Καραντώνης Ανδρέας, «Ο Φωτεινός του Βαλαωρίτη», Κριτικά. (Απόψεις για πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.)
 
Αθήνα [1981], σσ. 71 – 95
 
 
 

                Του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη το όνομα σαν ποιητή γεννημένου για να τραγουδήσει με φλογερά ποιήματα τη λεβεντιά του νεοέλληνα και ιδίως να εξιστορήσει, μέσα σε μια  επικολυρική αποθέωση, τα πρωτοπαλλήκαρα της κλεφτουριάς και του αρματωλισμού, είναι χαραγμένο βαθειά στις ψυχές των Ελλήνων. των σημερινών  Ελλήνων η ψυχή. Χωρίς να  πάψει να είναι πατριδολάτρισσα, μπορεί να έχει κρυώσει λίγο για τον Λευκάδιο ποιητή, που σαν κατεχόμενος από ιερή μανία, έγραψε την Κυρά Φροσύνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Αστραπόγιαννο, το Βράχο και το Κύμα, το Γέρο Δήμο και τόσα άλλα λυρικά και πατριωτικά ποιήματα, και επάνω από όλα, το έπος Φωτεινός, το καλύτερο του ποιητικό  δημιούργημα, αν και μας το άφησε μισοτέλειωτο. Ο θάνατος τσάκισε αυτόν τον ωραίον και μεγαλόκορμον άντρα, τον αθλητικό και τον επιβλητικό, που ήταν όμοια παλληκαρίσιος και ηρωικός, και σαν άνθρωπος, και σαν πολιτευτής των Ιονίων Νήσων, όπως ήταν και οι δυναμικοί ήρωες των επικών του συνθέσεων. Πέθανε ο Βαλαωρίτης, καθώς δούλευε με μεγάλη διάθεση και αίσθηση ώριμης τέχνης, το έπος του Φωτεινού του. Το έπος που θα παρίστανε τη δύσμοιρη ζωή των Ελλήνων, των υποταγμένων στους Φράγκους αλλά και την  χαλυβδωμένη εθνική τους ψυχή, και την απόφαση τους την υπερήφανη, να μην υποκύψουν ηθικά στην τυραννία και τη βαρβαρότητα των Ευρωπαίων δυναστών. Όμως, Οι παλαιότερες γενεές, και προπαντός εκείνες οι πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ζήσαν με το στίχο του Βαλαωρίτη φρενητικές στιγμές εθνικού ενθουσιασμού και πατριωτικών συγκινήσεων. Και σήμερα, κάθε καλλιεργημένος αναγνώστης, που διαθέτει μια αναπτυγμένη ποιητική ευαισθησία, είναι αδύνατο να μη συγκινηθεί και ποιητικά και εθνικά, από τους στίχους του  Φωτεινού, του έπους, που διαλέξαμε να σας το παρουσιάσουμε, όσο είναι δυνατό να γίνει τούτο στα όρια μίας σύντομης μελέτης. Και πριν απ ' όλα, ας σας δώσουμε να γευθείτε κάτι από το γλωσσικό και  ρυθμικό στίχο του έπους, που είναι ο εθνικός μας στίχος, ο λεγόμενος δεκαπεντασύλλαβος. Ο στίχος, που διαδέχτηκε κατά τη ροή των χιλιετηρίδων, τον ηρωικό δακτυλικό εξάμετρο του Ομήρου, δηλαδή το στίχο στον οποίο ο τυφλός ραψωδός, σμίλεψε τις αείζωες μορφές των ηρώων του Τρωϊκού Πολέμου, και των Ελλήνων, και των Τρώων.

 

Ολόρθος μένει ο γέροντας, θολός, στο πάτημα του,

και καρτερεί το σίφουνα που μούγκριζ ' εμπροστά του.

Κάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό μακρύ το γένι,

στα λιοκαμένα στήθια του αφράτο κατεβαίνει

σαν ανθισμένη αγράμελη που πέφτει από κοτρώνι

του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι

το μέτωπο του αυλάκωσαν, του το 'χαν κατακόψει

ο ήλιος του φθινοπώρου του ρόδιζε την όψη,

ετύλωνε την φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη.

σαν κάποιος να ξεφτίλιζε, ν ' άναβε το καντήλι

της συντριμμένης του ζωής, κι ' έριχνε στην καρδιά του

της νιότης όλον τον θυμό και τα παλιά όνειρά του

 

Ξένος ζυγός δεν έγειρε του Φωτεινού την πλάτη,

γι ' αυτόν και τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κι η Ελάτη

ήσαν λημέρια απάτητα κι ' εκείθε ροβολούσαν

και κάθε εχθρό που φύτρωνε τη νύχτα επελεκούσαν.

Το ρέμα του Σαρακηνού, τ ' άγριο Δημοσάρι,

χίλιες φορές τα χόρτασε με φράγκικο κουφάρι,

κι ' ήταν σωρός τα κόκκαλα που στην Κρυφή Λαγκάδα

και στη Νεράϊδα ασπρίζανε γυμνά στην πρασινάδα.

 

                Αυτή είναι η αδρή προσωπογραφία του γέρου - Φωτεινού, που είναι και ο ομώνυμος ήρωας του έπους του Βαλαωρίτη. Έχει η προσωπογραφία αυτή, ένα αγριωπό μεγαλείο. Και το μεγαλείο αυτό, που μοιάζει με την αγέρωχη, τη βουνήσια ομορφιά της Λευκάδας, της πατρίδας και του ποιητή και του επικού του ήρωα, έχει και την ηθική ακτινοβολία του ελευθέρου ανθρώπου. Του Έλληνα, του Λευκαδίτη, που δεν δέχεται με κανένα τρόπο να βαστάξει τον ξενικό ζυγό και που όλη του η ζωή δεν ήταν παρά μια επιθετική αντίσταση κατά των Φράγκων που κατείχαν τη Λευκάδα. Κυβερνούσαν το νησί και ταλαιπωρούσαν τους αγροτικούς πληθυσμούς του, με όλη τη βαρβαρότητα και την απανθρωπιά της κατακτητικής μεσαιωνικής φεουδαρχίας. Σ ' αυτήν, είχε αντιτάξει ο Φωτεινός το ελεύθερο ήθος του. Και με τους συντρόφους του, είχαν γεμίσει με κουφάρια Φράγκων τα φαράγγια της. Κι από τ' απάτητα λημέρια τους, τα Σταυρωτά, την  Ελάτη, πελεκούσαν τους εχθρούς, και τα κόκκαλα τους, άσπριζαν γυμνά στην  πρασινάδα. τα κόκκαλα είναι ό,τι υλικό διαρκεί από τον άνθρωπο, για να θυμίζει αιώνια, με τη σκληρή του ασπράδα, το μάταιο διάβα του από τη ζωή. Αυτή την χτυπητή εικόνα, των γυμνών κοκκάλων στη χλόη, τη χρησιμοποίησε ο σύγχρονος μας Έλιοτ, στο ποίημα του  «Η Τετάρτη των Τεφρών». Φυσικά, ο Έλιοτ δεν ήξερε τον Βαλαωρίτη, αλλά και οι δυο  ξέραν την Ποίηση. Κι έτσι εξηγούνται τόσες και τόσες συγγένειες και αναλογίες και συμπτώσεις  εικόνων και εκφράσεων, που άφθονες παρατηρούν Οι κριτικοί και οι φιλόλογοι, ανάμεσα σε ποιητές ανόμοιους ανομοίων και ασυγγένευτων εποχών. Αλλά γιατί παρακινήθηκε να γράψει το έπος του Φωτεινού ο Βαλαωρίτης; Κίνητρο του ήταν ασφαλώς η δυνατή ηρωϊκή πνοή που τον κινούσε σε κάθε του πράξη. Την είχε κληρονομήσει από ηπειρώτες αρματωλούς προγόνους και την είχε συντηρήσει με την ηρωϊκή ατμόσφαιρα της μεταπαναστατικής Ελλάδας, που απέβλεπε στην διά των όπλων ολοκλήρωση των αρχικών αιτημάτων της Παλιγγενεσίας, που ήταν η εθνική αποκατάσταση ολόκληρου του ελληνικού χώρου: Επτάνησα, Κρήτη, Δωδεκάνησα, Μεγάλα Νησιά του Βορείου Αιγαίου, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Μικρασιατικά Παράλια, Πόντος. Όλες αυτές Οι ελληνικές περιοχές, είχαν μείνει έξω από το μικρό ελεύθερο ελληνικό Κράτος που προέκυψε από τον Αγώνα του 21. Και η αγωνία τους για την αποκατάστασή τους, διοχετευόταν στην Ελεύθερη Ελλάδα, και συγκλόνιζε προπαντός τους ανθρώπους εκείνους, που από τη φύση τους είχαν διαπλαστεί για να γίνουν με τη δράση τους και το έργο τους όχι μόνο δημιουργοί επικής ιστορίας, αλλά και αντικείμενα έπους. Ένας απ' αυτούς, ήταν και ο φλογερός πατριώτης ποιητής, ο ακατάβλητος αγωνιστής της 'Ιδέας, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Το γεγονός ότι η πατρίδα του η Λευκάδα, το αγαπημένο του νησί, ήταν υποταγμένο στους Άγγλους, αφού είχε περάσει κάτω από τη δουλεία των Φράγκων, όχι μαλακώτερη από τη δουλεία των Οθωμανών, του δυνάμωνε την ποιητική ρώμη, και του συνειδητοποιούσε, ολοένα και περισσότερο, την ανάγκη να χαρίσει στο Έθνος του ένα έπος, που να το βοηθούσε στην εκπλήρωση των μεγάλων του εθνικών ιδεωδών. Και τι πιο φυσικό να αντλήσει το θέμα και τα περιστατικά του Έπους του, από την ιστορία της πατρίδας του, κατά την περίοδο της σκληρής Φραγκοκρατείας; Γύρω από τη συγγραφή του Φωτεινού, μας άφησε ο Βαλαωρίτης πολλά και διαφωτιστικά σημειώματα, παράλληλα σε ποιητική σημασία μ' εκείνα που έγραψε ο Σολωμός, σχεδιάζοντας τους  Ελεύθερους Πολιορκημένους του. Συμβουλεύουμε τους νέους ποιητές μας να μελετήσουν αυτά τα σημειώματα του Βαλαωρίτη. Θα αποκαλύψουν, σ' αυτά, με μεγάλη έκπληξη, μια πολύ νεωτεριστική αντίληψη του Βαλαωρίτη, σχετική με την εκμετάλλευση του ιστορικού χρόνου για τη συγγραφή ενός έπους. Νομίζει κανείς πως διαβάζει περικοπές από σχετικά δοκίμια του Έλιοτ για την υπεριστορικότητα του χρόνου. Ανατρέχουμε εδώ σε μια από τις τόσες διδακτικές περικοπές του  Βαλαωρίτη, τις σχετικές με τη σύνθεση του Φωτεινού του.

 

                Διατρέχων την νεωτέραν 'Ελληνικήν 'Ιστορίαν από της πτώσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της εθνικής ημών αποκαταστάσεως, παρατήρησα ότι αί εποχαί απάσαι  συγχωνεύονται, ότι τα διαστήματα εκλείπουσι και ότι η χρονολογία αποβαίνει περιττή. Η σελίς αυτή της Ελληνικής  Ιστορίας η περιλαμβάνουσα τετρακοσίων ετών παθήματα και  ελπίδας, σύγκειται έκ μιας μόνης περιόδου, βουστροψηδόν γεγραμμένης, έν η η έννοια άρχεται από του τέλους πάσης γραμμής, αναπτύσσεται βαίνουσα από την αρχήν και από της αρχής χωρεί πάλιν προς το τέλος. Επομένως, κατ ' εμέ, είναι πάντα αδιάφορον προς τον σκοπόν της Νέας  Ελληνικής Ποιήσεως, αν το θέμα αυτής ανάγεται χρονολογικώς εις την έκτη η την δεκάτην ενάτην εκατονταετηρίδα, αρκεί μόνον ο χαρακτήρ αυτού να είναι τοιούτος ώστε να δύναται να περιληφθή εις την ηρωϊκήν ημών εποχήν. Μια ηρωϊκή εποχή λοιπόν εκφράζει και ο Φωτεινός, και πέρα από τα πλαίσια της εποχής, το μόνιμο ηρωϊκο πνεύμα της Φυλής μας.  Ο Φωτεινός του, είναι μια από τις επαναλείψεις ή τις αχνές, έστω, φωτοτυπίες του ομηρικού Αχιλλέα. Όμως, είναι απαραίτητες αυτές οι επαναλήψεις, γιατί μέσα απ' αυτές, εικονίζονται οι διαδοχές των ηρωϊκών εποχών, που η  κάθε μια τους, έχει και το δικό της βιοτικό, κοινωνικό και γραφικό ύφος. Έτσι, έχει κάτι το ιδιότυπο και η Λευκάδα του 1365, γιατί σ' αυτή τη χρονολογία τοποθετεί ο Βαλαωρίτης το έπος  του. Ο τύπος της αγροτικής ζωής, που έχει ακόμη κάτι από τον αγροτικόν αιώνα του Ησίοδου, κυριαρχεί στο νησί. και ο Βαλαωρίτης, που ήταν κυριολεκτικά ποτισμένος από την άγριαν ομορφιά και τους αγροτικούς χυμούς της Λευκαδίτικης φύσης, τη ζωντανεύει και με λυρικό πάθος και με επική πνοή αλλά και με σοφή ακρίβεια ζωγραφικών λεπτομερειών που μας λέει πως ο ποιητής για να πλάθει τέλεια έργα, ολοκληρωμένα, πρέπει να είναι και απόλυτος κάτοχος των θεμάτων του. Δεν του φτάνει ένα γοργοπέρασμα μέσα απ ' αυτά. Πρέπει να τα  μελετήσει και σαν ειδικός, σα σοφός. Του Βαλαωρίτη βέβαια σκοπός δεν ήταν να συνθέσει ένα αποκλειστικά ποιμενικό, αγροτικό ή ειδυλλιακό έπος. Όμως, ολ' αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν την αγροτική φύση της Λευκάδας, δείχνονται έμμεσα, αλλά με ζωντάνια και δροσιά που δεν τις μάρανε ο καιρός και η αλλαγή των ποιητικών μεθόδων. Και για παράδειγμα,  στεκόμαστε σ' ένα απόσπασμα από το Τρίτον Άσμα του Φωτεινού. Στο απόσπασμα αυτό, χρησιμοποιώντας ο Βαλαωρίτης άφθονες εικόνες από τη φύση που τόσο οργανικά την είχε ζήσει και με πάθος την αγαπούσε, αντιπαραθέτει με τραγική σχεδόν θλίψη τα γεράματα με τη νιότη. Είναι τα γεράματα του ηρωϊκού Φωτεινού και του συντρόφου του Φλώρου, που  ολαταύτα, εξακολουθούν να πολεμούν τον Φράγκο δυνάστη με την ίδιαν ακατάβλητη ψυχή και αντρειοσύνη.

 

Δεν είναι κρίμα, στο γιαλό του ποταμού απλωμένο

να σεπεται το κύμα του, θολό, χορταριασμένο,

κι ' αντί να στεφανώνεται με την ανεμοζάλη, 

και να κρατεί περήφανο τ ' ολόξανθο κεφάλι,

να 'ναι καθρέφτης τ ' ουρανού και σαν ελεημοσύνη

στην αρμυρή τη θάλασσα τη γλύκα του να χύνει

δεν είναι κρίμ ' ακίνητο, απ ' την κορφή ως τα βάθη

να   'ναι ντυμένο νεκρικά. νεροφακές και ψάθη;

Δέν είναι κρίμα τ.' άλογο, που ανήμερο πουλάρι

μια μάνα ανεμοπόδαρη, φωτιά με το μαστάρι

το πότισε στην έρημο, που το 'βαψε το νύχι

στον άμμον τον αράπικο και το 'δωσε έναν πήχυ

βαθιά τη χαίτη στο λαιμό για να την ανεμίζει

κι ' ελεύθερο, ανυπόταχτο, να φεύγει, ν ' αρμενίζει

δεν είναι κρίμα, γέρικο να ρεύει σε μια σούδα

και να του βόσκει τα πλευρά η κίσσα, η καλιακούδα;

 

Του λόγγου το αγριοδόμαλο, πόμαθε να πληγώνει

τα δέντρα με τα κέρατα και να'χει το πλατόνι

και το καπρί για σύντροφο, την ερημιά κρεβάτι,

το Λούρο, τ' Ασπροπόταμο κορύτο, νεροκράτη,

να βρέχει τα ρουθούνια του και να δροσολογιέται,

δεν είναι κρίμα, λιγδερό στ ' αχούρι να κυλιέται,

ν ' αναχαράζει βάρυπνο, να το τρυπουν οι ζάθοι,

και να περνά στον κάματο του λιναριού τα πάθη;

 

Κρίμα δεν είναι ο σταυραϊτός που στα μικρά του νιότα

συνήθιζε μεσουρανίς τα φλογερά του χνώτα,

τη φλογερή του τη ματιά, να σμίγει με την πύρη

και με τη λάμψη του ηλιού, κι όπου είχε πανηγύρι

να παίζει με τα σύγνεφα και με τ ' αστροπελέκι

δεν είναι κρίμα, γέροντας, στο βράχο του να στέκει,

να σέρνει τα φτερούγια του, και να παραμονεύει

πότε ένα φίδι θα διαβεί,. να φάγει όταν νηστεύει;

 

Δεν είναι κρίμα, δυο στοιχειά, κι ο Φωτεινός κι ' ο Φλώρος.

που πεταχτά δρασκέλιζαν από το Μέγα Όρος

ως την κορφή του Σύκαιρου, κι όπου είχανε σεντονι

τη νύχτα το δροσόπαγο, προσκέφαλο το χιόνι,

π ' άλλη δε γνώρισαν στρωμνή παρά χλωρά γρυπάρια

ούτ ' άλλα ελάβαν σκεπαστή παρ ' άγρια πρινάρια,

τώρα να λέν ' για πόλεμο και να μιλούν για νίκη

στρωμένοι επάνω στη γωνιά. των Σφακιωτών οι λύκοι;

 

Γεράματα! Γεράματα! ποια θέληση ποιο χέρι

μέσ ' στη λαμπάδα της ζωής, φυτεύει τ ' αγιοκέρι;

 

Καί ποια ποτέ ζευγάρωσεν αγνώριστη θεότης

κρυφά το νεκρολίβαβο με τον ανθό της νιο της;

Γιατί τα πρώτα σπάργανα, που προφυλάν τα φύτρα,

γιατί να'ναι και σάβανα; Μνήμα γιατί ν ' η μήτρα;

Αυτός ο άφαντος τροχός, το ακοίμητο ανεμίδι,

να'ναι βαθύ μυστήριο ή τυχερό παιγνίδι;

 

                Κι όμως ο Βαλαωρίτης, στήνει τον Φωτεινό του, επάνω απ' αυτή την απαισιόδοξη και αναπάντητη φιλοσοφία γύρω από τη φθορά του ανθρώπου, τα γερατιά, και το μυστήριο της γέννας και του θανάτου, όπου, σαν ιχνογραφικό προμήνυμα των ιδεών του Φροϋντ, η μήτρα που γεννά τη ζωή, είναι και το μνήμα που τη θάβει. Και την περίοπτη αυτή θέση την πέρνει ο Φωτεινός, ανεβασμένος εκεί ψηλά, από την ίδια την κατακόρυφη ορμή της ηρωϊκής ψυχής του. Έχει την ίδια ψυχή με τον Αθανάσιο Διάκο, τον Αστραπόγιαννο, το Λαμπέτη, τον Πλαπούτα, και όλους τους άλλους ήρωες της κλεφτουριάς, που γεμίζουν με τον αχό τους το έργο του Βαλαωρίτη, και που τους προμηνάει ο Φωτεινός, αφού το έπος του διαδραματίζεται στα 1635. Ακολουθώντας τον τύπο της δομής του έπους, και του αρχαίου κλασσικού, και του νεώτερου ρομαντικού έπους, είχε σκοπό να συνθέσει τον Φωτεινό του, χωρίζοντας τον σε πέντε Άσματα η Ραψωδίες. Αλλά δεν πρόλαβε να γράψει παρά μόνο τα τρία πρώτα, γιατί πέθανε άξαφνα στη Μαδουρή, από καρδιοπάθεια, σε ηλικία πενήντα τεσσάρων χρονών.  Έτσι, έμεινε ατέλειωτο το τελειότερο και το πιο ώριμο έργο του, όχι όμως στην κατάσταση των λαμπρών ερειπίων που άφησε ο Σολωμός τους  Ελεύθερους Πολιορκημένους του, η σαν όραμα, στη φαντασία του μόνο απλωμένο, όπως έμεινε το Τραγούδι του Καραϊσκάκη, του Παλαμά. Όμως, τα τρία αυτά τελειωμένα Άσματα, μας παρέχουν μια πλήρη, σχεδόν εικόνα, του όλου έργου και του τρόπου που δούλεψε το επικό ποίημα ο Βαλαωρίτης. Ας δούμε τώρα, ένα προς ένα, αλλά περιληπτικά, τα τρία αυτά  Άσματα.

 

                Με το πρώτο άσμα βρισκόμαστε τον Νοέμβριο του 1356, σ ' ένα κτήμα κοντά στο χωριό Σφακιώτες, της Λευκάδας. Το νησί, το κυβερνάει ο νέος αφέντης από τη Βενετία, ο Τζώρτζης Γρατσιάνος. Ο Γρατσιάνος, έχει βγει για να κυνηγήσει με τη συνοδεία του, καβάλλα στ ' άλογα. Με τ' άλογα και τα λαγωνικά του, περνάνε περήφανοι μέσα από τα χωράφια, κάνοντας ζημιές χωρίς να γνοιάζουνται για τον κόπο και το ψωμί των φτωχών χωρικών. Έτσι, φτάνουν και στο χωράφι του Φωτεινού, του αρχαίου Κλέφτη και πολέμαρχου, που έχει πια πατήσει τα εβδομήντα. Ο Φωτεινός, δουλεύει το χωράφι του, με το γιο του το Μήτρο. Βλέποντας ο Φωτεινός τα σκυλιά του  ρατσιανού να κάνουν ζημιές στο σπαρμένο του χωράφι, προστάζει το γιό του, να τα διώξει τα σκυλιά, πετροβολώντας τα. και του αγριοφωνάζει του γιού του με την παλαιά, ιεραρχική κυριότητα που είχαν οι πατέρες. Η προσταγή του Φωτεινού, που εξυπακούει βέβαια μια πράξη και ασύνετη μα και τολμηρή, αρχίζει με την πασίγνωστη ρήση, που είναι και η αρχή του έπους, και που αμέσως ζωγραφίζει και το περήφανο, σκληραγωγημένο μέσα στα γερατιά του ήθος του Φωτεινού, και το πολύχρονο δέσιμο του με τη γη του και το χωράφι του, και την κατάντια του σκλάβου αγρότη που όλα του τα τρώει ο ξένος αφέντης. και η φράση είναι,  «πάρε ένα σβώλο Μήτρο - και διώξε εκείνα τα σκυλιά που μου χαλούν το φύτρο!», μα ο Μήτρος, είναι άψητο παιδί ακόμα, δε δείχνει να μοιάζει του πατέρα του, δειλιάζει τρομερά τον δυνατό και ξένο αφέντη. Έτσι, το έπος αρχίζει με μια πολύ ζωηρή αγροτική σκηνή, μέσα στην οποία εξαγγέλεται ο ηρωικός τόνος του έπους.

 

Παρ ' ένα σβώλο Μήτρο,

και διώξε εκείνα τα σκυλιά που μού χαλούν το φύτρο.

Ο χερουλάτης έφαγε τ ' άχαρα δάχτυλά μου

και στην αλετροπόδα μου έλυώσαν τα ήπατα μου.

Δυο -μήνες έρεψα εδεδώ εσάπησα στη νόπη

μ ' αρρώστια, με γεράματα!  Βάσανα, νηστεία, κόποι

γι ' αυτό το έρμο το ψωμί! Καί τώρα που προβαίνει

σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν, χορταίνει

τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου

με τόση απίστευτη απονιά, οι δυνατοί του κόσμου;

 

                Απο μιας αρχής ο Βαλαωρίτης διαγράφει την ιδεολογική του τοποθέτηση μέσα στο έπος του. Ο Γρατσιανός, δεν είναι μόνο ο ξένος αφέντης. Είναι, γενικά, και ο δυνατός του κόσμου, - αυτός που έχοντας την υλική δύναμη των όπλων, καταπατάει κάθε λαϊκό δίκαιο, και δεν αφήνει το φτωχό να γευτεί το ψωμί που με τόσο κόπο το κερδίζει, καλλιεργώντας το χώμα του. Ο Φωτεινός, εξεγείρεται λοιπόν και κατά του κατακτητή που του στερεί την εθνική του ελευθερία, αλλά και κατά του  εκμεταλλευτή που δε διστάζει, για να. διασκεδάσει στο κυνήγι, να ανασκολωπίσει το χωράφι του Φωτεινού, που μέσα από το χώμα του, αναθρώσκει η χορταστική ελπίδα του μελλοντικού ψωμιού του: το νέο αστάχι. Αλλά ο γιος, δεν συμμερίζεται την ψυχολογία του πατέρα. Αντιπροσωπεύει το πλήθος των δειλών και των υποταγμένων που με την αδράνειά τους, βοηθάν τον κατακτητή να διαιωνίζει την εξουσία του. Κι' έτσι, απαντάει φοβισμένος στον Πατέρα του, που τον έχει προστάξει να διώξει με σβώλους, τα σκυλιά από τα φύτρα του: «Είναι του Ρήγα, δεν κοτώ.. για κοίταξ' εκεί πέρα - να ιδείς το θρός που γίνεται, τι χλαλοή, πατέρα!», και η απάντηση αυτή, εξαγριώνει περισσότερο τον Φωτεινό, που ακαριαία ολοκληρώνει την αντίθεση του με τον κόσμο του Γρατσιανού.

 

Τί Ρήγας; Τί Ρηγόπουλο! Είναι ο καινούριος κύρης

Που πλάκωσε, με ξένο βιό να γένει νοικοκύρης.

Πάλιοφραγκοι που πέφτουνε σαν όρνια, στα ψοφίμια·

εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια..

Κι ' εσύ τούς τρέμεις, βούβαλε! Παιδί. μέσ ' στη φωτιά σου.

Πού τρίβεις πουρναρόπετρα μ ' αυτά τα δάχτυλά σου,

πώ'χεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό τα στήθια.

Τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! Ο δούλος, είναι αλήθεια,

λίπος ποτάζει μοναχά. ψυχή κι ' αίμα δεν έχει...

 

                και με τον βαθυστόχαστον αυτόν ποιητικό αφορισμό, πως ο δούλος δεν έχει ψυχή, αλλά κοιτάζει πως να σωριάσει μέσα του λίπος, «πάχητα» όπως θα λέγαμε σήμερα, ο Φωτεινός, κάνει εκείνο που δεν τολμούσε να πράξει ο τρομαγμένος γιος του. Με ρώμη νεανική, πετροβολάει τα σκυλιά του Γρατσιανού, τα λαβώνει, και σκοτώνει κι ' ένα.

 

Κι ' ο γέροντας με απίδρομο σαν παλικάρι τρέχει

κι αρπάζει τη σφεντόνα του. Έχει χολή στα μάτια.

Με το σφυρί του ένα γουλί το σπά σε δυο κομμάτια

και το σταφνίζει στο καυκί. Γοργά την ανεμίζει

και τηνε σκάει με δύναμη. Ανοίγει το λιθάρι

και θυμωμένο, ένα σκυλί, πληγώνει στο ποδάρι,

κι ' άλλο χτυπάει στο κούτελο και στο ξαπλώνει χάμου.

 

                Τρομοκρατημένος ο γιος του, του φωνάζει: «Πατέρα, τι 'ναι  πόκαμες!», μα ο θυμός του Φωτεινού και η περιφρόνηση του για τη δειλία του γιού του, φτάνει στο κατακόρυφο. και του δίνεται έτσι η ευκαιρία, να ελεεινολογήσει τη νεολαία της εποχής του, στο πρόσωπο του γιού του, που αν και τύπος αθλητικός και γερός, έχει μέσα του ψυχή ελαφιού! Μια παρόμοια στάση κρατούσαν και οι παλαιοί Αθηναίοι Μαραθωνομάχοι, απέναντι στη νεώτερη γενεά που άρχιζε να θυληκοφέρνει - τη γενεά, που τόσο σάρκασε ο Αριστοφάνης. Μά ο Βαλαωρίτης, δεν σαρκάζει. Μαστιγώνει και ελεινολογεί το γιο του.

 

Περίδρομος κεφάλα,

μη βλαστημήσω το βυζί που σούδωκε το γάλα.

Δέ νιώθεις πως τούς σχαίνομαι! Όλην αυτήν την Ψώρα

οπ ' όρχεται κάθε φορά και μας δαγκάει τη χώρα

-όπως είν ' ένας ο Θεος κι' εγώ 'μαι Λευκαδίτης-

Τήν έπαιρνα όλη επάνω μου και πνίγομουν μαζί της.

Κι εσύ, του γέρου Φωτεινού μονάκριβο βλαστάρι,

του λύκου του ανυπόταχτου, αγγόνι του Θεοχάρη,

π ' άλλη τροφή δεν έλαβες να φάς και να χορτάσεις

για να σου βάψει την καρδιά και να ριζοδοντιάσεις,

παρά την έχρα την παλιά που'ναι θεμελιωμένη,

σκληρή, πατροπαράδοτη, άφθαρτη, στοιχειωμένη,

για κάθε ξένην αφεντιά βαθειά μέσ ' στη γενιά μας

εσύ θελέσει στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας

να την πατούν Οι αλόφυλλοι και χάσκεις σα λουρίτης...

Ού να χαθείς! Μέ ντροπιασες! Δεν είσαι Λευκαδίτης!

 

                Τάχα, απέναντι από την απόλυτη αυτή στάση του ηρωϊκού Φωτεινού, μπορεί να έχει και κάποιο, έστω και ελάχιστο δίκιο, ένας φοβισμένος σκλάβος; Κατ' αρχήν, θα πρέπει να πιστέψουμε στη θεωρία, πως ποτέ κανείς δεν είναι δυνατό να εγγράψει ολόκληρο το δίκαιο με το μέρος του. Βέβαια, δεν υπάρχει  αμφιβολία, πως ο ηρωικός Φωτεινός, υπερακοντίζει σαν ανθρώπινη μορφή, το γιο του το Μήτρο. Τον Φωτεινό τον θαυμάζουμε και τον πέρνουμε για παράδειγμα. Τον Μήτρο, δεν μπορούμε παρά να ταν ελεεινολογήσουμε, και το πολύ - πολύ, να τον λυπηθούμε. Μα πρέπει να δούμε και με τα δικά του μάτια, πως βλέπει κι ' αυτός τον κόσμο των κατακτητών και των δυνατών του κόσμου, που το δέος του προς αυτόν, τον έχει ψυχικά γονατίσει. Τον βλέπει με τρόμο. Ο ολότελα άοπλος ατενίζει τρέμοντας, απέναντι του, τον γιγαντιαίο και τον πάνοπλο. Νοιώθει, βλέπει, πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε που θα τον απολύτρωνε από τον τύραννο του, ή και που απλώς, θα το κλόνιζε έστω και ελάχιστα, τον τύραννο. Το πολύ - πολύ, με μια ασύνετη πράξη αντίδρασης, να προκαλέσει το χαμό του και πιθανώτατα και το χαμό ή τη δυστυχία των δικών του. Έτσι, διαμορφώνεται, η αξιοδάκρυτη έστω ψυχολογική εξήγηση, και της στάσης αυτής. Είναι η στάση του μέσου, του κοινού, του άχρωμου, του απρόσωπου ανθρώπου. Του ανθρώπου που είναι πλασμένος για  αντι-ήρωας. Γιατί ο ήρωας, είναι ακριβώς, ο ενάντιος τύπος. Είναι ο Φωτεινός. Αλλά οι ήρωες σπανίζουν στη ζωή. Είναι ελάχιστοι, και γι' αυτό ξεχωρίζουν. Κι' έχουν ακόμη μια μαγική ιδιότητα. Το παράδειγμα τους, συχνότατα είναι μεταδοτικό. Και βλέπεις άξαφνα, ένα πλήθος δειλών ανθρώπων, μαγνητισμένο από τη συμπεριφορά του ήρωα, να αλλάζει αστραπιαία, ψυχολογία, και να τον ακολουθεί τον ήρωα, ακόμη και ως τον θάνατο ή την αυτοθυσία. Κι' αυτό συμβαίνει, γιατί αν όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ήρωες, κρύβουν μολαταύτα, όλοι μέσα τους, κάποιο σπέρμα ηρωϊσμού, μια ροπή προς τα  μεγάλα, μια σπίθα, που φτάνει κανείς να τη συνδαυλίσει για να γίνει η σπίθα πυρκαγιά. Έτσι, συχνότατα, πραγματοποιήθηκαν στην ιστορία, θαύματα κατορθωμάτων, που είναι σα να ανατρέπουν την κοινή λογική των πραγμάτων. και τώρα, ο Μήτρος, μιλάει με τη γλώσσα της κοινής λογικής των πολλών, κι ' έτσι δίνεται και στον Βαλαωρίτη η ευκαιρία, να ζωγραφίσει με επική δύναμη, σαν πάντα, τη δύναμη και τη σκαιότητα του Δυνάστη, που δεν σταματάει μπροστά σε τίποτε, που σπέρνει τον τρόμο και την ερείπωση, από όπου κι αν περνάει. Τη γνωρίσαμε κι ' εμείς αυτή τη σαρωτική θύελλα στα χρόνια της κατοχής. Οι Μήτροι ήταν πολύ περισσότεροι, οι Φωτεινοί, πολύ λιγώτεροι, μα τελικά, επεκράτησαν οι Φωτεινοί. Ωστόσο, αυτό δεν είναι λόγος για να στείλουμε στην κόλαση τους Μήτρους. Γιατί ο αληθινός ηρωισμός, δεν είναι να θαυματουργείς μόνο, είναι να είσαι μεγαλόψυχος και να καταλαβαίνεις και τον αντίπαλο σου ή τον ανόμοιο σου. Να λοιπόν, πως απολογιέται ο Μήτρος,στον πατέρα του.

 

Μή με προπαίρνεις άδικα Πατέρα μου, είναι τόσοι!

Περνούν σα μαύρος σίφουνας... σφιχτά μας έχουν ζώσει.

Έπιασαν άλλοι τα ριζά κι άλλοι χτυπουν τη λάκκα

ξεθεμελιώνουν σχιναριές: δεν άφησαν ασφάκα·

φωνές και χλιμιντρίσματα, αλαλαγμοί και χτύποι...

Πάνε του γέρου Δημουλά οι παινεμένοι κήποι,

πάνε και φράχτες και λιθιές! Σά να 'ταν λυσσασμένοι,

με τα άλογά τους του ριχτού ορμήσαν μανιωμένοι

να 'φτάσουν ένα δύστυχο πατέρα, μισολάγι

που τ ' άφεραν κυνηγητά οι σκύλοι από το πλάγι.

Λές κι είναι ανεμοστροβιλο! Εμπρός...εμπρός απ ' όλους

ένα άλογο σιδερικό σκορπά λιθάρια, σβόλους,

και στη χρυσή τη σέλλα του βαστά έναν καβαλάρη

όπου πετά σαν αητός κι όπου κρατεί κοντάρι..

Πώ-πω, πατέρα, χαλασμός για μια νεροχελώνα -

δεν είναι μεγαλύτερος... Πήρε τον ψυλλιθρώνα,

και το'χασαν το πάτημα... Ολόγυρα, αλωνίζουν

αμέτρητα λαγωνικά κι ' αναποδογυρίζουν

τ ' αμπελοφύτια του Κτενά, του Κούρτη τα λινάρια.

Πήραν ξελάκου μια κοπή και σφάζουν τα κριάρια...

 

                Έτσι ζούσαν Οι Λευκαδίτες κάτου από τη Φραγκοκρατεία. Λίγοι επικοί στίχοι από το Φωτεινό του Βαλαωρίτη, φτάσαν για να μας πάνε σ' εκείνη τη σκοτεινή περίοδο της ιστορίας μας. Πολλές φορές ο ελληνισμός σταυρώθηκε. μια απ' αυτές, ήταν και η Φραγκοκρατεία. Στον Βαλαωρίτη, τον ποιητικό πατέρα του Φωτεινού, έλαχε να παραστήσει με επικό ρεαλισμό και πάθος δραματικό, την αντίροπη προς την σκλαβιά, φορά της ελληνικής ψυχής. Και πριν προχωρήσουμε στο υπόλοιπο του έπους, ας αντικρύσουμε άλλη μια φορά τη μεγαλόπρεπη πολεμική και αρχική μορφή του παλαιού κλέφτη και πολέμαρχου Φωτεινού, που ο λαός της Λευκάδας, τον έχει για είδωλο του και ελπίδα του.

 

Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,

τον είχε πολέμαρχο της, χωρίς να πάρει αχνάδα

ξένος κανείς του μυστικού. Κι ' όταν ο ζευγολάτης

μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της

και προσκυνούσαν ξέσκεπα. Τον είχε βασιλιά του

φτωχός, πανόρφανος λαός, και γύρω τα μαλλιά του

στο μέτωπο του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο

ωσάν κορώνα ατίμητη. Σα φλάμπουρο υψωμένο.

Πάνου σ ' αυτό το είδωλο, σ ' αυτόν τον ασπρομάλλη.

ακράτητη ολ ' η Φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη-

κι εκείνος μένει ασάλευτος, σα βράχος που προσμένει

στα στήθια του, τα ολόγυμνα τη θάλασσα οργισμένη...

 

                Είπαμε πως όταν ο βενετσιάνος Γιώργης Γρατσιάτος, αφέντης της Λευκάδας, βλέπει να του πετροβολάει ο Φωτεινός τα σκυλιά του που μπήκαν στο χωράφι του και του χάλασαν το φύτρο, γίνεται έξω φρενών. με κάθε τρόπο, προσπαθεί να ταπεινώσει και να φοβίσει τον Φωτεινό, αλλά καθώς μας λέει ο ποιητής, ξένος ζυγός δεν έγειρε του Φωτεινού την πλάτη. Του απαντάει, περήφανα, ο Φωτεινός, του Γρατσιάτου, κι' εκείνος, αγριεμένος, του φωνάζει: Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη, - μη μου ξανάφτεις τη χολή. Γονάτισε μπροστά μου - και ζήτησε συχώρεση για τα λαγωνικά μου. Ο Φωτεινός, εξακολουθεί να κρατάει την ίδια περήφανη στάση, και τότε πια, ο Γρατσιάνος, ξεπερνάει κάθε όριο, και δείχνεται, καμαρώνοντας, μα και εξαγριωμένος, έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα.

 

Κι ' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Τζώρτζης ο Γρατσιάνος,

αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντας σου,

Αυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,

ήμερο κι ' άγριο κλαρί, το αγέρι σου. η ψυχή σου,

τα ζωντανά σου. Τα παιδιά. το αίμα σου, η τιμή σου,

όλα δικά μου, μάθε το. Βουνού και λόγγου αγρίμι

είτε έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψωφίμι,

το διαβατάρικο πουλί σ ' εμέ μονάχα ανήκει,

κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο η περδίκι.

Γι ' αυτό, όθε θέλω θα περνώ, κι ' εγώ και τα σκυλιά μου

τίποτε δεν ορίζετε κι ' είναι κι ' αυτή σπορά μου.

Κι ' ούτε άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,

δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει

για να πομπεύει τ ' όνομα και την κληρονομιά της!

 

                Αληθινά, οι τύραννοι πιστεύουν, - κι ' αυτό τους προμηθεύει ένα κάποιο ηθικό πρόσχημα για την τυραννία τους - ναι, όλοι οι τύραννοι πιστεύουν πως ο κόσμος που εξουσιάζουν άλλο δεν αξίζει παρά να είναι και να μένει σκλάβος τους. Αυτός, νομίζουν, πως είναι ο προορισμός του σκλαβωμένου. Νά είναι σκλάβος αιώνιος. δεν αξίζει για τίποτε άλλο, παρά για να δίνει, αφορμές στον αφέντη του να επαίρεται πως είναι στα πάντα Κύριος του και ανεξέλεγκτος τύραννος του. για τον σκλαβωμένο, άλλος νόμος δεν υπάρχει παρά η Θέληση και η όποια όρεξη του τυράννου του. Το μόνο ανθρώπινο δικαίωμα που έχει ο σκλάβος, είναι να είναι σκλάβος. Τίποτε λιγώτερο, τίποτε περισσότερο. Κι αυτή η φοβερή αντίληψη, αποτελούσε και την πολιτική και την κοινωνική ηθική της ευρωπαϊκής Φεουδαρχίας, σε όλο τον Μεσαίωνα. Αλλά ο Φωτεινός του Βαλαωρίτη, δεν ανήκει στον Μεσαίωνα, και ας ζει στα 1356. Ο Φωτεινός αυτός, είναι το σπέρμα του λαού, που στο μέλλον, σε κάποιο μέλλον, κοντινό ή μακρυνό, θα διεκδικήσει και θα επιτύχει να κατακτήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα του. Κι' αυτή είναι η μεγάλη η αγεφύρωτη διαφορά που χωρίζει τον δούλο από τον αφέντη.

                Ο αφέντης, πιστεύει στην αιωνιότητα του παρόντος του. Μπορεί  να φοβάται τον σκλάβο κάπου-κάπου, μα ποτέ δεν του περνάει η υποψία πως ίσως μια μέρα ο σκλάβος να μπορέσει να ορθώσει το ανάστημα του, να σπάσει τις αλυσίδες του και να πάρει στα χέρια του τη Μοίρα της ίδιας του της ζωής. Αντίθετα, ο σκλάβος, μπορεί να ζει με οδύνη το παρόν του, όμως, η ουσιαστική του πραγματικότητα, είναι η ελευθερία, έστω και αν η ελευθερία αυτή, μπορεί για μια σειρά αιώνων, να παραμείνει ένα όνειρο μονάχα. Ωστόσο, αυτό το όνειρο, είναι η μόνη πραγματικότητα και η μόνη ένθεη πίστη του σκλάβου. Και με το αίσθημα αυτής της πραγματικότητας, απαντάει ο Φωτεινός στα    χυδαία λόγια του Γρατσιάνου. Εδώ, πια, δεν μιλάει ένας συγκεκριμμένος σκλάβος, ένας κάποιος άνθρωπος. Μιλάει ένας ολόκληρος λαός. Και κάτι περισσότερο ακόμα, μιλάει ένας ολόκληρος κόσμος. Κι ίσως ακόμα, με το στόμα του Φωτεινού, να μιλάει ο αιώνιος σκλάβος που κρύβεται μέσα σε κάθε άνθρωπο, και που αδιάκοπα γυρεύει να απολυτρωθεί και ξαναφεθεί ελεύθερος, σε κάποιον άλλον κόσμο, αλλά που αν υπάρχει, δεν μπορεί παρά να είναι ο πνευματικός, ο ηθικός λεγόμενος κόσμος. Ο κόσμος των θρησκειών. Ο κόσμος όλων των φιλοσοφιών. Όμως, άσχετα από όλα αυτά, οι επτά οι στίχοι που ξεστομίζει ο Φωτεινός, απαντώντας στον Γρατσιανό, είναι  τους καλύτερους μέσα σε όλη τη νεοελληνική ποίηση. Και για, ο βαθύ ηθικό και ανθρώπινο τους νόημα και για τη δύναμη της πνοής με την οποία εξακοντίζονται, και για τις απόλυτα ταιριασμένες με το νόημα εικόνες τους, που κι ' αυτές είναι παρμένες όλες από την ιδροποτισμένη ζωή της αγροτιάς και που μυρίζουν σβωλιασμένη γη, φύτρο, παχνί, τζάκι, φτωκοκάλυβο, δυστυχία και καρτερία.

 

Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν ' η ρίζα,

Κι μένει πάντα ζωντανό, ή ρόδι φάγει, η βρίζα,

αυτό το βόιδι το μανό που όσο βαθειά ρουχνίζει

τόσο εύκολα μυγιάζεται και ανεμοστροβιλίζει.

και που το κράζουνε λαό. Θά σπάσει το καρίκι

και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.

Τότε, πουλί να σπερπετό, ποιος ξέρει που θα φτάσει!

Εγώ, ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκολιάρης,

που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρεις.

εγώ που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω

για να τρώγει άλλος το ψωμί που τρέχω και κεντρώνω

την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι

ν ' ανάφτω το καντύλι μου και ζώ μέσα στον Άδη,

εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω

το λόγγο και τα ριζικά για να σας το στολίζω

με κλήματα που δε τρυγώ και που ποτέ δεν έχω

λίγο κρασί κεφαλιακό τη γλώσσα μου να βρέχω,

εγώ ο φτωχός, ο μυλωνάς που ζώ σε αιώνια ζάλη

και πέρνω κέρδο, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,

Πού δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζώ με τρόμο,

και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο,

αυτός, αυτός είναι ο Λαός, Τ' άψυχο το κουφάρι

αυτό 'ναι το καματερό το ψόφιο το κριάρι..

Μή ρίξεις άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

 

                Τί αποτέλεσμα θα μπορούσε κανείς να περιμένει ύστερ ' από μια τέτοια περήφανη διακήρυξη, που είναι μαζύ και κάτι σαν Ευαγγέλιο που εξεικονίζει το δράμα του σκλάβου, και μαζί σαν μανιφέστο που σαλπίζει την Επανάσταση; Τι άλλο, παρά αυτό που έπαθε ο Φωτεινός. Ο Γρατσιανος, προστάζει όχι μονάχα να του πάρουν το ζευγάρι τα βόδια, μα και να σου σπάσουν τα πέντε δάκτυλα του Κεριού του. Ο Φωτεινός, υποφέρει καρτερικά το μαρτύριο και, όπως παρατηρεί νέος φιλόλογος και μελετητής του Βαλαωρίτη, σκέπτεται πως να συνδυάσει την προσωπική του εκδίκηση με την απαλλαγή της πατρίδας του από τον τύραννο: Κι ' αυτός ο γέρο-Δράκοντας, χωρίς ούτε ν' αχνίσει, - εκοίταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση -, τη γη του την ταλαίπωρη και μέσα στην καρδιά του - με μιας αστράφαν τα παληά τ' ανδραγαθήματα του - και χρυσοβόλησε στο νου, χρυσόφτερη η ελπίδα - με τη δική του εκδίκηση να σώσει την πατρίδα. Εδώ, τελειώνει το πρώτο άσμα του έπους. Το δεύτερο, μας μεταφέρει πίσω, στα νιάτα του Φωτεινού, καθώς εξιστορεί τα παλιά του κατορθώματα στην αγαπημένη του κόρη, τη Θωδούλα. Με την εμφάνιση της Θωδούλας, της ωραιοτάτης και παρθενικής κοπελούδας, η σκληρότητα του έπους, αρχίζει να μαλακώνει. Ο Βαλαωρίτης, σαν ποιητής έμπειρος, ξέρει πως και το πιο πολεμικό έπος, πρέπει να ποικίλλεται και από άλλες ανθρώπινες καταστάσεις. Το παράδειγμα, μας το έδωσε πρώτος ο Όμηρος. Η 'Ιλιάδα του, δεν είναι μόνο μια ατέλειωτη σειρά από μάχες και αιματηρότατες συρράξεις παλληκαριών. Στολίζεται από σκηνές κάθε λογής, του καθημερινού βίου. Σκηνές οικογενειακής τρυφερότητας, συζυγικής αγάπης, πατρικής στοργής, σκηνές που παρασταίνουν φαγοπότια, γιορτές, αγωνίσματα. Εμφανίζονται στο αθάνατο έπος, όλες οι ηλικίες και των δύο φύλων, όλοι οι χαρακτήρες των ανθρώπων.

    Έτσι, και ο Βαλαωρίτης στο Φωτεινό του, κεντάει και ένα ειδύλλιο, που υπεισέρχεται στην κυρία δράση του έπους. Η κόρη του η Θωδούλα, αγαπάει κρυφά το γιο του καλύτερου φίλου και συντρόφου του Φωτεινού, Φλώρου Στενά, τον Λάμπρο. Οι δυο πολέμαρχοι, συμφωνούν να γίνει ο γάμος των παιδιών τους, την Κυριακή του Θωμά, και την ίδια μέρα ν' αρχίσει και η Επανάσταση κατά των Φράγκων.  Έτσι, μ' αυτόν το γάμο, το έπος αποκτάει τον τυπικό ιπποτικό και ρομαντικό του χαρακτήρα. Και ο Βαλαωρίτης, αποδεικνύεται εξίσου θαυμάσιος ποιητής του αγροτικού ειδυλλίου. Με την ίδια πνοή που ζωντανεύει τις σκληρές μορφές των πολέμαρχων του, ζωγραφίζει, χρησιμοποιώντας εδώ χρώματα μαλακά και ζεστά, και τόνους τρυφερούς και λυρικούς, τα πρόσωπα των νέων που αγαπιούνται. Και προ παντός τη Θωδούλα, την θυγατέρα του Φωτεινού. Το πορτραίτο της ξεχωρίζει με τα ροδόλευκα χρώματα του, μέσα από το σύνολο του έπους.

 

Τούμενε ακόμα ανύπαντρη μια μόνη θυγατέρα,

η όμορφη Θωδούλα του, γλυκό του στερνοπαίδι.

Δεν είχε κλείσει δεκαφτά, κι ' άμεστο εμοσχοβόλα

του λόγγου τ ' αγριολούλουδο. Ποτέ παρόμοιο μάτι

τη δύση δεν εφώτισε πατέρα εβδομηντάρη,

ούτε το αγέρι του Μαγιού τόση δροσιά και γλύκα

χύνει ποτέ σε σωθικά μυριοφαρμακωμένα,

όση εσκορπούσε ολόγυρα με τον ανασασμό της

αυγή του τόπου, η αμάλαγη, περήφανη παιδούλα.

Με το τραγούδι κάθεται στον αργαλειό και υφαίνει,

με το τραγούδι βιάζεται, με το τραγούδι φέρνει

τη στάμνα στο κεφάλι της με του Φρηά το κρύο,

το κρύο, τ ' άβρετο νερό. Στο βότανο, στο θέρο,

παντού. Στο στειρολόγημα, στον τρύγο, στο κοπάδι,

όθε περάσει, της καρδιάς τα σύνορα αποδιώχνει,

και βασιλεύει, όπου σταθεί, παρηγοριά και γέλιο.

Δροστοσταλίδα της αυγής! Χαρά, χαρά στα χείλη

που θά την πιουν μ ' ένα φιλί! χνούδι παρθένου κρίνου,

χαρά! χαρά στα δάχτυλα που το μαλάξουν πρώτα!

 

                Η θεοκριτική αυτή Θωδούλα, είναι η παρηγοριά του Γερο- Φωτεινού. Τη βλέπει και γαληνεύουν τα σπλάχνα του. Μια γλύκα ανείπωτη χύνεται στην πονεμένη ψυχή του. Αλλά συνάμα, αυτή η ζέστα, δυναμώνει και την απόφασή του και το  κουράγιο του, για να ξεσηκωθεί εναντίον των Φράγκων, καθώς το έχει σχεδιάσει. Η άπειρη πατρική του αγάπη, αντρειεύει περισσότερο τη φυσική του αντρειοσύνη. Και, συνεπαρμένος από τα δυο αυτά συναισθηματικά κύματα, που γίνονται ένα μέσα του. Πληροφορεί την κόρη του για όσα πρόκειται να συμβούν, αλλά συνάμα της αναγγέλει και τα μέτρα που έχει πάρει, αν τοχει σ' αυτήν εξαίρεση και σκοτωθεί ο Φωτεινός, όπως είναι και το πιο πιθανό, κι  έτσι μείνει ορφανή και απροστάτευτη η αγαπημένη του κόρη. Θα της εξασφαλίσει τη ζωή, παντρεύοντας την με τον Λάμπρο. Αλλά και μαζί, την προειδοποιεί ότι ο πόλεμος δεν αστειεύεται. Θερίζει ο πόλεμος τους ανθρώπους. Αυτή είναι η μοίρα των αγωνιστών και προς αυτήν άφοβα πορεύεται ο γεροζευγολάτης. Και η ιστόρησή του αυτή στη Θωδούλα του, αποτελειώνεται σε μια γενίκευση των ιδεών του απέναντι από τον πόλεμο, απέναντι από τον δίκαιον αγώνα, που του προσθέτει καινούργιο μεγαλείο. Το απόσπασμα αυτό, είναι επίσης, από τα πιο πλούσια σε διακυμάνσεις, του όλου έπους. Ο Φωτεινός, μοιάζει με καράβι έτοιμο να ξανοιχτεί στο φορτουνιασμένο πέλαγος μιας περιπέτειας που κανείς δεν ξέρει την έκβαση του. Τα πανιά του, φουσκώνουν απο τον ενθουσιασμό τού επικείμενου αγώνα, από το περήφανο αίσθημα πως θα ξαναγίνει πάλι, άξιος της νιότης του, και από την παραδοχή της ηθικής και της Μοίρας του πολέμου.

 

Θωδούλα, όταν σωριάζονται τα γνέφη στην Ελάτη

κι ' αντίκρυ αστράφτει ο Ζάλογγος κι ' ερθεί το χρυσόπουλο

και τα σπουργίτια ανταριαστούν στην κούρνια τους το βράδυ

και βιαστικός οι μέλισσες αφήσουν τη βοσκή τους.

μακρά δεν είναι η χειμωνιά. Βουνό συγνεφιασμένο

είμαι κι εγώ, Θοδούλα μου φωλιάζουν στα μαλιά μου

ασυροπελέκια φλογερά, και της καρδιάς μου οι χτύποι

είναι βροντές απόκρυφες κι ένιωσες, πριν ξεσπάσει.

και συ, γλυκειά μου μέλισσα και συ χρυσό πουλί μου,

το σίφουνα που ετοίμασα Παιδί μου, η ώρα σφίγγει.

Θά σηκωθούμε στ ' άρματα. Κι εγώ φτωχός και γέρος.

Θά να πιαστώ με μια Φραγκιά. Απόψε θάρθει ο Φλώρος

Και τα πουλιά που λείπουνε, ως αύριο θα φτάσουν-

θα τακλεισε άσφαλ τα η χιονιά μέσα στο μοναστήρι

τ ' άη Νικόλα. Στην Ιρά αυτή η βοή θα φέρει

γοργά-γοργά και το σεισμό.   Ο, τ ' είπε ο Θεός να γίνει!

Θωδούλα μου, είν ' ο πόλεμος του Χάρου το μεθύσι.

Προβαίνει τότε ο θεριστής με το τυφλό δρεπάνι

μέσ ' στην ανθρώπινη σπορά. Κι ' όσα κι αν δράξει στάχια

είτε μεστά είτε άμεστα, τα κόβει για ν ' αρπάξει

διπλό, τριπλό, το γήμορο που του χρωστάει ο κόσμος.

Ποιος ξέρει τι του μέλεται, τι μέλλεται του Μήτρου;

Θωδούλα, αν μείνεις ορφανή; Μην κλαίς... εσύ. παιδί μου

βύζαξες από μικρή παρόμοιες ιστορίες....

 

                Ας παρακολουθήσουμε τώρα, την παρθενική και τόσο βαθύτατα ανθρώπινη ψυχολογία της Θωδούλας, γιομάτης από την Αγάπη προς τον Πατέρα της, αγάπη γιατί τόσο την αγαπάει και πρόθυμα δέχεται να την παντρέψει με τον αγαπημένο της, και θαυμασμό για το ήθος του το ηρωικό και την απόφαση του να ξεσηκωθεί κατά των Φράγκων. Τρέμει για τη ζωή του πατέρα της, και η ψυχή της είναι όλη μια τρεμούλα φόβου και ελπίδας, για την έκβαση της μεγάλης απελευθερωτικής προσπάθειας που η αρχή της, δραματικά θα συμπέσει με την τέλεση του γάμου της. Χαρά και μόνον χαρά και ευτυχία, ή χαρά και δάκρυα, ή μόνο δάκρυα, θα τρέξουν εκείνη την ημέρα. Κι' άλλο δεν της μένει, παρά να εμπιστευθεί στο Χριστό, όλα αυτά που βασανίζουν το παρθενικό της στήθος.

 

Εσύ που δίνεις στοίχειωμα στον πλάτανο, στον πρίνο,

και τους διατάζεις το θυμό του σίφουνα να σβούνε

όταν ορμά θεότυφλος ν ' αρπάξει τα λουλούδια

που ολόγυρα τους φύτρωσαν. Το γέροντα μου βοήθα,

εσύ πατέρα του φτωχού, και δόσε του ένα τρίμμα.

Χριστέ δικαιοκρίτη μου από τη δύναμη σου:

Το δέντρο που ολομόναχο με τα πυκνά του φύλλα

σκεπάζει τώρα τα φτωχά τα παραβλάσταρά του.

Όταν ξεσπάσει η χειμωνιά, Χριστέ μου. μην τ ' αφήσεις

να γονατίσει κατά γης... Θά συνεπάρει τόσους!».

 

                Μ' αυτή την αγωνία, πέφτει να αποκοιμηθεί η Θωδούλα. και τώρα, ο Βαλαωρίτης, ζωγράφος πάντα και μελωδός, κατά την περίσταση, και συχνά, μελωδός μαζί και ζωγράφος, βρίσκει την ευκαιρία να συνθέσει έναν ωραιότατο πίνακα όπου μας δείχνει την πανόμορφη Θωδούλα, να μην μπορεί να κοιμηθεί, γιατί μέσα της αναταράζονται λογής συναισθήματα. ' Η αγωνία της για τον πατέρα της και η ευτυχία που την πλημμυρίζει, καθώς συλλογίζεται το Λάμπρο της, και την ερωτική ευτυχία που πρωτογνωρίζει. Οι ποιητικοί παραλληλισμοί είναι βέβαια επικίνδυνοι, μα δεν είναι δυνατό να μην πάει ο νους μας στο περίφημο του Σοφοκλή  Έρως ανίκατε μαχαν, καθώς βλέπουμε, σαν σε όνειρο λυρικό, μέσα στη νύκτα, να παραδίνεται άγρυπνη η Θωδούλα, στην ονειροπόληση της ερωτικής της ευτυχίας.

                Η σύνθεση αυτή του Βαλαωρίτη, όσο κι αν, σαν επική που είναι  δεν έχει την υποβλητική πυκνότητα του λυρικού τραγουδιού η χορικού, χαρακτηρίζεται από την ξέχωρη εκείνη.... ποιητική ομορφιά των εμμέτρων ειδυλλιακών αφηγήσεων που τόσο άκμασαν κατά την μακρά περίοδο των μεταλεξανδρινών χρόνων.

 

Καί πλάγιασε πρώτη φορά χωρίς να βασιλέψουν

τα μάτια της τα φωτεινά στα βάθια του πελάγου

που πλημμυρεί γλυκά-γλυκά της νιότης το κρεβάτι

και ποχει κύματα κι ' αφρούς, ονείρατα κι ' ελπίδες.

Στα χείλη της τα δροσερά δε φαίνετ ' απλωμένο

τ ' ακούραστο χαμόγελο που στόλιζε τη νύχτα

τ ' αγγελικού προσώπου της, καθώς μετά τη δύση

φωτίζει η λάμψη του ηλιού και τ ' ουρανού τον ύπνο.

Όσο κι αν κλεί τα βλέφαρα, μονάχα ανοιγοκλούνε,

κι ο κόρφος της εσάλευε με τον ανασασμό της

πρώτη φοράν ανήσυχος από κρυφό χειμώνα.

Όπως σαλεύει κάποτε χωρίς ανεμοζάλη

που να το δέρνει φανερά, το κύμα στ ' ακρογιάλι.

 

Μέσα σ ' εκείνη την καρδιά, π ' ως τότε σφραγισμένη

δεν ένιωθε το κέντημα του πόνου και την πίκρα,

μια μελισούλα παρδαλή που τήνε λένε αγάπη

-κι ' αντί το δεντρολίβανο να βόσκει και τα ρόδα;

Βυζαίνει ανθρώπινες ψυχές κι εκείνο πίνει η κλέφτρα

όσο αν εβρεί μοσχοβολιά, όση αν εβρεί γλυκάδα-

είχε φωληάσει μυστικά, κι ' είχε ξυπνήσει τώρα.

Κι ' ενώ της εκατάβρεχε τα σπλάχνα με το μέλι

π ' ακούραστη σε διάλεγε μέσα σε τέτοιον κήπο,

χωρίς να θέλει πάντοτε, στην τρέλλα, στο θυμό της-

τη μαύρη την ελόχευε σκληρά με τον οσπρό της.

 

'Αλλά του Μάη το σύννεφο φεύγει με μιας και σβηέται

άμα του ήλιου στα βουνά προβάλουν οι αχτίδες.

Ποιά πάμψη τάχα της φτωχής τη σκοτεινιά θα διώξει;

Τ ' ανήσυχα τα μάτια της στυλώνει στην εικόνα

που επάνωθέ της κρέμεται. κοιτάζει το καντήλι

που τη φωτίζει ακοίμητο, κι ' ανθούς στο μέτωπο της

αστράφτει πάλι η ξαστεριά και κατεβαίνει ο ύπνος

στα βλέφαρά της ελαφρός. Τα πικραμένα χείλη

στολίζει το χαμόγελο, και σα βυζασταρούδι

μονάχη ναναρίζεται σιγά με το τραγούδι.

 

                για τις πονεμένες, για τις αναστατωμένες νεανικές ψυχές, μα ίσως και για κάθε πλάσμα, δεν υπάρχει καλύτερο γιατρικό, από το τραγούδι. Το τραγούδι, ο αόρατος, αλλά αισθητός με την ακοή μας παρήγορος άγγελος, που συνταιριάζοντας σε σκοπούς αρμονικούς το λόγο με τον ήχο, δίνει διέξοδο σε κάθε μας αίσθημα, σε κάθε μας πίεση, φέρνει πίσω τις ωραίες ενθύμησες, η εμψυχώνει με το ρυθμό του, τη σκέψη μας και ανοίγει τη φαντασία μας προς ασύλληπτα ωραίους κόσμους. Σ' ένα γοργορυθμό, ελαφρό γλυκό, σαν πεταχτό τραγούδι γύρεψε και η Θωδούλα, παρηγοριά. Και το τραγούδι, μιλούσε για ένα παράμερο λαγκάδι, όπου μια μέρα, κατεβαίνει ένα κοπάδι να πιει νερό, από μια μαγεμένη β ρύση, που λέγανε πως είχε  φίλο ένα στοιχειό. Το στοιχειό αυτό ζηλεύει τη βρύση, τη σκεπάζει με κλαριά, και δεν αφήνει κανέναν να πιει από το νερό της, γιατί θέλει μόνο αυτό να δροσίζεται από τα υγρά της-χείλη. Έτσι αρχίζει το αλληγορικό αυτό τραγούδι, και συνεχίζεται σαν όνειρο που όσο πάει, τόσο μπερδεύονται τα πάντα μέσα στις ωραίες ειδυλλιακές εικόνες του. Και είναι παρατηρημένο, ακόμα και στην εξέλιξη της σύγχρονης ελαφριάς μουσικής, πως όσο πιο παράλογο η πιο παραμυθένιο είναι το τραγούδι, σα λόγος, τόσο αρέσει, τόσο μαγεύει περισσότερο. Γιατί  και η ίδια η μουσική, είναι ένα υπέρλογο όνειρο. Οι ήχοι, μπορεί να έχουν τη δική τους λογική, όμως αυτή η λογική δεν έχει καμία σχέση με τη νοηματική λογική που ξέρουμε. Αυτό το κατάλαβε η νεώτερη ποίηση, γι' αυτό και πλησίασε τη μουσική, απ' αυτή την πλευρά της υπέρλογης λογικής, η των παράλογων, και φυσικά ασύνδετων μεταξύ τους συνειρμών, που μολαταύτα, μας γοητεύουν, όταν μάλιστα είναι υποταγμένα στο ρυθμό της μουσικής. Κάτι παρόμοιο είναι και το τραγούδι πού ψέλλισε σιγά η Θωδούλα, και που αρχίζει με την πασίγνωστη στροφή, παράμερο λαγκάδι - κατεβαίνει μιαν αυγή - διψασμένο ένα κοπάδι - και ξανοίγει μια πηγή. Το τραγούδι αυτό, τελειώνει με την άξαφνη μεταμόρφωση ενός βοσκού σε πορυφοντυμένο βασιλιά, με σκήπτρο. Γενικά, το λυρικό αυτό ιντερμέδιο, που στη στιχουργία του και στο ρυθμό του, έχει κάτι από τα νεανικά ποιήματα του Σολωμού, δεν είναι παρά ένα αλληγορικό ερωτικό ασμάτιο. Μα και τι άλλο από ένα ασμάτιο θα μπορούσε να ψιθυρίσει η μισοκοιμισμένη Θωδούλα, που δεν είχε κλείσει δεκαεφτά, και άμεστη εμοσκοβόλα;.

 

                Έτσι, φτάνουμε στο τρίτο και τελευταίο άσμα του Φωτεινού-τελευταίο, χωρίς όμως και να τελειώνει το έπος, γιατί όπως είπαμε, ο θάνατος δεν τον άφησε τον ποιητή να  πραγματοποιήσει όπως είχα σχεδιάσει, το ποιητικό του πρόγραμμα. Όπως είπε ένας άλλος ποιητής μας, ο θάνατος έχει δρόμους ανεξερεύνητους και μια δική του δικαιοσύνη. Ωστόσο, και στο τρίτο αυτό άσμα, ο Βαλαωρίτης διατηρεί στο ακέραιο την εμπνοή του, τον ενθουσιασμό του για αυτό που δημιουργούσε, και την εφευρετικότητα της φαντασίας του. Σιγά-σιγά μάλιστα, όσο προχωρεί το έργο του, τόσο ο Φωτεινός του, που είναι και το κύριο πρόσωπο του αποκτά μια πληρέστερη ανθρώπινη υπόσταση, όπως συμβαίνει στα θεατρικά δράματα η στα μυθιστορήματα. Γιατί κανένας αληθινός άνθρωπος, δεν εξαντλείται σ' ένα και μόνο αίσθημα ή ψυχολογικό γνώρισμα. Μπορεί βέβαια, να επικρατεί κυριαρχικώτερα κάποιο έντονο χαρακτηριστικό, που να του δίνει τη μοναδικότητα της φυσιογνωμίας του, αλλά χωρίς τα άλλα, τα δευτερεύοντα, η μοναδικότητα αυτή, χάνει τη γνησιότητα της, και τότε το πλάσμα αυτό της φαντασίας, μοιάζει περισσότερο με ανδρείκελλο παρά με καλλιτεχνικό ζωντανό δημιούργημα, πλασμένο. Καθ' ομοίωση της ανθρώπινης πραγματικότητας. Έτσι, και ο Φωτεινός, σε μια στιγμή του τρίτου άσματος που κουβεντιάζει με το φίλο του το Φλώρο για τον επικείμενο ξεσηκωμό κατά των Φράγκων, νοιώθει μέσα του να ξυπνάει το πατρικό αίσθημα. Κι ' αυτό, τον κάνει να λιγοψυχάει κάπως και να χάνει την αισιοδοξία του. Μα γρήγορα η πολεμική του φύση, η αδάμαστη αγωνιστική του διάθεση, τον ξαναφέρνουν στη θέση του, και τα λόγια του, τελειώνουν, με την ολόθερμην ευχή για την επιτυχία του μεγάλου σκοπού.  Έτσι, το έπος, εξακολουθεί να περιστρέφεται με τέχνη γύρω από τον ηρωικό του άξονα, αφού κάθε τόσο, ακολουθεί τις αναγκαίες για την καλλιτεχνική αλήθεια, ψυχολογικές συμπληρώσεις και παροτρύνσεις. Έτσι, ο Φωτεινός, θυμάται πως ένοιωθε πριν γίνει πατέρας, και πως νοιώθει τώρα, που έχει τη Θωδούλα του:

 

Ο πόνος του πατέρα

μου 'τανε τότε αγνώριστος, και τώρα αυτό το δώρο

που μόφερε η Θωδούλα μου, τώρα το νοιώθω Φλώρο,

όπου μου ζώνει την καρδιά κι ' οπού ζευγαρισμένο

μ ' εκείνο τ ' άλλο το στοιχειό, την έχθρα για τον ξένο,

μου σκοτειδιάζει, κάποτε, Στενά, το λογισμό

και βλέπω μαύρα τ ' άστρα μου, θολό τον ουρανό.

Αλλά, είμαι κείνος πουμουνα! Ωσότου να γεννήσει

μικρό κυπαρισόμηλο μεγάλο κυπαρίσσι.

και το φυτό γενεί δεντρί και το δεντρί κατάρτι

που να κρατούν το σίφουνα, Στενά, σε κάθε ξάφτι,

πολλές θα λυώσουν γενεές. Το ξέρω και πιστεύω

ότι άλλοι θάρθουν να χαρούν το σπάτο που φυτεύω.

Το νυχτοπούλι κυνηγά και κλέφτει και σκοτώνει

όταν η νύχτα είναι βαθειά. Ο ήλιος το θαμπώνει.

Αν πάλι αστράψ ' η ανατολή και φέξει πάλι η μέρα,

θα να φανούν κι ' οι αϊτοι... τον πόνο του πατέρα,

βλέπεις, Χτενά, τον έπνιξα... βάλε να πιούμε ακόμα..

Κι ' αυτό το κεροπάτι μας κι ' αν βγαίνει από το χώμα

γιατί κι ' από το μνήμα μας να μη μοσχοβολήσει

κάποτε ένα μνημόσυνο να μη μας αναστήσει:

Εμπρός κι ' ας γίνει θάλασσα! Κάτου το Φραγκολόγι!

 

                Η ενθουσιαστική αυτή αναφώνηση, αυτό το επαναστατικό σύνθημα του Φωτεινού, που γίνεται σε ομηρική ώρα κρασοποσίας με το φίλο του τον Φλώρο Χτενά, βρίσκει άμεση  ανταπόκριση στο σύντροφο του. Κι ' εκείνος, του απαντά:  «Αμήν: και τα κεφάλια τους να δούμε κομπολόγι-του φράξου σου να γέρνουνε κάθε κλαρί και κλώνος!»  και αντηχεί σαν καμπάνα που σημαίνει στο μέλλον, η φωνή του Φωτεινού: « Αμήν... από το στόμα σου και στου Θεού το θρόνο!».

 

                Είναι πάγκοινη αλήθεια πως από την Τέχνη δεν γυρεύουμε παρά τη βαθειά εκείνη ψυχική και πνευματική ευχαρίστηση, που δεν έχει εξήγηση, και που συνήθως την λέμε  καλλιτεχνική απόλαυση. Ο Σίλλερ, μάλιστα, έφτασε να πει, πως η Τέχνη, δεν είναι παρά ένα παιγνίδι, που διασκεδάζει τον άνθρωπο. Παρ ' ολ ' αυτά, ο καθένας μας ξέρει πως η Τέχνη, όσο πιο μεγάλη είναι, τόσο σπουδαιότερα και βαθύτερα διδάγματα μας προσφέρει μέσα από τη διασκεδαστικότητα της - διδάγματα και τρόπους αντιμετώπισης προβλημάτων, που είναι ζωτικότατα για τη ζωή και των ατόμων και των κοινωνιών και των Εθνών. Ένα παρόμοιο δίδαγμα φιλοδόξησε να μας προσφέρει και ο Βαλαωρίτης, γράφοντας τον Φωτεινό του. Και το δίδαγμα αυτό, το αναλύει ο ίδιος σε μια βαρυσήμαντη περικοπή του, όπου και τοποθετείται ιδεολογικά και ο ίδιος, μέσα στην εποχή του. Είναι η μεταπαναστατική Ελλάς, που είχα αρχίσει να διαφθείρεται πολιτικά και να ξεφεύγει από τον προορισμό της, που ήταν η πλήρης πραγματοποίηση των σκοπών της Εθνεγερσίας του 21. Για να ξαναφέρει στη Ελλάδα στον ίσιο  δρόμο, έγραψε ο Βαλαωρίτης τον Φωτεινό του. Και νομίζουμε πως οι λόγοι του αυτοί, πρέπει να είναι για μας εθνική εντολή, κάθε που η Πατρίδα μας θα κινδυνεύει να χάσει τον προσανατολισμό της προς τα πραγματικά της όνειρα. Κάτι που ευτυχώς, δεν συμβαίνει σήμερα:

«Η κατάργησις του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξαν αληθής δολοφονία της μεγάλης ιδέας. Εφυλακίσθη το Γένος εντός στενοχώρου ειρκτής, κατασκευάσθη διά Κειρών αλλοτρίων βάθρον ταπεινόν, εδωρήθη εις ημάς μανδύας, ον ειρηνικώς αποκαλέσαμεν πορφύραν, εχαλκεύθη σκήπτρον κουφότερον καλάμου, εχαράχθησαν έφ' αυτού τερατώδη σύμβολα, και ημείς, νήπιθι, επεκροτήσαμεν την θεσμικήν παράστασιν και ανεπαύθημεν. Το πολεμικόν πνεύμα της Φυλής εσβέσθη, κατέφαγεν η σκωρία τα αιμοβαφή όπλα των πατέρων. Οι απόγονοι των διασημοτέρων αρματωλών μεταμορφώθηκαν εις δικηγορίσκους, και σήμερον, αενάως αλληλομαχούντες και διαπληκτιζόμενοι, προήλθαμεν εις τοσούτον, ώστε πιστεύομεν ότι μεγάλην προσφέρομεν εις την ελληνικήν εθνότητα υπηρεσίαν, όταν μετά σφοδράν και δριμυτάτην πάλην, επιτύχομεν την καταδίκην πολιτικής τινός μερίδος, και ταύτης έξ Ελλήνων συγκεκροτημένης, και χαρακτηρίσωμεν αυτήν φαύλην, αντεθνικήν, διεφθαρμένην. Αλλά κατά την έναρξιν του Ιερού Αγώνος, εις ουδενός τον νουν, όσο στενόν και στείρον αν τον υποθέσει τις, εχώρησεν η ιδέα τοιούτου βασιλείου. Εμειδία προς πάντας η ελπίς της μεγάλης εθνικής αναγεννήσεως , της πλήρους ανακτήσεως των προγονικών δικαιωμάτων . Τήν  ιδίαν ταύτην, πολυπληθώς και πολυτρόπως ηθέλησα να διατρανώσω και να εμφυσήσω εις το στιχούργημα μου, θεωρών αυτήν ως την ψυχήν δι ' ής ανέκαθεν έζωογονήθη το  Έθνος, όπερ υπαρχής ηγωνίσθη, έμαρτύρησε, και ής, τη αρωγή, Θεού ευδοκούντος, θέλει πάλιν ανορθωθεί».

 

                Αυτός ήταν σαν ποιητής και σαν Έλλην πολίτης ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, και αυτά τα υψηλά και τα μεγάλα, επιδίωξε. Το είπε κατανυκτικά και στον υπέροχο στίχο του, «νοιώθω για σε Πατρίδα μου στα σπλάχνα, χαλασμό!»