Γαραντούδης Ευριπίδης, «Η πρόσληψη του Σολωμού από τη νεότερη ποίηση»
 
[Αφιέρωμα στον Δ. Σολωμό], η λέξη, 142, νοέμ-δεκ. 1997, σσ. 844-853
 
 
 

Η χρονική και, κατά συνέπεια, η αισθητική και η ιδεολογική απόσταση η οποία χωρίζει τους νέους ποιητές της δεκαετίας του 1970 (γνωστούς πλέον με το γραμματολογικό όρο  «γενιά του ’70», τον οποίο στη συνέχεια θα χρησιμοποιήσω) από τον Σολωμό και το έργο του, είναι τόσο μεγάλη ώστε εύλογα γεννιέται το ερώτημα τι είδους σχέση θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να εδραιωθεί ανάμεσά τους. Πάντως την εν λόγω σχέση πιστοποιεί με ασφάλεια ένας αριθμός ποιημάτων μεγαλύτερος από ό,τι θα περίμενε κανείς. Συγκεκριμένα, τα κείμενα ποιητών της γενιάς του 1970 τα οποία σχετίζονται, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τον Σολωμό και την ποίησή του είναι τουλάχιστον μερικές δεκάδες και εμφανώς περισσότερα σε σύγκριση με τα αναφερόμενα σε οποιοδήποτε άλλο παραδοσιακό έλληνα ποιητή. Αν η σχέση μιας χρονικά προσδιορισμένης ομάδας ποιητών με τη λογοτεχνική παράδοση μπορεί να διαβαθμιστεί με ποσοτικά στοιχεία, τότε ο μοναδικός έλληνας ποιητής του οποίου όχι τόσο το ποιητικό έργο, όσο η μυθοποιημένη μορφή αποτέλεσε για τη γενιά του 1970 πόλο έλξης και σημείο ρητής αναφοράς περισσότερο από τον Σολωμό, είναι ο Κώστας Καρυωτάκης, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για φαινόμενο «νεοκαρυωτακισμού». Με  κριτήριο πάντα τον αριθμό των αναφορών στους παλαιότερους έλληνες ποιητές, μετά τους Καρυωτάκη και Σολωμό και σε αρκετή απόσταση, στις Προτιμήσεις των ποιητών της γενιάς ακολουθούν ο Καβάφης και ο Εμπειρίκος.

Όλες σχεδόν οι παραπάνω προτιμήσεις της γενιάς μπορούν να κριθούν ως αναμενόμενες, αν κανείς τις θεωρήσει σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Δ. Ν. Μαρωνίτη: «Θα έλεγε κανείς, με κίνδυνο να παρεξηγηθεί, ότι οι ποιητές της γενιάς του '70 επιλέγουν από την προηγούμενη ποιητική παράδοση προπάντων όσους τους θεωρούν προδρομικούς συνωμότες της δικής τους αμφισβητησιακής και ανορθόδοξης ποιητικής επιχείρησης». Οι όροι συνωμοτικής διαφυγής του Καρυωτάκη, του Καβάφη και του Εμπειρίκου από την ποιητική κοινή και από τον καθωσπρεπισμό της εποχής τους, όροι οι οποίοι έθελξαν αρκετούς νέους ποιητές της γενιάς του 1970, μπορεί κανείς εύκολα να εικάσει ποιοί είναι κατά περίπτωση. Ειδικά ο Καρυωτάκης αναδείχθηκε από τα σχετικά με αυτόν κείμενα στον κατεξοχήν ποιητή-αρνητή των κοινωνικών ηθών και της λογοτεχνικής κοινότητας του καιρού του. Αλλά ο Σολωμός πως είναι δυνατό να προσληφθεί μέσα από αυτό το αμφισβητησιακό πρίσμα; Οι ρομαντικές εκφραστικές καταβολές του, ο ιδανισμός των μορφών του, η αναζήτηση της ουράνιας αρμονίας και η βίωσή της ως επίγειου παράδεισου έρχονται σε φανερή αντίθεση με το ρεαλισμό την άμεση καταγραφή της σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας ή της πεζής καθημερινότητας - στοιχεία που χαρακτήρισαν την ποιητική αντίληψη στη δεκαετία του 1970. Η εμμονή του Σολωμού στα γενικά ζητήματα της εθνότητας και της ηθικής ελευθερίας κληροδοτήθηκε στο έργο νεότερων ποιητών, αλλά τρώθηκε ανεπανόρθωτα τουλάχιστον από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όχι μόνο στο χώρο της λογοτεχνίας. Η έννοια της Ελλάδας ως πηγής ψυχικού μεγαλείου θυσιάστηκε στο βωμό της εμφύλιας διαμάχης η οποία προκάλεσε έναν ανεπούλωτο για δεκαετίες τραυματικό ψυχικό διχασμό.  Η σολωμική αγωνία για τη συνθετική έκφραση και η επιδίωξη της τέλειας μορφής βρίσκονται στο άλλο άκρο τη ηθελημένης αποσπασματικότητας και της μορφικής ατημελησίας του μεγαλύτερου μέρους της νεανικής ποίησης στη δεκαετία του 1970. Η απαρίθμηση και άλλων επιμέρους αιτίων του χάσματος που άνοιξε ανάμεσα στον Σολωμό και τους περισσότερους σύγχρονους έλληνες ποιητές θα μπορούσε να συνεχιστεί. Η γενική διαπίστωση δεν επιδέχεται, πιστεύω, αμφισβήτηση: Οι περισσότερες αναφορές της γενιάς του 1970 στον Σολωμό δεν έχουν σχέση με το σολωμισμό, όπως τον γνωρίσαμε στο έργο των επτανήσιων συνοδοιπόρων και επιγόνων του Σολωμού (των λεγόμενων «σολωμικών» και «μετασολωμικών»), αλλά και σε κείμενα νεότερων ποιητών όπως ο Σικελιανός, ο Μελαχρινός και ο Βάρναλης. Βεβαίως υπάρχουν ευάριθμες ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις, οι οποίες και φανερώνουν την, ως επί το πλείστον, δημιουργική απόκλιση ορισμένων ποιητών από την ιδεολογική και αισθητική κοινή συνισταμένη των συνομήλικων ομότεχνών τους.

Με σκοπό να περιγράψω και να σχολιάσω τη διαφορετική, σε σύγκριση με το παρελθόν, σχέση των ποιητών της γενιάς του 1970 με τον Σολωμό, εντόπισα και κατένειμα σε τρεις ομάδες εκείνα τα ποιητικά κείμενα όπου η αναφορά σε αυτόν είναι κεντρική ή τουλάχιστον αξιοσημείωτη για την αφηγηματική οργάνωση και την ποιητική στόχευσή τους. Επίσης η αναφορά γίνεται με τρόπο ρητό (στα περισσότερα κείμενα ο Σολωμός κατονομάζεται), άμεσο ή πρόδηλο (καθώς ενσωματώνονται, εντός ή εκτός εισαγωγικών, αυτούσιοι ή ελαφρώς παραλλαγμένοι σολωμικοί στίχοι, ενώ συνάμα περιέχονται γεωγραφικοί ή άλλοι προσδιορισμοί που υποδηλώνουν ασφαλώς τον Σολωμό: π χ. το Μεσολόγγι). Επομένως, για τα περισσότερα ποιήματα που εντόπισα μπορεί να γίνει λόγος για πρόσληψη και όχι για επίδραση Σολωμού, αν με τον μάλλον εξαντλημένο όρο «επίδραση» προσδιορίζουμε την ως επί το πλείστον λανθάνουσα, δημιουργική αφομοίωση, τροποποίηση και εκ νέου αξιοποίηση των εκφραστικών τρόπων του ποιητικού προγόνου, εν προκειμένω του Σολωμού, κατά τρόπο ώστε να αναδεικνύεται ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, πρόθεση των περισσότερων κειμένων είναι η σχέση με τον Σολωμό να θεματοποιηθεί άμεσα η να υποδηλωθεί με εμφατικό τρόπο, κάτι που συμπεραίνεται από το γεγονός ότι οι μνείες στη σολωμική ποίηση επιλέγουν πασίγνωστα ίχνη της, όπως η αρχή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Ευνόητο είναι ότι εκτός αυτών των άμεσα αναφερόμενων στον Σολωμό κειμένων, υπάρχουν πολλά ακόμη ποιήματα της εποχής που εξετάζουμε στα οποία η σχέση με τη σολωμική ποίηση αφενός δεν έχει κεντρικό ρόλο, αφετέρου είναι διακριτικότερη. Οι εκφάνσεις αυτής της σχέσης ποικίλλουν: από την ονομαστική μνεία του Σολωμού μεταξύ άλλων νεοελλήνων ποιητών, στους οποίους συγκαταλέγεται η με τους οποίους συγκρίνεται, μέχρι τη χρήση σολωμικών στίχων, φράσεων ή στοχασμών σε επιγραφές ποιημάτων την ενσωμάτωση σε ποιήματα αυτούσιων ή παραλλαγμένων σολωμικών στίχων ή φράσεων τη χρησιμοποίηση εικόνων ή φράσεων που απηχούν κατά το μάλλον ή ήττον σολωμικά ποιητικά κείμενα ή και στοχασμούς. Σε ορισμένους ποιητές οι παραπάνω τρόποι σύνδεσης με τη σολωμική ποίηση συνδυάζονται ώστε να αναπτύσσεται μια διακειμενική σχέση άξια διεξοδικότερου σχολιασμού με άλλη ευκαιρία. Πρόκειται για τους Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Τζένη Μαστοράκη, Κώστα Παπαγεωργίου και Μανόλη Πρατικάκη. Στην περίπτωσή τους οι σολωμικές απηχήσεις, ευθείες ή και διαμεσολαβημένες από άλλους νεότερους ποιητές, εντοπίζονται στα βαθύτερα στρώματα της αισθητικής αγωγής του λόγου τους και προσιδιάζουν στην εν γένει ποιητική αντίληψή τους (όπως στον Γιατρομανωλάκη, στην Μαστοράκη και στον Πρατικάκη), ή/και συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας ατμόσφαιρας που παραπέμπει σε σολωμικά κείμενα (συγκεκριμένα στον Παπαγεωργίου είναι η ατμόσφαιρα του εφιάλτη που τον συνδέει με τη Γυναίκα της Ζάκυθος). Πρόθεση όμως της παρούσας μελέτης είναι η πρόσληψη του Σολωμού από τους ποιητές της γενιάς του 1970 να εξεταστεί όχι κατά περίπτωση, αλλά στο γενικό της πλαίσιο. Έτσι προσφέρεται η δυνατότητα ορισμένων χρήσιμων διαπιστώσεων για τους τρόπους με τους οποίους ένα τμήμα της πρόσφατης και σύγχρονης ποίησής μας προσέλαβε από ιδεολογική και αισθητική σκοπιά τον Σολωμό.

Σε μια πρώτη ομάδα εννέα κειμένων οι ονομαστικές μνείες του Σολωμού ή η αναφορά σε πασίγνωστα ίχνη της ποίησής του έχουν ως πρόδηλο στόχο να αντιπαρατεθεί η μορφή του κατεξοχήν εθνικού ποιητή ή οι ιδεολογικοί όροι της ποίησής του με τη σύγχρονή μας κοινωνικοπολιτική κατάσταση, προκειμένου να αναδειχθεί η οδυνηρή αντίθεση ή το αγεφύρωτο χάσμα: από το ηθικό μεγαλείο που ενσάρκωσε ο Σολωμός και εξέφρασε η ποίησή του, έχουμε περιέλθει ως συλλογική οντότητα σε καθεστώς παρακμής, διαστρέβλωσης ή καπηλείας της έννοιας του έθνους ή της πατρίδας και έκπτωσης των ηθικών αξιών. Ο Σολωμός λοιπόν λειτουργεί ως συμβολικός δείκτης της αντίθεσης και η στόχευση είναι εκείνη μεγάλου μέρους της λεγόμενης αμφισβητησιακής ποίησης: να καταγγελθεί η πατριδοκαπηλεία, να προβληθεί η ανατροπή των αξιών που στο παρελθόν στήριξαν τον εθνικοπατριωτικό ιδεαλισμό, να καταδειχθεί με παραστατικό τρόπο πόσο το ιερό έγινε ανίερο, το ηθικό ανήθικο και το εθνικό νεκρό γράμμα. Γίνεται φανερό ότι η πρόσληψη του Σολωμού, δεν αφορά σε αυτή καθεαυτή την ποίησή του, η οποία τίθεται εκτός  ή υπεράνω κρίσης, αλλά στην αναγωγή του προσώπου και του έργου σε κεφάλαιο εθνικής σημασίας, επενδεδυμένο με απαράγραπτες αξίες. Στο ποίημα του Βασίλη Κουγέα, «Εθνική γιορτή» ο Σολωμός είναι «από χαρτόνι ξεβαμμένο», στο ποίημα του Γιώργου Χουλιάρα, «Η εκδίκηση της ομοιοκαταληξίας» «σεπτό πτώμα», ενώ σύμφωνα με το ποίημα του Γιώργου Χρονά «Σπουδή για μια παλιά κιτρινισμένη φωτογραφία», αν γράφονταν σήμερα οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», θα είχαν ως θέμα όχι τους πολιορκημένους από τον αλλόθρησκο κι αλλόγλωσσο εχθρό, αλλά όλους τους απόβλητους της ζωής, τους παρίες της ευτυχίας, τους αδικαίωτους ήρωες, άντρες και γυναίκες, μιας σύγχρονης λαϊκής μυθολογίας που συμφιλιώνει αβίαστα τον Σολωμό με τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Μαίριλυν Μονρόε και την κυρα-Φροσύνη. Ακόμη κι όταν παρωδούνται πασίγνωστα σολωμικά κείμενα, όπως στροφές του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» (από τον Κυριάκο Σταμέλο) ή το «Η καταστροφή των Ψαρών» (από τον Κώστα Σοφιανό) η χρήση σολωμικών εκφραστικών στοιχείων και στιχουργικών σχημάτων στοχεύει στην ανατροπή του αξιακού φορτίου της ποίησης του εθνικού βάρδου, χρησιμοποιεί την υπόμνηση του ηθικού και ιδεολογικού περιεχομένου και την υπόκρουση της μορφής του ποιητικού προτύπου ώστε ο αναγνώστης να συναισθανθεί τη δραματική αντίθεση ανάμεσα στο άξιο άλλοτε και το ευτελές παρόν. Στο «Τουριστικό» του Σοφιανού:

Στης Μυκόνου την έκθετη ράχη

ξαπλωμένη στιλπνή και μονάχη

προκαλεί τα φτωχά παλληκάρια

πού λιμάζουν για ξένης κορμί

και την πλήξη της κάνει «αγάπη»

και τη φτώχεια μας δείχνει φαιδρή

το σκηνικό της δράσης μεταφέρθηκε από την καθημαγμένη στον εθνικό αγώνα ράχη των Ψαρών στην τουριστικά αποστραγγισμένη παραλία της Μυκόνου, ενώ τη Δόξα που στεφανώνει τα «λαμπρά παλληκάρια» αντικατέστησε η ξένη τουρίστρια που αγρεύει, λιμασμένους σεξουαλικά, έλληνες εραστές του θέρους.

Στη δεύτερη ομάδα εννέα κειμένων θεματικός κοινός τόπος των αναφορών στον Σολωμό είναι η αναγνώρισή του ως μιας απόμακρης ποιητικής κορυφής ή ως ενός επιβλητικού και ευγενούς ποιητικού προγόνου. Το ίχνος της πνευματικής καταγωγής του διασώθηκε μέχρι τους νέους ποιητές χάρη στην αδιαφιλονίκητη ταύτισή του με την αιωνιότητα (βλ. το ποίημα του Βαγενά «Η αίθουσα»,  όπου ο πρώτος στίχος είναι: «Αιωνιότητα το όνομά σου είναι Σολωμός»), στην εξακολουθητική εκφραστική γοητεία των «χαμένων συλλαβών του κόντε Διονύσιου» (βλ. το ποίημα του Καλοκύρη), στα  ηθικά διδάγματα που χορηγεί η υποδειγματική καλλιτεχνική του στάση (βλ. το ποίημα του Μπεκατώρου).

Αλλά ο Σολωμός ως οριακή μορφή, μορφή του απόκοσμου γενάρχη της νεοελληνικής ποίησης, μορφή οραματική (στο ποίημα του Καλοκύρη) ή και αρχαγγελική (στο ποίημα του Μπράβου που επεξεργάζεται στοιχεία από το πρώτο κεφάλαιο της Γυναίκας της Ζάκυθος), παραμυθητική ή και απειλητική, γίνεται ένας ακόμη μυθοποιημένος ποιητικός πρόγονος, δίπλα στον  κυρίαρχο, κατεξοχήν μυθοποιημένο ποιητή, τον Κώστα Καρυωτάκη. Γιατί η αναγνώριση της ποιητικής αξίας του Σολωμού απέχει λίγο ή ελάχιστα από τη μυθοποίησή του. Ο Μαρωνίτης παρατήρησε ότι «οι σχέσεις της ποιητικής γενιάς του '70 με τη λογοτεχνική και ειδικότερα την ποιητική παράδοση (ελληνική και ξένη) είναι μάλλον ιδιόρρυθμες». Αλλά σε τι  ακριβώς έγκειται η ιδιορρυθμία αυτής της σχέσης; Κατά τη γνώμη μου, το κύριο στοιχείο της ιδιορρυθμίας είναι ότι στους περισσότερους νεότερους ποιητές δεν ασκούν έλξη τόσο τα ίδια τα ποιητικά κείμενα του Καρυωτάκη, του Σολωμού ή του Καβάφη, όσο οι μορφές των συγγραφέων οι οποίοι ανάγονται σε μυθιστορηματικούς ήρωες μέσω της παρανάγνωσης των κειμένων τους, παρανάγνωσης η οποία στηρίζεται στην εστίαση της προσοχής  στη συναρπαστική σύνδεση βίου και έργου ακριβέστερα ή μυθοποίηση εδράζεται αφενός στη θεώρηση του έργου ως καθρέφτη του βίου, αφετέρου στην  ανάπλαση και προβολή στάσεων του βίου ως τρόπων ερμηνείας του έργου. Το γεγονός ότι η γενιά του 1970 καλλιέργησε προσωπολατρικούς μύθους είχε ως αποτέλεσμα το κέντρο βάρους της πρόσληψης να μετατεθεί από το λογοτεχνικό έργο στα μυθοποιημένα πρόσωπα των ποιητών-συμβόλων. Πρόκειται για μια νέου τύπου, διαφορετική από το παρελθόν, ποιητική μυθολογία, με βασικά κέντρα της τους ποιητές-σύμβολα της ιδεολογίας και της αισθητικής της γενιάς.

Η μυθοποίηση του Σολωμού διέρχεται μέσα από τη βιωματική οικείωση και τη συγκινημένη προσέγγισή του ως απόκοσμου ανθρώπου, αιθεροβάμονος σχεδόν, έγκλειστου στην μοναξιά του, τραγικά διαψευσμένου από τη ζωή του, διαρκώς ανικανοποίητου από το έργο του, ψυχικά σπαραγμένου από τη θρυλούμενη αδυναμία να ολοκληρώσει τα ποιήματά του. Χαρακτηριστικά δείγματα της μυθοποιητικής πρόσληψής του είναι τα δύο ποιήματα του Γιάννη Κοντού, «Κάθε μέρα» και «Η ξηρασία των εποχών».

Στο «Η ξηρασία των εποχών», ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής περιγράφει μια κατάσταση πραγμάτων, αισθήσεων και αισθημάτων, μέσα από την οποία λανθανόντως συγκρίνονται δύο εποχές. Εκείνη του παρελθόντος, όταν η φυγή από την πραγματικότητα προς την ουράνια αρμονία ήταν εφικτή μέσω της ποίησης, και η σημερινή εποχή, όπου η εξάρτηση από την πεζή πραγματικότητα είναι τόσο σταθερή, ώστε η απόδραση από αυτήν μπορεί να εκφραστεί μόνο ως ανεκπλήρωτη επιθυμία. Μέσα από αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο ας διαβάσουμε την τελευταία παράγραφο του ποιήματος:

Φαντάσου να μην ήμουνα εντοιχισμένος, με το φαρμάκι στο στόμα, αλλά  ελεύθερος όπως τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού - ο ίδιος δεν τον ήξερε  και έλιωνε μες στα μαύρα ρούχα του-.

(Μετράω τα δάχτυλά μου και τα βρίσκω παρά πέντε.)

Εδώ η αντίθεση σχηματοποιείται συμβολικά: από τη μια το «εντοιχισμένο» (εικόνα του Σινόπουλου) και «φαρμακωμένο»  ποιητικό υποκείμενο των ημερών μας, από την άλλη τα «ελεύθερα» σολωμικά ποιήματα. Ο σύγχρονος ποιητής του άστεως και της αναπόδραστης ασφυκτικής καθημερινότητας αναλογίζεται με δέος πόσο ευεργετικές συνέπειες θα είχε μια ποιητική ελευθερία, όπως του Σολωμού, την οποία όμως δεν πρόκειται να κατακτήσει. Γιατί, στην τελική πράξη του ποιήματος, αναμετρά τις ποιητικές του δυνάμεις και τις βρίσκει ολότελα λειψές. Η μέτρηση των δακτύλων παραπέμπει βέβαια στο πρώτο κεφάλαιο της Γυναίκας της Ζάκυθος, όπου ο Διονύσιος Ιερομόναχος καταμετρά τους δίκαιους και τους βρίσκει λιγότερους από τα τρία δάκτυλα του χεριού του. Πάντως ο Κοντός διαθέτει, εκ  των υστέρων, τη γνώση της αναπόδραστης σκλαβιάς του Σολωμού στον αδυσώπητο αγώνα της έκφρασης. Δραματοποιώντας έτσι την αντίθεση έργου και βίου («ελεύθερα» ποιήματα - Σολωμός: άθυρμα της φθοροποιού σκλαβιάς τους) προσθέτει ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ του μυθοποιημένου Σολωμού.

Στα ευάριθμα κείμενα της τρίτης ομάδας, διαπιστώνεται η προσπάθεια ορισμένων ποιητών να διαλεχθούν δημιουργικά με τους αισθητικούς όρους και τα εκφραστικά μέσα της σολωμικής ποίησης. Η δημιουργική τόλμη έγκειται στο γεγονός  ότι η σχέση μαθητείας με τον Σολωμό δεν δηλώνεται απλώς, αφού ο μαθητής αποπειράται να πραγματώσει τη μαθητεία του σε ποιητικό λόγο. Βεβαίως, η επεξεργασία και αφομοίωση κάποιων εκφραστικών στοιχείων του ποιητικού προγόνου γίνονται με επίγνωση της μεγάλης αισθητικής και ιδεολογικής απόστασης. Γι' αυτό η σχέση διαλόγου έγκειται στη συναίρεση του σύγχρονου ποιητικού λόγου, που δίνει και το βασικό εκφραστικό τόνο του κειμένου, με κάποιες σολωμικές απηχήσεις. Το τελικό εκφραστικό αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να κριθεί κατά περίπτωση. Θα περιοριστώ στον αδρομερή σχολιασμό του ποιήματος του Γιάννη Πατίλη «Η τελευταία φορά. Απολογία Διονυσίου Σολωμού ενώπιον εισαγγελέως». Πρόκειται ίσως για το πιο ενδιαφέρον από τα «σολωμικά» ποιήματα της γενιάς του 1970. Παρουσιάζει μάλιστα χαρακτηριστικά και των τριών κατηγοριών κειμένων που περιγράφηκαν παραπάνω, καθώς καταδεικνύει την αντίθεση του άλλοτε με το σήμερα, ενώ συνάμα η ποιητική αξία του Σολωμού αναγνωρίζεται και με την επεξεργασία, σε ορισμένα μέρη του ποιήματος, στοιχείων της σολωμικής έκφρασης. «Η τελευταία φορά» αντλεί τη λόγια αφορμή της από μια είδηση των εφημερίδων, η οποία παρατίθεται ως επιγραφή του ποιήματος («Ελευθεροτυπία», 16/8/89). Σύμφωνα με την είδηση αυτή στη Ζάκυνθο συνελήφθη, μεταξύ άλλων, κάποιος Διονύσιος Σολωμός για καλλιέργεια και διακίνηση χασίς. Η συνωνυμία του εμπόρου ναρκωτικών με τον εθνικό ποιητή δημιουργεί αυτόματους συνειρμούς, πρόσφορους για την ανάπτυξη ενός εκτενούς αφηγηματικού ποιήματος (64 στίχοι) που προβάλλει τη σχέση έλξης και απώθησης των προσώπων και των εποχών. Η persona του νεότερου Σολωμού, στην απολογία της ενώπιον του εισαγγελέως, ξετυλίγει βιώματα και αισθήματα του βίου του, σε μια απολογία-απολογισμό. Όλη η ζωτικότητα και η δημιουργικότητα του νέου άνδρα αναλώθηκαν στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την αντίξοη κοινωνική πραγματικότητα. Η στρατιωτική θητεία, η ερωτική στέρηση, οι «βρώμικοι δρόμοι», «η οδός Κορίνθου δειλινό να σε ματώνει», και τέλος  «το φάντασμα μιας διαδήλωσης που φώναζε Ανδρέας», ήταν οι αναβαθμοί της πορείας του προς την πλήρη διάψευση των ελπίδων και των επιθυμιών του. Δεν του απόμεινε λοιπόν παρά ένας ύστατος τρόπος ποιητικής απόδρασης από τη σκληρή πραγματικότητα της πατρίδας, όχι όμως μέσω του ρομαντικού ιδανισμού της ουράνιας αρμονίας, αλλά χάρη στα παραισθητικά οράματα του «ξερού  χορταριού» (στ. 56-61):

Τον ύπνο μου ευωδιάζοντας μες στο ξερό χορτάρι

Που με τον άσπρο του καπνό νιο ουρανό σε κάνει

Κι ανοίγει μου στα αυτιά αυτιά και μέσ' στα' μάτια μάτια

Να ακούω χρώματα λαμπρά ήχους μαλαματένιους

Πάνω στα πέλαα να πατώ χωρίς να τα σουφρώνω

Σε βράχια πάνω να πετώ χωρίς να τα ματώνω

Ο σολωμικός δεκαπεντασυλλαβικός ήχος αρμόζει ειρωνικά σε νέα περιεχόμενα κι η λυρική πνοή του διατηρεί τη θερμότητά της, αποκτά όμως και δραματική ένταση. Γιατί η φυγή από την πραγματικότητα των άλλων και η κατάκτηση της ποιητικής αίσθησης του κόσμου πληρώνονται πια με το ακριβό τίμημα της ελευθερίας ή και της ζωής.