Ξενόπουλος Γρηγόριος, «Εμμανουήλ Ροΐδης»
 
 
Ποικίλη Στοά, έτος 9ο 1891, Σσ.28-29
 
 
«Το ύφος του Ροΐδου είνε τόσον ιδιάζον, ώστε εκ πέντε μόνον γραμμών δύνομαι να εννοήσω —πράγμα το οποίον δι’ ουδένα άλλον των νεωτέρων ελλήνων λογογράφων μοι συμβαίνει— αν το άρθρον φέρη ή όχι την υπογραφήν του. Τον αναγνωρίζω ευθύς εκ της πρώτης του φράσεως. Κηλεί δια της αυτής πάντοτε μουσικής, έχει την αυτήν συμμετρίαν, δεικνύει την αυτήν περί την εκλογήν της λέξεως αυστηρότητα, την αυτήν ευστροφίαν, την αυτήν χάριν η σατυρικήν οξύτητα, επιτυγχανομένην δια πολλαπλών τρόπων, συγκρούσεων λέξεων, διπλών εννοιών ή αήθων συζεύξεων. Ο Ροΐδης φαίνεται γράφων πάντοτε μετ’ ορέξεως· το ομοιόμορφον ύφος του δεν έχει εξάρσεις ή καταπτώσεις· εις το να εκφράση το ιδίωμα του και να υποτυπώση την μυχιαιτάτην του σκέψιν, η τέχνη τον υπακούει μετά της αυτής πάντοτε προθυμίας. Εκτός των άλλων αρετών, το ύφος του διακρίνεται και διά την συνεκτικότητα. Αι φράσεις του συμπλέκονται προς αλλήλας σφιγκτά, ως οι κρίκοι θώρακος. Δια τούτο ο λόγος του, προ πάντων εις τα οψιμώτερά του έργα είνε μεστός εννοιών, αποκαλυπτομένων δι’ αναπτύξεως, ενώ τουναντίον, παρ’ άλλοις λογογράφοις, πληθύς φράσεων κενών και πομπωδών πρέπει να συμπτυχθώσιν εις μίαν μόνην έννοιαν, αμφίβολον πολλάκις και παραπαίουοαν. Ο Ροΐδης —και όχι μόνον υπό την έποψιν ταύτην— είνε ο αντίπους του κ. Παγανέλη- φαίνεται δε τω όντι η ευσυνείδητος προσπάθεια του, του να συμπυκνοί προ της αντιγραφής του χειρογράφου του εις πέντε ή και ολιγωτέρας κατά το δυνατόν σελίδας, όσα πριν κατείχον δέκα.»