Σαχίνης Απόστολος, Πεζογράφοι του καιρού μας
 
Αθήνα 1978, 2η έκδοση, Εστία. «Άγγελος Τερζάκης», σσ. 103-107
 
 
 

Δίχως Θεό

Μυστική ζωή

 

Το μυθιστόρημα της μικροαστικής ζωής εγκαινιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Δημοσθένη Βουτυρά, ωστόσο συστηματικά καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε από τον Άγγελο Τερζάκη. Το είδος αυτό του νεοελληνικού μυθιστορήματος περιγράφει τη ζωή που σέρνεται μέσα στις ταβέρνες, τις συνοικίες, τις φτωχογειτονιές, και ζωντανεύει αδύνατους και άβουλους ανθρώπους, ανίκανους για τη ζωή ή για τη δράση, που οδηγούνται αναπότρεπτα στην αποτυχία. Αυτό ακριβώς το ψυχικό κλίμα της αποτυχίας χαρακτηρίζει περισσότερο από καθετί άλλο το μυθιστόρημα της μικροαστικής ζωής. Ο Άγγελος Τερζάκης από τα πρώτα ήδη φανερώματά του στη λογοτεχνία έδειξε αναμφισβήτητη έλξη προς το μυθιστόρημα αυτό: οι Δεσμώτες, Η παρακμή των Σκληρών, Η μενεξεδένια πολιτεία, η Στοργή, το Δίχως Θεό, η Μυστική ζωή, στρέφονται ολοένα γύρω από τη μικροαστική ζωή διαγράφουν ανθρώπους της αποτυχίας και δημιουργούν ένα πνιγερό, άλλα υποβλητικό και χαρακτηριστικό, κλίμα απαισιοδοξίας και κατάθλιψης. Έτσι ο Άγγελος Τερζάκης παρουσιάζεται μέσα στη νεώτερη πεζογραφία μας ως ο αντιπροσωπευτικότερος συγγραφέας του μυθιστορήματος της μικροαστικής ζωής.

Στο Δίχως Θεό ( 1951 ) υπάρχει το δράμα ενός νέου ανθρώπου, του Μιχάλη Παραδείση, που αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της καταστραμμένης νεότητάς του στην ανατροφή της Κλεοπάτρας και του Τηλέμαχου, των δυο ορφανών ανιψιών του, και που μοναδική ανταμοιβή των θυσιών και των φροντίδων του ήταν η μια να γίνη πόρνη και ο άλλος φανατικός κομμουνιστής. Ο Τηλέμαχος μάλιστα αποπειράται στο τέλος του βιβλίου να δολοφονήση το θείο και κηδεμόνα του και του προκαλεί, με την απόπειρά του, την κρίση της στηθάγχης που οδήγησε στο θάνατό του. Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται στα τελευταία μεσοπολεμικά χρόνια και τελειώνει όταν αρχίζει ο πόλεμος του 1939. Το κεντρικό πρόσωπο στο Δίχως Θεό είναι ένας αποτυχημένος στη ζωή διανοούμενος, ένας κομμουνιστής της θεωρίας, που αμφιβάλλει και διστάζει. Η ιστορία του είναι μια κοινή, άσημη και άδοξη ιστορία ενός συνηθισμένου ανθρώπινου τύπου. Ωστόσο ο Άγγελος Τερζάκης, για να απομακρύνη τις ενδεχόμενες θεωρητικές αντιρρήσεις και να διαλύση τις ενδεχόμενες υποψίες του αναγνώστη, μήπως σπατάλησε τις συγγραφικές ικανότητές του με ένα πρόσωπο που δεν παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, βάζει στο στόμα του Παραδείση αυτά τα λόγια, που αποτελούν και την αιτιολόγηση της συγγραφής του βιβλίου: « Όλοι μας έχουμε μιαν ιστορία. Δε χρειάζεται δα να είναι και πολύ σημαντική. Φτάνει αυτός που θα τη γράψη να μη την προδώση». Ο μυθιστορηματικός τύπος του Άγγελου Τερζάκη δεν είναι ο ήρωας, είναι ο μάρτυρας· δεν είναι ο άνθρωπος - θύτης, είναι ο άνθρωπος - θύμα· δεν είναι αυτός που παλεύει για να νικήση, αλλά αυτός που υποτάσσεται πριν καλά-καλά αρχίση τον αγώνα. Έτσι ο Μιχάλης Παραδείσης είναι αδύνατος χαρακτήρας, είναι άβουλος, είναι ακοινώνητος· όμως παρουσιάζεται πολύ ανθρώπινος, και σιγά-σιγά μας γίνεται συμπαθητικός και μας κατακτά με την ανθρωπιά του. Όταν μάλιστα προσεγγίζει τα όρια του θανάτου, ο συγγραφέας τον δείχνει πιο ενδιαφέροντα και πιο σημαντικό. Ο Παραδείσης είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος, που βλέπει να διαψεύδωνται διαδοχικά όλα τα σχέδια, όλοι οι σκοποί, όλα τα όνειρά του, και που στο τέλος πεθαίνει νέος, ολότελα απογοητευμένος, ηττημένος και εξουθενωμένος από τη ζωή. Στο τέλος ο Παραδείσης συντρίβεται ψυχικά, γίνεται μοιρολάτρης και υποτάσσεται χωρίς αντίσταση στη μοίρα του. Βέβαια ως ένα σημείο φταίει ο ίδιος και η ιδιοσυγκρασία του γι' αυτή την πορεία της ζωής του στο Δίχως Θεό, όμως η επιτυχία του συγγραφέα βρίσκεται στο ότι από το σημείο αυτό και πέρα η τύχη του Παραδείση φαίνεται πως ορίζεται από μια παντοδύναμη μοίρα, στην οποία και να ήθελε δεν θα μπορούσε να αντιδράση· από ένα σημείο και πέρα η αντίδραση φαίνεται μάταιη στο μυθιστόρημα και η καταδίκη του Παραδείση ανέκκλητη. Τα πρώτα μυθιστορήματα του Άγγελου Τερζάκη, αντίθετα, (Δεσμώτες, Η παρακμή των Σκληρών ) δεν είναι απόλυτα επιτυχημένα και τα πρόσωπά τους, με τις καθημερινές αγωνίες τους, δεν πείθουν και δεν συγκινούν τόσο τον αναγνώστη, κυρίως γιατί αυτά τα ίδια τα πρόσωπα είναι υπεύθυνα για την τύχη τους, γιατί αυτά τα ίδια δημιουργούν τις αδιέξοδες καταστάσεις όπου οδηγούνται.

Το Δίχως Θεό είναι κατά βάση μυθιστόρημα της μικροαστικής πραγματικότητας· απεικονίζει μια περιθωριακή και συνοικιακή ζωή, που λιμνάζει άδοξα μέσα στην πνιγερή και θλιβερή ρουτίνα. Χωρίς αμφιβολία κάποια υπολείμματα της επίδρασης του Δημοσθένη Βουτυρά, η οποία συναντάται εντονώτερα στις πρώτες διηγηματικές συλλογές του Άγγελου Τερζάκη, υπάρχουν ακόμα εδώ κι' εκεί στην πεζογραφία του. Ωστόσο από την άλλη μεριά, με το Δίχως Θεό, ο συγγραφέας πλησιάζει το μυθιστόρημα ιδεών· ας μην ξεχνούμε πως ο Παραδείσης είναι διανοούμενος. Έτσι θα συναντήσουμε πολλές συζητήσεις μέσα στο βιβλίο, όχι μόνο για τον κομμουνισμό, που αποτελεί το κύριο θέμα τους, αλλά και για γενικότερα ζητήματα. Η φιλοσοφική συζήτηση μάλιστα, που γίνεται στο ΚΖ' κεφάλαιο μπροστά στο λείψανο της νεκρής μητέρας του Βλαγκή, τη νύχτα, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ως σκηνή και ως περιεχόμενο. Στις συζητήσεις αυτές αιτιολογείται και ο τίτλος του μυθιστορήματος· ανάμεσα στις ιδέες που εκφράζει ο Παραδείσης βρίσκονται και οι ακόλουθες: « Είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του » ( σ. 161 )· και πιο κάτω: « Το δραματικό χαρακτηριστικό του καιρού μας είναι ότι πασχίζει να ζήση δίχως Θεό » ( σ. 303 ). Αλλά από την άποψη της διανόησης και της σκέψης, υπάρχει μια αντινομία στον ανθρώπινο τύπο του Παραδείση: ενώ μας παρουσιάζεται ως συγκροτημένος και αξιόλογος στοχαστής, στη ζωή είναι ένας άβουλος κι' ένας αποτυχημένος. Από την άλλη μεριά, ως μυθιστορηματικό πρόσωπο, ο Παραδείσης μπορεί να φαίνεται σκιώδης· όμως αυτό δεν είναι λάθος του συγγραφέα: ο τύπος του Παραδείση είναι τέτοιος και στη ζωή. Πιο αχνή, απωθημένη σ' ένα ποιητικό σκιόφως, δείχνεται η μορφή της αγαπημένης του, της άτυχης Νίνας· πιο ζωντανά και αληθινά μυθιστορηματικά πρόσωπα η ξαδέρφη του Ελπινίκη και ο αδερφικός του φίλος Τέλης Βλαγκής, που φέρνουν μια πνοή υγείας στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα του βιβλίου· και πιο αδικαίωτος τύπος του μυθιστορήματος ο παράδοξος και απίθανος Τετεκούλης, ο όποιος, όπως και οι άλλοι τύποι της ταβέρνας, θυμίζει Βουτυρά.

Διαβάζοντας το Δίχως Θεό ο αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση πως μακραίνει αδικαιολόγητα και πως ο συγγραφέας γεμίζει τις πολλές και πυκνές σελίδες του για να διαγράψη ένα πρόσωπο και να αναστήση μια ζωή, που δεν παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ωστόσο το γράψιμο του Άγγελου Τερζάκη εδώ είναι πολύ ελεύθερο και η αφήγηση πορεύεται ομαλά και αβίαστα, χωρίς καμιά «« φιλολογικότητα» και χωρίς τους περιορισμούς μιας προσεκτικής και άμεμπτης αρχιτεκτονικής. Πραγματικά στο Δίχως Θεό   η  οικοδομική   θέληση   του   συγγραφέα   είναι κάπως μειωμένη. Μέσα στο μυθιστόρημα δεν λέγονται και δεν συμβαίνουν μόνο τα απαραίτητα, και κάποτε-κάποτε ο Άγγελος Τερζάκης ξεφεύγει από το ουσιαστικό και το κύριο, για να ξεστρατίση σε περιοχές όπου χαίρεται τη χαρά της άδολης και αφιλόκερδης αφήγησης. Υπάρχει μια αξιοσημείωτη άνεση στην έκφραση εδώ, που κάνει το Δίχως Θεό να ξεχωρίζη από τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Άγγελου Τερζάκη.