Σαχίνης Απόστολος, «Αντρέας Καρκαβίτσας»
 
 
Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1958, Σσ.151-152
 
 
Ο Καρκαβίτσας ήταν πάνω από όλα ένας μάστορης του πεζού λόγου κι ένας στυλίστας της δημοτικής — σημαντικό κατόρθωμα σε μια εποχή όπου τα άξια πεζογραφικά κείμενα της δημοτικής μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Φαίνεται πως ο συγγραφέας αυτός είχε έμφυτο το δώρο του ύφους, ήταν δηλαδή προικισμένος με την έμφυτη καλαισθησία που δημιουργεί το ωραίο ύφος, γιατί κανείς πειραματισμός, καμιά άσκηση και καμιά δοκιμή δεν μεσολάβησε, έπειτα από την καθαρεύουσα των Διηγημάτων και της Λυγερής, για να φανούν Ο Ζητιάνος και τα Λόγια της πλώρης — ενώ δεν μπόρεσε να συλλάβει και ν' αποδώσει μυθοπλαστικά, ως δημιουργικός και γνήσιος πεζογράφος, την πολυμέρεια της ζωής, το σύνθετο και το περίπλοκο που την χαρακτηρίζει. Του έλειπε η επινοητική φαντασία, είχε όμως την αφηγηματική ευχέρεια, την περιγραφική ικανότητα και προπαντός τη συνείδηση του ύφους, για να ξεχωρίζει από τους άλλους συναδέλφους του· ενός ύφους που γοητεύει και θέλγει ως μορφή του ωραίου και όχι απλώς ως έκφραση μιας μοναδικής και ιδιαίτερης προσωπικότητας. Δεν είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι Καρκαβίτσας και πεζογραφικός δημοτικισμός ταυτίζονται: ο Καρκαβίτσας δούλεψε, ξανάπλασε, μετουσίωσε κι αισθητικά μορφοποίησε εκφράσεις ή λεκτικά σχήματα αντλημένα από την ανόθευτη κι ανεξάντλητη πηγή του ελληνικού λαού του υπαίθρου και τα σφιχτόδεσε μέσα στα πλαίσια μιας πυκνής, πλούσιας και ζωντανής διατύπωσης. Η έμφυτη καλαισθησία του, το αλάθευτο γλωσσικό του ένστικτο — το μεγαλύτερο ίσως χάρισμά του— και η οξυδέρκειά του, τον οδήγησαν αμέσως στο σωστό, σε λύσεις σχετικά με τα ζητήματα της γλώσσας και του ύφους, που ακολουθούνται ακόμα και σήμερα και σε αποτελέσματα που ακόμα και σήμερα πολλοί πεζογράφοι μας δεν μπόρεσαν να επιτύχουν.»