Σαχίνης Απόστολος, Πεζογράφοι του καιρού μας
 
Αθήνα 1978, Εστία. Σσ. 11-29
 
 
 
Έπειτα από είκοσι χρόνια ο Γιάννης Μπεράτης μας έδωσε το σύνολο του προσωπικού ημερολογίου του από τον πόλεμο της Αλβανίας : Το πλατύ ποτάμι ( 1965 ). Η πρώτη έκδοση του βιβλίου, στα 1946, δεν περιλάμβανε ούτε το ένα τέταρτο του έργου. Στην οριστική έκδοση έχουμε έναν πυκνοτυπωμένο τόμο από 450 σελίδες, όπου ολοκληρώνεται η εικόνα την οποία διαγράφει ο συγγραφέας από το αλβανικό μέτωπο, από τη σύγχυση της συνθηκολόγησης, από την υποχώρηση. Και Το πλατύ ποτάμι, όπως και το Οδοιπορικό του 43, είναι ένα βιβλίο ολότελα υποκειμενικό: ο Γιάννης Μπεράτης μας αφηγείται λεπτομερειακά τα περιστατικά που έτυχαν στον ίδιο, τις εμπειρίες που ο ίδιος δοκίμασε και έζησε, όταν κατατάχτηκε για να υπηρετήση, ως εθελοντής, στον πόλεμο της προπαγάνδας. Η αφήγηση αρχίζει από την κατάταξή του στην Αθήνα, προχωρεί στην εξιστόρηση της υπηρεσίας του στο Σώμα Στρατού, που ήταν η βάση του, και στην προώθησή του στις πρώτες γραμμές του μετώπου, από όπου, με τα μεγάφωνα, προπαγανδίζει στους Ιταλούς τις ελληνικές απόψεις, και καταλήγει στην υποχώρηση στο Μέτσοβο και στο Χάνι Μουργκάνη, όπου αιχμαλωτίζεται, μαζί με τους συναδέλφους του, από τους Γερμανούς. Είναι μια αφήγηση συγκινητική, πολύ ανθρώπινη, χρωματισμένη έντονα από την προσωπικότητα και την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα.
Ωστόσο η αξία του βιβλίου δεν βρίσκεται στο τι αφηγείται ο Γιάννης Μπεράτης, αλλά στο πώς μας το αφηγείται. Βέβαια ο πόλεμος της Αλβανίας, ως θέμα, παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον για τους Έλληνες αναγνώστες, και από την άποψη αυτή Το πλατύ ποτάμι αποτελεί μια πολύτιμη προσωπική μαρτυρία. Αλλά, από την πλευρά του περιεχόμενου, θα είχε κανείς να σημειώση την αφθονία της λεπτομέρειας, που είναι εντελώς ιδιωτικής σημασίας. Ο Γιάννης Μπεράτης μας τα διηγείται όλα: δεν παραλείπει σχεδόν τίποτα από τα καθημερινά περιστατικά που έζησε στους μήνες της υπηρεσίας του και της συμμετοχής του στον πόλεμο. Και τα παραμικρά και τα πιο ασήμαντα περιστατικά γίνονται θέματα της εξιστόρησής του, έτσι που να συμπεράνη κανείς πως ο συγγραφέας κρατούσε λεπτομερειακό ημερολόγιο των γεγονότων και των επεισοδίων της κάθε μέρας του. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να θυμάται όλες τις συχνά ασήμαντες, αλλά ιδιαίτερα ανθρώπινες, λεπτομέρειες της προσωπικής και της υποκειμενικής πλευράς του πολέμου.
Αυτά ως προς το περιεχόμενο· ωστόσο ο Γιάννης Μπεράτης κερδίζει τον αναγνώστη του με τη μορφή, με τον τρόπο με τον οποίο εκφράζει την περίπτωσή του ως ατόμου, ως μοναδικής δηλαδή και ανεπανάληπτης προσωπικότητας. Το πλατύ ποτάμι είναι ουσιαστικά ένα ημερολόγιο του πολέμου : καταγράφει κανονικά, κατά χρονολογική σειρά και τάξη, τα γεγονότα, αλλά και τις αντιδράσεις του συγγραφέα στα γεγονότα αυτά. Οι αντιδράσεις ακριβώς του Γιάννη Μπεράτη και ο έμμεσος, πλάγιος, συγκρατημένος, τρόπος με τον όποιο μας δίνονται, συνιστούν την αξία και τη σημασία του βιβλίου. Η αφήγηση έχει πολλή γοητεία και πολλή χάρη, καθώς επιμένει στα ολότελα καθημερινά, στα ολότελα ιδιωτικής σημασίας περιστατικά, που ο συγγραφέας τα ζωντανεύει αβίαστα, χωρίς προσπάθεια, με εκπληκτική αμεσότητα και αναπαραστατική ικανότητα. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που συνάντησε ο Γιάννης Μπεράτης στο μέτωπο, που τα γνώρισε καλά και τα συναναστράφηκε: στέκονται ολόκληρα και ανάγλυφα μπροστά στον αναγνώστη με όλες τις ιδιομορφίες τους, με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Έτσι έχουμε το σεμνό και ακέραιο Στέλιο Καψωμένο, που δεν είναι άλλος από τον καθηγητή της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης· τον ιπποτικό, γραφικό και ψυχικά γενναιόδωρο αντισυνταγματάρχη Σγουρό· τον επιτήδειο και αεικίνητο Τσουμπρή· τον Ανανίου, τον Πολιτόπουλο, τον Κωστόπουλο και τόσους άλλους, που αποτελούν αλησμόνητες προσωπογραφίες.
Θα πρέπει να μεταφέρη κανείς εδώ μεγάλα αποσπάσματα του βιβλίου, για να δείξη αυτή την πλαστική ικανότητα του συγγραφέα στο ζωντάνεμα σκηνών, προσώπων και καταστάσεων. Θαυμάσιο είναι ολόκληρο το κεφάλαιο « Οι κήρυκες», ιδιαίτερα οι σελίδες 244-252. Εδώ ο Γιάννης Μπεράτης, με συγκρατημένη συγκίνηση, ανάμικτη με χιούμορ και με χάρη, με πλάγια έκφραση, με άμεσο και φυσικό διάλογο, μας παρουσιάζει τον απλό στρατιώτη στη σχέση του με τον εχθρό, κι' αυτόν τον ίδιο τον εχθρό, όχι πια αφηρημένο και απρόσωπο, αλλά με τη μορφή καλοκάγαθων και ανεξίκακων ανθρώπων που πολεμούν, αλλά που λαχταρούν και περιμένουν την ειρήνη. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο αυτό, όπου ο λοχίας - κήρυκας εκθέτει στον αντισυνταγματάρχη Σγουρό τα σχετικά με την αποστολή του στα χαρακώματα των Ιταλών : « Μα σαν πλησιάσανε πιο πολύ ακόμη κι' είδανε καλά την άσπρη σημαία, όλα αλλάξανε μεμιάς, κύριε διοικητά. Ποιος ξέρει τι τους πέρασε από το μυαλό — μα να σου πω την αλήθεια, νομίζω πως τους φάνηκε πως τους φέρνουμε Ειρήνη. Ε! και τότε να δεις αγκαλιάσματα και φιλιά και περιποίηση και ζήτω και χοροπηδήματα από παντού. Κ' ύστερα τους βάλανε κάπου να καθήσουν μες στην αυλή κι' όλο γυρίζανε και γυροφέρνανε γύρω τους, αλλά σε κάποια απόσταση. Τότε σηκώθηκα κι' όπως μου 'χες πει, κύριε διοικητά, τους τράταρα τσιγάρο. Στην αρχή δεν θέλαν ( κάναν δηλαδή πως δεν θέλουν ), μα σαν είδαν καλύτερα το κουτί τον « Άσσο », ριχτήκαν όλοι πάνω μας σα λιμασμένοι... Τώρα, μετά τα τσιγάρα, όλοι ήτανε δίπλα μας, γελούσαν κι' όλο μας κάναν νοήματα — κι ένας λοχίας έφερε και μας τράταρε καφέ... Μετά μας φέρανε από δυο άσπρα ψωμάκια του καθενός και τυρί μαλακό μέσα σε ασημένιο χαρτί και δώσ' του όλο και μαζεύονταν γύρω μας, μας αγκαλιάζανε από παντού κι' όλο κάτι λέγανε... Μετά μας πήραν και μας φέρανε ως εκεί που 'χαμε πρωτοφτάσει, μας λύσανε τα μάτια κι' όλο μας χαιρετούσανε με χειραψίες και μ' αγκαλιές στους ώμους. Στου Δημήτρη την τσέπη, σώνει και καλά, βάλανε έναν αναφτήρα και στη δικιά μου — ούτε κι' εγώ ξέρω πώς βρέθηκε — ένα σουγιά. Τι να πεις, κύριε διοικητά, Τι να πεις; Νάτος ο αναφτήρας κι' ο σουγιάς » (σ. 248 - 252 ). Τέτοιες ωραίες σελίδες σπάνια συναντά κανείς στην αφηγηματική πεζογραφία μας. Είναι σελίδες που εικονίζουν τον άνθρωπο στις πιο ανθρώπινες, δηλαδή στις πιο αυθόρμητες και τις πιο γνήσιες, στιγμές του.