Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία
 
μετάφραση Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 62-66
 
 
 

Εντούτοις, και παρά τις διαφορές αυτές, οι κυριότεροι στόχοι και των δύο ποιητών κατά τη διάρκεια του Αγώνα ήταν εξαιρετικά όμοιοι. Η ποιητική παραγωγή του Κάλβου είναι πολύ μικρή: δύο τόμοι με ωδές. Ο πρώτος, Η Λύρα, δημοσιεύτηκε στη Γενεύη το 1824, και ο δεύτερος, Λυρικά, στο Παρίσι το 1826. Όπως και η πρώτη έκδοση του Ύμνου του Σολωμού, αυτά τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν στη δυτική Ευρώπη και οι πρώτες τους εκδόσεις συνοδεύτηκαν από γαλλική μετάφραση. Το γεγονός ότι συμπεριέλαβε στη Λύρα ερμηνευτικό λεξιλόγιο των νέων ελληνικών, μας δείχνει ότι ο Κάλβος γνώριζε πως απευθύνεται στο σπουδαστή της κλασικής γλώσσας που δεν είναι εξοικειωμένος με τη νεοελληνική, και επιβεβαιώνει ότι οι Ωδές του Κάλβου, ακόμη περισσότερο και από τον Ύμνο του Σολωμού, απευθύνονταν σκόπιμα στους μορφωμένους Ευρω­παίους και στόχευαν στην προώθηση της υποστήριξης του ελληνικού ζητήματος στο εξωτερικό.

Αυτά τα είκοσι αρχαιοπρεπή ποιήματα υψηλής σύνθεσης χρησιμοποιούν ένα μοναδικό στροφικό σύστημα, που επινόησε ο Κάλβος γι' αυτό το σκοπό, και έχουν ένα κοινό θέμα: τον Αγώνα της απελευθέρωσης. Οι Ωδές του Κάλβου υμνούν όχι μόνο την ελευθερία αλλά και πολλές άλλες αξίες, τις οποίες ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός συνέδεσε με παραδείγματα από τον κλασικό πολιτισμό, και τις οποίες ο Κάλβος προσπάθησε επίμονα να αποδώσει στους επαναστατημένους συμπατριώτες της εποχής του: πατριωτισμός, αρετή, κουράγιο και η λατρεία μιας τέχνης ικανής να απαθανατίσει αυτές τις αξίες σε ποιητικό λόγο. Πλούσιες είναι οι αναφορές στο αρχαίο μουσικό όργανο, τη λύρα (ο πρώτος μάλιστα τόμος των Ωδών έχει τον τίτλο Λύρα), καθώς και οι μνείες στα απλά στέφανα από δάφνη που δίδονταν ως βραβεία στους αρχαίους αθλητικούς αγώνες. Αυτές και πολλές άλλες κλασικές μνείες (η Ιταλία λέγεται «Αυσονία», η Αγγλία «Αλβιών», το Παρίσι «η ιερή πόλη των Κελτών»), καθώς και η τάση για τη χρήση αφηρημένων εννοιών, εύκολα αναγνωρίζονται ως τα διακοσμητικά του Ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού και στάθηκαν επανειλημ­μένα εμπόδιο στους αναγνώστες του εικοστού αιώνα.

Η απότιση φόρου τιμής στο θάνατο του Μπάιρον εκ μέρους του Κάλβου, που βρίσκεται στην αρχή του τόμου των Λυρικών του 1826, υποκαθιστά τον αυθορμητισμό του ανάλογου ποιήματος του Σολωμού με έναν αυστηρό διάκοσμο:

 

Ω Βύρων· ω θεσπέσιον

πνεύμα των Βρεττανίδων,

τέκνον μουσών και φίλε

άμοιρε της Ελλάδος

καλλιστεφάνου.

             ......................................

Χθες τον ουράνιον έτρεχε

δρόμον ο ήλιος· χύνων

τας πλέον λαμπράς ακτίνας

το μέτωπόν σου αντέστραπτεν

ως αθανάτου.

 

Σήμερον κείσαι, ως εύφορος

πολύκλωνος ελαία

από το βίαιον φύσημα

σκληρών ανέμων κείται

εκριζωμένη.

 

Παρ' όλο που η αρχαιοπρέπεια του Κάλβου βρίσκεται στους αντίποδες του ομόθεμου Σολωμικού ποιήματος, και οι δύο μεταχειρίζονται την υπερβολή, στοιχείο που κατά παράδοξο τρόπο τους φέρνει κοντά. Ο Κάλβος ισχυρίστηκε, σε εκτενή «επισημείωση» που μπήκε ως παράρτημα στον τόμο αυτό, ότι σκοπός του στην ποίηση ήταν να απομιμηθεί «τα κινήματα της ψυχής». Ως προς αυτό το σημείο βρίσκεται κοντά στον Σολωμό, ο οποίος στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δήλωσε ότι «η αρμονία του στίχου» ισοβαθμεί με το «ξεχείλισμα της ψυχής». Κανένας από τους δύο ποιητές δεν φαίνεται να είχε υπόψη του την άποψη του Άγγλου Ρομαντικού ποιητή  William Wordsworth, κατά την οποία η ποίηση εξισώνεται με το «αυθόρμητο ξεχείλισμα ισχυρών αισθημάτων».Οι διατυπώσεις μάλιστα αυτές του Σολωμού και του Κάλβου αποκαλύπτουν πόσο στενά συνδεδεμένη είναι η ποιητική και των δύο με τον ευρωπαϊκό Ρομαντισμό.

Οι αυστηρές τεχνικές του νεοκλασικισμού υπηρετούν, σύμφωνα με άλλες ακόμη ενδείξεις, ένα σοβαρότερο σκοπό στην ποίηση του Κάλβου απ' ό,τι στο μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του δέκατου όγδοου αιώνα στην Ευρώπη, απ' όπου τις είχε αντλήσει. Ο στόχος αυτός τον τοποθετεί, παράλληλα με τον νεανικό Σολωμό, στην αφετηρία του Ρομαντικού κινήματος. Αυτό φαίνεται αμέσως από τον τίτλο Ωδές. Ο Κάλβος χρησιμοποιεί πολύ ακριβέστερα και ευρύτερα τον όρο, με βαθύτερες προεκτάσεις και διαφορετικό τρόπο σε σύγκριση με τους δυτικούς συγχρόνους του, για τους οποίους συνήθως σήμαινε απλά ένα συγκινησιακά φορτισμένο κομμάτι, συχνά με περίτεχνη στιχουργική μορφή. Ο Κάλβος, από την άλλη μεριά, χρησιμοποιεί ως πρόλογο στη Αύρα ένα επίγραμμα του αρχαίου λυρικού ποιητή Πινδάρου, το οποίο μας θυμίζει ότι η ωδή στην Ελλάδα κατά τον έκτο αιώνα π.Χ. ήταν ένας ειδικός τύπος εξαιρετικά επεξεργασμένου άσματος, μια σύνθεση ειδικά προς τιμήν των νικητών στους Ολυμπιακούς και άλλους αγώνες. Οι ωδές του Πινδάρου χρησιμοποιούν τη μυθολογία για να τονίσουν τις ανθρώπινες αρετές που οι αρχαίοι Έλληνες επιδίωξαν να .προωθήσουν με τους αγώνες, και που αρχικά άδονταν με τη συνοδεία λύρας κατά τη διάρκεια της τελετής όπου απέ­νειμαν στους νικητές το δάφνινο στεφάνι.

Μπορούμε έτσι να αντιληφθούμε γιατί οι ωδές του Κάλβου είναι πλούσιες σε αναφορές στη λύρα και το δάφνινο στεφάνι, και γιατί οι μυθολογικές και οι υπόλοιπες κλασικές μνείες είναι τόσο έκδηλες αλλά και γιατί εγκωμιάζονται οι αφηρημένες έννοιες. Αν ο Πίνδαρος έψαλλε για να υμνήσει τη νίκη των αθλητών στους αγώνες και για να εγκωμιάσει τα ηθικά και φυσικά χαρακτηριστικά του νικητή, ο Κάλβος επιχείρησε να κάνει το ίδιο πράγμα με τους νικητές στον Αγώνα για την απελευ­θέρωση του τόπου του (γιατί πίστευε με πάθος στη μελλοντική νίκη των αγωνιστών), εγκωμιάζοντας κατά παρόμοιο τρόπο τις αρχαίες αρετές και συνδέοντας τις με το παρόν.

Ως ‘νικητήριες ωδές’ διαφορετικού τύπου, αφιερωμένες σε μια υπόθεση σοβαρότερη από την αθλητική διάκριση, τα ποιήματα του Κάλβου επικαλούνται ένα αρχαίο μοντέλο για έναν υψηλότερο στόχο από αυτόν που ήταν ο νεοκλασικός διάκοσμος. Παρ’όλο που οι διάφορες προσπάθειες του εικοστού αιώνα για την αποκατάσταση του Κάλβου επιδίωξαν να διαχωρίσουν τις λυρικές αναλαμπές και τις τολμηρές μεταφορές από το υποτιθέμενο βάρος της νεοκλασικής ρητορικής, το επίτευγμα των Ωδών πράγματι βασίζεται εξίσου και στις δύο πλευρές. Η όλη σύλληψη της αξιοποίησης ενός κλασικού μοντέλου κατά τέτοιον εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο δεν είναι λιγότερο τολμηρή πράξη από τις λυρικές στιγμές τις οποίες απομόνωσαν μεταγενέστεροι ποιητές και ενίοτε ενέπνευσαν και τους ίδιους. Με τη δομή και τις αναφορές τους ενσωματώνουν έμμεσα τον εθνικό Αγώνα, συγκρίνουν και αντιπαραβάλλουν τον πόλεμο στην Ελλάδα με τους αθλητικούς αγώνες, για τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες θαυ­μάστηκαν τόσο πολύ στην εποχή που έγραψε ο Κάλβος, και με αυτόν τον τρόπο υποβάλλεται από τον ίδιο τον Κάλβο όχι μόνο η ελευθερία αλλά και η ίδια η ποίηση ανασταίνεται, ή με τα λόγια του Σολωμού «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά».