Κάλβος Ανδρέας
«Εις Σάμον»
 
Λυρικά (1826)
 
Ωδαί, Εκδόσεις Ίκαρος, Σσ.73-78, 119-125, Πρώτη Έκδοση Έργου:1826
 
 

Ωδή τετάρτη [ΧIV]

 

Εις Σάμον

 

α’

Όσοι το χάλκεον χέρι

βαρύ του φόβου αισθάνονται,

ζυγόν δουλείας ας έχωσι·

θέλει αρετήν και τόλμην

η ελευθερία.

 

β’ 

Αυτή (και ο μύθος κρύπτει

νουν αληθείας) επτέρωσε

τον Ίκαρον· και αν έπεσεν

ο πτερωθείς κ’ επνίγη

θαλασσωμένος·

 

γ’

Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,

και απέθανεν ελεύθερος.-

Αν γένης σφάγιον άτιμον

ενός τυράννου, νόμιζε

φρικτόν τον τάφον.

 

δ’

Μούσα,το Ικάριον πέλαγος

έχεις γνωστόν. Να η Πάτμος,

να αι Κορασσίαι, κ’ η Κάλυμνα

’που τρέφει τας μέλισσας

με’ αθέριστα άνθη.

 

ε’

Να της αλόης η νήσος,

και η Κως ευτυχεστάτη,

ήτις του κόσμου εχάρισε

τον Απελλήν και αθάνατον

τον Ιπποκράτην.

 

ς’

Ιδού και ο μέγας τρόμος

της Ασίας γης, η Σάμος·

πλέξε δι’ αυτήν τον στέφανον

υμνητικόν και αιώνιον,

λυρική κόρη.

 

ζ’

Αυτού, ενθυμάσαι, εγέμιζες

του τέϊου Ανακρέοντος

χαρμόσυνον κρατήρα,

κ’ έστρωνες δια τον γέροντα

δροσόεντα ρόδα.

 

η’

Αυτού, του Ομήρου εδίδασκες

τα δάκτυλα ’να τρέχουσι

με’ την ωδήν συμφώνως,

όταν τα έργα ιστόρει

θεών και ηρώων.

 

θ’

Αυτού, τα χρυσά έπη

εμψύχωνες εκείνου,

δι’ ου τα νέφη εσχίσθησαν

και των άστρων εφάνηκεν

η αρμονία.

 

ι’

Ω κατοικία Ζεφύρων,

όταν αλλού του ηλίου

καίουν τα βουνά η ακτίνες,

ή τον χειμώνα η νύκτα

κόπτη τας βρύσεις·

 

ια’

Εσύ ανθερόν το στήθος σου,

φαιδρόν τον ουρανόν

έχεις, και από τα δένδρα σου

πολλή πάντοτε κρέμεται

καρποφορία.

 

ιβ’

Καθώς,προτού νυκτώση,

μέσα εις τον κυανόχροον

αιθέρα, μόνος φαίνεται

λάμπων γλυκύς ο αστέρας

της Αφροδίτης·

 

ιγ’

Καθώς μυρτιά υπερήφανος

απ’ άνθη φορτωμένη

και από δροσιάν αστράπτει,

όταν η αυγή χρυσόζωνος

την χαιρετάη·

 

ιδ’

Ούτω το κύμα Ικάριον

κτυπούσα η βάρκα, βλέπει

σε εις τα νησία ανάμεσα

λαμπράν και υψηλοτάτην,

και αγαλλιάζει.

 

ιε’

Τι εγίνηκαν η ημέραι,

ότε εις τας κορυφάς

του Κερκετέως δενδρόεντος

εχόρευον η τέχναι

στεφανωμέναι;

 

ις’

Έρχονται, ω μακαρία

νήσος, έρχονται πάλιν·

το προμηνύουσι τ’ άντρα σου

φλογώδη, εξ ών μυρίαι

μάχαιραι εκβαίνουν.

 

ιζ’

Ως η σφήκες μαζώνονται

επί τα ολίγα λείψανα

σπαραγμένης ελάφου,

ή ταύρου οπού εκατάντησε

δείπνον λεαίνης,

 

ιη’

Αλλ’ αν βροντήση εξαίφνης,

πετάουν ευθύς και αφίνουσι

την ποθητήν τροφήν,

υπό τα δένδρα φεύγουσαι

και υπό τους βράχους·

 

ιθ’

Ούτως, εις τα παράλια

ασιατικά, τα πλήθη

αγαρηνά αναρίθμητα

βλέπω ’να επισωρεύωνται,

όμως ματαίως.

 

κ’

Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος

«οι Σάμιοι», κράζει, «οι Σάμιοι»

και ιδού τα πόδια τρέμουσι

μυρίων ανδρών και αλόγων

θορυβουμένων.

 

κα’

«Οι Σάμιοι·» -και εσκορπίσθησαν

των απίστων αι φάλαγγες.-

Α, τι, ω δειλοί,δεν μένετε,

’να ιδήτε, αν το σπαθί μας

κοπτερόν ήναι;

 

κβ’

Έρχονται,πάλιν έρχονται

χαράς ημέραι, ω Σάμος·

το προμηνύουν οι θρίαμβοι

πολλοί και θαυμαστοί,

’που σε δοξάζουν.

 

κγ’

Νήσος λαμπρά ευδαιμόνει·

ότε η δουλεία σε αμαύρονε,

σ’ είδον· άμποτε ’νάλθω

’να φιλήσω το ελεύθερον

ιερόν σου χώμα.

 

κδ’

Εάν φιλοτιμούμεθα

’να την ’ξαναποκτήσωμεν

μ’ ίδρωτα και με’ αίμα,

καλόν είναι το καύχημα

της αρχαίας δόξης.