Βαλαωρίτης Αριστοτέλης
«Ο Δήμος και το καρυοφίλι του», Μνημόσυνα
 
Γλώσσα δημοτική.
 
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης Β΄ Ποιήματα και πεζά, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1981, Σσ.22, Πρώτη Έκδοση Έργου:1857
 
 
Εγέρασα, μωρέ παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν χόρτασα και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ’χυσα σταλαγματιά δεν μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο,
Να ’ναι χλωρό και δροσερό, να ’ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.

Ποιος ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω
Θα ’ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε.
Να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
Θα ’ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

Έφαγ’ η φλόγα τα’ άρματα και οι χρόνοι την αντριά μου.
Ήρθε και μένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ αντρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθήτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθήτ’ εδώ σιμά μου
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.

κι εν’ από σας το νιώτερο, ας ανεβεί τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξιο μου καριοφίλι.
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει. 
«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει!»
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θε να βογγύξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν,
και τα’ αγεράκι του βουνού όπου περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και την φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος,
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.

Τρέχα, παιδί μου, γρήγορα, τρέχα ψηλά στην ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του. 
Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να ’τανε ζαρκάδι
ψηλά στην ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει»
Κι εκεί αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη τα’ άξιο καριοφίλι
βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ' τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο
πέφτει απ’ του βράχου τον γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
 
Άκουσ’ ο Δήμος την βοή μεσ’ στο βαθύ του ύπνο,
τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια...
Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει!

Τα’ αντρειωμένου η ψυχή του φοβερού του κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
αδελφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.