Δικταίος Άρης, Ανοικτοί λογαριασμοί με το χρόνο. Κριτικά και άλλα
 
«Ανδρέας Καραντώνης», Αθήναι 1963, Φέξης. Σσ. 313-318
 
 
 

II.   ΟΛΙΓΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΡΙΤΙΚΟ

Αν ζητούσαμε όλες τις αισθητικές ποιότητες, που καταξιώνουν ένα κριτικό κείμενο σε λογοτέχνημα, κι όλες τις κριτικές ποιότητες, τις πνευματικές γενικώτερα, που το δικαιώνουν, στο τελευταίο, το τόσο σύντομο, άλλωστε, βιβλίο του Αντρέα Καραντώνη, για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, θ' αδικούσαμε και τον ίδιο τον κρινόμενο και τον εαυτό μας σαν κριτικό. Πρώτα - πρώτα, γιατί το κυρίως κείμενο του βιβλίου (απαρτίζεται από πέντε μελετήματα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, άλλα που το βάθος όλων τους είναι κοινό: η ελληνική ποίηση της τελευταίας ώρας), είναι διάλεξη κι όχι καθαρόαιμη συγγραφή. Η διαφορά, ανάμεσα σ' αυτά τα δυο είδη, βρίσκεται όχι μόνο στο ύφος, αλλά και στο ήθος, σ' αυτήν τούτη την ουσία. Η διάλεξη έχει μια κοινωνική αμεσότητα τέτοιας υφής, που δεν επιτρέπει πάντα (σπανιώτατα, μάλιστα, θα έλεγα) στον ομιλητή, και κριτικό στην περίπτωση μας, να ξεδιπλώση πέρα για πέρα την οποιαδήποτε άποψη του, αναφορικά με το ίδιο του το αντικείμενο. Πολύ περισσότερο, όταν η διάλεξη αφορά σε ζωντανούς ποιητές, και, μάλιστα, δίδεται στο ίδιο το σπίτι των ποιητών αυτών: στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Πραγματικά, αρκεί να διάβαση κανείς προσεχτικά το κείμενο αυτής της διάλεξης, γύρω από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, για ν' αντιληφθή αμέσως, ότι πρόκειται για μια πράξη αβροφροσύνης του Καραντώνη απέναντι των ποιητών συναδέλφων του, από τη μια, και, από την άλλη, για ένα είδος απολογίας του, σχετικά με τη γνωστή, και αξιολογώτατη, «Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση» (1958) ή, ακόμα, και για έναν καθυστερημένο επίλογο, έστω, του βιβλίου του αυτού, που τόσα σχόλια είχε προκαλέσει, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, στους ποιητικούς κύκλους προπαντός. Σχόλια άδικα, κατά τη γνώμη μου, που τα προκάλεσε κυρίως το πάθος, φυσικό άλλωστε, γι’ αυτοσυντήρηση, των ίδιων των ποιητών, βέβαια, αλλά και η απροσεξία των αναγνωστών, που το ενδιαφέρον τους εξαντλείται στην επιφάνεια και στο είδος (τα ονόματα των ποιητών), χωρίς να προχωρή στο βάθος και στο γένος (την ίδια την ποίηση). Η παράβλεψη, ακόμη, του σαφέστατου προλόγου και του κριτικά νηφάλιου και μετρημένου επιλόγου της «Εισαγωγής».

Η προέλευση καθεαυτήν του Αντρέα Καραντώνη συνιστά και το μεγαλύτερο εφόδιο του, σαν κριτικού της νεώτερης ποίησης μας, και, ταυτόχρονα, τη μεγαλύτερη αδυναμία του. Πρώτα - πρώτα, γιατί, βγαλμένος μέσα από την καρδιά της κίνησης που εμπέδωσε σαν κατάσταση τις ελεύθερες στιχουργικές μορφές και τη νέα εκφραστική στην ελληνική ποιητική περιοχή, ήταν ο πιο ενδεδειγμένος να μιλήση γι' αυτήν την κίνηση και γι' αυτές τις μορφές (κι αυτό ακριβώς θέλησε κ' έκαμε με την «Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση» — ιστορικώτατα, μάλιστα, γι' αυτό κι ουδείς ψόγος· κι αν ναι και καλά πρέπει να κατηγορηθή για κάτι, αυτό το κάτι είναι η προσήλωση του σ' ωρισμένες μορφές κ' έργα αυτής της πρώτης περιόδου της πρωτοπορειακής μας ποιήσεως— μια προσήλωση πιο πολύ συναισθηματική παρά κριτική, που τον εμπόδισε να δη, ότι η Ποίηση, σαν ζωντανός οργανισμός, είχεν ήδη πλουτίσει και μ' άλλες μορφές την ίδιαν εκείνη ποιητική περίοδο που εξέταζε και προχωρήσει πολύ πιο πέρα απ’ αυτήν), ενώ όλοι οι άλλοι κριτικοί του ίδιου φαινομένου έπρεπε να προσαρμόζωνται, ανιχνεύοντας και πασπατεύοντας, και ν' ακολουθούν, — αλλά κι ο πιο ακατάλληλος να μιλήση για την ποίηση που ερχόταν αμέσως ύστερα από την εμπέδωση που είπαμε, κι όχι, φυσικά, από έλλειψη ικανοτήτων, γιατί έχει πολλές και καθόλου τυχαίες, μα γιατί δεν μπορούσε να ξεφύγη από την ίδια του τη νεότητα· από την ποιητική γλώσσα (θα την ωνόμαζα μητρική του) που ο ίδιος διδάχτηκε, εδίδαξε κ’ επέβαλε — σ' αντίθεση, πάλι, με τους άλλους κριτικούς (τους παλαιότερους η της γενιάς του), που εξοικειωμένοι στο να προσαρμόζωνται, ν' ακολουθούν πάντα και να μεθερμηνεύουν, δεν είχαν συναισθηματικούς δεσμούς η προκαταλήψεις απέναντι των νεωτέρων ποιητικών εκδηλώσεων του τόπου.

Ο κριτικός, κατ' ουσίαν, είναι ένας ουραγός της Τέχνης. Πρώτα γεννιέται το ποίημα, κ' ύστερα έρχεται η ερμηνευτική του, — η φιλολογία του. Τους κανόνες της ποιητικής γλώσσας τους δίδει ο ποιητής με το έργο του, κι όχι η κριτική. Η σημερινή κριτική, φυσικά, κρίνει με βάση τα μεγάλα πρότυπα, τους πράγματι, «πρώτους διδάξαντας» και δε μπορεί να δεχτή τα ψελλίσματα του οποιουδήποτε νεανίσκου σαν έναν κανόνα ποιητικής ομιλίας, αφού, στο κάτω -κάτω, είναι περισσότερο κι από φανερό, τα ψελλίσματα αυτά δεν εκπληρούν καν τους παγιωμένους, κι από αναγκαιότητες επιβλημένους, γλωσσικούς κανόνες. Από την άποψη αυτή, ο Καραντώνης, όπως κι όλοι μας, άλλωστε, έχει δίκιο να είναι εφεκτικός, αρνητικός κάποτε. Καλής πίστης, εντούτοις, καθώς είναι, αντιλαμβάνεται ότι η Ποίηση, ένας ζωντανός οργανισμός, έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα από το σημείο όπου την άφησαν οι «πρώτοι διδάξαντες» του, αυτοί, που οι μεταγενέστεροι εμείς τους σεβόμαστε και τους υποληπτόμαστε, χωρίς άλλο, αλλά και τους θεωρούμε finiti πια, σαν έργο, σαν ποιητική γλώσσα. Κάτι που κι ο ίδιος ο Καραντώνης, εξ άλλου, το αναγνωρίζει σήμερα, όταν γράφη (εξ ου κι ο απολογητικός χαρακτήρας της διάλεξης του γύρω από τη σύγχρονη ποίηση μας): « Γι αυτό πιστεύουμε, πως όποια και νάναι η εξέλιξη της ποίησης μας, όσες αναθεωρήσεις και ανακατατάξεις ποιητικών άξιων επακολουθήσουν— και βέβαια θα επακολουθήσουν, γιατί τα κριτήρια των ανθρώπων διαρκώς αλλάζουν — οι ποιητές αυτοί θα στέκουν ασάλευτοι στις θέσεις τους. Άσχετο από την ειδική άξια της ποίησης τους, άσχετο με το αν θα συγκινούν πάντα με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό, το εκάστοτε ποιητικό κοινό η την κάθε ευαισθησία, μια από περιωπής κριτική θ’ αναγνωρίζη πως την επίδραση που εξάσκησαν αυτοί οι ποιητές στην πορεία και την μοίρα της ποίησης μας, κανένας άλλος δεν έλαχε να την άσκηση από τους συγκαιρινούς ή τους νεωτέρους τους».Η ποίηση, λοιπόν, εξελίχτηκε — και δε μπορούσε να γίνη διαφορετικά, κι αύτη τούτη η εξέλιξη της (κι όχι οι αναθεωρήσεις και ανακατατάξεις ποιητικών άξιων, που δε γίνονται μέσα σε πέντε και σε δέκα χρόνια, αφού ίδιες αυτές  είναι ακόμη ζωντανές) έφερε στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής και μερικούς άλλους ποιητές, μπορεί της ίδιας  με τους «πρώτους διδάξαντας», μπορεί μικρότερης, αλλ' ίσως και μεγαλύτερης, κάποτε, που ο Καραντώνης διαισθάνεται την παρουσία τους, αντιλαμβάνεται την επίδραση που ασκούν, κι όχι μόνο στους νεωτέρους τους, άλλα και στους συνοδοιπόρους των της ίδιας γενιάς και, κάποτε, σε παλιώτερούς των η και στους «πρώτους διδάξαντας» ακόμη, βλέπει το ρεύμα που δημιουργούν γύρω τους, και θέλει, σαν κριτικός, και σαν λάτρης της ποίησης, ακόμη και σαν συνάδελφος, να τους εννοήση, και να τους αγαπήση ίσως, γνωρίζοντας, επί πλέον, πόσο κουραστικό είναι το να αρνήται κανείς αδιάκοπα, και πόσο, τελικά, μια άρνηση, αν δεν είναι πάντα στείρα, δεν είναι εντούτοις και πάντα γόνιμη, — αλλά δεν το μπορεί. Και δεν το μπορεί, το είπα ήδη, γιατί δεν μπορεί να λησμονήση τη μητρική ποιητική γλώσσα του. Όταν μιλά για τον Σεφέρη και για τον Ελύτη, και μόνο γι' αυτούς, είναι πέρα για πέρα ειλικρινής, δεν τ6 κάνει από διάθεση αρνητική για τους άλλους, αλλά γιατί αυτοί είναι πράγματι η γλώσσα που έμαθε να μιλά. Και μόνον όταν ομιλή κανείς τη γλώσσα του είναι ευφράδης, συγκινημένος και συγκινητικός — πειστικός, τελικά, κι ας μην τους βρίσκη το παραμικρό ελάττωμα, όπως και στον Παλαμά, μιαν άλλη, το ίδιο παλιά και μεγάλη αγάπη του, ενώ είναι έτοιμος να βρη στον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη. Γι’ αυτό κ' οι μελέτες του, για τους δυο αυτούς ποιητές, είναι από τα καλύτερα κριτικά κείμενα που έγραψε (για τον Σεφέρη, μάλιστα, θα μείνη στο έξης ο πιο ειδικός, όπως, παρ’ όσα κι αν έχουν γραφή, ο Τίμος Μαλάνος θα είναι πάντα η αυθεντία σ' ό,τι άφορα στον Καβάφη). Είναι φυσικό, όπου υπάρχει η αγάπη να υπάρχη και η δημιουργία. Και είναι σ' όλους γνωστό και, προπαντός, στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, τι και τι δημιούργησε η κριτική αγάπη του Αντρέα Καραντώνη: αύτη τούτη τη νεώτερη ποίηση, μας έστω και με κάποιες ζημιές.

Αλλά η κριτική προσφορά του Καραντώνη- δεν μπορεί να κριθή παρά στο σύνολο της, και κυρίως από τις βασικές κριτικές εργασίες του· πολύ λιγώτερο από μια διάλεξη του, που την αντιλαμβάνομαι περισσότερο σαν πράξη αβροφροσύνης απέναντι των συναδέλφων του, το είπα και στην αρχή, παρά σαν ένα αυστηρά αυστηρό κριτικό κείμενο.