήθεια να είναι λεύτερος, ήσυχος, δίχως έγνοιες και φωνές. Τα παιδιά, από μέρος τους, τον ντρέπονταν, καταλάβαινε κείνος πως τον θεωρούν ξένο και του κρύβονται. Ήθελε να λιώσει τον πάγο, να τα φέρει κοντά του, και δεν το μπορούσε. Δεν ήξερε. «Μου λείπει η προπαίδεια», συλλογιζόταν, «η πείρα. Φαίνεται πως έχουν στερέψει μέσα μου, από την αχρηστία, οι πηγές της πατρότητας».
Δεν είχαν καθόλου στερέψει. Η τεχνική είταν που του έλειπε. Μέσα σ' ένα διάστημα ελάχιστο, τρεις μήνες, είδε πρώτα — πρώτα μια παράδοξη αλλαγή: κατάλαβε ξαφνικά πως δένεται στα γερά με τ' ανήψια του, πως η καρδιά του γεμίζει λίγο — λίγο. Αν οι πρώτες του απόπειρες να τα προσεγγίσει με το λογικό είχαν αποτύχει, τώρα που έμπαινε στη μέση κάτι άλλο από μέρος του, πιο βαθύ, πιο ζεστό, μα και πιο θολό, έβλεπε ν' ανταποκρίνονται εκείνα, στα σήματα του. Αδιόρατα, μέρα τη μέρα, ξεθάρρευαν, έβγαιναν από τη μόνωση τους, από την αγριωπή εκείνη καχυποψία του ορφανού. Και μάντευε να πέφτει από τα πρόσωπα τους η αόρατη μάσκα της υποκρισίας.
Τους ανακάλυψε τώρα εκφράσεις που δεν τις ήξερε πριν και που πρέπει να είταν η πραγματική τους προσωπικότητα. Αυτό έγινε ανειδοποίητα, στα μουγκά, σε στιγμές από τις πιο κοινές της ημέρας. Είχε εφαρμόσει αρχικά την ταχτική να μην πολυβγαίνει από την κάμαρά του, για να τους αφήνει λεύτερο το σπίτι, να τριγυρίζουν χωρίς το φόβο να τον απαντήσουν σε κάθε βήμα. Η λύση τούτη είν’ αλήθεια πως τον βόλευε κι' εκείνον, του εξασφάλιζε κάποια στερνή ψευδαίσθηση από την παλιά του ανεξαρτησία. Του διευκόλυνε κιόλας την αλλόκοτη εκείνη συστολή του πρωτόπειρου, του ίσαμε χτες ξένου το κάτω — κάτω. Μέσα του, παραμόνευε σφηνωμένη σαν αγκίδα η συναίσθηση πως αυτά εδώ, όπως και να το κάνεις, είναι τα παιδιά του Γιάννου, πως με τον αδερφό του τα είχε χαλασμένα από καιρό, και πως μεσολάβησε ανάμεσα τους ένα διάστημα που χαλαρώνει τους φυσικούς δεσμούς• που αποξενώνει. Στο διάστημα τούτο, ο πατέρας των παιδιών είχε ζήσει μιαν ολάκερη ζωή χωριστή, άγνωστη σ' αυτόν, με γυναίκα ξένη, με παιδιά που ο Μιχάλης δεν τα ήξερε. Τι ιδέα να είχαν άραγε για την αντίθεση του πατέρα τους με τον αδερφό του; Την ήξεραν; Τους είχε πει κανείς τίποτα; Έτυχε μήπως ν' ακούσουν; Και πώς να τα ρωτήσει; πώς;
Με την αναμηρυκαστική τάση του ευαίσθητου ανθρώπου, όλα αυτά ο Μιχάλης ο Παραδείσης τ' ανάδευε στο νου του, τ' ανέλυε, τα ξεψάχνιζε, πολεμούσε να τα ξεδιαλύνει. Καταλάβαινε πως όσο θα μεσολαβεί, ανάμεσα σ' αυτόν και στα παιδιά, μια τέτοια υποψία, δε θα μπορέσει η ζωή των τριών τους να ζεστάνει, να γίνει απλή. Δε θα μπορέσουν εκείνα ν' ακουμπήσουν στην καρδιά του.
Ειν' αλήθεια πως, τον πρώτο τουλάχιστον καιρό, η Ελπινίκη του φάνηκε πολύ χρήσιμη. Είταν η μόνη γυναίκα με ζωντανή έγνοια που έμπαινε στο σπίτι, η μόνη που άπλωνε, κάθε φορά που περνούσε μέσ' από τούτο το ρημάδι, τη ζεστή ευλογία του φύλου της.
Δε μπορούσε, είν’ αλήθεια, να έρχεται συχνά, το σπιτικό της την απορροφούσε, τα παιδιά της είχαν ανάγκη από την αδιάκοπη φροντίδα της. Ο άντρας της πάλι είταν γεμάτος αξιώσεις• δεν άφηνε ούτε και τώρα, παντρεμένος, φαμελίτης, την κοκεταρία του συνοικιακού καταχτητή. Εννοούσε να έχει κάθε πρωί φρεσκοπλυμένο πουκάμισο, καλοσιδερωμένο παντελόνι, κάλτσες, μαντήλι, γραβάτα, όλα στην τρίχα.
— Μωρή Ελπινίκη, δε σου είπα, μωρή, να μου το σιδερώνεις εσύ το κολλάρο; Τι τόδωσες πάλι της Βιργινίας να το πατήσει και, τόκανε σαν τα μούτρα της;
Βιργινία είταν μια γειτόνισσα, αντικρινή τους, που έδινε ένα χέρι για τις δουλειές στην Ελπινίκη.
— Μα δεν πρόφτανα, καϊμένε Πελοπίδα! είχα να πλύνω τα ρούχα των παιδιών. Δεν ονομάζεις Θεό;
— Και σαν είχες; Χαρά στο! Άλλη φορά αυτό να μην ξαναγίνει, τ' ακούς; γιατί θα τα κάνω εδώ — μέσα λίμπα.
Είταν σατράπης, ήξερε ν' ακούγεται. Κ' η Ελπινίκη, που γκρίνιαζε αδιάκοπα γι' αυτή του τη συμπεριφορά, που στέναζε κάτω από το βάρος της δεσποτείας του, μεθούσε μυστικά από την αίσθηση της αρσενικής του επιβολής, ένιωθε πως δε θα τον άλλαζε με κανένα.
Ερχόταν στου Παραδείση τρεχάτη, ξεθεωμένη, μια φορά τη βδομάδα, να ρίξει μια ματιά, να παίξει το ρόλο της ανύπαρχτης νοικοκυράς. Έπεφτε στην αρχή σε μια καρέκλα κατάκοπη, ξεφύσαινε, αεριζόταν με την τσάντα της, έκανε στα πεταχτά μερικά παράπονα για τον κανακάρη της• ύστερα, πηδώντας από το ένα στ' άλλο δίχως ειρμό, καταπιανόταν μάνι — μάνι με το καινούργιο τούτο νοικοκυριό.
— Τάπλυνες τα τζάμια, κυρα — Καλλιόπη; Αμ πούναι τα καϊμένη! Αυτά βρωμάνε. Δώσε μου εδώ το σφουγγάρι. Γρήγορα! Κι' εσύ, Κλεοπάτρα, τρέξε να μου γεμίσεις τη λεκάνη νερό. Άντε, καϊμένη, σείξου ντε! τι καμαρώνεις; Μμμ! κρίμα στο μπόι σου, κοτζάμου κορίτσι! Μόνο να μου κορδώνεσαι ξέρεις, σα βασίλισσα.
Ναι, καμάρωνε η Κλεοπάτρα, αυτό είταν αλήθεια• όμως όχι καθώς τ' άλλα τα θηλυκά. Έπρεπε να είσαι γυναίκα, και να έχεις μάλιστα το κοφτερό μάτι της Ελπινίκης, για να το ιδείς. Γιατί το καμάρι της Κλεοπάτρας δεν είταν το γελοίο νάζι, το κούφιο, των κοριτσιών που πιάνουν να μπουμπουκιάζουν. Είταν βασιλοπρέπεια σωστή, ήρεμη κυριαρχία, με μιαν αδιόρατη δόση αφηρημάδας θάλεγες, ή κάτι το αυστηρά ρεμβαστικό, που την έντυνε με παράδοξη γοητεία.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.