Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία 1821-1992
 
μετφ. Ευαγγελία Ζούργου- Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 297-300
 
 
 

Μυθιστορηματικές Μαρτυρίες. Την ίδια χρονιά που η Λυμπεράκη δημοσίευσε Τα Ψάθινα καπέλα, έργο με το οποίο επιχειρούσε μια κριτική θεώρηση της δεκαετίας του ’30, ο Γιάννης Μπεράτης δημοσίευσε Το Πλατύ ποτάμι και το Οδοιπορικό του ’43. Πρόκειται για δύο βιβλία, στα οποία ο συγγραφέας εξιστορούσε γεγονότα του πολέμου και της Κατοχής γεγονότα, τα οποία πολύ προκλητικά είτε αποσιωπούνταν είτε αναφέρονταν με μεγάλη συντομία στα μυθιστορήματα που μέχρι τώρα εξετάστηκαν. Το πρώτο, χάρη στη ζωντανή και απέριττη εξιστόρηση των συνθηκών διαβίωσης στο αλβανικό μέτωπο το χειμώνα του 1940, απέσπασε πολύ ευνοϊκές κριτικές και μέχρι το 1980 επισκίασε τα άλλα δύο μυθιστορήματά του. Η συγγραφική δραστηριότητα του Μπεράτη είχε αρχίσει από το 1930, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, με τη Διασπορά, μια από τις πρώτες και πιο ριζοσπαστικές μοντερνιστικές δοκιμές εκείνης της δεκαετίας. Ο Μπεράτης, πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές του ’60 βρέθηκε πάλι στην πρωτοπορία. Με τη νουβέλα του Στρόβιλος (1961) συμμετείχε στο νέο ρεύμα της πειραματικής πεζογραφίας. Το Πλατύ ποτάμι και το Οδοιπορικό του ’43, το οποίο αποτελεί μια παρόμοια καταγραφή των εμπειριών του Μπεράτη κατά τη διάρκεια της θητείας του στο ανταρτικό κίνημα του ΕΔΕΣ, στα βουνά της Ηπείρου, ικανοποίησαν μια ανάγκη και έδωσαν νέα παράταση ζωής στο είδος της μυθιστορηματικής μαρτυρίας, το οποίο, όπως είδαμε, έχει μακρά ιστορία στην ελληνική λογοτεχνία.

 Ο Μπεράτης, στις δύο αυτές ‘μαρτυρίες’ του 1946, εφάρμοσε, σε πιο πρόσφατα γεγονότα βέβαια, την τακτική των Δούκα, Μυριβήλη και Βενέζη. Οι προθέσεις του όμως δεν συνέπιπταν με εκείνες αυτών των συγγραφέων. Όλοι επιδίωκαν να γεφυρώσουν τα όρια ανάμεσα στη μυθιστορία και την πραγματικότητα, και προκειμένου να αναπαραστήσουν με ακρίβεια αυτή την πραγματικότητα επιστράτευαν διάφορες αφηγηματικές τεχνικές. Ο καθένας από τους προηγούμενους συγγραφείς χρησιμοποίησε διαφορετικό τέχνασμα, για να προκαλέσει αυτού του είδους το αποτέλεσμα. Η τακτική του Μπεράτη δεν ταυτίζεται με κανενός. Αποκαλύπτεται, μάλιστα, από τον αρχικό τίτλο για το Οδοιπορικό του ’43, που ήταν Ντοκουμέντο. Οι λογοτεχνικές μαρτυρίες του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου και της Καταστροφής του 1922 έδωσαν κεντρική θέση στη γλώσσα και το ύφος της προφορικής μαρτυρίας. Ο Μπεράτης πρώτος έγραψε αυτό που σήμερα ονομάζεται μυθιστόρημα ντοκουμέντο. Πραγματικά, Το Πλατύ ποτάμι γεννά κάποια απορία για το είδος στο οποίο ανήκει, όπως γίνεται σήμερα πολλές φορές με αγγλικά και αμερικανικά ‘μυθιστορηματικά ντοκυμανταίρ’).

 Ο Μπεράτης συγκεντρώνεται στην αφήγηση των γεγονότων που βίωσε, ώστε το πρόσωπο του συγγραφέα και οι προσωπικές του απόψεις να επισκιάζονται. Εντούτοις, δίνονται αρκετές πληροφορίες για αυτόν τον ίδιο, ώστε να γίνει σαφές ότι δεν πρέπει να νοηθεί ως ο Καθένας της εποχής του, όπως μοιάζουν να είναι οι αφηγητές του Δούκα και του Μυριβήλη, αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας χωρίς προσωπείο. Ούτε όμως μπορούν οι ‘μαρτυρίες’ του Μπεράτη να διαβαστούν ως ιστοριογραφία, παρά την ακριβή και λεπτομερή αφήγησή του: τα γεγονότα δεν έχουν επιλεγεί για την ιστορική τους σημασία αλλά μόνο επειδή ο συγγραφέας έτυχε να είναι παρών. Και η απουσία οποιουδήποτε σχολίου ή κάποιας εκτίμησης καθιστά μάλλον δύσκολη την ανάγνωση του βιβλίου ως ιστορικής έκθεσης. Τελικά, όπως και οι προηγούμενες ‘μαρτυρίες’ που έχουν ήδη εξεταστεί, Το Πλατύ ποτάμι μεταφέρει άμεσα την προσωπική εμπειρία με μόνη μεσολάβηση τα ίδια τα λογοτεχνικά μέσα.

 Ο τίτλος παραπέμπει πιθανώς σε ένα στίχο από το ποίημα ΙΗ’ του μυθιστορήματος του Σεφέρη:

 

Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου

 

και με αυτόν τον τρόπο όλο το βιβλίο γίνεται σιωπηρά ένας επιτάφιος της προηγούμενης δεκαετίας. Ο υπότιτλος του πρώτου μέρους, “Συμφωνία” έχει διπλή σημασία. Εκφράζει τη βαθύτερη δομή όλης της αφήγησης, σε ‘μέρη’ διαφορετικών ‘χρόνων’ και δηλώνει, κατά βάθος, το ίδιο το θέμα του: η ‘αρμονία’ πολλών αταίριαστων ατομικών φωνών που τιθασεύονται, μαζί και η ‘συμφωνία’ (με τη διπλή σημασία της λέξης) ενός ολόκληρου έθνους ασυναρμολόγητων ατόμων μπροστά στην εξωτερική απειλή. Σε διάφορα σημεία του έργου η προσεκτική και λεπτομερής απεικόνιση ξεπερνάει τα όρια της ρεαλιστικής αφήγησης. Παράδειγμα είναι η πρώτη συνάντηση του αφηγητή με τον εμπειροπόλεμο Κρητικό αντισυνταγματάρχη στην κορυφή ενός λόφου στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Αν και η περιγραφή, είναι λεπτομερής και απολύτως ρεαλιστική, το απόσπασμα σαν σύνολο πλάθει έναν τύπο του παραδοσιακού ηρωισμού, όπως τον γνωρίζουμε από τις λαϊκές παραδόσεις και τους ιστορικούς θρύλους:

 

 “Αν και καθιστός, φαινόταν πως θά ’ταν τεράστιος, όταν θα σηκωθεί... Ήταν καθιστός... με τό ’να πόδι πάνω στ’ άλλο... Είχε ρίξει πάνω του, χωρίς να φορέσει τα μανίκια, τη μανδύα του... Τα μάτια του ήταν γαλάζια - γκρίζα πάντως ανοιχτόχρωμα, και κοιτούσαν έμμονα, αλλά με πραότητα και καλοσύνη, πράμα που σε ξάφνιζε απότομα μέσα σ’ όλη αυτή την τραχιά και σχεδόν πρωτόγονη εμφάνιση”.

 

Τα έργα του Μπεράτη έδωσαν το έναυσμα, και έτσι το ‘ντοκουμέντο’ ή η μυθιστορηματική αφήγηση γεγονότων του Πολέμου και του Εμφυλίου έγιναν το κύριο μέσο έκφρασης πολλών νέων συγγραφέων, που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Τα πρώτα μυθιστορήματα του Ρόδη Ρούφου, του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, του Νίκου Κάσδαγλη και του Αλέξανδρου Κοτζιά, όλα ακολουθούν το πρότυπο αυτό, ανάμεσα στα οποία θεωρήθηκε σταθμός η Πυραμίδα 67 του Ρένου Αποστολίδη. Το ίδιο ισχύει και για το πρώτο μυθιστόρημα αλλά και πολλά από τα διηγήματα του Δημήτρη Χατζή καθώς και τα μυθιστορήματα του Μενέλαου Λουντέμη (αν και σ’ αυτά είναι εντονότερο το στοιχείο της μυθοπλασίας και της φαντασίας). Από τους παλαιότερους συγγραφείς, μόνο ο Κύπριος Λουκής Ακρίτας (1909-1965) και ο Γιώργος Θεοτοκάς επιχείρησαν να εξιστορήσουν την εθνική εμπειρία του πολέμου, χωρίς όμως να πλησιάσουν τη λιτή, ‘τεκμηριωμένη’ γραφή του Μπεράτη. Ο Θεοτοκάς στην Ιερά Οδό (1950) τελείωνε την αφήγησή του με την ήττα του ελληνικού στρατού και την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941. Αργότερα δήλωσε: «Νόμιζα τότε πως είχα εξαντλήσει το θέμα μου και πως δεν είχα τίποτα να προσθέσω». Χρειάστηκε να περάσουν δώδεκα χρόνια για να νιώσει ο Θεοτοκάς ικανός να παρακολουθήσει τις δραστηριότητες των μυθιστορηματικών ηρώων του στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου σε ένα δεύτερο τόμο. Ο δεύτερος τόμος από τους Ασθενείς και οδοιπόρους (1964) είναι ένα σπάνιο μνημείο της ελληνικής μυθιστοριογραφίας. Στις σελίδες του επιστρατεύονται όλες οι ποικιλίες της αφηγηματικής τεχνικής και όλο το ιδεολογικό φορτίο του αστικού μυθιστορήματος της δεκαετίας του ’30, με σκοπό την αναπαράσταση των ίδιων των γεγονότων που είχαν μεσολαβήσει ώστε να ξεπεραστεί ακριβώς το είδος αυτό του μυθιστορήματος.