Καραντώνης Ανδρέας, Φαναριώτικη και επτανησιακή ποίηση, Αθήνα 1987
 
Επικαιρότητα. Σσ. 139-147
 
 
 

Γεράσιμος Μαρκοράς

 

Αν ο Ιούλιος Τυπάλδος θεωρήθηκε ο πιο «αγνός», ο πιο προσκολλημένος στο έργο του Σολωμού ποιητής, αναμφίβολα ο Γεράσιμος Μαρκοράς (1826-1911) είναι ο πιο αξιόλογος, ο πιο «δυνατός» ποιητής που σχηματίστηκε από τη σο­λωμική παράδοση, αν εξαιρέσουμε το σονετογράφο Λορέντζο Μαβίλη, που αν και σολωμικός, πιο μονομερής και λιγότερο «εμπνευσμένος» από το Μαρκορά, παραμένει (κατά τη γνώμη μας), για την ώρα, ο πιο ζωντανός ποιητικός εκπρόσωπος, ο «πιο σύγχρονος», μέσα σε όλη τη σολωμική Επτανησιακή Σχολή. Το Μαβίλη τον κράτησε ζωντανό η συνεπτυγμένη και πυκνή μορφή του σονέτου, μέσα στο οποίο τις περισσότερες φορές ισοζυγιάζεται τέλεια η τεχνικότατη μορφή με το ιδεαλιστικό αλλά γιομάτο αιθέρια μελαγχολία πνευματικό και ψυχικό περιεχόμενο. Το Γεράσιμο Μαρκορά τον κράτησε στο παρελθόν, όμως πάντα οργανικά δεμένο με την εποχή του, ο υπερβολικά αφηγηματικός τόνος της κύριας ποιητικής του σύνθεσης, του «Όρκου».

Οπωσδήποτε, αν εξαιρέσουμε το Βαλαωρίτη, που καθώς είπαμε με το ένα του πόδι πατάει στο Ιόνιο και με το άλλο του στην Ήπειρο, ο Γεράσιμος Μαρκοράς είναι ο μόνος από τους γνήσιους Επτανήσιους ποιητές που το όνομα του, καθώς και η φήμη μα και η πραγματικότητα του έργου του ξεπέρασαν τα όρια της Επτανήσου και επιβλήθηκαν στους ευρύτερους ποιητικούς κύκλους της Αθήνας του τέλους του περασμένου αιώνα. Ίσως σ’ αυτή τη διάδοση της φήμης του να συνέβαλε και το πανελλήνιας διάδοσης γλυκύτατο και τρυφερότατο ποίημα του για τη «Μάνα», ένα είδος εκστατικής λυρικής προσευχής μικρών και μεγάλων προς την ανεπανάληπτη και μοναδική μορφή της «Μητέρας», που τη συμβολίζει η Θεοτόκος και την ενσαρκώνει κάθε μητέρα, σε οποιαδήποτε γωνιά της γης: «Μάνα δε βρίσκεται / λέξη καμμία / νάχει στον ήχο της / τόση αρμονία». Το μικρό αυτό μα τόσο χαρακτηριστικό παράδειγμα, μας δείχνει πως ο ποιητικός λόγος του Μαρκορά είναι ο πιο «καίριος» ανάμεσα σε όλους τους σολωμικούς ποιητές.

Μα και το έργο του, και στην ποικίλη θεματογραφία του, και στον τόνο του λυρισμού του, και στην οραματική του ικανότητα που τον βοήθησε να συνθέσει ένα από τα καλύτερα και τα πιο τυπικά νεοελληνικά ποιήματα, τον «Όρκο», είναι αρκετά πλούσιο. Στέκεται σ' ένα ανώτερο επίπεδο· επίπεδο πολύ πιο χαμηλό βέβαια από εκείνο του Σολωμού, αλλά πολύ πιο ψηλό από το μέσο επίπεδο των άλλων σολωμικών ποιητών. Όπως ο Πολυλάς στο θεωρητικό-αισθητικό-κριτικό πεδίο και στα τρία εξαίρετα σονέτα του —τα μόνα που μας έδωσε— μπορεί να θεωρηθεί «διδάσκαλος του σολωμισμού», το ίδιο και ο Μαρκοράς, κυρίως με τον «Όρκο» του. Η επιβολή του λοιπόν πέρα από τα όρια της Επτανήσου, στην Αθήνα του Ψυχάρη, του Παλαμά, του δημοτικισμού, είναι κάτι το φυσιολογικό. Κυρίως γιατί η λυρική ποίηση δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμη τους λογαριασμούς της με την πολύλογη αφήγηση και τη συμβατική περιγραφή.

Αν καταφέρουμε να συνδεθούμε αναδρομικά με την ποίηση του Μαρκορά, δε θα ζημιωθούμε καθόλου. Πρώτο, γιατί θα ζήσουμε μια γνήσια ποιητική περίπτωση. Δεύτερο, γιατί στον επίγονο αυτόν του Σολωμού θα αντιληφθούμε σαφέστερα τι γόνιμο άπλωμα είχε πάρει για πολλές δεκάδες χρόνια η επτανησιακή λογοτεχνική σχολή. Τρίτο, γιατί μέσα από την ποίηση του Μαρκορά θα αναστηθεί, έστω και αχνά, μια περίοδος της νεοελληνικής ζωής και ιστορίας, όλη βρασμούς από συγκρούσεις ιδεών, από εθνικούς πόθους γενναίους μα ανικανοποίητους ή αδέξια διαχειρισμένους από κακές πολιτικές —μια εποχή που ο Έλληνας με προθυμία και αυτοθυσία υποτασσόταν στις πολεμικές, τότε, και απελευθερωτικές απαιτήσεις της «Μεγάλης Ιδέας». Τέταρτο, γιατί ο Μαρκοράς, αν και δεν ήταν τόσο αυστηρός καλλιτέχνης και βαθύς, συνθετικός νους όπως ο Σολωμός, κατόρθωσε στις καλύτερες ώρες του να συνταιριάσει αρμονικά την ιδεολογία του την εθνική με τις απαιτήσεις και τους κανόνες της «ποιητικής», όπως τουλάχιστον την είχε διδάξει ο Σολωμός και ήταν παραδεκτή και σεβαστή από όλους. Πέμπτο, γιατί η ποίηση του, αυτή που υπήρξε και όπως υπήρξε, αποτέλεσε τον πιο δυνατό, ίσως, συνδετικό κρίκο που ενώνει την επτανησιακή ποίηση (την αναγκαστικά επαρχιακή και ρεζιοναλιστική) με το νεότερο και ευρύτερο ποιητικό μας λόγο, που μέσα σε καινούριους λέβητες ζύμωσε πλαστικά το δημοτικό τραγούδι, το Σολωμό και το Βαλαωρίτη, τον παρνασσισμό και το συμβολισμό. Έκτο, γιατί ο Μαρκοράς με τον «Όρκο» του δίδαξε στην ποιητική πράξη έναν τρόπο και μια μορφή έπους, που αν δεν είχε συνέχεια στα γράμματά μας προσπάθησε να πληρώσει (σχηματικά βέβαια και δειγματολογικά περισσότερο) το κενό που άφησαν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού, μια που απ' αυτούς έμειναν μόνο αριστουργηματικά αποσπάσματα περιτυλιγμένα με μεγαλοφυή σχέδια.

Πολλοί τότε —κι ανάμεσα τους ο Παλαμάς— είπαν πως ο «Όρκος» είναι ένα ποιητικό αριστούργημα στο είδος του. Αν δεν τον βλέπουμε έτσι σήμερα τον «Όρκο», διαβάζοντας τον πάλι από την αρχή σαν ένα έργο «εκτός τόπου και χρόνου», αν και είναι αυστηρά προσηλωμένο στην ιστορία των κρητικών αγώνων για απελευθέρωση με κέντρο το Αρκάδι —δεύτερο Μεσολόγγι και Σούλι— δεν είναι δυνατό να μην παραδεχτούμε πως πρόκειται για ένα ποιητικό κατόρθωμα, με ωραία μέρη που ξεχωρίζουν για τη λαμπρή απεικόνιση της φύσης και το ζωντάνεμα επικών μορφών, συμβόλων της Ελευθερίας, του πιο ιπποτικού έρωτα, της φιλοπατρίας, της πολεμικής ορμής και του γενναίου θανάτου. Και έβδομο, από ό,τι μας άφησε ο Μαρκοράς: από την ήρεμη διαβίωση του στην αγροτική Κέρκυρα, από τη ζωή του γενικά και τις σχέσεις του με τους άλλους, από το μουσικό του δεκαπεντασύλλαβο ή τις ωραία χορευτικές στροφές άλλων ολιγοσύλλαβων στιχουργικών μορφών —σολωμικών, κυριότατα— κι ακόμα, από τη φωτογραφημένη σαν ιερατική μορφή του εκπέμπεται και φτάνει ως εμάς μια πνοή ζεστή ανθρώπινης γνησιότητας, μια φωνή ηρεμίας που διδάσκει την εναρμόνιση των αντιθέτων, ένας τόνος ψυχής, που λάτρευε σιωπηλά (σαν να είχε εγκαταστήσει τη σεμνή σιωπή μέσα στον έμμετρο λόγο του) ό,τι αγαπούσε, εκτιμούσε και θαύμαζε. Με δυο λόγια, έχουμε να κάνουμε με μια ιδεαλιστική ποίηση, χαρακτηριστική ενός ήπιου ρομαντισμού, γλυκά ιόνιου, αναβλυσμένη —όπως και του Τυπάλδου— πέρα από το Καθαρτήριο, αγνοώντας την Κόλαση της ζωής, αν και ο Μαρκοράς, όπως όλοι οι Επτανήσιοι ποιητές, είχε ζήσει πολύ τον Ντάντε. Μα φαίνεται πως οι ποιητές του Ιόνιου ήξεραν να ξεχωρίζουν, ακόμα και σ' έναν Ντάντε, την ποιητική ουσία (δηλ. τη λειτουργία του Λόγου) από τα συναισθηματικά ή όλα τα άλλα εξωγενή περιβλήματα.

Ήταν καιροί που η ποίηση είχε για κύριο σκοπό της τη δημιουργία ενός «ωραίου» ή ενός «καλύτερου κόσμου». Για να δημιουργηθεί αυτός ο κόσμος, ο ποιητής επιστράτευε, εκτός από τα νόμιμα αισθητικά μέσα που απέβλεπαν στην «τέλεια έκφραση» και την οργανωμένη σε αυτοτελή ενότητα «ποιητική μονάδα», ό,τι υψηλότερο έχει μέσα του ο άνθρωπος σαν ψυχική ή πνευματική ροπή. Εφεύρισκε ακόμα και αρετές που μόνο άγιοι ή άλλα υπεργήινα όντα, «αγγελικά πλασμένα» (Σολωμός) μπορούσαν να έχουν. Την ποίηση αυτή υπηρέτησε με όλες του τις δυνάμεις ο Γεράσιμος Μαρκοράς. Το «καλό, το ωραίο και το αγαθό» είναι τα ιδανικά του, ο αγαπημένος του κόσμος, και στην τέχνη και στη ζωή του. Την «ασκήμια» που τόσο ταυτίστηκε με το «νατουραλισμό» (προϊόν της επιστημολατρίας της εποχής) την αποστρεφόταν τόσο, ώστε στο κάπως ευτράπελο ποίημα του «Στην κυρία Δε Ρώσση Τυπάλδου», θαρρετά αποφαίνεται:

            Τώρα πλέον έχουν συνήθεια

            οι μεγάλοι ποιητάδες

            να γυρεύουν την αλήθεια

            δηλαδή τις ασχημάδες

            και τα αισχρά της φύσης όλα

            δεν εδιάβασες το Ζόλα;

Ο «Ζόλας» και το έργο του, δηλαδή ο περιδόξαστος μυθιστοριογράφος Αιμίλιος Ζολά —ο «μοντέρνος» και ο «επαναστάτης» της εποχής —σαν σύμβολο και πρωταθλητής του επιστημονικού πραγματισμού (που δεν ξεχωρίζει το καλό από το κακό) είναι το μέγα χάσμα που όλο και πλαταίνοντας και βαθαίνοντας χώρισε το «δυσειδή» αιώνα μας από τους «αγγελικούς κόσμους» του Γεράσιμου Μαρκορά.

Βέβαιο είναι πως ο Σολωμός πρώτος έκαμε λόγο γι αυτούς τους κόσμους, που ακόμη και σήμερα μας μαγνητίζουν και μας ανακουφίζουν. Μα η διαφορά είναι πως ενώ ο Σολωμός έδωσε σ' αυτούς τους κόσμους ένα απεριόριστο βάθος οράματος που εκτοπίζει τα πάντα και μένει αυτό κυρίαρχο, ο Μαρκοράς με κάποια πνευματική αφέλεια ή και παιδικότητα (κοινό, πάλι, γνώρισμα όλων των «ελασσόνων» σολωμικών) πίστεψε πως βρήκε αυτόν τον κόσμο στα απλά και τα συνηθισμένα, τα φτωχά και τα συμβατικά της γύρω του καθημερινότητας. Η μετουσίωση τους όμως δεν πάει σε βάθος, το πρόχειρο επικαιρικό τρώει το δουλεμένο και το γενικό, κι έτσι η έκφραση συχνά ξενερίζει σε εκφραστικές αφέλειες, συμβατικότητες και λυρικές κοινοτοπίες απαράδεκτες σήμερα. Γενικά, ο Μαρκοράς παραμένει ο ποιητής του «Όρκου», που στα καλύτερα σημεία του απαθανάτισε την τραγική εποποιία του Αρκαδίου.

Δεν έλειψε και από το Μαρκορά, όπως άλλωστε και από κανέναν σχεδόν Επτανήσιο ποιητή, και το σατιρικό πνεύμα ή η χιουμοριστική διάθεση. Φαίνεται πως η σάτιρα και το χιούμορ αλάτιζαν την καθημερινότητα και τη μονοτονία της κοινωνικής ζωής στα Επτάνησα, ακόμα και στην Κέρκυρα, που ήταν το πιο ανυψωμένο πνευματικά νησί, με την Ιόνιο Ακαδημία και τους τόσους σοφούς. Οι σοφοί με το σοβαρό, αυστηρό ύφος, το αλύγιστο ντύσιμο και τις φαβορίτες, ερχόταν ώρα που άλλαζαν μεταξύ τους σκαμπρόζικα αστεία και σχολίαζαν τολμηρά τους συμπολίτες τους και τις «επιφανείς οικογένειες». Οι ποιητές, ακόμη και οι πιο «αγγελόπληκτοι», με το να κατέχουν τη δεξιοτεχνία του στίχου, συχνά τον έβαφαν σε αραιή, έστω, δόση χολής, και για να «γελάσουν» τόξευαν ορισμένες καταστάσεις, πρόσωπα, ιδέες, για να «ξεσκεπάσουν» τις αστείες ή τις γελοίες πλευρές τους, ώστε αν ήταν επικίνδυνες —για το σύνολο— να γίνουν ακίνδυνες.

Έτσι, στο ίδιο ποίημα για την «Κυρία Λουίζα Δε Ρώσση Τυπάλδου», που αναφέραμε λίγο πριν, ο Μαρκοράς, ποιητικό κράμα συντηρητικότητας και προοδευτικότητας, σαν να θέλει να καταλάβει τι συμβαίνει με τις «αλλαγές» της εποχής του, και σαν να μην ξέρει πια πώς να σταθεί αντίκρυ σε μια γυναίκα να την υμνήσει, όπως άλλοτε, σαν πλάσμα ουρανικό ή σαν μια καλή και προσγειωμένη «νοικοκυρά» που της αρέσει «η σκορδαλιά»; Πάντως επικρίνει ελαφρά, με μια καλοκάγαθη σατιρική διάθεση, εκείνους που καμαρώνουν πως είναι παιδιά της εποχής τους. Τη γλυκοστέναχτη επικό-πατριωτική του ποίηση, ένα οικοδόμημα που στα τρίγυρά του έχτισε τα δροσερά κιόσκια του εσωτερικού του κόσμου, του υποκειμενικά σολωμικού, την έθρεψε και την κόρωσε η ταραγμένη εποχή του —η ελληνική εννοούμε: ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα ύστερ' από θυελλώδεις εσωεπτανησιακές πολίτικες αντιδικίες και «κομματοποιήσεις», αλλεπάλληλες και αιματηρότατες κρητικές επαναστάσεις, το θρυλικό Αρκάδι, ο άτυχος πόλεμος του 1897 και τα άλλα γνωστά και ανάλογα. Θα παρατηρήσουμε στο έργο του, έμμεσα δηλωμένη μα κάπως πεζά, μια κάποια απέχθεια προς τον πολιτικό αριβισμό και τη βουλευτοκρατία της εποχής του, που εμάστιζε τότε την Ελλάδα, σε αντίθεση με το θερμό εθνικό φιλότιμο του λαού και τις απεγνωσμένες προσπάθειες για «ανάπλαση» λίγων μα διαλεχτών ανθρώπων της πολιτικής και της επιστήμης, της ιδεολογίας και της ποίησης.

Αυτή την απέχθεια θα τη βρούμε στα λιγοστά σαν ερασιτεχνικά περιπαιχτικά του στιχουργήματα, που με κάποια πετυχημένα σατιρικά ευρήματα πάνε να συνεχίσουν τη λογοτεχνική έμμετρη σάτιρα της Επτανησιακής Σχολής. Παραδείγματος χάρη, στο στιχούργημα «Ψέμα», αποκαλεί «μασκαράδες» «κάποιους βουλευτάδες», λέει πως χωρίς την ψευτιά δε θα πρόκοβαν οι «μαύροι δικηγόροι» και πως αν η αλήθεια ήταν «άκοπη της κοινωνίας φροντίδα», κανείς δε θα είχε διάθεση «να γράψει εφημερίδα». Επίσης, στο ίδιο στιχούργημα, ένα νεόπλουτο τον αποκαλεί «χρυσωμένη λέρα». Αλλά αυτή η πλευρά του «τοξότη» Μαρκορά δεν έχει και μεγάλη σημασία. Είναι ένας αχνός αρνητικός προσδιορισμός της ποιητικής του αγνότητας, που έβλεπε βέβαια το «ψέμα» να βασιλεύει παντού, αλλά που προτιμούσε να ζει, φοιβόληπτος, κάτω από τα κερκυραϊκά λιόδεντρα. Κ'ι όλη του αυτή η ποιητική παραγωγή, που τον ανέδειξε σε εξαιρετικό ποιητή του καιρού του, κλείνεται σε δυο τόμους, μόνο, στίχων: στα «Ποιητικά Έργα» (1848-1890) και στα «Μικρά Ταξίδια» (1891-1899).

Όταν ο ποιητής «πλήρης ημερών» άφησε τούτη τη ζωή το καλοκαίρι του 1911, το αθηναϊκό περιοδικό «Παναθήναια» αφιέρωσε εννέα σελίδες για τη ζωή του, το έργο του και την απήχηση που είχε στους πνευματικούς κύκλους της πρωτεύουσας ο θάνατος του. Ευλάβεια καταρχήν και σεβασμός αρωματίζουν στις σελίδες αυτές το νεκρό του ποιητή. Ο Παλαμάς, ο Γρυπάρης, ο Σίμος Μενάρδος, ο Ξενόπουλος, ο Νιρβάνας, ο Ζαχ. Παπαντωνίου, με σύντομους χαρακτηρισμούς αξιολογούν την ποίηση του, τιμώντας την όπως της άξιζε και τονίζοντας (Παλαμάς) την «οδηγητική σημασία της» για την επιστροφή «προς έναν νεοϊδανισμόν σκοπιμώτερον, δηλαδή συμφωνότερον προς τα εθνικά ιδεώδη». Στο ίδιο τεύχος των «Παναθηναίων» (Σεπτέμβριος 1911), ο Ηλίας Βουτιερίδης, παρέχοντας μερικά στοιχεία για τη ζωή του Μαρκορά στην Κέρκυρα, το θάνατο του και την κηδεία του, συμπληρώνει στη φαντασία μας αυτή την ωραία ποιητική ζωή —μια ζωή «επικής αγροτικής γαλήνης» παρά τις πολλές αντιξοότητες και λύπες που σαν άνθρωπος γνώρισε κι ο Μαρκοράς. Μα η «επική γαλήνη» ήταν απλωμένη πάντα μέσα του καθώς κι αυτή η αβρή λυρική μουσική που τη συνόδευε σταθερά μα διακριτικά: «Απέθανεν όπως και έζησεν: ήσυχα και με την συναίσθησιν ότι ηγαπάτο αληθινά από όλους εκείνους που τον συνανεστρέφοντο και τον εσέβοντο». Ακόμη και η κηδεία του ήταν σαν συνέχεια αυτών των όρων της ζωής του. Ο φίλος των «Παναθηναίων» Κερκυραίος λόγιος την περιγράφει μ' αυτά τα λόγια: «Η κηδεία του έγινε κατά την επιθυμίαν του σεμνή και αθόρυβος, όπως και η ζωή του τώρα στα ύστερα χρόνια. Είχε παραγγείλει να μην του αποδοθούν οι τιμές των παρασήμων του και να μην καλέσουν τες μουσικές. Το σώμα όμως της παλαιάς Φιλαρμονικής που ήταν αυτός ένας από τους πρώτους ιδρυτές της, ηθέλησε να λάβει μέρος εις την κηδεία. Οι μουσικοί ηκολούθησαν με τη μεγάλη στολή τους και τα όργανα τους τα μουσικά πένθιμα σκεπασμένα, αλλά δεν έπαιξαν καθόλου».

Δεν έπαιξαν, ίσως, οι φίλοι του μουσικοί της Κέρκυρας, για να ακουστεί και να απλωθεί μέσα σε κείνη την επικήδεια σιωπή η γλυκιά και απαλότατη μουσική των δεκαπεντασύλ­λαβων του ποιητή, που είχε τόσο αισθανθεί την αρμονία του έμμετρου λόγου και που σ' όλη του τη ζωή είχε πασχίσει να συνταιριάσει σ' έναν όλους τους «άμετρους ήχους, πόκαναν αρμονικά έναν ήχο» («Ο Όρκος»):

            Ακούει πουλάκια που λαλούν, μελίσσια που βοΐζουν,

            πλήθος νερά που ανάμεσα στες πέτρες μουρμουρίζουν,

            εδώ το κύμα που κρυφά χτυπάει κατά τες ξέρες,

            τραγούδια εκεί, βελάσματα, κουδούνια και φλογέρες,

            απάνου, κάτου, ολόγυρα, στη μέση από τ’ αμπέλια

            ακούει του τρύγου τες χαρές, του τρύγου ακούει τα γέλια,

            και με της κόρης το σκοπό, τ' αγόρου με το στίχο,

            άμετρους ήχους, πόκαναν αρμονικά έναν ήχο.