Δάλλας Γιάννης, Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη
 
Αθήνα 1979, Κείμενα
 
 
 
Τα δομικά στοιχεία του ποιήματός του είναι:
1. μια ιστορία ‘μήνυμα’
2. η ‘σκηνική’ διάρθρωση
3. η ‘ιδεοπλαστική’ εικόνα
Έτσι ειδικά προσδιορισμένα κ' έτσι ιεραρχημένα. Όπως προσφέρονται περίπου στην προσληπτικότητά μας και ταυτόχρονα στην πειραματική ανατομία του ποιήματος.
Η ιστορία ‘μήνυμα’
Σε κάθε ποίημα του υπάρχει μια μοναδική ιστορία. Βλέπεις την κίνηση της πίσω απ' τον καμβά του θέματος, να δίνει σχήμα σ' ένα μήνυμα. Ο καμβάς περιορίζεται σε τρία-τέσσερα επεισόδια· κι αυτά είναι τα ορόσημα της. Η Ιστορία, που περνά σαν μια ιδέα ανάμεσα τους, είναι μονοσήμαντη κι ο στόχος της ευθύγραμμος. Από απλοποίηση και αναγωγή της περιπέτειας της στη μονάδα.
Στους πιο πολλούς απ' τη γενιά του υπάρχει σύμπτωση της Ιστορίας με το θέμα (π.χ. Γονατάς). Σ' άλλους υπάρχει πολυκεντρισμός της (π.χ. Παπαδίτσας). Και σ' άλλους έκλειψη της ιστορίας πίσω από το θέμα της (λ.χ. απ' τους παλιούς ο Ράντος). Αυτός απεναντίας μοιάζει να κινεί την ιστορία του από μέσα, τοποθετημένος στον πυρήνα της. Μα δεν ταυτίζεται μαζί της κι ούτε βιάζεται να τερματίσει πρώτος. Πρώτος τερματίζει ο Κακναβάτος κι από τους παλιούς ο Εγγονόπουλος. Στην περίπτωση του η Ιστορία προπορεύεται για ν' αναγγείλει κάποια είδηση που δύσκολα αποκρυπτογραφείται. Μ' όλη την ευκρίνεια του μύθου της, είναι στο βάθος ιστορία ενός άδηλου μηνύματος.
Δυο παραδείγματα απ' τα πιο δηλωτικά:
1. Στο ποίημα του Η Μαρία η ιστορία και το μήνυμα της αναδύονται. Καμβάς του θέματος και επεισόδια - ορόσημα, βγαλμένα από το σώμα της:

φωνές άλλων ανθρώπων
ενός στρατιώτη που μιλούσε σαν ένα πούλι
ενός άρρωστου που είχε πεθάνει από πόνους
προβάτων
και το κλάμα της μικρής ανεψιάς της Μαρίας
που αυτές τις μέρες είχε γεννηθεί·

Και ανάμεσα τους η ιστορία και το μήνυμα της: η δίψα για εσωτερική απογείωση, ποιητικά πραγματοποιημένη

Τότε η Μαρία
σιγά-σιγά άνοιγε τα χέρια της
άρχιζε να πετάει
γύρω-γύρω στο δωμάτιο.

Στο ποίημα του Ο Άγιος, με απόσταση 15ετίας, η κατάδυση. Και εκεί ο χώρος του και τα επεισόδια-ορόσημα:

μες στο πηγάδι το βάθος του δεν τέλειωνε σε τούτη τη ζωή
οι σάρκες του ξεκολλούσανε κι έπεφταν μία-μία

Και πάλι ανάμεσα τους η ιστορία με το μήνυμα της: η δίψα γι' αυταπάρνηση, που επίσης εικονοποιείται

Το πήρα απόφαση — έλεγε —
το πήρα πια απόφαση
θα ζήσω μέσα στους πνιγμένους
και μέσα στους λεπρούς.

2. Η "σκηνική" διάρθρωση
Η τεχνική διάρθρωση του είναι ‘σκηνική’.
Δεν πρόκειται για τη δραματική υφή της εμπειρίας· ούτε και για την τραγική της έκβαση. Και δεν ενδιαφέρει, αν είναι καν θεατρική. Απεναντίας μάλιστα, δεν είναι. Αν και σε κάθε ποίημα ανοίγει, ή κλείνει μια αυλαία, η στάζουσα πραγματικότητα που δείχνει ποτέ δεν είναι επινόηση και δεξιότητα σκηνοθεσίας. Από την άποψη πού εξετάζομε το θέμα, ενδιαφέρει ο τρόπος εκφοράς της. Κ' η εκφορά της είναι σκηνική, δεν είναι λ.χ. εξομολογητική, δεν είναι περιγραφική. Εξομολογητική είναι η ποίηση του Αναγνωστάκη, περιγραφική του Παπαδίτσα. Και σκηνοθετικά τεχνουργημένη του Σινόπουλου.
Η διαπίστωση πως η διάρθρωση της είναι σκηνική, σημαίνει πως το ποίημα του απαρτίζεται από διαδοχικές σκηνές, η κάθε μια τους ευδιάκριτη απ' την άλλη. Είναι μία ακολουθία "λήψεων", που δείχνει και την ιστορία του σαν μια υπόθεση εν κινήσει. Δεν λείπει, παρά το μοντάρισμα τους απ' τον ποιητή· συχνά, εκ των ενόντων, σαν ν' αφήνεται η υπόλοιπη "έμφάνιση" στον αναγνώστη. Να λ.χ., για παράδειγμα, οι ευδιάκριτες σκηνές στο ποίημα Συμπέρασμα:

1η —Η γάτα ήρθε σαν φωνή από έναν ορίζοντα φοβισμένο
2η-3η Έβρεχε και πρησμένα όνειρα βογκούσαν οληνύχτα
4η-5η Ο άνθρωπος το πρωί πλύθηκε και ξυρίστηκε όπως πάντα
6η Τα σφυριά χτυπούσαν γύρω του όπως πάντα
7η Στο δρόμο απάντησε μια αγία ντυμένη στα βυσινιά
8η Ο τροχός του μαρτυρίου· είχε πεθάνει πάνω του πριν
από εκατοντάδες χρόνια (φλας-μπακ)
9η-10η Ο γαλατάς κ' ύστερα ο ταχυδρόμος τον είδε και τον χαιρέτησε
11η Η σκηνή άδεια τι απέγινε αυτός ο άνθρωπος (γκρο-πλαν)
12η-15η Τα ρούχα του κυκλοφόρησαν σε εφημερίδες Το ένα του μάτι το κρατούσε και έπαιζε ένα μικρό κορίτσι Τα κομμένα μέλη του τα μετέφεραν μαύρα αυτοκίνητα
Η καρδιά του αερόστατο γελούσε στο κενό.

Παρόμοια και σε κάθε συλλογή του. Ας εξετάσομε την πιο ευσύνοπτη. Όταν σας μιλώ. Από την πρώτη "λήψη" «Άγρια λουλούδια φυτρώσαμε κι αυτή την Άνοιξη, λουλούδια-αγάλματα, φωνάζουμε χωρίς απάντηση» ως την τελευταία «Είχα έρωτα, είχα μάχες, δεν είμαι δέντρο, δεν είμαι πουλί, δεν είμαι σύννεφο», παρακολουθούμε, από ποίημα σε ποίημα, τις ελλειπτικές σκηνές μιας ιστορίας με δυο πρόσωπα και με ντεκόρ που απλώνονται από το κρεβάτι ως το φεγγάρι ενός άξενου ουρανού κι από τ' αγριολούλουδα του κήπου ως τα δέντρα, «ποτισμένα από το αίμα των φονιάδων» ενός στοιχειωμένου δάσους. Έτσι κι από συλλογή σε συλλογή, βλέπομε "γυρίσματα" σκηνών απ' τα επίκαιρα ενός στοιχειωμένου κόσμου.
Μια τεχνική, που γενικά θυμίζει η επιδέχεται κινηματογραφική γραφή και προβολή. Κι όπου μάλιστα, καθώς συμβαίνει με τον Μπέργκμαν που προαναφέραμε, προτιμούνται πάντα τα γκρο πλάνα: Τα φυσικά ή τεχνικά ντεκόρ — η φύση ή η πόλη κ' η τεχνολογία της — δεν φαίνονται, αλλά επικαλύπτονται απάνω ως κάτω από τα πρόσωπα ή τα πράγματα της ιστορίας. Κι όπως σ' εκείνον μες απ' τα διαδοχικά γκρο πλάνα των σκηνών, ή λέγονται ή παίζονται όπως σημειώσαμε, όχι γεγονότα αλλά βαθύτερα μηνύματα. Με την εικόνα πάντα, σαν φορέα της σκηνής και του μηνύματος.

3. Η ιδεοπλαστική εικόνα

Κυρίαρχη τεκτονική μονάδα του είναι η εικόνα.
Αυτή είναι ο εκφραστικός του άτλαντας. Στους ώμους της υποβαστάζει την (οίκο)δομή και του ποιήματος και της ποιητικής του. Υποβαστάζει τα δυο άκρα: την ιδέα και ταυτόχρονα την έκφρασή της. Και άρα είναι ένας διάμεσος. Ενώνει και δεν ταλαντεύεται ανάμεσα στα δυο επίπεδα, στην υλική καταγωγή και φύση και στα νοητά σημεία αναφοράς της. Δεν είναι μια ιδέα εικονοποιημένη· ούτε και αντίστροφα μια εικόνα-παρομοίωση η αλληγορία. Δεν είναι προπαντός το μάγμα τους, η γκρίζα και θαμπή ατμόσφαιρα που βλέπομε να επικρατεί συχνά στην ποίηση μας από το συνοθύλευμα αισθήσεων και σκέψεων η μάλλον απ' το βάφτισμα και τη διάλυση τους μέσα στο συναίσθημα.
Η εικόνα του Σαχτούρη είναι καθαρή κι αυτόνομη. Καθαρή, γιατί πηγάζει ολόκληρη και χτίζεται από τις αισθήσεις. Και αυτόνομη, γιατί δεν διαρρέει για να υπηρετήσει άλλες σκοπιμότητες του πνεύματος. Δεν «φιλοσοφεί» και δεν «διακηρύσσει», όπως αρκετοί επίγονοι του Έλιοτ προς
Σεφέρη ή του Μαγιακόφσκη διαμέσου Ρίτσου στη δική μας ποίηση. Και δεν μένει λ.χ., πέρα από τον Λόρκα ή τον Ελυάρ, ωραία αυτοανάλωση ή διάκοσμος νοήματος, του τύπου

ο χρόνος είναι γρήγορος ήσκιος πουλιών,

όπως θαυμάσια συμβαίνει στον Ελύτη και τους μαθητές του. Η εικόνα του, παρότι παραστατική, μπορεί να παραπέμπει ευθύτερα στη νοητή της ενδοχώρα, την ιδέα. Παρότι υλική, γίνεται αύτη ο κομιστής ενός μηνύματος. Η υλική παράσταση — η περιγραφή — κ' η ενδοχώρα της ιδέας της — ο στοχασμός — είναι τα δυο επίπεδα που γεφυρώνονται με την εικόνα του.
Έτσι, στο ποίημα Η Μαρία που προαναφέραμε, η εικόνα της Μαρίας που άνοιξε τα χέρια και πετά αυτονομείται με τα δυο επίπεδα της: Από τη μια μεριά την αισθητή παράσταση της· τα χέρια, το άνοιγμα τους, η σωματική προσπάθεια, το πέταγμα, ο γύρος του δωματίου. Κι από την άλλη τη στοχαστική παράσταση της, που έτσι απεικονίστηκε· τη δίψα της ψυχής για εσωτερική απογείωση. Η στη διπλή εικόνα του ποιήματος που αρχή-αρχή υπαινιχτήκαμε, Το φεγγάρι γελάει:

Ανεβαίνει φωτεινή ρουκέτα
στον ουρανό η νύφη
ο γαμπρός κόλλησε στη γη
γεμάτος κόκκινα στίγματα και στάχτη

βλέπομε να συνεκφαίνονται από τη μια μεριά η φυσική παράσταση της· εκείνη φωτεινή ρουκέτα που ανεβαίνει, ενώ εκείνος κόλλησε στη γη γεμάτος στίγματα και στάχτη. Και από την άλλη η ζωντανή ιδέα, που με την εικόνα γεφυρώθηκε, υποδηλώνοντας, μαζί με άλλα πολλά, την έλλειψη επικοινωνίας.
Αυτή είναι η ίδεο-πλαστική εικόνα του Σαχτούρη. Μπορεί και συναιρεί την ιστορία-μήνυμα, γιατί η ίδια, ως περιγραφή, είναι συμπύκνωση μιας ιστορίας και, ως στοχασμός, είναι ένα μήνυμα εν παραστάσει. Μπορεί ν' αναπληρώνει και τη σκηνική διάρθρωση, αφού κάθε σκηνή ταυτίζεται με μιαν εικόνα κι αφού το κάθε ποίημά του είναι ένα μοντάζ από εικόνες. Να λ.χ. ένα ποίημα πού απαρτίζεται από τρεις ιδεοπλαστικές — και — σκηνικές εικόνες, Ο ελεγκτής:

1η Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
ειν' ο ουρανός
και λίγο χιόνι,

η ιδεοπλαστική εικόνα και σκηνή του κακοποιημένου ουρανού.

2η Έσφιξα τα σκοινιά
πρέπει πάλι να ελέγξω
τ' αστέρια,

η ιδεοπλαστική εικόνα και σκηνή του ουράνιου μηχανοδηγού.

3η Εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά να πετάξω,

η ιδεοπλαστική εικόνα και σκηνή του ποιητή ως ιερού πτηνού που σακατεύτηκε στους "δύσκολους — και — στυγερούς καιρούς».
Κι αμέσους έπειτα η τελευταία εικόνα-στοχασμός αναδιπλώνεται για να χωρέσει και τις άλλες, έτσι διακλαδισμένη: Ο ποιητής πρέπει να κάνει τη διαδρομή του — πέταγμα, έστω και με σπασμένα — ξέσφιγγα φτερά-σκοινιά. Και ως μηχανοδηγός, ελέγχοντας το σύστημα των άστρων, στάσεις-φανάρια — και — λαμπτήρες της διαδρομής, να τερματίσει εκεί στη χώρα της επαγγελίας του, που μολαταύτα γέμισε κι αυτή αίμα και χιόνι· και ως κληρονόμος των πουλιών - πτηνός, κατά τον Ίωνα— να φτάσει στον "μπαξέ με τ' άστρα». Τι μας θυμίζει αυτή η πολύκλωνη εικόνα-στοχασμός; Παλιές ταινίες με βαγόνια μες από τοπία στέππας; Η χιόνια κ' αίματα του αλβανικού μετώπου ή του σκληρού κατοχικού χειμώνα του '42; Τότε που ακόμη κι ο θεός, στα μάτια των μικρών παιδιών και του Σαχτούρη, φάνταζε:

σαν παγοπώλης τον θανάτου
με κόκκινα απ' τον πυρετό
τα μάτια.

Κι αυτές οι εμπειρίες της ζωής διασταυρώνονται μ' άλλες πνευματικές της φαντασίας, καθώς η τελική σκηνή αναδιπλώνεται στην αρχική εικόνα του μπαξέ με τ' άστρα. Μέσα και πέρα από κρυπτομνησίες του ή πέρα από τους δικούς μας συνειρμούς, του τύπου: Ο ουρανός

σαν περιβόλι ευώδησε και τ' άνθη του ήταν τ' άστρα

(Σολωμός) — «το ουράνιο περιβόλι» του Σεφέρη ! — ή προπαντός «ουράνιος παράδεισος — ή — κήπος» (Κάλβος). Οπότε, σαν αντίλαλος μεθόδου από το παρελθόν κι ας μη λειτούργησε στην ώρα της μας έρχεται η γεφυρωμένη εικόνα:

αναχωρεί και η νύκτα
ιδού που τ' άστρα αχνίζουσι
και οι καθαροί λευκαίνονται
αιθέριοι κάμποι.

Και πάλι πίσω του, αλειτούργητος ο ετερόνομος και ετερομεγέθης Κάλβος. Αυτός που είδε επίσης μέσα «εις το χάος αμέτρητον των ουρανίων έρημων» να κρέμονται κρέπια θανάτου· κι όπου ανάμεσα τους «τα φώτα σιγαλέα κινώνται των αστέρων λελυπημένα». Που υπήρξε προπαντός και δεν το ξέραμε, απ' άλλη εποπτικότερη σκοπιά, ο πρωτοπόρος και θεμελιωτής της ‘ιδεοπλαστικής’ εικόνας, που ανανέωσε την ποίηση μας.