Δημαράς Κωνσταντίνος Θησέως, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας
 
 
Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1985, Σσ.331
 
 
«Μέσα στο συννεφιασμένο κλίμα του αθηναϊκού ρομαντισμού παρουσιάζεται ο πόθος της διαύγειας, της λιτότητας του λόγου, της ακρίβειας των περιγραφών· η ενέργεια αυτή του Ροΐδη αποτελεί πολύ τεχνικά μια διαμαρτύρηση για τον αθηναϊκό ρωμαντικό στόμφο. Το ύφος του Ροΐδη αποστρέφεται τα μισόφωτα: επιδιώκει το αδιάκοπο σπινθήρισμα, επιδιώκει να προσφέρει πριν απ' όλα μια γιορτή στις αισθήσεις, μιαν άμεση, δηλαδή αισθητική απόλαυση. Η λέξη ηδονή επανέρχεται συχνά, κάτω από την πέννα του, για να εκφράσει την αίσθηση την οποία του προσφέρει το διάβασμα ενός καλογραμμένου κειμένου. Αισθησιακή δηλαδή φαίνεται να είναι για τον Ροΐδη η ιδανική σχέση ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη. Όταν γράφει, επιδιώκει, να κρατεί πάντα σε ένταση με την φράση του το ενδιαφέρον, να προκαλεί μιαν αδιάκοπη ανανέωση της προσοχής.
Η έκπληξη, στηριγμένη στις απροσδόκητες συσχετίσεις, αποτελεί το κλειδί της συγγραφικής τεχνικής του, ενώ συνάμα επεξεργάζεται την φράση του για να την καταστήσει λεία, ευνόητη και μουσική. Πρωτεύει εδώ το αίτημα της σαφήνειας: να μη μας διαφεύγει τίποτε και να μην παρερμηνεύουμε τίποτε. Η αισθητική επεξεργασία, ενεργείται παράλληλα: η θέση των τόνων μέσα στην φράση, η στίξη, οι κατακλείδες τον απασχολούν πολύ. Εκείνο που πρέπει να εξαρθεί είναι το στοιχείο της βούλησης που πρωτεύει μέσα στην συγγραφή του: δεν έχει εύκολο γράψιμο· όταν βιάζεται, όταν αφαιρείται, η φράση του μακραίνει και γίνεται δυσκίνητη παρακολουθώντας τους μαίανδρους μιας λεπτόλογης, εξαντλητικής σκέψης. Ο Ροΐδης εισάγει έτσι μέσα στην νέα μας λογοτεχνία το νόημα του ύφους, την επαγγελματική συγγραφική συνείδηση. Παρόμοια κι όταν συγκροτεί τις μεγαλύτερες ενότητες του λόγου του, πάλι προέχει η θέληση της φιλοκαλίας, η υποταγή της περίπτωσης σε γενικότερες αισθητικές προϋποθέσεις. Συχνά βλέπουμε, είτε στα κεφάλαια της Πάπισσας, είτε στις παραγράφους της, είτε στα διηγήματα, όσα γράφει αργότερα, την σταθερή επανάληψη ενός σχήματος: προτάσσεται μια γενική ιδέα, συνήθως κοινά αποδεκτή, και ακολουθεί κατόπιν, θετικά ή αντιθετικά, η εφαρμογή της ειδικής περίπτωσης που απασχολεί τον συγγραφέα, στην γενική σκέψη που διατυπώθηκε αρχικά. Όλα αυτά, είτε βουλησιαρχία είτε νοησιαρχία τα πούμε, εκφράζουν μια στάση πνευματική, την στάση του ανθρώπου που πιστεύει στην τέχνη περισσότερο παρά στον αυθορμητισμό, στον λόγο περισσότερο παρά στο συναίσθημα. Αυτός είναι ο Ροΐδης, αυτό είναι το μυθιστόρημα του. Φαντασία δεν έχουμε να του ζητήσουμε: τόσο του έλειπε η συγγραφική αυτή ιδιότητα, ώστε έφθασε αργότερα να την ταυτίσει με την μνήμη· συναίσθημα δεν πρέπει να του ζητήσουμε: μια ξηρή, κριτική ματιά εξουδετερώνει αμέσως κάθε κίνημα της ψυχής.»