Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία
 
μετάφραση Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 294-296
 
 
 

 Είναι μάλλον αποκαλυπτικό ότι και οι δύο γυναίκες συγγραφείς, πρωτοπόροι στην εποχή τους, αμέσως μετά τη δημοσίευση αυτών των έργων τους εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία, όπου συνέχισαν να γράφουν και να δημοσιεύουν στα γαλλικά. Στην Ελλάδα, τα μυθιστορήματα εκείνα που σφράγισαν με την παρουσία τους τη δεκαετία του ’30 χρονολογικά ακολουθούν Τα Ψάθινα καπέλα και το Contre-Temps, αλλά, σε αντιδιαστολή προς αυτά, είναι έργα ώριμων πια συγγραφέων αυτής της δεκαετίας, ενώ υφολογικά και τεχνικά αντιπροσωπεύουν την πληρέστερη εξέλιξη, των συγγραφέων τους προς την κατεύθυνση του αστικού ρεαλισμού.

Το Δίχως θεό (1951) του Άγγελου Τερζάκη και Ο Κίτρινος φάκελος (1956) του Μ. Καραγάτση θεωρούνται τα αρτιότερα έργα των συγγραφέων τους. Και τα δύο είναι εκτεταμένα μυθιστορήματα με μεγάλο πλήθος ηρώων και γραμμένα με έναν εντελώς ρεαλιστικό τρόπο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα γεγονότα που εξιστορούν είναι πάντοτε πολύ πειστικά!). Η δράση στο Δίχως θεό εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 και τελειώνει τις παραμονές του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Ο στόχος, αντίθετα, του Καραγάτση είναι πιο εμφανής: επιχειρεί μιαν ανατομία της προπολεμικής περιόδου. Η υπόθεση του Κίτρινου φακέλου αφορά στη ζωή ενός πρωταγωνιστή, ο οποίος πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες το 1938, και στις δραστηριότητες του μεταπολεμικού αφηγητή, ο οποίος ανοίγει το φάκελο και αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση.

Ο κεντρικός ήρωας του Τερζάκη φέρει το οπωσδήποτε συμβολικό όνομα, Μιχάλης Παραδείσης. Είναι συγχρόνως εκφραστής και θύμα της εποχής του. Γεννημένος το 1897, τη χρονιά της συντριπτικής ήττας των Ελλήνων από τους Τούρκους, μαζί με τους άλλους της γενιάς του στρατεύτηκε κατά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και εν συνεχεία πολέμησε στη Μικρά Ασία, για να γυρίσει μετά την Καταστροφή του 1922 “Αδειανός απ’ όλα όσα τον είχανε γεμίσει πριν... Απλούστατα, δεν πίστευε πια σε τίποτα...”. Όπως και πολλοί μυθιστοριογράφοι του τέλους της δεκαετίας του ’30, ο Παραδείσης αναζητά την αναγέννηση μέσα από την επιστροφή στη φύση και τους ταπεινούς ανθρώπους του παραδείσου των νησιών του Αιγαίου, όπου ‘καλλιεργεί τον κήπο του’ με θαυμαστά αποτελέσματα. Η μοναξιά όμως που συνοδεύει το κατόρθωμά του τον αφήνει ανικανοποίητο και επιστρέφει στην πόλη. Εκεί, για λόγους που δεν είναι απολύτως σαφείς, αναλαμβάνει να αναθρέψει ο ίδιος τα ορφανά ανίψια του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Επιπλέον, αποφασίζει να εργαστεί, μάταια όμως, για το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, πρώτα ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και στη συνέχεια ως σύνδεσμος με έναν αναρχικό έμπορο όπλων. Καμιά του προσπάθεια όμως δεν πετυχαίνει και ο Παραδείσης γίνεται το εξιλαστήριο θύμα. Τα ίδια τα ανίψια του προκαλούν το θάνατό του και ο κόσμος γύρω του ολισθαίνει προς τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Το θλιβερό συμπέρασμα αυτού του μυθιστορήματος συνοψίζεται από τον ίδιο τον ήρωα λίγο πριν από το τέλος:

 

«Το δραματικό χαρακτηριστικό του καιρού μας, λέω, είναι ότι για πρώτη φορά στα ιστορημένα και στ’ ανιστόρητα ίσως χρόνια, πασχίζει να ζήσει δίχως θεό».

 

Αξίζει να υπογραμμιστεί μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία ανάμεσα στη μάταιη θυσία του Παραδείση και αυτή του Μανωλιού από το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη, που γράφτηκε λίγο πριν από το Δίχως θεό, αλλά δημοσιεύτηκε τρία χρόνια αργότερα. Ο Τερζάκης, σε αντίθεση με τον Καζαντζάκη θεματοποιεί συγκεκριμένες εμπειρίες μιας γενιάς από την ελληνική αστική ζωή. Ο Παραδείσης, όπως αναφέρεται στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος, “Είχε την αίσθηση πως ανήκει σε μια γενιά θυσιασμένη”. Προς το τέλος του μυθιστορήματος, ένας άλλος ήρωας τον προειδοποιεί ότι “οι επαναστάσεις [δεν] τρέφονται με τα παιδιά τους [...αλλά] με τους πατεράδες τους”. Η περίφημη γενιά του ’30, λοιπόν, παρουσιάζεται από τον Τερζάκη ως διπλό θύμα: θυσίασε τα νιάτα της, κατά προτροπή των μεγαλυτέρων, σ’ ένα μάταιο πόλεμο, και θυσιάστηκε και η ίδια στο αχόρταγο και αχάριστο πνεύμα της επόμενης γενιάς.

Ο Κίτρινος φάκελος αναφέρεται στην ίδια περίοδο. Ενώ η εικόνα της ελληνικής αστικής ζωής που δίνει ο Καραγάτσης είναι πιο φωτεινή και πιο υγιής από αυτήν του Τερζάκη, και αυτό το μυθιστόρημα επιβεβαιώνει το τέλος του προπολεμικού κόσμου. Οι ήρωες των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του Καραγάτση, που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του ’30, είχαν εξαιρετικές ικανότητες. Ήταν όμως ανίκανοι να αντισταθούν στις βιολογικές ορμές τους και τελικά καταστρέφονταν. Ο Κίτρινος φάκελος είναι η ιστορία ενός μυθιστορηματικού συγγραφέα στα 1930, ο οποίος επιχειρεί με το μυθιστόρημά του να αποδείξει και να επαληθεύσει τη θεωρία του βιολογικού και υλικού ντετερμινισμού. Τόσο ο ίδιος ο Καραγάτσης εκείνη την περίοδο, όσο και ο ήρωάς του Μάνος Τασάκος, εμπνέονται από τις απόψεις του Εμίλ Ζολά, ότι ο μυθιστοριογράφος είναι ένα είδος επιστήμονα, που ψύχραιμα πειραματίζεται με το ανθρώπινο υλικό του. Στο έργο του Καραγάτση, όμως, ο Τασάκος μεταφέρει το πείραμά του στην πραγματική ζωή και εμπλέκει τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν σε μια ζοφερή δίνη, ώστε να αποκτήσει το μυθιστόρημά του ‘πλοκή’ και να τεκμηριώσει τη θεωρία του. Χαμένος αυτής της υπόθεσης είναι τελικά ο ίδιος ο Τασάκος, γιατί όταν το κορίτσι, που υπήρξε το κυριότερο θύμα του, διαβάζει το περιεχόμενο του κίτρινου φακέλου, τον πυροβολεί θανάσιμα. Η σύνθεση του μυθιστορηματικού υλικού, για το οποίο τόσο άσπλαχνα ο Τασάκος θυσίασε την ευτυχία τη δική του και των άλλων, βραχυκυκλώνεται. Το μοιραίο λάθος της όλης θεωρητικής κατασκευής του αποκαλύπτεται με την επιθανάτια πράξη του: προκειμένου να σώσει το κορίτσι, το οποίο παρ’ όλα αυτά αγαπούσε, γράφει ένα ψεύτικο σημείωμα αυτοκτονίας

 

«ως το αναπότρεπτο, το δίκαιο θάνατο που μού ’δωσε το χέρι σου».

 

Με το μυθιστόρημά του αυτό ο Καραγάτσης ελέγχει όλο το προηγούμενο έργο του. Θεωρεί ότι διέγραψε και ολοκλήρωσε την τροχιά του, όπως ακριβώς και η ‘σατανική’ δεκαετία, στη διάρκεια της οποίας το συνέθεσε. Μέσα από το δικό του πρίσμα κοιτάζει τώρα ο Καραγάτσης τον κόσμο του Τασάκου και εκφωνεί τον επιτάφιό του. Ο κύκλος, όμως, δεν έχει ολότελα διαγραφεί. Ο Τασάκος δολοφονήθηκε πριν ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του. Ο Καραγάτσης όμως μπορεί τώρα, μετά την πάροδο δέκα ετών, να χρησιμοποιήσει την αποτυχημένη εκδοχή του ήρωά του για να συνθέσει ένα άλλο, διαφορετικό μυθιστόρημα, σε έναν κόσμο νέο και πιο φωτεινό, σε έναν κόσμο όπου ο βιομηχανικός καπιταλισμός υποσχόταν και εγγυόταν τη μελλοντική ευτυχία.