Παλαμάς Κωστής, «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. (Δύο ομιλίες στον Όμιλο τον Εκπαιδευτικό)», Αφιέρωμα Νέας Εστίας
 
Χριστούγεννα 1979, σσ. 135-139
 
 
 

Με το «Φωτεινό» γυρίζουμε στο κανονικό ξετύλιγμα του Βαλαωρίτη. Ο ποιητής δεν είναι νέος πια. Μα νιάτα και γεράματα, λόγια χωρίς νόημα για το έργο, γενικά, του καλλιτέχνη και, χωριστά, του Βαλαωρίτη. Η Μούσα του με το κύλημα του χρόνου, καθώς συχνά συμβαίνει, πήρε όλο της το άνθισμα, μπήκε μέσα σε όλο της το νόημα, είναι δέσποινα της τέχνης της. Ο Βαλαωρίτης, αηδιασμένος από τη μικροπολιτική, παραιτημένος από τα πολιτικά οφίκια, στην έξοχη του αποσυρμένος. Δοσμένος στην οικογένεια του. Κάποια του γράμματα που μιλεί για τον Αντρέα του, το υστερότοκο παιδάκι του, είναι σαν τραγούδια κι αυτά στοργής. Βασανισμένος κι από την αρρώστια του, που σε λίγο θα τον έφερνε στον τάφο μα κι από την αρρώστια του υπερευαίσθητος" δηλαδή σε κατάσταση που υπηρετεί την ποίηση· κι ευκολύνει τη γέννα της. Γιατί και η ποίηση και αρρώστια είναι, καθώς είναι και υγεία. Ο Βαλαωρίτης γνωρισμένος πιο στενά με τη Λευκάδα του, αδερφωμένος με τους ταπεινούς του λαού, ένας με κείνους και στη σκέψη και στην έκφραση, είναι ο ίδιος Φωτεινός, καθώς σωστά μας το υποβάλλει ο στοργικός βιογράφος του: Τριγύρω του

 

συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα.

Κανένα γλυκοχάραμα, νύχτα, σκοτάδι, πίσσα.

Αρνήθηκε την κλεφτουργιά, τα φλογερά όνειρά της,

                κι έγινε ζευγολάτης.

 

Μέσα στο ποίημα του «Φωτεινού» έβαλε την καρδιά του ο ποιητής πιο πολύ. Και καθώς ο Λευκαδίτης καπετάνιος, σπρωγμένος από τη δύναμη των πραγμάτων, και στη μοναξιά του μέσα, ξαναγύρισε στ' άρματα του και μ' όλα του˙ τα γερατειά, για να ξαναστυλώση την ξεπεσμένη πατρίδα του, για να διώξη τον ξένο, έτσι κι ο Φωτεινός ποιητής, σπρωγμένος από τη δύναμη που τον κυβερνούσε μέσα του, και στη μοναξιά του μέσα, ξαναγύρισε στ' άρματα του˙ στην τέχνη του. Ο στίχος, μέσα στ' αρματωλικά του χέρια, σα λεπίδι ξανάστραψε, ξαναβρόντηξε σαν καρυοφύλλι. Μα τα χέρια δεν τρέμουν, και ο στίχος αλάθευτα χτυπά. Και τη δάφνη που θα την ονειρευόταν ο νέος, την έδρεψεν ο μισόκοπος. Για κακή μοίρα ο «Φωτεινός» απόμεινε ατέλειωτος. Ο θάνατος έδρεψε κι αυτός τον ποιητή˙ πενήντα πέντε χρόνων. Λείπει από το ποίημα τούτο το τελευταίο χτένισμα. Μα δεν του λείπει τίποτε σχεδόν απ' όσα ξεχωρίζουν τη δύναμη, τη χάρη, τη μαστοριά του βαλαωριτισμού. Δεν έχουμε στα χέρια μας τον καιρό που χρειάζεται για να γίνη σωστή ανάλυση του έργου. Μας φέρνει πίσω, προς το μεσαίωνα, στα 1357, στην επανάσταση που άναψαν οι Λευκαδίτες για να τινάξουν από πάνω τους το ζυγό του Βενετσάνου. Το ποίημα δεν το διακρίνει η ομηρική, καθώς παρατηρήσαμε, αμεροληψία του «Διάκου». Είναι γιομάτο και νευρικά τρέμει εδώ και κει από το μίσος εναντίον του καταχτητή˙ δεν είναι ο Τούρκος πια˙ είναι ο Φράγκος˙ είναι, ακριβέστερα, ο ξένος. Στον καιρό που γράφεται το ποίημα η ατμόσφαιρα των πατριωτών θολωμένη από τη γενική δυσαρέσκεια κατά των δυνατών της Ευρώπης. Το αίστημα τούτο του παράπονου, της πίκρας, του θυμού κατά του ευρωπαίου δυνατού, αρκετό για να ξυπνήση μέσα στην ιστορική φαντασία του ποιητή όλες τις ανάμεσ' από τους αιώνες εικόνες του Ελληνισμού, κατατρεμένου από τον ξένο, είτε τον Τούρκο, είτε τον Φράγκο, τούτον επικιντυνότερο από κείνον˙ το αίστημ' αυτό ερμηνεύει ο Φωτεινός. Το ποίημα, συνθεμένο με την ορμή και με τη γνώση που μας ξεδιπλώνονται στο Διάκο, με όλο το γλωσσικό πλούτο που τον εκμεταλλεύεται, καθώς εκείνος ξέρει, μόλα ταύτα είναι και κάτι άλλο. Ταξιδεύουμε στ' ανοιχτά, αρμενίζουμε προς φανταχτερώτερους ορίζοντες, είμαστε στα χρόνια τα βυζαντινά˙ απάνω σε νεόφερτο υλικό δοκιμάζει τώρα την πλάστρα δύναμη της η αρματωλική Μούσα:

 

Του Νικηφόρου το σπαθί μπορεί να μας σκεπάση˙

είναι παιδί παλικαράς, κι η μάνα πόχει πλάσει

ταντρειωμένο του κορμί, η Παλαιολογίνα,

τον κέντρωσ' αίμα βασιλιά...

 

Έτσι ο ποιητής πλαταίνει τα σύνορα του βασιλείου του, και μαζί γίνεται ο πρόδρομος του σημαντικού ξετυλιγμού που βλέπουμε γύρω μας, όσοι θέλουμε κι όσοι μπορούμε να τον προσέξουμε˙ του ξετυλιγμού που έμπασε στην παράδοση της νέας ελληνικής πατριδολάτρισσας τέχνης νέα στοιχεία και θέματα, το Βούλγαρο αγνάντια στον Τούρκο, τη Μακεδονία αγνάντια στην Ήπειρο, με νέους ήρωες και νέους μελετητές, το ξετύλιγμα που φωτίζει και που πλουτίζει το ιδανικό της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας, κι ας δουλεύη κομμένα, λιγοστά, αργά, μισά — και στον πεζό και στον έμμετρο λόγο, με τη ζωή, με τα πρόσωπα, με το νόημα του βυζαντινού προγονικού κόσμου. Αλλά μ' όλο το μίσος και μ' όλη την οργή κατά του ξένου — το σκληρό και το αλύγιστο και της ψυχής και του στίχου μέσα στο ποίημα του «Θανάση Διάκου», σα να λυγίζεται και σα να τρυφεραίνη εδώ πέρα. Πάντα μέσα στην ταραχή, στον αγώνα, στο μαρτύριο˙ μα τώρα σα να είμαστε πιο κοντά μπροστά σε κάποιο πρόσωπο που μελαγχολικά μας χαμογέλα ή που μας θυμίζει κάτι από το επικό γαλήνεμα. Μέσα στο μούγκρισμα των όπλων που ετοιμάζονται να γίνουν τ' αστροπελέκια, μια κελαηδίστρα φωνή ξεχωρίζει :

 

Σε παράμερο λαγκάδι

κατεβαίνει μιαν αυγή

διψασμένο ένα κοπάδι

και ξανοίγει μια πηγή.

 

Λένε ότ' ήταν στοιχειωμένη

κι είχε φίλο ένα στοιχειό

που την ήθελε κλεισμένη

να μη βλέπη ουτ' ουρανό.

 

Στρέφει ανήσυχο το μάτι

τη βρυσούλα του να ιδή

αν κοιμάται στο κρεβάτι,

αν στενάζη, αν αγρυπνή.

 

Κι αντιβλέπει στον καθρέφτη

του νερού κρυφά κρυφά

το βοσκό τον ψυχοκλέφτη

που της έριχνε φιλιά.

 

—Έχω κόρη αυτή τη βρύση

παγαπάς τόσον καιρό.

Έλα, πιέ να σε δροσίση

το παρθένο της νερό.

 

Τότε απλώνει μες στα βάθη

το καλόβουλο στοιχειό,

τον αφρό της παίρνει, πλάθει,

δίνει σάρκα στο νερό,

 

κι η παιδούλα του προβαίνει,

δροσοστάλαχτη, ξανθή,

φέγγει η χώρα φωτισμένη

από τέτοια αναλαμπή.

 

Η κελαηδίστρα φωνή της Θωδούλας είναι, της ακριβοθυγατέρας του Φωτεινού:

 

Δεν είχε κλείσει δεκαφτά, κι άμεστο μοσκοβόλα του λόγγου ταγριολούλουδο. Ποτέ παρόμοιο μάτι τη δύση δεν εφώτισε πατέρα έβδομηντάρη, ούτε ταγέρι του Μαγιού τόση δροσιά και γλύκα χύνει ποτέ σε σωθικά μυριοφαρμακωμένα όση σκορπούσε ολόγυρα με τον ανασασμό της... Με το τραγούδι κάθεται στον αργαλειό κι υφαίνει, με το τραγούδι διάζεται, με το τραγούδι φέρνει τη στάμνα στο κεφάλι της... Στο βότανο, στο θέρο, παντού στο στειρολόγημα, στον τρύγο, στο κοπάδι, όθε περάση, της χαράς τα σύγνεφ' αποδιώχνει και βασιλεύει όπου σταθή παρηγοριά και γέλιο. Δροσοσταλίδα της αυγής, χαρά, χαρά στα χείλη που θα την πιουν μ' ένα φιλί...

 

Ο θησαυρός της καρδιάς του πατέρα που μοιρολόησε τους χαμούς της Μαρίας και της Ναθαλούλας του και που κρυφονειρεύεται τους περαστικούς αγγέλους του, ο θησαυρός αυτός ξοδεύεται για να στολιστή του Φωτεινού η κόρη. Και κάτι ακόμα εδώ σα να μας ψιθυρίζει πως ο ποιητής σύνθετε τους στίχους του Φωτεινού, όχι τόσο με τη φλόγα της πολεμικής μανίας, όσο με κάποια δάκρυα αποχαιρετισμού στα μάτια του. Το τραγούδι του κύκνου. Σα να ξάνοιγε και σα να μάντευε, μέσα στη σκιά το χέρι του θανάτου που απλωνόταν κι έψαχνε για να τόνε συλλαβή. Ο ποιητής πάντ' αρματωλός, ακλόνητος, με το μέγα εθνικό του όνειρο˙ μα στον ίδιο καιρό κάτι σαν όνειρο άλλο, η νοσταλγία της ζωής που θα την άφηνε, τον κάνει, κάπου κάπου, γαληνότερα να στοχάζεται, μα και παθητικά να τρέμη τώρα. Μας το λέει ο ίδιος ο στίχος του που συναλλάζεται, τώρα δεκαπεντασύλλαβος ομοιοκατάληχτος, τώρα δεκαπεντασύλλαβος χωρίς ρίμα, το γύρισμα της ομοιοκαταληξίας, που δίνει στην ποίηση λυρικώτερον αέρα και υποκειμενικώτερο. Έπειτα ο ποιητής, από την αφιλοπρόσωπη αγάπη προς το χωριάτη γύρω του, από τη συγκρατητή συναναστροφή με τους αγρότες της Άγια Μαύρας και με τους Ακαρνάνες αντίκρυ του, ρουμελιώτες αγνούς, αγάλια αγάλια και αποκλειστικώτερα γίνεται κι αυτός λαός όλος. Της λαϊκής ψυχής, χυμένης όχι με τη ρητορική ζέστη — ο Βαλαωρίτης δεν είναι καλά καλά ρητορικός ποιητής — όχι με το λυρικό τον οίστρο — ο Βαλαωρίτης δεν είναι λυρικός ποιητής — αλλά κυριώτατα με την αναπαράσταση του τρόπου του αισθαντικού και του τρόπου του εκφραστικού ενός λαού, ο Φωτεινός θα μένη ωραίο δείγμα. 

            — «Εγώ, σκουλήκι αγνώριστο», κράζει προς το γέροντα πολέμαρχο φαντασμένος ο Ιταλός δυνάστης,

 

εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Τζόρτζης ο Γρατσιάνος,

αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντας σου.

Αυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,

ήμερο κι άγριο κλαρί, ταγέρι σου, η ψυχή σου,

τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,

                                όλα δικά μου, μάθε το...

 

Και καθώς ο Φωτεινός ρίχνει κατά πρόσωπο του ξένου τη λέξη λαός: — Ποιος είναι αυτός ο λαός; χλευαστικά ρωτά κι επιμένει στο ρώτημα ο αριστοκράτης Βενετός: «Δείξε μου αυτό το λείψανο που θα βρικολακιάση». Κι ο Φωτεινός, μέσα σ' ένα θαυμάσιο ξέσπασμα της λαϊκής μαρτυρεμένης ψυχής, του αποκρίνεται:

 

Εγώ, ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης,

που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,

εγώ που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω,

για να τρώη άλλος το ψωμί, που τρέχω, και κεντρώνω

την αγριλίδα του βουνού, και που δεν έχω λάδι

ν' ανάφτω το καντήλι μου, και ζω μέσα στον άδη˙

εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω

το λόγγο και τα ριζιμιά για να σας τα στολίζω

με κλήματα που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω

λίγο κρασί κεφαλιακό τη γλώσσα μου να βρέχω˙

εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη

και παίρνω κέρδο, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,

που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο,

και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο,

αυτός, αυτός είν' ο Λαός...

 

Ο περίφημος Μπέμπελ, ένας από τους αρχηγούς του γερμανικού κοινωνισμού, σε κάποιο του λόγο στα 1893, μνημονεύοντας ένα ποίημα του Άινε — ο Άινε ποιητής επαναστάτης, βέβαια,, όμως όχι και σοσιαλιστής — το χαραχτήρισε ο Μπέμπελ «στην εντέλειαν έκφραση της σοσιαλιστικής ιδέας». Ανάλογα οι στίχοι που τώρ' ακούσατε, θα μπορούσανε γκαρδιακά ν' αντιλαληθούν από τους προλετάριους και της εξοχής και της χώρας, καθώς εικονικά ξεσκεπάζονται τα παθήματα, εύγλωττα σα να διαλαλούν και τα δικαιώματα του βασανισμένου λαού:

 

Αυτό τα βόιδι το μανό π’ όσο βαθιά ρουχνίζει,

τόσο εύκολα μιγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει.

 

Έτσι το τραγούδι του ποιητή ξεπερνά συχνά το σημείο που σκοπεύει˙ έτσι ένας πατριδολάτρης αοιδός σαλεύει τα σπλάχνα μας και από συγκίνηση καθαρώτερ’ ανθρώπινη, που πάει παραπέρα κι από τα σύνορα των πατρίδων.

Η γνωριμία του Βαλαωρίτη με τον ελληνικό λαό προικίζει το στίχο του Φωτεινού και με μιαν άλλη χάρη˙ με την ιλαρότητα, κάτι σαν ειρωνεία ομηρική˙ κάτι σα χιούμορ˙ κέφι θα έπρεπε να το πούμε. Μα κάτι που διαφέρει από το σατυρικό κέντημα, ακόμα κι από το παιγνιδιάρικο το ύφος. Κάτι που άνετα πρέπει να γλιστρά από το υψηλό και κατανυχτικό στην οικιακή ομιλία που χωρατεύει˙ κάτι όχι εύκολο να κεντηθή μέσα στο λεπτότατο ύφασμα που λέγεται στίχος, και που ένα απρόσεχτο κίνημα, παραπανιστό, μπορεί να το ξεσκίση. Κάτι που θέλει ευλυγισία και στης σκέψης το περπάτημα και στης γλώσσας το μεταχείρισμα. Τέτοιο κεφι συχνά το απαντούμε στα έργα κορυφαίων της ποιητικής τέχνης που καθρεφτίζουν ακέρια τη ζωή. Από τον Όμηρο στο Σεξπήρο, από το Σεξπήρο στον Γκέτε, από τον Γκέτε στο Μιστράλ, αντίθετα με την ποίηση που παρουσιάζεται σχεδόν πάντα με λειτουργική κατάνυξη και ιερατικήν επισημότητα και σαν εκστατική. Και δω ξεχωριστός ο Βαλαωρίτης, με της λαϊκής ψυχής τη ματιά και την όρεξη, μας δίνει κάποια δείγματα τέτοιας χάρης, εχτός από την άγρια ειρωνεία της Χάμκως στη Φροσύνη, από τα μετωρίσματα του Μήτρου στο Διάκο, και από μετρικούς στίχους του Καλογιάννου, κυριότερα, σχεδόν σε όλο το τρίτο άσμα του Φωτεινού, που το γιομίζει η κουβέντα των δυο γέρων οπλαρχηγών. Οι γέροι το κουτσοπίνουν, και ρουφώντας το ηδονικό κεροπάτι «πόχει πατέρα πατρινό και μάνα μαυροδάφνη», βρίσκουν τρόπο να μας παραστήσουν με τη λαμπερά, και σοφά εικονική τους πλούσια γλώσσα., την κατάσταση της εθνικής ψυχής στην παραμονή ενός σηκωμού˙ και η εικόνα όλη σα μαλακά νοτισμένη από κρασοκατάνυξη. Το σφιχτό δυσκολοξεδιάλυτο αδέρφωμα της τέχνης του ποιητή με την ψυχή του λαού, και στο νόημα και στην έκφραση που κάνει την ποίηση να σταματά πιο πολύ στις λεπτομέρειες, από κοντά, των πραγμάτων, παρά στο σύνολο κι από κάποιαν απόσταση, κι από κει να παίρνη το πέταμά της, εξαίρετα ο Βαλαωρίτης το βάζει σ' ενέργεια με το στίχο˙ κι έτσι η ποίηση του Βαλαωρίτη είναι μαζί και γέφυρα που μας περνά από το στίχο, στον πεζό λόγο τον καλλιτεχνικό, από το ιστορικό ποίημα στο επικό διήγημα˙ και που μας κάνει να στοχαστούμε πως υπάρχει και στης νέας μας δημιουργικής φιλολογίας το περπάτημα ένας ρυθμός, μια παράδοση, κάτι σαν εξέλιξη, κάτι σα μεταμόρφωση˙ πως με όλα του τα εμπόδια ο δρόμος αυτός είναι υποκείμενο της μελέτης του ιστορικού.