Vitti Mario, Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή
 
Αθήνα 1979 Ερμής. Σσ. 269-272
 
 
 

Δίπλα σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι Δύσκολες νύχτες (1938) της Μέλπως Αξιώτη, στο χώρο της απομνηματογράφησης παρουσιάζουν ένα πρόσθετο προτέρημα όσο αφορά στην αναζήτηση του εκφραστικού οργάνου. Η Αξιώτη μας βάζει μπρος σε προσπάθειες ανασύστασης ενός λόγου αυθόρμητου, ανάλογου με του Δούκα ή του λαϊκού Μυριβήλη, δίχως όμως γι' αυτό ο στόχος της να είναι ταυτόσημος με των δύο πεζογράφων.

Στην αφετηρία της συγγραφικής πράξη, στην Αξιώτη, στέκεται ένα βιωματικό υλικό. Το ερέθισμα της γραφής δεν έρχεται όμως κατευθείαν από αυτό· συνδυάζεται με το πρόσθετο ερέθισμα που έρχεται από μια ορισμένη μέθοδο διατύπωσης: σε μια συμπραξία όπου το ένα επιλέγει το άλλο, το βίωμα και η μέθοδος δραστηριοποιούνται αμοιβαία, - όπως συμβαίνει γενικά στην έντονα δημιουργική συγγραφική διεργασία και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου το ύφος παίζει μεγάλο ρόλο. Γι' αυτό το λόγο, ο λαϊκός προφορικός λόγος που ακούμε κάπου κάπου σε γουστόζικους διαλόγους της Αλεξίου, και που μπορούν αυτοί -και αυτοί μόνο- να θυμίζουν Δούκα και Μυριβήλη, αποτελεί ένα μέρος μονάχα της αναζήτησής της ενός εκφραστικού οργάνου.

Ένας ναυτικός συμβουλεύει έναν άλλο ναυτικό, νιόπαντρο:

 

Κάλλιο, Θανάση, λέω, καλό κακό και φέβγοντας, μια στάλα να τις ιδεάζουμε στο πρώτο μας ταξίδι, τις γυναίκες. - Τόκαμα εγώ Θανάση. Είταν η εδικιά μου άγγελος. Καιρό ν' εβάλανε τα μάτια της να με θωρήσουν ίσια. Όμως δεν ξαίρεις το τι γένεται... κάλιο να δέσω τη δουλιά μου, είπα. Σμαρώ τη λέγανε, - Σμαρώ της είπα, - δεν είμαι κακός άνθρωπος, θα με γνωρίσεις, νιώθω απ' όλα. Σ' απαρατώ στον άνεμο, και στη διάθεσή σου... Άπαξ και δε θα σε κόφτει, Σμαρώ, το προτιμώ εκείνο. θάχω την ησυχία μου και να μη φτείρομαι για πιστρεμό. Σα νιώσεις όμως πως θα σε κόφτει... κι αλλιώς δε γένεται, Σμαρώ, μην μπερδεφτείς με κάναν άλλο.. Θα σε σκοτώσω, και θα ξενερίσω, ή και μπορεί θα σκοτωθώ, το βλέπεις, - θα με καταστρέψεις. (Δύσκολες νύχτες, 1938, σ. 132-3)

 

Εδώ η Αξιώτη παραβαίνει την «αστική» διατύπωση αναφέροντας τάχα λόγια λαϊκού αφηγητή. Αλλού η παράβασή της δεν αναζητά καμιά πρόφαση. Όπως στην ακόλουθη περιγραφή, όπου η σύνταξη δεν έχει καταργηθεί, αλλά λίγο θέλει, καθώς παρασέρνεται από τους συνειρμούς:

 

[... ] Να πεις να μάθαινα κανένα όργανο να παίζω; δεν εμάθαινα, κι η άλλη μου δασκάλα είτανε όλο λυπημένη κι έλεγε - υπομονή, παιδιά, υπομονή, παιδιά παιδιά ουούφ! όλο παιδια μας έλεγε, και η Ισμήνη ετραγουδούσε πολύ ωραία η Ισμήνη, όμως μήηηνες έκανε να μου δοθεί η χάρη να της μιλήσω αν και την αγαπούσα μ' άρεσε, είτανε έξυπνη και χλωμή, γιατί είταν λέει νεβρικιά και έπρεπε να την αφίνομε μονάχη. Κι εκατάντησε δηλαδή να φύγω απ' το σκολιό και να μην ξαίρω ακόμα τ' αγελαδάκι.. τ' αγελαδάκι εκείνο ποιος να το βάνει στης αγελάδας την κοιλιά; ο άγγελος; - οι δαμάλες δεν έχουνε αγγέλοι, μόνο οι άνθρωποι. Τελοσπάντων ας είνε... Αλλά ο κόσμος πού να είτανε τώρα; - μην έχετε περιέργειες, παιδιά παιδιά όχι περιέργειες, μπρρ! της έβγαζα τη γλώσσα μου. Δεν το βρήκα μονάχη, μου τόπανε και τόκανα οι άλλες, (σ. 15-6)

 

Σ' αυτό το παράθεμα είναι φανερή η αναζήτηση ενός άλλου εκφραστικού επιπέδου, υπο-αστικού· εδώ συγκεκριμένα της παιδικής γλώσσας. Η τάση αυτή όμως δεν περιορίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις (λαϊκή ομιλία, παιδική ομιλία), σταθεροποιείται, γενικεύεται, μέχρι που φτάνει και στην επιστολογραφία του πατέρα της (σ. 24-32), όπου δε δηλώνεται καμιά πρόφαση. Ωστόσο οι τάσεις αυτές προωθούνται και άλλο, μέχρι να μαρτυρήσουν την οφειλή τους στον υπερρεαλισμό. Σωστά ο Α. Αργυρίου χαρακτήρισε τις Δύσκολες νύχτες ως πρώτο ελληνικό πεζό «υπερρεαλίζον» (Η συνέχεια, τεύχος 2, 1973, σ. 91).

Αν οι Δύσκολες νύχτες χρησιμοποιούν τον υπερρεαλισμό χαλαρώνοντας τη σύνταξη της φράσης και ελευθερώνοντας τη διαδοχή των παραστάσεων από τη συμβατική λογική οικονομία, στο επόμενο μυθιστόρημα της Αξιώτη, Θέλετε να χορέψομε Μαρία (1940), περνούμε, από τη διατύπωση που συνδυάζει τις παραστάσεις έξω από τα λογικά σχήματα, σε μια σύνθεση παραστάσεων και γεγονότων ανεξάρτητη από τη λογική διάταξη του αντικειμενικού κόσμου, όπου ο υπερρεαλισμός εξουσιάζει πια πέρα για πέρα τη σύνθεση (βλέπε το παράδειγμα στην ανθολογία «Υπερρεαλισμός. Λογοτεχνικά κείμενα», στο περιοδικό Ηριδανός, τεύχος 4, 1976, σ. 85-7).

Ωστόσο έχω να προσθέσω ότι, παρά την καταρχήν γοητευτική εφαρμογή μιας ελευθερωμένης από την αυστηρή λογική γραμματικής και φανταστικής δομής, οργανικά συνειρμικής, η ρευστότητα, που η Αξιώτη πραγματοποιεί στις Δύσκολες νύχτες, κάποιες φορές ξεφεύγει από τον έλεγχό της: εκεί που η ρευστότητα των παραστάσεων αυξάνει περισσότερο δε δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι είναι κάτι το ανεξάντλητο, αλλά κάτι το ασυμπλήρωτο αισθητικά. Παρόμοιες διαταραχές στη σύνθεση οφείλονται, περιττό να το υπογραμμίσουμε, στις δυσκολίες που η Αξιώτη πήγε να δημιουργήσει στον εκφραστικό της κόσμο, δίχως άλλο στήριγμα, τη στιγμή εκείνη, από την ίδια τη δική της θέληση.

Η περίπτωση της Αξιώτη παίρνει ειδικό νόημα στη φαινομενολογία του ελληνικού υπερρεαλισμού, όταν την εντάξουμε στο χώρο πειραματισμού ενός Σκαρίμπα ή ενός Πεντζίκη, ειδικά του δεύτερου, με τον οποίο έχει περισσότερες ομοιότητες. Ο συνδυασμός υπερρεαλισμός-λαϊκός λόγος, που η Αξιώτη καλλιεργεί, βρίσκεται σε αντίθεση με το συνδυασμό υπερρεαλισμός-καθαρεύουσα του Εμπειρίκου και αποδεικνύεται πολύ πιο γόνιμος. Αρκεί να σκεφτούμε ότι αυτός ο συνδυασμός, ο ισχυρότερος από συγκινησιακή άποψη, συνεχίζεται και εκδηλώνεται στο πειστικότερο πείραμα στο χώρο παρόμοιων συνδυασμών που έγινε στην Ελλάδα, στα δείγματα που έδωσε ο Νίκος Γκάτσος με το Αμοργός (1943).