Αθανασοπούλου Αφροδίτη, «Για τις ελληνικές πηγές του σολωμικού Διαλόγου»
 
[Αφιέρωμα στον Δ. Σολωμό], η λέξη, 142, νοέμ-δεκ. 1997, 868-876
 
 
 

Συνδυάζοντας κανείς τα πορίσματα των επιμέρους μελετών που συνθέτουν τη βασική βιβλιογραφία του Διαλόγου, καταλήγει χονδρικά στο συμπέρασμα ότι ο Διάλογος του Σολωμού (±1824) αποτελεί προϊόν μιας γόνιμης αφομοίωσης των διδαγμάτων αφενός της ελληνικής γλωσσικής διαμάχης κατά την προεπαναστατική περίοδο και αφετέρου της ιταλικής γλωσσικής διαμάχης, στη μορφή που αυτή παίρνει τα ίδια πάνω-κάτω χρόνια (αρχές 19ου αι.). Ως προς το ελληνικό ζήτημα, ο Σολωμός τάσσεται με το μέρος των οπαδών της λαϊκής γλώσσας και συλλήβδην κατά όλων εκείνων που εκφράζουν συντηρητικότερες θέσεις. Όσο για την ιταλική συζήτηση, ο Σολωμός δείχνει να συναιρεί στο έργο του θέσεις από εκπροσώπους όχι μόνο διαφορετικών γλωσσικών αρχών, μα και διαφορετικών ιστορικών φάσεων του γλωσσικού της Ιταλίας.

Στις σελίδες που ακολουθούν επιχειρώ μια επανεξέταση του ζητήματος των ελληνικών πηγών του σολωμικού Διαλόγου, παίρνοντας ως αφετηρία το μελέτημα του Κ. Θ. Δημαρά, «Σημειώσεις στον «Διάλογο» του Σολωμού» που πρωτοδημοσιεύθηκε στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση το 1948. Η εργασία αυτή παρά την παλαιότητά της, παραμένει μέχρι σήμερα η σημαντικότερη, όσο ξέρω, απόπειρα εντοπισμού των οφειλών του Σολωμού στη γλωσσική θεωρία των ελλήνων δημοτικιστών της προεπαναστατικής περιόδου, Καταρτζή, Χριστόπουλου, Βηλαρά. Ο Δημαράς θεωρεί σίγουρη τη «στενή σύνδεση του Σολωμού με την Γραμματική του Χριστόπουλου και με το  Όνειρο» (σ. 137)· υποπτεύεται από ορισμένα στοιχεία του Διαλόγου -και από την παρουσία του Ταγιαπιέρα στον κύκλο του Σολωμού -- «ότι γύρω στα 1824 ο Σολωμός γνώριζε ανέκδοτα έργα του Βηλαρά» (χωρίς ωστόσο να δηλώνει ούτε τα στοιχεία του Διαλόγου ούτε τα έργα του Βηλαρά) και δεν αποκλείει «η έκθεση του ορθογραφικού συστήματος του Βηλαρά [στη Ρομέηκη Γλώσσα] να ενίσχυσε τον Σολωμό στο δικό του ορθογραφικό σύστημα» (σ. 134). Τέλος, ο μελετητής πιστεύει ότι ο Σολωμός ήρθε σε επαφή με τις γλωσσικές ιδέες του Δημήτρη Καταρτζή μέσω των επιστολών που ο τελευταίος αντάλλαξε με τον Λάμπρο Φωτιάδη και οι οποίες είχαν δημοσιευθεί στην τρίτη έκδοση (1812) της Γραμματικής Τερψιθέας του Δούκα (σ. 138).

Οι υποθέσεις αυτές όμως δεν βρίσκουν ισχυρά ερείσματα μέσα στο κείμενο του Διαλόγου. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Δημαράς, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, στηρίζει την τεκμηρίωσή του αποκλειστικά σε φράσεις τόσο ευρείας διάδοσης και τετριμμένης χρήσης που απηχούν μάλλον κοινούς τόπους της φιλολογίας της εποχής· γιατί βέβαια ούτε η «πάγκοινα γνωστή», κατά τα λεγόμενα του ίδιου, έκφραση «η δάφνη κατεμαράνθη» αρκεί από μόνη της για να τεκμηριώσει γνώση (ακριβέστερα: ανάγνωση) της Γραμματικής του Χριστόπουλου από πλευράς Σολωμού, ούτε φυσικά η έστω και «στραβόκορμη» απόληξη μιας τυπικά διαφωτιστικής αναλογίας ανάμεσα σε γλώσσα και ιδέα-μιλάω για τη διατύπωση  «για να γράφουμε με τα λόγια του λαού πρέπει και με τους στοχασμούς του λαού να συλλογιζόμαστε» - μπορεί μονοσήμαντα να μας οδηγήσει στη Γραμματική Τερψιθέα του Δούκα κι από κει στον Καταρτζή. Τον τελευταίο αυτόν θα μου φαινόταν πολύ πιο φυσικό ο Σολωμός να τον γνώριζε- έστω και έμμεσα- από τα κείμενα ανθρώπων που ανήκαν στην ίδια γλωσσική παράταξη, από τους δημοτικιστές δηλαδή, παρά μέσω του έργου εκείνου που στάθηκε ο αρχηγός της πιο ακραίας πτέρυγας του γλωσσικού εξαρχαϊσμού στην προεπαναστατική  Ελλάδα, του Δούκα. Είναι πιο βάσιμο να θεωρήσουμε ότι τους σοφολογιότατους της πατρίδας του, σαν τον Δούκα ή τον Κοραή, ο Σολωμός τους γνωρίζει τελικά μόνο από τις επικρίσεις, και μάλιστα τις πιο τρέχουσες, που τους έκαναν οι οπαδοί της λαϊκής γλώσσας, κάτι που αναγνωρίζει κι ο ίδιος ο Δημαράς αλλά- πράγμα παράξενο -μόνο για τον Κοραή.  Όσο για τον Καταρτζή, δεν νομίζω ότι τελικά επηρεάζει τον Σολωμό: πέρα από το ότι την εποχή που γράφεται ο Διάλογος φαίνεται πως είναι ξεχασμένος, υπάρχει ανάμεσά τους και μια ριζική διαφορά προσανατολισμού: ο Καταρτζής είναι πολύ νοησιαρχικός και ο γλωσσικός του προβληματισμός εστιάζεται στην παιδεία, σε θέματα αγωγής· αντίθετα, ο Σολωμός εκκινεί από αισθησιοκρατικές αντιλήψεις και το πεδίο αναφοράς του είναι η Λογοτεχνία. Περνώντας στον Χριστόπουλο, δεν έχει νομίζω προσεχθεί όσο θα έπρεπε το γεγονός ότι η αναφορά στο πρόσωπό του, και τις δύο φορές που γίνεται μέσα στον Διάλογο, βρίσκεται εκτός πλαισίου αυστηρώς γλωσσολογικών επιχειρημάτων: η έξαρση της φράσης «η δάφνη κατεμαρανθη», λ.χ., εντάσσεται μέσα στο έργο σε συμφραζόμενα που αποτελούν μια καθαρή περίπτωση μεταφοράς της “πτώσης του ιδανικού” στη Λογοτεχνία. Μα κι εκεί όπου ο «Ποιητής»  του Διαλόγου επικαλείται ρητά τον Χριστόπουλο, το κάνει μόνο και μόνο για να υπογραμμίσει ότι είναι εγγράμματος και να αντικρούσει έτσι την άποψη του “Σοφολογιώτατου” ότι μόνο αμαθέστατοι (οι δούλοι) χρησιμοποιούν τη λαϊκή γλώσσα. Με δύο λόγια: ο Χριστόπουλος δεν φαίνεται να μπαίνει στον Διάλογο ως θεωρητικός της γλώσσας αλλά ως φημισμένος λόγιος και συγγραφέας· ο «Ποιητής» δεν επικαλείται τις γλωσσικές του θεωρίες, αλλά (όπως σωστά βλέπει κι ο ίδιος ο Δημαράς) το κύρος του ονόματός του και την υπόληψη που αυτός, ο «Νέος Ανακρέων», απολάμβανε από το σύνολο του φιλολογικού κόσμου εκείνης της εποχής, πέρα και πάνω από τις γλωσσικές έριδες που τον δίχαζαν.

Με βάση τα παραπάνω νομίζω πως σήμερα θα πρέπει να υπολογίσουμε πιο σοβαρά το ενδεχόμενο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, αυτά ειδικά που επαναλαμβάνονταν στα κείμενα ή στα χείλη των ανθρώπων που αποτελούσαν τον δικό του κύκλο, να έπαιξαν σημαντικότερο ρόλο από τον γενικώς πιστευόμενο στην οικοδόμηση του γλωσσικού μανιφέστου του. Κι ίσως προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν σκόπιμο να στρέψουμε και τις έρευνές μας γύρω από τα έργα που μάλλον ο Σολωμός είχε υπόψη του όταν ξεκίνησε να γράψει τη δικ του απολογία του δημοτικισμού. Στη Ζάκυνθο, όπως ξέρουμε, επιστρέφει στα 1818 και αρχινάει τον Διάλογο στα 1823. Τι ακουγόταν τότε περισσότερο από τα κείμενα των ελλήνων δημοτικιστών; Ούτε η Γραμματική, ούτε το  Όνειρο, πιστεύω· από τις θεωρίες της πρώτης δεν περνάει τίποτα στον Διάλογο - και η πιο τρανταχτή απόδειξη είναι βέβαια η απουσία οιασδήποτε αναφοράς στην αιολοδωρική καταγωγή της νεοελληνικής γλώσσας που αποτελεί θεμέλιο λίθο της Γραμματικής και συνάμα ό,τι πιο πρωτότυπο έδωσε ο στοχασμός του Χριστόπουλου στη συζήτηση για το γλωσσικό στην  Ελλάδα -, ενώ τα στοιχεία του δεύτερου, του Ονείρου, όσα μπορούν να μας οδηγήσουν στον Διάλογο υπάρχουν και σε μεταγενέστερα (και συνεπώς πλησιέστερα προς τον Διάλογο) έργα της δημοτικιστικής κίνησης, όπου βρίσκουμε επιπλέον πράγματα που θυμίζουν Διάλογο, μα που δεν θα τα βρούμε στο  Όνειρο. Στο σημείο αυτό κρίνω ιδιαίτερα χρήσιμη την πληροφορία του Μοσχονά (σσ. οα’-ογ’) ότι το έτος 1821 είχε προγραμματιστεί η δημοσίευση μ ας αρκετά πλούσιας συναγωγής γλωσσικών κειμένων του Ψαλδα και του Βηλαρά, που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της Επανάστασης. Η συναγωγή περιλάμβανε να εκτεταμένο σώμα επιστολών γύρω απ το γλωσσικό, ανάμεσα στις οποίες και η πολύκροτη επιστολή Ψαλδα προς Δοκα (1815), καθώς και, μεταξύ των κειμένων του Βηλαρά, τον διάλογό του Ο λογιώτατος ταξιδιώτης. Δεν με παίρνει ο χώρος να αναφερθώ διεξοδικά στο περιεχόμενο των κειμένων της συναγωγής αυτής. Όμως οι αντιστοιχίες που παρουσιάζουν, σε επίπεδο επιχειρηματολογίας και διατύπωσης με τον σολωμικό Διάλογο, είναι τόσο αισθητές που μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί πως αν είναι κάτι που ο Σολωμός χρησιμοποίησε απ την παρακαταθήκη του ελλαδικού δημοτικισμού για να θεμελιώσει το έργο του, είναι αυτά τα κείμενα - και όσα άρπαξε τ' αυτί του απ τη διδασκαλία του Τρικούπη και τις γλωσσικές συζητήσεις του κύκλου του.

Ανάμεσα στα στοιχεία που θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν τη στενότερη σχέση που συνδέει τον Διάλογο με τα γλωσσικά κείμενα του Ψαλίδα και του Βηλαρά, υπάρχει ένα ιδιαίτερα σημαντικό: ότι δηλαδή σ' αυτά συναντάμε τα πρώτα σπέρματα εκείνης της αισθησιοκρατικής αντίληψης για τη γλώσσα που τόσο έντονα την βρίσκουμε αποτυπωμένη στις σελίδες του Διαλόγου. Στην περίπτωση βέβαια των Ψαλίδα - Βηλαρά πρόκειται μόνο για εγκατεσπαρμένες ψηφίδες μιας ακαταστάλαχτης ακόμα θεωρητικής σύλληψης (που δεν αλλοιώνει τη βασικά νοησιαρχική δομή του γλωσσικού τους προβληματισμού). Το απαρτισμένο ψηφιδωτό αυτής της σύλληψης που παρουσιάζει και εσωτερική συνοχή και συνέπεια θα το βρούμε, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού δημοτικισμού, μέσα στο γλωσσικό μανιφέστο του Σολωμού. Εδώ νομίζω έγκειται και η ουσιαστική συμβολή του νεαρού ποιητή στην προώθηση και ανανέωση της συζήτησης για το γλωσσικό στην  Ελλάδα. Το καινούριο που κομίζει είναι ότι εισάγει σ αυτήν τον γόνιμο σπόρο των ιταλικών αναζητήσεων για το ίδιο θέμα την ίδια πάνω-κάτω εποχή, φέρνοντας στο προσκήνιο μια αισθησιοκρατική σύλληψη του γλωσσικού φαινομένου (το συναισθηματικό βάρος της λέξης) και μια μέθοδο υφολογικής μάλλον παρά γραμματικής προσέγγισης του γραπτού λόγου, που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη ανάμεσα στους Ιταλούς διανοουμένους, λόγω της μακραίωνης λογοτεχνικής παράδοσης του τόπου τους.

Αλλά ο ευρωπαϊκός- για την ακρίβεια, ιταλικός- ορίζοντας των γλωσσικών και αισθητικών απόψεων του έλληνα ποιητή επικυρώνεται και από άλλα χαρακτηριστικά του Διαλόγου που όχι μόνο διαφοροποιούνται (σε επίπεδο επιχειρημάτων και εφαρμογών) από την πρακτική των συμπατριωτών του δημοτικιστών, αλλά κυριολεκτικά ξενίζουν στο πλαίσιο ενός γλωσσικού μανιφέστου γραμμένου στα ελληνικά, που απευθύνεται σε Έλληνες, σχετικά με το γλωσσικό πρόβλημα της  Ελλάδας:

− Το πρώτο στοιχείο είναι οι παραπομπές προκαλεί πράγματι έκπληξη το γεγονός ότι ένας Σολωμός, που δεν αποφεύγει γενικά τις παραπομπές, που αναφέρει (με λιγότερη ή περισσότερη πιστότητα, μα πάντως ρητά) παραθέματα από τον Locke, από τον Bacon, από τον Gèbelin, από τον Κικέρωνα, από τον Πλάτωνα, δεν αφήνει μέσα στο κείμενό του ίχνος παραθέματος ή μνείας σε θεωρητικά έργα του νεότερου δημοτικισμού, που οπωσδήποτε ήταν πιο συγγενή προς το ειδικό θέμα της πραγμάτευσής του, το νεοελληνικό δηλαδή γλωσσικό ζήτημα.

− Το δεύτερο στοιχείο είναι τα λογοτεχνικά παραδείγματα τεκμηρίωσης των γλωσσικών θέσεων του «Ποιητή». Μολονότι ο Σολωμός, ως λογοτέχνης, συνδέεται στενότερα με τους ποιητές (Χριστόπουλο και Βηλαρά) παρά με τους καθαρόαιμους λογίους του ελληνικού δημοτικισμού, είναι πολύ περίεργο που δεν χρησιμοποιεί ποτέ στίχους τους για να αποδείξει την εγκυρότητα της γλωσσικής του άποψης. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά στη Βοσκοπούλα η τα κλέφτικα · αν τα χρησιμοποιεί είναι μόνο για τη γλωσσική τους μαρτυρία, ότι ο κατακερματισμός της νεοελληνικής γλώσσας σε διαλέκτους είναι ανυπόστατος - όχι για τη λογοτεχνική τους αξία. Ουσιαστικά τα ποιητικά υποδείγματα που του προσφέρει η εγχώρια παράδοση φαίνεται πως δεν τον ικανοποιούν· και θά ταν δύσκολο να τον ικανοποιήσουν, αν σκεφτούμε την αισθητική εμπειρία που έχει αποκομίσει από την επαφή του με την ιταλική Λογοτεχνία.  Η μεγαλύτερη κορφή της οποίας είναι βέβαια ο Δάντης. Γι ' αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι στους στίχους της δαντικής Commedia πάντα ανατρέχει ο Σολωμός για να κάνει ψηλαφητή την ιδέα του περί της υφολογικής επεξεργασίας· της λαϊκής γλώσσας - έστω κι αν στην περίπτωσή του πρόκειται ειδικά για την ελληνική λαϊκή γλώσσα!

− Το τρίτο στοιχείο διαφοροποίησης είναι η τοποθέτηση του Σολωμού απέναντι στα μείζονα προβλήματα που απασχολούν τον στοχασμό των ελλήνων ομοϊδεατών του: νοησιαρχικός προσανατολισμός, εξομοίωση προφορικού και γραπτού λόγου μέσω της ορθογραφικής απλοποίησης, διάλεκτοι, σχέση με αρχαιότητα, σύγκριση με Ευρώπη. Για λόγους εκθετικής οικονομίας θα περιοριστώ σε τρία μόνο σημεία: - το ζήτημα της ορθογραφίας πρώτα: ξέρουμε ότι η ορθογραφική απλοποίηση αποτέλεσε την κυριότερη ίσως αιχμή της ρηξικέλευθης παρέμβασης των δημοτικιστών στη συζήτηση περί γλωσσικού της  Ελλάδας. Εντούτοις, τίποτα ουσιαστικά από την πυκνή επιχειρηματολογία τους για το ζήτημα αυτό δεν έχει περάσει στον Διάλογο, εκτός ίσως από μια σύντομη αναφορά στο πολυτονικό και στα σημεία στίξης που, κι αυτή ακόμα, ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της γραμματικής θεωρίας και συνδέεται με την τέχνη του λόγου. Μα και γενικότερα το ορθογραφικό σύστημα που εφαρμόζει ο Σολωμός στα αυτόγραφα του παρουσιάζει ιδιοτυπίες που το ορθογραφικό σύστημα ενός Καλαρά ή ενός Βηλαρά - απόλυτα ορθόδοξο στην εφαρμογή του και συνεπές -, δεν μπορεί να ερμηνεύσει· ο Σολωμός ουσιαστικά δεν γνωρίζει να γράφει ελληνικά, γράφει τα ελληνικά όπως ένας Ιταλός - γι ' αυτό κι αν φαίνεται οπαδός της φωνητικής ορθογραφίας δεν είναι οπαδός συνειδητός, αλλά ακούσιος.

− η αναγωγή στην αρχαιότητα: για τους δημοτικιστές η γλωσσική πραγματικότητα στην αρχαία  Ελλάδα είναι ένα έμμονο αναλογικό παράδειγμα, που φωτίζει αναδρομικά την κατάσταση της λαϊκής νεοελληνικής και την περιβάλλει με το κύρος που της αρνούνται οι πεπαιδευμένοι. Ουσιαστικά, ούτε η δική τους θεωρητική σύλληψη είναι απαλλαγμένη από το ψυχολογικό σύμπλεγμα της προγονικής δόξας, που άλλωστε χαρακτηρίζει σύνολη την ελληνική λογιοσύνη του καιρού. Ενδεικτικό είναι πως η θεμελίωση των γλωσσολογικών τους παρατηρήσεων γίνεται συστηματικά στο έργο των αρχαίων προγόνων-με ιδιαίτερη συχνότητα στον Πλάτωνα και μάλιστα στον Κρατύλο του. Στον Διάλογο το μόνο αρχαιοελληνικό παράθεμα είναι μεν του Πλάτωνα, μα δεν προέρχεται από τον Κρατύλο προέρχεται από τον Αλκιβιάδη, όπου ο Σωκράτης φέρεται να λέει ότι διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός. Οι δημοτικιστές το παράθεμα αυτό δεν το μνημονεύουν πουθενά. Το μνημονεύει όμως, ερμηνεύοντας το μάλιστα με τον ίδιο τρόπο που το ερμηνεύει ο Σολωμός, ένας Ιταλός “τοσκανιστής”, ο Niccolini, όπως επεσήμανε ο Rotolo.

− το παράδειγμα της Ευρώπης, τέλος: Ο Σολωμός βάζει στο έργο του συχνά-πυκνά ονόματα νεοτέρων Ευρωπαίων (λογοτεχνών και μη) που οι έλληνες δημοτικιστές δεν τα επικαλούνται ποτέ. Οι τελευταίοι, εξάλλου, αναφέρονται στα σύγχρονα ευρωπαϊκά έθνη πολύ σπάνια, στο πλαίσιο χονδροειδών και γενικευτικών συγκρίσεων με τη νεοελληνική. Γενικά, ο τρόπος επίλυσης του γλωσσικού στις ευρωπαϊκές χώρες αποτελεί γι' αυτούς ένα μάλλον περιφερειακό ζήτημα. Ο Σολωμός διαφοροποιείται από τους δημοτικιστές σε δύο βασικά σημεία: αφενός δεν μπαίνει στη λογική του γνωστού επιχειρήματος για την υπεροχή της κοινής ελληνικής έναντι των υπολοίπων ευρωπαϊκών, αφετέρου ο τρόπος με τον οποίο τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης αντιμετώπισαν και έλυσαν το γλωσσικό τους πρόβλημα δεν είναι ένα παράδειγμα περιφερειακό μα κεντρικό για τη θεωρία του. Ενδεικτικό από την άποψη του ανοιχτού του προβληματισμού είναι πως το αναλογικό παράδειγμα που αυτός χρησιμοποιεί για να δείξει το παράλογο των διορθωτικών επεμβάσεων στη γλώσσα δεν προέρχεται από ένα εθνικά συγγενές παρελθόν, την ελληνική αρχαιότητα, αλλά από ένα φανερά πιο οικείο για τον ποιητή και σαφώς πανευρωπαϊκό παρελθόν, τον Δάντη.

Θα κλείσω τις παρατηρήσεις μου με μια επιγραμματική σχεδόν αναφορά στο πρόβλημα της ένταξης του Διαλόγου στην ιστορική του συγκυρία. Λέω «πρόβλημα» για δύο βασικά λόγους: α) γιατί το έργο αυτό γράφεται μέσα στη φωτιά της Επανάστασης, όταν τα οξυμένα πνεύματα της προεπαναστατικής γλωσσικής διαμάχης έχουν κατασιγάσει. Σε ποια, λοιπόν, πραγματική ανάγκη ανταποκρίνεται η σύνταξη ενός θεωρητικού μανιφέστου για τη γλώσσα, όταν τα μάτια όλων είναι στραμμένα προς την πολεμική πράξη; β) Το κείμενο του Διαλόγου φαίνεται μοιρασμένο σε δύο μέρη που μεταξύ τους δείχνουν χρονικά ανακόλουθα: από τη μια ένα θεωρητικό μέρος που χτίζεται πάνω σε μια κατάβαση παρωχημένη και ξενική επιχειρηματολογία- διαφωτιστική και ιταλογενή -, από την άλλη ένα μέρος στενά συνδεδεμένο με  την ιστορική συγκυρία και την πιο πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή των ελλήνων υμνητών της Επανάστασης. Πώς «κολλάνε» μεταξύ τους τα δυο αυτά μέρη; Δεν έχω έτοιμες απαντήσεις. Έχω όμως την υποψία πως ο Σολωμός γύρω στα 1823-24 ξεκινάει να γράψει μια απολογία όχι ακριβώς του δημοτικισμού, αλλά της δικής του ποιητικής γλώσσας- ή, καλύτερα, του ιδεώδους που αυτός έχει στο μυαλό του για την ποιητική γλώσσα -, ερεθισμένος όχι μόνο από το εξαρχαϊστικό ιδίωμα των εντός και εκτός Ελλάδος κλασικιστών (τύπου Νερουλού ή Νικολόπουλου- ίσως και Κάλβου) αλλά και προβληματισμένος απέναντι στο δημοτικότροπο ιδίωμα των ποιητών του στενότερου κύκλου του (Τρικούπης, Τερτσέτης, Πελεκάσης), που άλλο δεν κάνουν παρά να απομιμούνται τα κλέφτικα τραγούδια, και μάλλον ανικανοποίητος από τις ποιητικές επιτεύξεις των πιο ξακουστών δημοτικιστών προκατόχων του (Χριστόπουλου και Βηλαρά). Γιατί βέβαια για τον Σολωμό, όχι μόνο του Διαλόγου μα και των υπολοίπων έργων και αισθητικών στοχασμών, η «κατακόρυφη ανύψωση» στο πεδίο της λογοτεχνικής δημιουργίας δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ίδιον μιας ανώνυμης, ανεπιτήδευτης, φυσικής ποίησης (και «φυσική» ποίηση είναι τα κλέφτικα), ούτε καν μιας έντεχνης ποίησης που θα μιμείται απλώς το λαϊκό ιδίωμα. Μπορεί και είναι ίδιον της «ατομικής διάνοιας» του προσωπικού ποιητή, του genio retorico- για να θυμηθούμε και πάλι τους ιταλούς δασκάλους του - και αποτέλεσμα μιας βαθιάς και αδιάκοπης υφολογικής επεξεργασίας που δεν υπάρχει στα αυθόρμητα και ακατέργαστα προϊόντα της λαϊκής ή δημοτικότροπης τέχνης.