Μπίστα Πολυξένη Κ., «Ο κόσμος του Άγγελου Τερζάκη.(Μια ανάγνωση της Μυστικής ζωής)», Αφιέρωμα στον Άγγελο Τερζάκη
 
Νέα Εστία 146, τεύχ. 1718, Δεκέμβριος 1999, σσ. 829-839
 
 
 

Το 1957 ο Άγγελος Τερζάκης δημοσιεύει τη Μυστική ζωή. Είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα. Σήμερα, αντικρίζοντας τη δημιουργία του συγγραφέα στο σύνολό της, μπορούμε να αντιληφθούμε πως ο Τερζάκης κλείνει συνειδητά με τη Μυστική ζωή τον κύκλο των πεζογραφικών του έργων, ο οποίος ξεκίνησε με τους Δεσμώτες το 1930 και συμπεριέλαβε οκτώ μυθιστορήματα. Δεν πρέπει βέβαια να μας διαφεύγει το γεγονός ότι πέρα από την πρόζα είχε ασχοληθεί συστηματικά και με το θέατρο (ως συγγραφέας, κριτικός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου) καθώς και με το στοχαστικό δοκίμιο. Μετά τη Μυστική ζωή αφοσιώνεται οριστικά στα άλλα είδη.

Μελετώντας το συγκεκριμένο έργο, εύκολα διακρίνει κανείς πως σε αυτό εμπεριέχονται πολλά από εκείνα τα στοιχεία, τα θέματα, τα μοτίβα, τους αφηγηματικούς τρόπους και τις τεχνικές που υπάρχουν λιγότερο ή περισσότερο φανερά στα μυθιστορήματα που προηγήθηκαν. Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίο τα αξιοποιεί δείχνει πως η Μυστική ζωή βρίσκεται στο ωριμότερο σημείο της δημιουργίας του συγγραφέα και το έργο αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, το πέρασμα από την εσωτερική, «μυστική» ζωή του ως μυθιστοριογράφου, στον εξωτερικό κόσμο, όπου ως δοκιμιογράφος βρίσκεται σε καθημερινή, προσωπική επικοινωνία με τους αναγνώστες της εφημερίδας Το Βήμα.

Και στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Τερζάκης ακολουθεί τη δομή των προηγουμένων, χωρίζοντάς το σε 26 αριθμημένα κεφάλαια και θέτοντας ως μότο, σύμφωνα με τη συνήθειά του, ένα σονέτο του Μιχαήλ Άγγελου: «[...] όποιος δεν ξέρει να ζει από την αγωνία και το θάνατο ας κοπιάσει στη φωτιά που με λυώνει». Ο χώρος παραμένει ο ίδιος όπως και στα προηγούμενα «αστικά» μυθιστορήματά του: η Αθήνα και ειδικά οι περιοχές της Νεάπολης, της Πλάκας, του Ψυρρή. Σημαντικές όμως είναι οι διαφορές στην παρουσίαση του αφηγητή, αφού εγκαταλείπεται η τριτοπρόσωπη αφήγηση και υιοθετείται η πρωτοπρόσωπη. Έτσι η οπτική γωνία γίνεται εσωτερικότερη, ο τόνος πιο προσωπικός και εξομολογητικός. Όλα περιγράφονται, σχολιάζονται, αναλύονται μέσα από έναν κυρίαρχο αφηγητή-κεντρικό ήρωα που αφηγείται την προσωπική του ιστορία και τελικά γίνεται ο συγγραφέας της! Παράλληλα παραμένει ανώνυμος, αφού κανένα από τα πρόσωπα με τα οποία συναναστρέφεται δεν αποκαλύπτει το όνομά του, ούτε βέβαια «ο εκδότης του χειρογράφου», εκτός εάν «ταυτίζεται» με το όνομα του συγγραφέα πάνω από τον τίτλο του βιβλίου Μυστική ζωή. Εδώ λοιπόν ο Τερζάκης προεκτείνει το «τέχνασμα» πού πρωτοπαρουσίασε στο Δίχως Θεό, όπου ο κεντρικός ήρωας-αφηγητής Μιχάλης Παραδείσης εξομολογιόταν:

 

— Αυτός που σου λέω, ο καινούριος —Άγγελο τονε λένε— γράφει... Δεν ξέρω όμως αν δε θ' άξιζε να τονε βάλω να...

— Τι;

Ο Παραδείσης χαμογέλασε.

— Είναι μια σκέψη που μου ήρθε τώρα τελευταία, είπε. Θα σου φανεί παράξενη! Να τονε βάλω, θέλω να πω, να γράψει τη δική μου την ιστορία.

 

Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο της Μυστικής ζωής ο Τερζάκης πετυχαίνει την αναγκαία γι' αυτόν αποστασιοποίηση δίνοντας τη συγγραφική πρόθεση του αφηγητή-ήρωα:

 

Ανοίγω εδώ μια παρένθεση για να μην ξεχάσω κάτι που μου φαίνεται σημαντικότατο. Κάτι που θα 'πρεπε ίσως να το γράψω αρχή-αρχή. Αν το κακό που με παραμονεύει από καιρό, κερδίσει τελικά το παιχνίδι, αν ιδώ πως είναι να με φάει το σκοτάδι προτού προλάβω να ολοκληρώσω κάποιο έργο —αυτό που φιλοδοξώ τόσον καιρό τώρα— θα πιάσω και θα κάνω μάνι-μάνι ένα πακέτο τούτο-δω το χειρόγραφο, μισοτελειωμένο καθώς είναι και θα το στείλω σε κανέναν επαγγελματία της πέννας... Έτσι θα επιζήσω κι εγώ, έστω και κολοβά, μετουσιωμένος σε μιαν εργασία ξένη, που θα έχει πάρει την οριστικότητα του τυπωμένου χαρτιού. Δεν αποκλείεται ωστόσο κι ο κατεργάρης αυτός να δημοσιέψει αυτούσιο το χειρόγραφό μου, βάζοντας πάνω-πάνω τ' όνομά του αντίς για το δικό μου.

 

Τελικά το μισοτελειωμένο κείμενο ολοκληρώνεται στο τέλος με τη «(Σημείωση του εκδότη: — Το χειρόγραφο σταματάει εδώ, με μια μουτζαλιά. Φαίνεται πως η πέννα του έπεσε από το χέρι)». Με αυτόν τον τρόπο ο Τερζάκης κατορθώνει να διατηρήσει και την ουδετερότητα για θέσεις και ιδέες από τις οποίες βρίθει το έργο, να κρατήσει αποστάσεις από πιθανά «αυτοβιογραφικά» στοιχεία και τρίτο και σημαντικότερο να πετύχει το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο, περιγράφοντας το Άγνωστο και προσπαθώντας να αγγίξει την Αλήθεια που αναζητούσε στη διάρκεια της εξέλιξης της ιστορίας του. Έτσι λοιπόν η ιστορία δεν «στρογγυλεύει», όπως διαρκώς φοβόταν ο ανώνυμος συγγραφέας της, μένει μετέωρη, ανολοκλήρωτη, αφού το κακό που συχνά-πυκνά προαναγγέλλει ή διαισθάνεται τελικά έρχεται.

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο, που για πρώτη φορά παρουσιάζεται σε μυθιστόρημα του Τερζάκη, είναι η σχέση που δημιουργείται μεταξύ αφηγητή και αναγνώστη. Ο αφηγητής-ήρωας συχνά διακόπτει την αφήγηση της ιστορίας του είτε για να «εξομολογηθεί» στον ιδεατό του αναγνώστη τη συγγραφική του πρόθεση και τις δυσκολίες που του δημιουργεί, είτε για να του εμπιστευτεί τις μύχιες σκέψεις του:

 

Είναι κάπως δύσκολο να βάλω σε τέλεια χρονολογική σειρά τα γεγονότα, γιατί γράφω τούτο το κείμενο τώρα που τα γεγονότα έχουν αρχίσει από καιρό και πήρανε πια να θαμπώνουν κάπως στο μνημονικό μου, το φαγωμένο από τα υπνωτικά. Μα δε με νοιάζει, εγώ δεν γράφω για την αθανασία ούτε γιατί δίνω σημασία κοσμοϊστορική σε πρόσωπα και πράγματα. Γράφω έτσι, να, όταν μου έρχεται διάθεση να τραγουδήσω. Είναι μια ιστορία που τη διηγιέμαι στον εαυτό μου για να τον υποβαστάζω στο ταξίδι της ζωής.

 

Φράσεις του τύπου «εδώ που τα λέμε», «σας παρακαλώ να ξεχάσετε», «δεν θυμάμαι αν το είπα νωρίτερα, επειδή έχω το συνήθειο να μην ξαναδιαβάζω τα χειρόγραφά μου», και άλλες ανάλογες ανοίγουν ένα είδος διαλόγου με τον υποτιθέμενο αναγνώστη θυμίζοντας αρκετά ένα άλλο είδος λόγου, το δοκιμιακό. Σε ένα μυθιστόρημα «θέσης» ή «ιδεών», όπως αναμφισβήτητα είναι η Μυστική ζωή, αφθονούν οι παρεκβάσεις που θυμίζουν έντονα την ενασχόληση του Τερζάκη και με το στοχαστικό δοκίμιο, το οποίο απευθυνόταν πάντα σε καλλιεργημένους αναγνώστες του Βήματος.

Από τα πρώτα κεφάλαια του έργου, όπου αφθονούν τα σχόλια και οι παρεκβάσεις, γίνεται εύκολα αντιληπτή μια ξεκάθαρα ειρωνική χρήση της γλώσσας που δεν λειτουργεί υπαινικτικά, όπως στα προηγούμενα μυθιστορήματα Δεσμώτες και Η παρακμή των Σκληρών. Στη Μυστική ζωή το κείμενο διαβρώνει μια συνεχής ειρωνεία που ξεκινά από τον αυτοσαρκασμό του αφηγητή-ήρωα:

 

Έχω χρηματίσει, στα πρώτα νιάτα μου, ιδιαίτερος του επαρχιακού μου βουλευτή· έφαγα κι ένα χωράφι πατρικό μου, τ' ολόστερνο, για να κάνω ένα ταξίδι αρκετά μακρύ στο εξωτερικό, να πλουτίσω τον εσωτερικό μου κόσμο. Άκουσα στο Παρίσι μερικά μαθήματα Πολιτικών Επιστημών, Φιλοσοφίας, Ιστορίας της Τέχνης, όλα ανάκατα. Αυτό σημαίνει πως δεν είμαι κανένας λεχρίτης. Ορίστε και το δίπλωμα μου του Αθήνησι Πανεπιστημίου, κορνιζαρισμένο εκεί ψηλά, πάνω από το κεφάλι μου. «Λίαν Καλώς», το λέει φαρδειά-πλατειά. Η βυσσινιά πάστα της κορνίζας του είναι λιγάκι γδαρμένη στην άκρη, αλλά δεν πειράζει.

 

Μέσα από τον εαυτό του ειρωνεύεται και τους άλλους και η διάθεση να σαρκάσει απλώνεται βαθμιαία στα πάντα, πρόσωπα και καταστάσεις, αποκαλύπτοντας έναν αφηγητή-διανοούμενο απόμακρο και ορθολογιστή, ενίοτε «αφ' υψηλού», μοναχικό ως τα όρια της αντικοινωνικότητας, που θυμίζει αρκετά τον Αντρέα Σκληρό του έργου Η παρακμή των Σκληρών στον τρόπο που σκέπτεται και αντιμετωπίζει τους άλλους, φτάνοντας κάποτε και στον κυνισμό. Αυτή η εικόνα που πλάθει ο αφηγητής για τον εαυτό του είναι μάλλον ένα προσωπείο, γιατί σταδιακά και κυρίως μέσα από τους εσωτερικούς μονολόγους αποκαλύπτεται ένα άτομο ιδιαίτερα ευαίσθητο και ευάλωτο που «συγγενεύει» με τους πιο χαρακτηριστικούς ήρωες του συγγραφέα, όπως είναι ο Φώτος Γαλάνης στους Δεσμώτες, ο Γιάννης Μαρούκης στη Μενεξεδένια πολιτεία και ιδιαίτερα ο Μιχάλης Παραδείσης

στο Δίχως Θεό.

Στα πρώτα κεφάλαια της Μυστικής ζωής η αφήγηση επικρατεί και η εξέλιξη του μύθου είναι μάλλον αργή και χαλαρή, επειδή δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την προσωπικότητα του ήρωα και οριοθετούν κυρίως τον εσωτερικό του κόσμο. Συχνά ο χρόνος φαίνεται πως σταματά και ο νους του ήρωα μέσα από ποικίλους συνειρμούς ξεστρατίζει από το προκείμενο, ταξιδεύει στο δικό του παρελθόν ή «αυτοκαταδύεται», κατά την προσφιλή του έκφραση. Η αφορμή γι' αυτούς τους συνειρμούς είναι ήχοι και μυρωδιές που του ξυπνούν μνήμες από τα παιδικά του χρόνια ή καλύτερα «στιγμές», όπως τις ονομάζει, από ταξίδια:

 

Ένας ήλιος δακρυοραντισμένος αστράφτει ψηλά, ο αέρας γυρίζει παντού-άγνωστο πώς— ξύλο καμμένο, κι αχ! πώς συγγενεύει η πολιτεία την ώρα τούτη, αναπάντεχα, με τα ψηλά τα καταρράχια. Είναι η ίδια διαμαντένια διαφάνεια κι ο ιριδισμός, η οσμή που βρίσκεις στην καλύβα του ξυλοκόπου...

Κρατάω από χωριό βουνίσιο εγώ, μια κωμόπολη κουρνιασμένη σε βουνοπλαγιά.

 

Η σχέση της μνήμης και του χρόνου φαίνεται πως απασχολεί ιδιαίτερα τον αφηγητή-διανοούμενο, γιατί είναι ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στο κείμενο, επιβραδύνοντας το χρόνο της αφήγησης:

 

Έχω μέσα μου τοπία ανεχτίμητα, γιατί η μνήμη τα έκλεψε παρθένα από τη φθορά του τώρα... Κι η αποστολή της μνήμης φανερώνεται πώς είναι να κρατάει αλύγιστη τη μελωδία της ζωής, να την περνάει άφθαρτη, έξω από τον επίβουλο το Χρόνο.

 

Δυο μάλιστα από τους συνειρμούς, που συνδέονται άμεσα με στιγμές από ταξίδια του παρελθόντος, δίνονται ξεχωριστά —ένα είδος υποκεφαλαίων— διακόπτοντας σε καίριες στιγμές την εξέλιξη της πλοκής και λειτουργώντας ως προαναγγελίες του τέλους. Και τα δύο περιστατικά αναφέρονται στο ταξίδι του ήρωα στην Ιταλία, στο Πίντσιο και στο Τορτσέλλο. Η γλώσσα είναι ποιητική, τα εκφραστικά μέσα αφθονούν αποπνέοντας κλίμα θλίψης και μελαγχολίας, όχι τόσο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά κυρίως σε σχέση με το παρόν και το μέλλον.

Ένας ακόμα τρόπος για να «επιβραδύνει» το χρόνο είναι η αρκετά συχνή χρήση της περιγραφής. Ο Τερζάκης και στη Μυστική ζωή, όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματα του, συμπλέκει τις περιγραφές του χώρου με τις συναισθηματικές αντιδράσεις του αφηγητή. Ξεχωριστή θέση κατέχει μέσα στο έργο η περιγραφή της φύσης. Και αυτό είναι ένα θέμα που δεν προσέχτηκε ποτέ ιδιαίτερα από τους κριτικούς, επειδή θεώρησαν πάντα τον Τερζάκη συγγραφέα «αστικών» μυθιστορημάτων «ιδεών», που η φύση τον άφηνε αδιάφορο. Και όμως η φύση κατέχει σημαντική θέση στον κόσμο του συγγραφέα. Οι περιγραφές της είναι αναλυτικές, οι λεπτομέρειες αποδίδονται με τη ματιά ενός μυημένου εικαστικού. Όλα βέβαια χρωματίζονται από την ψυχική διάθεση του ήρωα-συγγραφέα: όπως τονίζει και ένας άλλος ήρωας, ο Μιχάλης Παραδείσης στο Δίχως Θεό, ανάλογα με την εσωτερική σου διάθεση βλέπεις ακόμη και το Λυκαβηττό διαφορετικό.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ακόλουθης, εξεζητημένης περιγραφής, ενώ ο αφηγητής βρίσκεται, όπως ομολογεί, στην πιο «παραδεισιακή» εποχή της ζωής του:

 

Ξαναβλέπω ζωηρά στη θύμηση μου την εικόνα εκείνου του δειλινού. Από τρεις πλευρές το ταρατσάκι το έζωναν, το απομόνωναν, γειτονικά κεραμίδια, σκεπές όχι ψηλότερες από της Βένας. Πιο πέρα, κάτι τοίχοι από ένα-δυο σπίτια τρίπατα ορθώνονταν κοφτοί, μ' αυθάδεια, πάνω στο ζουμπουλί ουρανό. Σ' έναν από αυτούς, τυφλό τοίχο, πλευρικό, όλο πιτσιλή λάσπη ίσαμ' απάνω, ο ήλιος που βασίλευε πρόβαλλε τη ροδαλή του έξαψη. Έντονα, γλυκά γαλάζιος ήταν απάνω ο ουρανός, τριανταφυλλόχρυσες αχτίδες ταξίδευαν στον αέρα. Και στον τυφλό τοίχο είχε ανάψει ένα φέγγος πορτοκαλί, που ζωήρευε, ανάδινε σαν το ζεστό ψωμί ευωδιαστή άχνα. Λίγο να κλείσω τα μάτια μου, την ξαναβλέπω τη στιγμή, ανασαίνω το δυσμικό χνώτο της ώρας εκείνης. Στη γειτονιά, κάπου χαμηλά, σε δρόμο αθέατο, μια λατέρνα έπιασε να παίζει κομπιαστά κάποιο φτηνό τραγουδάκι. Ήτανε σα να μας το έστειλαν επίτηδες εκεί, για υπόκρουση.

Ωραία που είναι, Βένα, κάποτε η ζωή!...

 

Η Μυστική ζωή δομείται πάνω στις σχέσεις που αναπτύσσει ο αφηγητής-ήρωας με τους άλλους. Ο Τερζάκης οργανώνει το εγώ, την προσωπικότητα του ήρωα μέσα από μια σειρά αντιθετικών ζευγών διαγράφοντας έτσι τη διαφορετικότητα του ήρωα του. Θα μπορούσαμε σχηματικά να τα δώσουμε, όπως διατάσσονται στο κείμενο:

 

Ο αφηγητής-συγγραφέας # Κουμπίδης

Ο αφηγητής-συγγραφέας # Κλέαρχος Ροβιλάς

Ο αφηγητής-συγγραφέας # Βένα Ροβιλά

 

Στο πρόσωπο του Κουμπίδη ο αφηγητής περιγράφει μια ομάδα ανθρώπων που έχουν «το μικρόβιο της κατεργαριάς»:

 

Δε λέω σαν του φίλου μου του Κουμπίδη που, αυτός, πιάστηκε καλά τώρα τελευταία, βγάζει από τη δικηγορία, βγάζει. Τι δικηγορία δηλαδή! μεσιτείες, λαθροχειρίες, ένας θεός ξέρει τι. Στο Πανεπιστήμιο ήταν ένα στυλιάρι, πρόσωπο δίχως φυσιογνωμία, ύστερα όμως σου έβγαλε μπρος μια καπατσοσύνη, μια κατεργαριά, που θα τον πάει πολύ ψηλά, είμαι βέβαιος. «Και υπουργός», του ευχήθηκα την τελευταία φορά που τον είδα· κι εκείνος χαμογέλασε ευχαριστημένα, πράμα που δείχνει πως το έχει βάλει κιόλας στο πρόγραμμά του. Αφού το έχει βάλει, θα το πετύχει.

 

Στους αντίποδες τοποθετεί ο ήρωας τον εαυτό του κρατώντας τον τίτλο του «ηλίθιου». Δείχνει να έχει πλήρη επίγνωση ότι βρίσκεται με την πλευρά «των χαμένων» στην κοινωνία, αλλά αυτό δεν τον ενοχλεί.

Κοντά στον Κουμπίδη ο αφηγητής τοποθετεί τον Κλέαρχο Ροβιλά, που κατάγεται από ξεπεσμένη αστική οικογένεια και προσπαθεί να ξεχωρίσει, να ανέβει οικονομικά και κοινωνικά. Καυστικά ειρωνικός και πικρόχολος διαγράφει την εξέλιξη, την ανοδική πορεία του φιλόδοξου Κλέαρχου:

 

— Ταλέντο! ταλέντο! φώναξα ερεθισμένος. Όλα είναι ταλέντο! Ο Ροβιλάς που σου έλεγα πριν, να, αυτό το ταλέντο έχει. Κι αυτήν ακριβώς την κόψη θα έχει στην ίδια ηλικία. Την ίδια γερή μασέλα...

Πρωτόμπαινε τότε στον μεγάλο κόσμο και είχε όλα τα εφόδια για να σταθεί: γλώσσες, παρουσιαστικό, αέρα. Μόνο το χρήμα του 'λειπε. Τον στείλανε πρώτα σε κανά δυο αποστολές στο εξωτερικό, βοηθητικό μέλος, για εμπορικές συμβάσεις. Αλείφτηκε εδώ-εκεί, γνωρίστηκε...

Ο Ροβιλάς σήμερα ανήκει στην οικονομική ολιγαρχία κι αν τον συναντήσω

πουθενά δε θα με γνωρίσει. Δε λέω «θα κάνει πως δε με γνωρίζει». Όχι. Δε θα με γνωρίσει στ' αλήθεια, ειλικρινά, είναι πολύ απλό.

— Γιατί; τόσο άλλαξες από τότε;

— Όχι, αυτός άλλαξε, βροντοφώναξα. Παύουμε να γνωρίζουμε τους άλλους όταν αλλάζουμε εμείς, όχι αυτοί.

 

Η αρνητική θέση του ανώνυμου ήρωα για τους ανθρώπους που γίνονται πολιτικοί είναι συνεχώς παρούσα, διαπερνά το κείμενο. Θεωρεί πως τα όρια ανάμεσα στους πολιτικούς και τους οικονομικά ισχυρούς συγχέονται, σχεδόν καταργούνται. Το προσωπικό συμφέρον ωθεί ανθρώπους όπως ο Μπερκούτης να συνάψουν σχέσεις με πρόσωπα όπως η Βένα Ροβιλά, προκειμένου να ωφεληθούν κοινωνικά και οικονομικά. Ανάλογοι ήρωες υπάρχουν σε όλα τα μυθιστορήματα του Τερζάκη. Αποτελούν τους έξυπνους στη ζωή που καταφέρνουν να επιπλέουν σε όλες τις εποχές και σε όλες τις περιστάσεις.

Η Βένα Ροβιλά, αδελφή του Κλέαρχου, αποτελεί το πρόσωπο γύρω από το οποίο στρέφεται η ιστορία που γράφει ο αφηγητής. Η Βένα είναι «τα μάτια» που στοιχειώνουν τον ύπνο του, η αιτία που τον οδηγεί στη συγγραφή. Αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την πορεία του προς το Άγνωστο, τη συνειδητοποίηση της ύπαρξής του μέσα από το διαφορετικό, το «δεύτερο φύλο», που τελικά αναδεικνύεται ως το «alter ego» του:

 

Η Βένα ήτανε για μένα μια περίπτωση, ένα θέμα ζωής, ένα ζωντανό πλάσμα δίχως σταθερό περίγραμμα, φευγαλέο καθώς ο ίσκιος, η νιότη, η γνώση. Μου άρεσε να κάθομαι και να το συλλογιέμαι αναλύοντας με σκεπτικισμό τις αντιδράσεις που μου προκαλούσε.

 

Η ιστορία αφηγητή-Βένας θα μπορούσε να θεωρηθεί συνηθισμένο θέμα στο έργο του Τερζάκη. Ανάλογες είναι οι σχέσεις Φώτου-Εύας στους Δεσμώτες, Γιάννη-Σοφίας στη Μενεξεδένια πολιτεία, Μιχάλη-Νίνας στο Δίχως Θεό. Στη Μυστική ζωή η σχέση περνά μέσα από μια βαθύτερη, ουσιαστικότερη, μυστική επικοινωνία, που άλλοτε είναι φιλική και άλλοτε εχθρική. Η ηρωίδα διαγράφεται περισσότερο μυστηριώδης, απόμακρη και ταυτόχρονα κοντινή από όσο οι άλλες ηρωίδες. Ακόμα και η απόπειρα της να αυτοκτονήσει αιωρείται, χωρίς ποτέ να διευκρινίζεται. Παράλληλα δεν ομολογεί ποτέ τα αισθήματά της για τον ήρωα, παρόλο που εκείνη είναι που καταργεί τον πληθυντικό και του ζήτα να είναι ο μοναδικός της φίλος.

Ο έρωτας που υποφώσκει χωρίς ποτέ κανείς να τον εκδηλώνει —αφού και οι δύο για διαφορετικούς λόγους τον αρνούνται— φέρνει και τους δύο στην απόλυτη ταύτιση, μέσα από τη σκέψη όμως, την κοινή κοσμοθεωρία. Ο τρόπος λοιπόν που αντιμετωπίζουν τη ζωή, η «λαχτάρα του ανέφικτου», του απόλυτου, η «διάχυτη ευτέλεια» που τους πληγώνει, είναι μερικά από τα ζητήματα που απασχολούν τη Βένα και τον αφηγητή, αλλά και τον Τερζάκη ως δοκιμιογράφο. Η ειρωνεία ως μέσο αντίδρασης και άμυνας ελκύει και τους δύο οδηγώντας τους συχνά σε ένα διαλεκτικό παιχνίδι που περιλαμβάνει και φιλοσοφικά ζητήματα. Μέσα από τις ατέρμονες συζητήσεις ανιχνεύουν ο ένας τον άλλο, δεν φτάνουν όμως ποτέ στην εξομολόγηση. Ο αφηγητής «διατυμπανίζει» σταθερά πως αυτή η ιστορία δεν είναι ερωτική:

 

Θα μου ήταν πολύ δυσάρεστο να νομίσει κανένας πως είχα ενδιαφερθεί τάχα ιδιαίτερα για τη Βένα Ροβιλά. Διαμαρτύρομαι! και μόνο μια τέτοια σκέψη με κάνει έξω φρενών. Ας ξεκαθαριστεί λοιπόν αυτό το ζήτημα μια για πάντα. Το γκρεμίζω το παλάτι από τραπουλόχαρτα που θα στήσει ίσως στη φαντασία του εκείνος που διαβάζει τούτο το χειρόγραφο, κακομαθημένος από τα μυθιστορήματα.

 

Ως ένα είδος συμβολικής πρόρρησης θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ήχος από το ροκάνισμα ενός «αόρατου» μαραγκού που εργάζεται στο υπόγειο του σπιτιού της Βένας. Ο ήχος συνοδεύει τις συζητήσεις τους, παύει να ακούγεται στις πιο όμορφες στιγμές και επανέρχεται εντονότερα λίγο πριν από το τέλος:

 

Κάτω στην εξώπορτα, άκουσα και τον αόρατο μαραγκό στο υπόγειο, να ροκανίζει. Τον άκουσα σήμερα με ιδιαίτερη διαύγεια, δεν ξέρω γιατί. Για κάμποση ώρα μάλιστα, καθώς πηγαίναμε στο δρόμο, μου έμενε αυτό το υποχθόνιο μούρμουρο εντυπωμένο στ' αυτιά μου.

 

Η σχέση σιγά σιγά φυλλορροεί, «ροκανίζεται», ξεφτίζει, ο χρόνος της αφήγησης συμπυκνώνεται δραστικά:

 

Δεν ξέρω κι εγώ τι θέλω τώρα, νιώθω ολοένα και χειρότερα, ούτε αλλού βολεύομαι ούτ' εδώ. Μακριά της τρέμω, κοντά πνίγομαι. Αυτό έχει βαστήξει ημέρες, μπορεί και βδομάδες. Τέλος, ανειδοποίητα, όλα σβήνονται. Σα να φύσηξε άνεμος δυνατός μέσα στη νύχτα, συνεπήρε τους ίσκιους, σφούγγιξε καλά την ατμόσφαιρα, να τη λαμπικάρει.

 

Η μοναξιά κυριαρχεί και πάλι στο τέλος, όπως και στην αρχή, μόνο που ο τόνος έχει αλλάξει. Το κακό που τον παραμόνευε σε όλο το έργο έχει πλησιάσει, αλλά κάτι χαρούμενο, «παραδεισένιο» κυριαρχεί

τον αφηγητή:

 

Δεν πιστεύω μα την αλήθεια να υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να ζει βουτηγμένος έτσι καθώς εγώ σε ήχους και σε χρώματα. Μια βλάστηση απίθανη είναι, οργιαστική, κήπος δίχως προηγούμενο, κάπου έξω από τις διαστάσεις του κόσμου τούτου. Άλλη πλάση.

 

Η μεταφυσική αγωνία πού τον διακατείχε γίνεται μεταφυσική πίστη; Η ζωή έξω από το χρόνο, σε άλλη διάσταση, που αποτελούσε και τον καημό του Μιχάλη Παραδείση, μοιάζει να γίνεται πραγματικότητα για τον ήρωα στη Μυστική ζωή... Ο ενεστώτας γίνεται μέλλοντας:

 

Θα μεταλλάξω σε φυτό. Θα τρέφομαι με φως από τον ήλιο και με μύρα που ταξιδεύουν στον αέρα· θα σαλεύω λικνιστικά στον άνεμο, θα ρεμβάζω. Όλη μέρα θα ρεμβάζω, όλο το χρόνο θα ρεμβάζω, όλη τη ζωή. Πέρα από τη ζωή.

 

Και το όνομα της Βένας είναι το όνομα ενός φυτού, της βερβένας, που έδινε την ευωδιά του στο σπίτι της, όταν εκείνος την επισκεπτόταν... Η μετάλλαξη σε φυτό, το σταμάτημα του χρόνου, η ταύτιση με τα αστέρια και το σύμπαν μοιάζουν να δίνουν το νόημα του Αγνώστου στον ήρωα, να του αποκαλύπτουν(;) τη «μοναδική», «απόρρητη», την άρρητη τελικά Αλήθεια. Είναι η μοναδική φορά που ο Τερζάκης ως στοχαστής φαίνεται πως καταλήγει σε ένα μοναδικό συμπέρασμα. Όμως ο πεζογράφος Τερζάκης τον διασώζει με το εύρημα του τέλους. Ο θάνατος έρχεται να σφραγίσει το μεγάλο μυστικό. Ο αφηγητής-συγγραφέας περνά στην αθανασία μέσα από την έκδοση του χειρογράφου του. Ο Τερζάκης θα συνεχίσει ως θεατρικός -συγγραφέας και δοκιμιογράφος για αρκετά χρόνια μετά την έκδοση της Μυστικής ζωής.