Μόσχος Ν. Ε., Θέματα και μορφές. Ανιχνεύσεις Ιστορίας, Λογοτεχνίας και Κριτικής
 
Αθήνα 1989, «Ανδρέας Καραντώνης. Ο κριτικός της ποίησης», Οι εκδόσεις των φίλων, σσ. 181-193
 
 
 

ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, Ο ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

 

Πολύ συχνά κάνουμε λόγο για την κριτική, αλλά πολύ λίγο έχουμε συνειδητοποιήσει περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Οι πιο πολλοί την συνδέουν με την κριτική σημειωματογραφία, άλλοι πιστεύουν ότι δεν έχουμε καθόλου κριτική, ενώ άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, δεν την κατατάσσουν καν στην καθαυτό λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία. Κι εντούτοις είναι τόσο σημαντικό το λειτούργημα της κριτικής, ώστε, Ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές του αιώνα μας, ο Τόμας Έλιοτ, που αναδείχτηκε παράλληλα και σε έναν μεγάλο και περισπούδαστο κριτικό, να έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με την ανατομία της κριτικής και την έξαρση της μεγάλης σημασίας της, για μια συγκεκριμένη λογοτεχνία, τόσο πολύ μάλιστα ώστε να την τοποθετεί παράπλευρα στην ποίηση. Είναι χαρακτηριστικό, για τη σημασία που δίνει στο λειτούργημα αυτό, το γεγονός ότι ένα από τα πιο οξυδερκή και ευθύβολα δοκίμια του έχει τον τόσο εύγλωττο τίτλο « Η χρησιμότητα της ποίησης και η χρησιμότητα της κριτικής». Αλλά και μονάχα επίσης οι τίτλοι μερικών άλλων δοκιμίων του, από τα πιο ονομαστά και μεστά σε ώριμες κριτικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις, όπως τα δοκίμια του: «Η λειτουργία της κριτικής», του 1923, «Τα όρια της κριτικής», του 1956, και «Για να γνωρίσουμε τον κριτικό», του 1961, μαρτυρούν το πόση σημασία έδινε στην άσκηση της γόνιμης και δημιουργικής κριτικής.

Ο Έλιοτ θα σταθεί πολύ περισσότερο στον υποκειμενικό και εμπρεσιονιστικό χαρακτήρα της κριτικής και θα τονίσει την ανάγκη που αισθάνεται ο κριτικός για την υπεράσπιση, την προβολή ή αν θέλετε και την ανάπτυξη μιας προσωπικής ποιητικής στάσης, παρά στην ψυχρή και αντικειμενική κριτική διερεύνηση ενός έργου και στην γενικά αποδεκτή από όλους, σαν θέσφατο, αξιολόγηση και τοποθέτηση του.

Ο δικός μας λαμπρός κριτικός, που στο μεσοπόλεμο φώτισε πολλούς με τη σκέψη του και με τον έλεγχο που άσκησε στην πνευματική ζωή του τόπου μας, ο Φώτος Πολίτης (παρ’ όλο που έπεσε έξω σε πολλές εκτιμήσεις του, όπως στην περίπτωση του Καβάφη, που δεν μπόρεσε να διαβλέψει τη μεγάλη αξία της ποίησης του, και παρ’ όλο που πολλές φορές στάθηκε υπέρμετρα αυστηρός και σκληρά, αν και καλόπιστα, άδικος στις κρίσεις του), μιλώντας για τη σημασία και την αξία της κριτικής, σ' ένα παλιό άρθρο του στην «Πολιτεία», το 1923, διατυπώνει ανάμεσα σε άλλες και τις ακόλουθες ευστοχότατες σκέψεις του: «Η κριτική παρατηρεί τα δημιουργήματα των συγγραφέων κατ' ανάγκην, διότι εμφανίζονται και αυτά εν μέσω της ζωής μας όλης, την οποίαν ο κριτικός επισκοπεί και παρακολουθεί αγρύπνως. Αλλά αι κρίσεις δεν γράφονται διά τους συγγραφείς. Δεν κρατά βίτσαν εις το χέρι και δεν κάμνει τον δάσκαλον ο κριτικός. Αι κρίσεις γράφονται προς εξυπηρέτησιν του αρχικού και ουσιώδους σκοπού της κριτικής, προς καλλιέργειαν του πόθου της ποιήσεως. Μέσα από την ζωήν μας, σαν άνθρωποι ζωντανοί και υγιείς και ελεύθεροι, θα αισθανθώμεν να προβάλει ο πόθος της ποιήσεως και τον πόθον αυτόν προσπαθεί ν' αφυπνίσει ο κριτικός και να καλλιεργήσει, με τα μέσα που του παρέχει η ζωή του τόπου του... Κάθε τι που του τυχαίνει εμπρός του, το προσέχει. Και καλεί και τους πλησίον του να το προσέξουν και αυτοί. Και είτε κτύπων αλύπητα, είτε εκφράζων τους πόθους του, προς ένα και τον αυτόν σκοπόν αποβλέπει: προς την καταπολέμησιν της ψευτιάς και των προλήψεων, όπου και υπό οιανδήποτε μορφήν και αν εμφανίζονται, προς την καλλιέργειαν της κρίσεως και της σκέψεως του πλησίον του, προς την προετοιμασίαν, εν ενί λόγω, του νοός και των ψυχών, εις αποδοχήν και κατανόησιν της ποιήσεως, ως του υπέρτατου αγαθού της ζωής μας ».

Ο Αντρέας Καραντώνης υπήρξε αναμφισβήτητα ένας κριτικός περιωπής ο σημαντικότερος ασφαλώς της γενιάς του Τριάντα στην ποίηση και ένας από τους σημαντικότερους και οξυδερκέστερους στα νεοελληνικά γράμματα, ένας κριτικός που αφιέρωσε μια ολόκληρη ζωή για την «καλλιέργεια του πόθου της ποιήσεως», όπως τόσο εύστοχα το ζητούσε από τον άξιο κριτικό ο Φώτος Πολίτης.

Ο Καραντώνης υπήρξε κατεξοχήν κριτική και αναλυτική φύση και ασχολήθηκε τόσο με την κριτική της πεζογραφίας όσο και με την κριτική της ποίησης, ασχολήθηκε όμως παράλληλα και με την ποίηση, παρουσιάζοντας επτά ποιητικές συλλογές, καθώς επίσης και με τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Η προσφορά του όμως στον τομέα της κριτικής είναι τόσο μεγάλη, ώστε αξίζει πράγματι να αφιερώσει κανείς ένα μελέτημα αποκλειστικά στον Κριτικό της ποίησης Αντρέα Καραντώνη.

Η κριτική της ποίησης από τις αρχές του αιώνα μας κι εδώθε είχε να επιτελέσει έναν σημαντικότατο προορισμό. Γιατί κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ιδίως όμως από το 1920 και μετά, εισόρμησαν ακάθεκτες οι νέες ποιητικές και αισθητικές θεωρίες και αντιλήψεις που ανέτρεψαν από τα θεμέλια τους τα καθιερωμένα. Έτσι υπήρξε εντονότατη η ανάγκη σε κάθε λογοτεχνία να υπάρξει ένας πλοηγός, ένας αναλυτής, ένας ερμηνευτής, που οι πνευματικές συνθήκες τον καλούσαν να εξηγήσει και σημασιολογήσει τα νέα ποιητικά ρεύματα, να τα αναλύσει και να τα τοποθετήσει μέσα στο όλο πλέγμα του ανταγωνισμού των ιδεών και των πνευματικών άλλα και των κοινωνικών ρευμάτων και ιδεολογικών ζυμώσεων.

Εδώ, στο πνευματικό και λογοτεχνικό στερέωμα του τόπου μας αυτή η εισβολή των νέων ρευμάτων, που ήρθαν, όχι απλώς ν' αναταράξουν τα παραδοσιακά ποιητικά μας νερά, άλλα να εισαγάγουν κυριολεκτικώς «κενά δαιμόνια», έπρεπε να βρει τον ερμηνευτή της, και τον βρήκε στο πρόσωπο του Αντρέα Καραντώνη που ήδη είχε κάνει την εμφάνισή του το 1929, στα Γράμματά μας, με μια εισαγωγική μελέτη του στο ποιητικό έργο του Παλαμά. Η λογοτεχνία μας, όμως, και ειδικότερα η ποίηση μας, ασφαλώς θα ήταν φτωχότερες αν δεν είχε υπάρξει η ενημερότητα, η οξυδέρκεια, η κριτική ευαισθησία και όσφρηση και η διαπεραστική ματιά του νεαρού τότε Αντρέα Καραντώνη που, στα 21 χρόνια του, το 1931, άγνωστος ακόμα τότε και αδιαμόρφωτος κριτικός παρουσίασε την πράγματι περισπούδαστη μελέτη του για τον άγνωστο επίσης ποιητή μας Γ. Σεφέρη, που τότε μόλις είχε εκδώσει τη «Στροφή» του, όχι για να δικαιολογήσει, όχι για να στηρίξει, άλλα για να εξηγήσει, για να διαφωτίσει και να τοποθετήσει μέσα στο γενικότερο πλέγμα των ιδεών τα καινούργια ποιητικά ρεύματα, όπως τα εξέφραζε ο Σεφέρης με την πρώτη του ποιητική συλλογή, που πήγαζε κατευθείαν από την poèsie pure του Π. Βαλερύ.

Όταν το 1924 σε πρώτη φάση, και το 1930 σε δεύτερη φάση, δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το περίφημο σουρρεαλιστικό μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν, που θέλησε επηρεασμένος από τον Φρόυντ να υψώσει το υποσυνείδητο ως τη μόνη πραγματικότητα κι επιδίωξε ν' αξιοποιήσει καλλιτεχνικά το όνειρο, πιστεύοντας ότι η ποιητική δημιουργία θα πρέπει ν' αποτελεί ένα είδος παθητικής καταγραφής και συνακόλουθα αυτόματης γραφής, αυτού που υπαγορεύει το προλογικό βάθος της ψυχής, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η λογική, το συνταχτικό και η αυστηρή λογοτεχνική διατύπωση, κανείς δεν υποπτευόταν ότι πραγματοποιόταν μια αληθινή επανάσταση στην ποίηση σε πανευρωπαϊκή και παγκόσμια ίσως κλίμακα.

Κι ακόμα κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι θα περνούσαν μονάχα πέντε χρόνια από το Μανιφέστο του Μπρετόν και τέσσερα χρόνια από τη «Στροφή» του Σεφέρη και θα έκανε και στον τόπο μας την εμφάνισή της η πρώτη καθαρά υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή. Ήταν η «Υψικάμινος» του Ανδρέα Εμπειρίκου που παρουσιάστηκε το Μάρτιο του 1935 για ν' ακολουθήσει σε τρία χρόνια, το 1938, η ποιητική συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου με τον παράξενο και αντιποιητικό τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Αυτοί οι δυο έλληνες πρωτοπόροι της αυτόματης ποιητικής γραφής και του υπερρεαλισμού στον τόπο μας, συνάντησαν τη λοιδορία, το χλευασμό και την ειρωνεία, ενώ η ποίηση τους συνταυτίστηκε περίπου με το ακαταλαβίστικο, με τον παραλογισμό και την αρλούμπα. Τότε ακριβώς μέσα σ' εκείνη τη χρονιά και μάλιστα δυο-τρεις μήνες πριν παρουσιαστεί η «Υψικάμινος» του Εμπειρίκου, το Γενάρη του 1935, θα κάνει δειλά την εμφάνισή του το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Τα Νέα Γράμματα», με ιδρυτή τον Γ. Κ. Κατσίμπαλη και διευθυντή τον νεαρότατο Αντρέα Καραντώνη. Τα «Νέα Γράμματα», προλειαίνοντας το έδαφος και προετοιμάζοντας και καλλιεργώντας την ευαισθησία των νέων ποιητών μας άλλα και των λιγοστών, έστω ακόμα τότε, αναγνωστών τους, αποτελούσαν το θεωρητικό όργανο και τον εκφραστή των καινούργιων ποιητικών τάσεων, όπως τις εξέφραζε η ανήσυχη και πρωτοποριακή στην ποιητική έκφραση γενιά του Τριάντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το ενδέκατο κιόλας τεύχος των «Νέων Γραμμάτων», του Νοέμβρη του 1935, θα παρουσιάσουν στο ελληνικό κοινό τα πρώτα ποιήματα τους ο Οδυσ. Ελύτης και ο Γιώργος Σαραντάρης. Ο Αντρέας Καραντώνης, παρά το ότι διέθετε κι ένα δυνατό ποιητικό ταλέντο, που θα εκδηλωθεί όμως πολύ αργότερα, το 1957, με την πρώτη του ποιητική συλλογή « Ωροσκόπιο », εξοπλισμένος καθώς ήταν μ' αυτό το γερό ένστιχτο του κριτικού, μετά τη νεανική μελέτη του για τον Παλαμά και την τόσο καλά συγκροτημένη μελέτη του για τη «Στροφή» του Γιώργου Σεφέρη, θ' αφιερώσει μια ολόκληρη ζωή, κυρίως, στη διακονία της κριτικής, διοχετεύοντας πάντοτε την προτίμηση του στην κριτική της ποιητικής δημιουργίας.

Για την κριτική ο Καραντώνης πολύ αργότερα, σε χρόνια ωριμότητας, θα διατυπώσει την κατασταλαγμένην άποψη ότι δεν υπάρχει ένας και μόνος τρόπος κριτικής αντιμετώπισης των λογοτεχνικών δημιουργημάτων, ας πούμε ο αυθεντικός, άλλα πολλοί και διάφοροι τρόποι (και στο σημείο αυτό η άποψη του συμπίπτει με την άποψη του Έλιοτ για την εμπρεσιονιστική κριτική), και ότι η κριτική, όπως και οι τέχνες, εξελίσσονται αδιάκοπα. Η κριτική, κατά την αντίληψη του Καραντώνη, αποτελεί μια «παμπάλαιη ροπή» που κατατείνει στο να εξηγήσει «το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, να ξεχωρίσει τα μυστικά και τα γνωρίσματα του κάθε δημιουργού και να τοποθετήσει το έργο του αξιολογικά, είτε ανάμεσα στα ομόλογα έργα της εποχής του και της γλώσσας του, είτε και μέσα στην παγκόσμια τάξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας».

Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις ξεκινώντας ο Καραντώνης δημιούργησε μια δική του κριτική της ποίησης, που σιγά-σιγά θα κάνει την εμφάνιση της από τις στήλες και άλλων περιοδικών, άλλα και καθημερινών εφημερίδων, μια κριτική που στάθηκε αληθινά εμπνευσμένη, εύγλωττη, πηγαία, αναβλύζουσα, κοχλαστική και χυμώδης, τόσον ώστε να μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια καθαρά λυρικής υφής κριτική αντιμετώπιση των ποιητικών δημιουργημάτων, πάντα με την πρόθεση, που σιγά-σιγά πήρε τη μορφή αποστολικού ζήλου, να εξηγήσει, να επιβάλλει, να καλλιεργήσει την ευαισθησία και να καταστήσει κατανοητό το έργο πολλών δύσκολων ποιητών μας (άλλα και πολλών ξένων από τους πιο μεγάλους της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής, άλλα και σημαντικών εκπροσώπων της ρωσσικής λογοτεχνίας), που το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό δεν τους ένιωθε και δεν τους καταλάβαινε και που γι’ αυτό ίσως αντιπαρερχόταν με περιφρόνηση το έργο τους.

Άλλα ο Καραντώνης δε θα περιοριστεί μονάχα στη συστηματική κριτική των συγκεκριμένων ποιητικών βιβλίων, που θα τον οδηγήσει σε μια μεθοδική και βαθμιαία κριτική ανάλυση των επιτευγμάτων της μοντέρνας ποίησης στον τόπο μας, παρουσιάζοντας ύστερα από την πρώτη μελέτη που γράφηκε για το Σεφέρη και την πρώτη μελέτη που γράφηκε για την ποίηση του πρωτοφανέρωτου τότε, το 1940, ποιητή των «Προσανατολισμών» Οδυσ. Ελύτη. (Εδώ ανοίγουμε μία παρένθεση. Είναι χαρακτηριστικό της κριτικής οξυδέρκειας του Καραντώνη άλλα και της μεγάλης προσφοράς του στη νεοελληνική λογοτεχνία ότι και οι δυο αυτοί μεγάλοι ποιητές μας που τιμήθηκαν αργότερα σε διεθνική κλίμακα με το Βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας — το 1963 ο πρώτος και το 1979 ο δεύτερος — πέτυχαν σε σημαντικό βαθμό τη διεθνή αναγνώρισή τους, που ήταν και αναγνώριση των επιτευγμάτων της νεοελληνικής λογοτεχνίας γενικότερα, χάρη στις συστηματικές αναλύσεις του έργου τους που δημοσίευε ο Καραντώνης από τις στήλες ενός άλλου εξαίρετου μηνιαίου «περιοδικού πνευματικής καλλιέργειας», της «Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης», που εξέδιδε στην Αθήνα με τη διεύθυνση και πάλι του Γ.Κ. Κατσίμπαλη το «Βρεταννικό Συμβούλιο» μια ολόκληρη δεκαετία, από το 1945 ίσαμε το 1955, και που τα τόσο εμπεριστατωμένα μελετήματά του για τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νέας ποίησης, όπως η θαυμάσια ανάλυση της «Κίχλης» του Σεφέρη, άλλα και άλλων μελετητών για τους μεγάλους «κλασικούς» μας, για το Σολωμό, τον Κάλβο, τον Παλαμά, τον Καβάφη, το Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, μεταφράζονταν στ' αγγλικά κι έφταναν, ως αγγελιαφόροι μιας νεοελληνικής πνευματικής αναγέννησης, ίσαμε τα άδυτα της Σουηδικής Ακαδημίας. Κλείνει η παρένθεση).

Ο Καραντώνης, λοιπόν, δε θα περιοριστεί μονάχα στην προβολή του έργου των σημαντικότερων από τους νεότερους τότε ποιητές μας, άλλα θα θελήσει να θεμελιώσει και θεωρητικά και να εξηγήσει αναλυτικότερα τη μοντέρνα ποίηση. Με το ογκώδες βιβλίο του «Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση» που εξέδωσε το 1958, ασφαλώς από τα καλύτερα βιβλία του είδους στην ευρωπαϊκή και διεθνή, ίσως, βιβλιογραφία, ο Καραντώνης επιχειρεί μια πανοραμική και σε βάθος ανίχνευση των πηγών του λυρισμού, προκειμένου εξελιχτικά και διαμέσου των ποικίλων πνευματικών, ιδεολογικών και αισθητικών ρευμάτων, να φτάσει σ' αυτό που επικράτησε τελικά να το αποκαλούμε «μοντέρνα» ή «νεότερη» ποίηση, για να την αντιδιαστείλουμε προς την καθιερωμένη, την παραδοσιακή· η ποίηση, βέβαια, αυτή η «τέχνη των τεχνών», αυτή η κατεξοχήν τέχνη, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης (γι’ αυτό και της αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο του, την «Ποιητική» του), είναι μία και ενιαία. Αλλά ώσπου να φτάσει στη σημερινή διαμόρφωσή της, πέρασε από πολλές εξελικτικές φάσεις, ξεκίνησε από τον κλασικισμό για να καταλήξει τους δυο τελευταίους αιώνες στο μεγάλο κίνημα του ρομαντισμού, από κει να περάσει στα «Άνθη του κακού» του Μπωντλαίρ, που κατά τη ρήση του μεγάλου ρομαντικού ποιητή της Γαλλίας, του Βικτόρ Ουγκώ έφερε «ένα καινούργιο ρίγος στην ποίηση», για ν’ ακολουθήσει ο παρνασσισμός, με την τελειότητα της μορφής, ο συμβολισμός, με την προβολή και έξαρση του μουσικού στοιχείου στην ποίηση και για να φτάσουμε κατόπιν, ιδίως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στον ντανταϊσμό και τέλος στον υπερρεαλισμό.

Ο Καραντώνης θ’ αναλύσει διεξοδικά και σε βάθος, μ’ έναν χυμώδη και αναβρυστικό λόγο, όλες αυτές τις ποιητικές σχολές και τους εκπροσώπους των, ιδιαίτερα, όμως, όπως διαμορφώθηκαν στη Γαλλία, τη μήτρα των νεότερων λογοτεχνικών ρευμάτων, θα σταθεί όμως ξεχωριστά στο ρομαντισμό και τον υπερρεαλισμό, γιατί αυτά τα δυο ποιητικά κινήματα επηρέασαν αποφασιστικά την ευρωπαϊκή και γενικότερα την παγκόσμια ποίηση και άνοιξαν καινούργιους δρόμους στην ποιητική  έκφραση.

Ο Καραντώνης με σαφήνεια, με λιτότητα ύφους και με ευθύβολες κριτικές παρατηρήσεις του θα επισημάνει τις διαφορές της παλαιάς από τη μοντέρνα ποιητική γραφή: «Άλλοτε (η ποίηση) γύρευε να μας γοητέψει με τη λεκτική αρμονία, με τις συνηχήσεις, με το ρυθμό, με το αίσθημα, με τη συγκίνηση, με το βάθος των μουσικών ιδεών. Τώρα, χωρίς να παραγνωρίζει αυτές τις δοκιμασμένες μεθόδους, κοιτάζει πώς να μας κάνει να ονειρευτούμε, τινάζοντας μπροστά μας πρωτοθώρητες εικόνες που γοργά γλιστράν μπρος απ' τα μάτια της φαντασίας μας και που όλες μαζί δημιουργούν τη λυρική ψευδαίσθηση ενός άλλου κόσμου, πιο ελεύθερου, πιο πλούσιου σε συνδυασμούς, άλλα και μαζί, βαθύτερα πιο ανθρώπινου από τον «καταγεγραμμένο» και ξεδιαλυμένο δικό μας — δηλαδή από τον κόσμο που είναι η περιοχή της πρόζας, η περιοχή που με μύριους τρόπους ξεφαντώνει η λογική και το πεπερασμένο και αλυσοδεμένο, στη συμβατική ψυχολογία και στις κοινωνικές αξιώσεις, αίσθημα».

Από τη διερεύνηση των νέων ρευμάτων και των θεωρητικών διακηρύξεων στα ξένα πνευματικά κέντρα και ιδίως στη Γαλλία, ο Καραντώνης θα περάσει στην ποιητική δημιουργία μέσα στα ελληνικά πλαίσια. Τα πνευματικά ρεύματα είναι σαν τα συγκοινωνούντα δοχεία. Διοχετεύονται ανεπίγνωτα και σε ξένες κοίτες, επηρεάζουν, διαμορφώνουν και γονιμοποιούν αποφασιστικά και τα ξένα εδάφη. Ο Καραντώνης θα διερευνήσει με σύντομες άλλα ευθύβολες κρίσεις του το φαινόμενο που αποτέλεσε για τη νέα Ελλάδα η μεγαλοφυΐα του Σολωμού, θα σταθεί μπροστά στο μέγεθος Παλαμάς, που στάθηκε κατά τον Καραντώνη «παραδοσιακός και επαναστάτης» μπροστά στο «μεταίχμιο δύο εποχών», θα αναλύσει με σύντομες κρίσεις του και θα τοποθετήσει πολλούς επιγόνους του Παλαμά, που ή δημιούργησαν κάτω απ' τη βαριά σκιά του ή έγραψαν με την έμμονη προσπάθεια να τον υπερβούν και να τον προσπεράσουν ή αποφασιστικά να διακριθούν και να ξεχωρίσουν, για να καταλήξει στην ποιητική γενιά του Τριάντα που συγχρόνισε την ποίησή μας και της χάρισε μια καινούργια ποιητική ευαισθησία, που τις γόνιμες και ανανεωτικές επιδράσεις της τις διαπιστώνουμε ίσαμε σήμερα. Ο Γ. Σεφέρης, ο Ανδρ. Εμπειρίκος, ο Ν. Εγγονόπουλος, ο Οδυσ. Ελύτης, ο Γ. Σαραντάρης και άλλοι (που ο Καραντώνης τους παραλείπει άλλα που έχουν τη θέση τους στον κατάλογο των ανανεωτών του ποιητικού μας λόγου όπως είναι ο Τ.Κ. Παπατσώνης και ο Γ. Ρίτσος) είναι ποιητικές μορφές που απόθεσαν γερά τη σφραγίδα τους στο οικοδόμημα που λέγεται νεότερη ελληνική ποίηση.

Αλλά ο Αντρέας Καραντώνης αν μελέτησε τόσο διεξοδικά και σε βάθος τη σύγχρονη ευρωπαϊκή και παγκόσμια ποίηση παράλληλα με τη νεοελληνική ποίηση, δεν απεμπόλησε όμως καθόλου και την ποιητική μας παράδοση. Η διάθεσή του να συλλάβει το ενιαίο και αδιαίρετο σώμα της νεοελληνικής ποίησης, θα τον φέρει κοντά στο Διον. Σολωμό, αλλά ιδιαίτερα θα τον κάνει να σταθεί ευλαβικά και με διάθεση να τον μελετήσει εξονυχιστικά, στο ποιητικό και πνευματικό ανάστημα του Κωστή Παλαμά. Η συνεχής, θα λέγαμε, και ασταμάτητη αναστροφή του με το απέραντο και πολυδιάστατο έργο του Παλαμά καθώς βυθιζόταν αδιάλειπτα μέσα στον ωκεανό της ποιητικής και κριτικής δημιουργίας του, θα είναι για τον Αντρέα Καραντώνη πηγή ανανεωτικών και αναπλαστικών κριτικών παρατηρήσεων, όχι μόνο γιατί ο Παλαμάς στάθηκε κατά τον Καραντώνη « παραδοσιακός και επαναστάτης » συγχρόνως, και στις ιδέες του, καθώς και στη μεταρσιωτική δύναμη των ποιητικών ρυθμών του, άλλα και διότι ο Παλαμάς μάς συνέδεσε γερά με τις φυλετικές μας ρίζες και μας έκανε ν' αποκτήσουμε μια πιο σαφή και εδραία ιστορική συνείδηση.

Στον πρόλογο του λαμπρού και ογκώδους βιβλίου του του 1979, με τον τίτλο «Κωστής Παλαμάς, από τη ζωή και το έργο του », στο όποιο συγκέντρωσε, σε αρτιωμένες θεματικές ενότητες, όλα τα κατά καιρούς δημοσιευμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες μελετήματα του πάνω στη μορφή, στην εποχή που έγραψε και δημιούργησε, και στο απέραντο ποιητικό κυρίως έργο του ποιητή της «Ασάλευτης Ζωής» και της «Φλογέρας του Βασιλιά», ο Καραντώνης παρατηρεί ευστοχότατα: «Προχωρώντας σιγά-σιγά και με τα χρόνια, στην απέραντη χώρα που λέγεται «ποίηση του Παλαμά», ανακάλυπτα και συνειδητοποιούσα πως ο Παλαμάς δεν είναι άπλα ένας μεγάλος λυρικός... ή ένας από τους μεγάλους ποιητές του ελληνισμού. Έβλεπα πως ανάμεσα στις χιλιετηρίδες της ιστορίας μας, είναι ο Παλαμάς ο κατ’ εξοχήν «ποιητής του Ελληνισμού», σαν να ήταν ο ελληνισμός όχι μια αφηρημένη έννοια εθνότητας, άλλα μια συνθετική Ύπαρξη, σχεδόν υπεράνθρωπη, με σώμα, αίμα, νεύρα, πνεύμα και συνείδηση. Μία «όντως ούσα» Ύπαρξη βιολογική, σαν τον Μεγαλέξανδρο, σαν τον Ακρίτα, σαν τον Βενιζέλο, αλλά Ύπαρξη αθάνατη και όχι ιστορικά θνητή και πεπερασμένη, όπως η ατέλειωτη σειρά των μεγάλων Ελλήνων που μέσα στη διαδοχή και τη ροή των αιώνων, κράτησαν και κρατούν, σκυταλοδρομικά, επάνω από την ιστορική φθορά, ολοζώντανο τον ελληνισμό».

Το βιβλίο του Καραντώνη «Κωστής Παλαμάς» δε στάθηκε ένα στατικό μελέτημα, συνθεμένο σε μια συγκεκριμένη στιγμή γιατί το μεγάλο θέμα «Παλαμάς» ο Καραντώνης το πολιόρκησε από νεαρός κριτικός, από το νεανικό εκείνο μελέτημα του του 1929, ίσαμε την τελευταία του στιγμή και για τούτο το αντιμετώπισε σφαιρικά σαν ένα θεμελιακό φαινόμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σαν ένα «ριζιμιό λιθάρι» της, σαν ένα μεταλλείο από το οποίο συχνά, με τα διάφορα μελετήματά του, έβγαζε μετάλλευμα πλούσιο και κερδοφόρο. Εδώ ήταν μια μεγάλη ποιητική σύνθεση του Παλαμά, εκεί ένα λυρικό ξέσπασμά του, εδώ ο ακαταπόνητος μελετητής και πνευματικός άνθρωπος, εκεί ο ευαίσθητος δέκτης των πνευματικών και ποιητικών ρευμάτων της εποχής του, εδώ το κελί του εκεί η μούσα του, εδώ η κριτική του οξυδερκής πάντα, ενημερωμένη, εμβρυθής, χυμώδης, εκεί οι σύγχρονοι προβληματισμοί και τα ανανεωτικά ποιητικά μέτρα.

Αλλά η διαρκής και αμείωτη παρουσία του Παλαμά στο κριτικό έργο του Καραντώνη, μας επιβάλλει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε κι ένα εξαίρετο ποίημά του την «Ωδή στον Κωστή Παλαμά», γραμμένη στα «35 χρόνια από το θάνατό του».

Ο Καραντώνης ως κριτικός περιωπής, αποτελεί σίγουρα παράδειγμα προς μίμηση για τους νεότερους ποιητές και κριτικούς μας, που με μια μονοκοντυλιά, ανεξέταστα και αβασάνιστα, διαγράφουν πολλές φορές ολόκληρη την πνευματική παρακαταθήκη μας κι εξοφλούν, μια κι έξω, κι από το Σολωμό κι από τον Παλαμά κι απ' όλους τους πνευματικούς προγόνους μας, με το χαρακτηρισμό του «ξεπερασμένου». Ο Καραντώνης, όσο συγχρονισμένος ήταν στα ποιητικά πράγματα της εποχής μας, άλλο τόσο δεν υπήρξε ποτέ του πνευματικά ξιππασμένος και ποτέ του δεν αντίκρυσε τον ελληνικό ποιητικό λόγο αποκομμένο από τις ρίζες της νεοελληνικής ποιητικής μας παράδοσης. Δάσκαλοί του στάθηκαν και στον τομέα αυτόν μεγάλα πνευματικά και ποιητικά αναστήματα, όπως ο Έλιοτ, που ο Καραντώνης μαθήτευε με ταπείνωση στα κείμενά τους και διδασκόταν από το παράδειγμά τους αδιάλειπτα.

Σ' ένα από τα τελευταία βιβλία του, που πέρασε δυστυχώς απαρατήρητο, επειδή ίσως εκδόθηκε τη χρονιά του θανάτου του, με τον τίτλο «Πρότυπα μεγάλης κριτικής» ο Καραντώνης μεταφράζει και σχολιάζει τέσσερα εξαίρετα κριτικά δοκίμια από τα οποία βγάζει πολύτιμα συμπεράσματα. Στο βιβλίο αυτό ο Μπωντλαίρ μας μιλά για το ποιητικό έργο του Ουγκώ, ο Πωλ Βαλερύ αναλύει κριτικά το έργο του Ουγκώ και του Μπωντλαίρ και ο Τ.Σ. Έλιοτ αναφέρεται στην ποιητική τέχνη του Βαλερύ. Έχουμε συνεπώς να κάνουμε με κριτικές διασταυρώσεις υψηλής στάθμης, με κριτικά δοκίμια στα οποία νεότεροι ποιητές μιλούν για παλαιότερους ομοτέχνους των με προσοχή, με σεβασμό και κατανόηση, με κριτική εμβάθυνση και οξυδέρκεια. Οι δημιουργικοί ποιητές και πνευματικοί άνθρωποι, ποτέ δεν αρνούνται το δημιουργικό παρελθόν των μεγάλων προγόνων τους που προϋπήρξαν και που άνοιξαν με κόπο και μόχθο το δρόμο στους επερχόμενους για να περάσουν. Στο σημείο αυτό ο Καραντώνης σημειώνει με πολλήν οξυδέρκεια τα ακόλουθα : « Αυτό το "ξεπερασμένο" είναι μια έννοια πολύ επικίνδυνη. Μια πραγματική "γλίστρα" για όσους βιάζονται να αποφασίσουν πάνω σε θέματα ποίησης, που το αντίκρισμά τους χρειάζεται περίσκεψη. Γιατί νομίζουμε πως υπάρχουν δυο τρόποι να « ξεπερνάει» κανείς ο,τιδήποτε καλλιτεχνικό, που στον καιρό του θεωρήθηκε σταθμός, ή «επανάσταση»... Ο ένας τρόπος είναι το «ξεπέρασμα προς τα επάνω». Ο άλλος είναι το «ξεπέρασμα προς τα κάτω». Φυσικά πολύ πιο δύσκολος είναι ο ανήφορος, παρά ο κατήφορος, που χαρακτηρίζει την αντίληψη των συγχρόνων μας πρωτοπόρων για την ποίηση. Μια από τις διεγερτικές πλευρές της κριτικής σκέψης είναι αυτή που μας παρουσιάζει ένα σημαντικό ποιητή... να κρίνει, να εξετάζει και να αξιολογεί έναν όμοιό του, ομοεθνή ή αλλοεθνή του, αδιάφορο. Σ' αυτό το αντίκρισμα, που είναι πολύ δύσκολο, γιατί συνταυτίζεται απόλυτα με την προσωπικότητα του ποιητή που κρίνει την τέχνη ενός συναδέλφου του, βρίσκουνε ευκαιρία να πουν οι σημαντικοί ποιητές πράγματα τόσο πρωτότυπα, λεπτά και διεισδυτικά, που πρόβλημα είναι να τα βρουν και να τα πουν ακόμα και οι πιο λαμπροί κριτικοί». Με τα πολυάριθμα κριτικά δοκίμια και μελετήματα του Αντρέα Καραντώνη τα αφιερωμένα σε ποικίλα ποιητικά θέματα, επαληθεύεται κατά τον καλύτερο τρόπο αυτό που είχε πει ο μεγάλος Άγγλος ποιητής και κριτικός Τ.Σ. Έλιοτ, ότι πολύ συχνά προτιμούμε να διαβάζουμε κάτι σημαντικό για την ποίηση, παρά την ίδια την ποίηση. Έξαλλου διαβάζοντας τα κριτικά ποιητικά μελετήματα του Αντρέα Καραντώνη νιώθουμε να φουντώνει μέσα μας « ο πόθος της ποιήσεως », όπως τόσο εύστοχα το ζητούσε ο Φώτος Πολίτης από τον αληθινό κριτικό και συνειδητοποιούμε ότι πράγματι η ποίηση αποτελεί, όπως και πάλι ο Φώτος Πολίτης  τόσο εμφαντικά το τόνιζε, «το υπέρτατο αγαθό της ζωής».