Τωμαδάκης Νικόλαος, «Ανδρέας Λασκαράτος. Γενικός χαρακτηρισμός»
 
Παρνασσός, τομ. Γ΄, αριθμ. 3, σσ. 387 - 391
 
 
 

Η έκδοσις των Απάντων του Λασκαράτου και ο εορτασμός της 150ετηρίδος από της γεννήσεως και 60ετηρίδος από του θανάτου του ανεκίνησε ζητήματα σχετικά με την ιδιότροπον μορφήν και δημιουργίαν του Κεφαλλήνος λογίου. Η έκδοσις του έργου του πληροί μίαν αναμφισβήτητον ανάγκην των Νεοελληνικών Γραμμάτων. Διότι ο εκκεντρικός αυτός Επτανήσιος ούτε όλον του το έργον αφήκε συγκεντρωμένον, ούτε είδε ζων την έκδοσίν του. Πολλά από τα έργα του εδημοσιεύθησαν σκόρπια, άλλα εις τομίδια εκδοθέντα πολύ μετά θάνατον, εις το πρωτότυπον κεφαλληνιακόν ιδίωμα με το άθλιον ορθογραφικόν σύστημα του Λασκαράτου, ή και εις μετάφρασιν εκ του ιταλικού. Δεν είναι λοιπόν περίεργον ότι εκδεδομένα και ανέκδοτα, ποιητικά και πεζά, λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά, όλα μαζί σήμερον δίδουν μίαν πληρεστέραν εικόνα του συγγραφέως των Μυστηρίων της Κεφαλλονιάς, της οποίας ο ίδιος ολίγον πολύ υπήρξε και αυτός ένας « μυστήριος ».

Aι κατωτέρω αναπτυσσόμεναι απόψεις εγράφησαν τον Νοέμβριον του 1958 διά να προταχθούν της εν λόγω εκδόσεως, αλλ' εκρίθησαν τόσον απαράδεκτοι από τους εκδότας, ώστε απεκλείσθησαν και αυταί και η μνεία ότι εβοήθησα βιβλιογραφικώς το εγχείρημα της εκδόσεως διά της παραχωρήσεως 130 περίπου βιβλιογραφικών ενδείξεων, των οποίων ουδεμία μνεία προελεύσεως εγένετο εις την εκεί δημοσιευθείσαν βιβλιογραφίαν. Πάντως ευχαριστώ τους επιτρέψαντας την δημοσίευσιν του χειρογράφου, συντελούσαν εις την τοποθέτησιν του προβλήματος Λασκαρατος.

Διότι πράγματι, τι υπήρξεν ο Λασκαρατος; Λογοτέχνης; Κοινωνικός μεταρρυθμιστής; Αντιφατικός άνθρωπος ; Διώκτης της Λατρείας ; Απλούς δημοσιογράφος ή απλούς ιδιότροπος; Έχει μίαν θέσιν σπουδαίαν εις την Λογοτεχνίαν μας του παρελθόντος αιώνος και διατί; Έσβησεν ή εξεπεράστηκε, είναι χρήσιμος ακόμη ; Ιδού ερωτήματα εις τα οποία πρέπει ν' απαντήση κανείς.

Ο Λογοτέχνης Λασκαράτος φαίνεται εις πολύ ολίγα στιχουργήματά του και εις μερικά από τα δηκτικά πεζογραφήματά του. Σατιρικός ως είναι και ηθικολόγος, έπρεπε εις μεν την ποίησιν να σωθεί από τον λυρισμόν, εις δε την πεζογραφίαν του από την στρωτήν έκφρασιν. Αλλά το μεν πεζόν του ύφος είναι ανώμαλον, μολονότι επίχαρι από τους ιδιωματισμούς. Η δημοτική γλώσσα ωπισθοδρόμησε με τον Λασκαράτον, δεν προώδευσεν, καθώς δε του λείπει ο διάλογος συνηθέστατα, ενθυμίζει μεταφρασμένην ιταλικήν δημοσιογραφίαν (πρβλ. την έλλειψιν ειδικού απαρεμφάτου εν αναλύσει, ενώ πάντοτε αναλύει το απαρ. με το να). Ως προς την ποίησιν δε, εκείνο που θα τον έσωζεν ήτο ο λυρισμός. Αλλ' ο λυρικός τόνος θανατώνεται από μίαν νοησιαρχίαν που επικρατεί παντού και καταλύει το αίσθημα. Ο λόγος είναι κυρίαρχος εις τον Λασκαράτον, ο ορθός λόγος, ο άτεγκτος, ο κριτής, ο οδηγός, η κινητήριος δύναμις, ως βάσις του πιστεύω του. Δεν μένει περιθώριον διά την καρδίαν, το συναίσθημα, το σπλάχνο. Ό,τι κάνει, ό,τι διδάσκει, ό,τι γράφει, ό,τι προτείνει να μεταρρυθμισθή, του το υπαγορεύει ένας στυγνός ορθολογισμός. Σύμφωνα με την στερεάν, την δογματικήν λογικήν του, πρέπει να γίνη αυτό και εκείνο. Ό,τι δεν χωρεί εις τα μέτρα του λογικού του είναι καταδικαστέον. Επομένως τα έθιμα, τα ήθη, η παράδοσις γενικώς, στηριγμένα όλα εις μακράς συνήθειας και επαναλαμβανόμενα με αυτοματισμόν, πρέπει να εξοβελισθούν. Διότι ο Λασκαράτος δεν συγκατανεύει εις τα συναισθήματα, η ψυχρά λογική, το δέον, ένα λογικώτατον δέον, τον κατευθύνουν. Αλλ' η σάτιρα είναι δηκτικός λυρισμός. Πού λοιπόν να εύρη τον λυρισμόν ο νοησιαρχούμενος; Θα μου είπητε· πού ευρίσκει την αναντίρρητον δύναμιν του σατιρίζειν; Η απάντησις είναι απλή: Η πολεμική φύσις του Λασκαράτου τον ωθεί εις εξουθένωσιν παντός μη συμβιβαζομένου προς το λογικόν κατασκεύασμα το οποίον a priori έχει θέσει μέσα του. Η σάτιρά του είναι επομένως άρνησις, χωρίς ίχνος κατανοήσεως των ανθρωπίνων αδυναμιών, κακιών και προλήψεων. Ό,τι εκείνος π.χ. καλεί πρόληψιν (δηλαδή άλογον προσήλωσιν εις κάτι που δεν κρίνομεν ποτέ), εις την πραγματικότητα είναι πολλάκις τυποποιημένη έκφρασις παλαιού βιώμαματος επιζώντος ! Αλλά τοιαύτην αντίληψιν μη αναμένετε από τον Λασκαράτον. Οι γλυκύτεροι στίχοι του είναι αυτοί που από το Λονδίνον απηύθυνε προς την γυναίκα του. Αλλά και εκεί το αίσθημα είναι τόσον όσον φθάνει διά να τον συγκρατήση από την αμαρτίαν της απιστίας (της συζυγικής απιστίας!).

Αν τώρα αυτή είναι η λογοτεχνική πλευρά του Λασκαράτου, η εξέτασις των ιδεών του ως κοινωνικού μεταρρυθμιστού θα μας εδείκνυε το πρωθύστερον λογικόν σχήμα ενός λογίου πιστεύοντος ότι θα μετήλλασσε το σχήμα του κόσμου διά της αρνήσεως των παραδεδομένων και του ελέγχου, εκεί που βασικώς εχρειάζετο μεταβολή της πολιτικοκοινωνικής καταστάσεως. Διότι η ενετική φεουδαρχία και η οπισθοδρομική προστασία των φεουδαρχών από τους Άγγλους έφερον το κατάντημα αυτό, ο λαός να είναι εις την Κεφαλλονιά ψεύτης, κλέφτης και προληπτικός, όπως τον παριστά ο Ληξουριώτης ποιητής! Απόδειξις του ισχυρισμού μου είναι ότι σήμερον, μετά εκατονταετή περίπου ελεύθερον βίον, η κοινωνική σύστασις του επτανησιακού λαού έχει μεταβληθή και η σάτιρα και ο έλεγχος του Λασκαράτου είναι ξεπερασμένος. Τα έθιμα είναι έθιμα, αλλ' η ζωτικότης των Κεφαλλήνων εύρε διέξοδον υπό ελεύθερον βίον, διέξοδον που δεν ηδύνατο να εύρη επί Αγγλοκρατίας και υπό φεουδαρχικόν καθεστώς. Όμως ο Λασκαράτος δεν χτυπά το καθεστώς, χτυπά τα έθιμα και τους κακούς. Επί πλέον ο Λασκαράτος είναι εχθρός των ριζοσπαστικών, των αγωνιζομένων υπέρ της ενώσεως της Επτανήσου. Επομένως δεν βλέπει ότι εκεί είναι το πρόβλημα: Πρώτα ελεύθεροι, ενσωματωμένοι με την Ελλάδα και έπειτα μορφώνονται οι ελεύθεροι και απαλλάσσονται από την τυπολατρείαν, τας προλήψεις, την εκμετάλλευσιν αμαθούς κλήρου. Απεναντίας ουδεμία ηθικολογική θεωρία και έλεγχος δύναται να μεταβάλη ανθρώπους δούλους!

Το κακόν λοιπόν ήτο πρώτον πολιτικόν και έπειτα κοινωνικόν. Εδώ έγκειται η αντίφασις του Λασκαράτου. Θέλει να διορθώση τους δούλους αντί να τους ελευθερώση από τα πολιτικά δεσμά. Βεβαίως πιστεύει εις τον άνθρωπον, αλλ' ακριβώς ο κοινωνικός άνθρωπος αναπτύσσεται μόνον ελεύθερος και οι κανόνες της ηθικής δεν δύνανται να ισχύουν εκεί όπου ο κυρίαρχος ασκεί την κυριαρχίαν του εναντίον της πρώτης ηθικής αρχής, της ελευθερίας.

Τώρα εις το ζήτημα της Θρησκείας. Ο Λασκαράτος δεν ήτο άθεος, αλλ' ο θεός του ήτο θεός λογικός, επομένως δεν ήτο Χριστιανός, ούτε ορθόδοξος, ούτε προτεστάντης, όπως κατηγορήθη. Δεν χλευάζει μόνον τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά και αθετεί πολλάκις το κείμενον της Καινής Διαθήκης, διά να φέρη τα πράγματα εις τα λογικά μέτρα του ! Δεν συζητώ αν καλώς ή κακώς αφωρίσθη ή αν καλώς ή κακώς ανεκλήθη ο αφορισμός του. Διότι ο ίδιος αφώρισεν εαυτόν (εξεχώρισε τον εαυτόν του, απεκόπη) από την Ορθοδοξίαν. Και μετά την άρσιν του αφορισμού δεν επανασυνέδεσεν εαυτόν προς την Ελληνικήν Ορθοδοξίαν. Η Ορθοδοξία μας δε, μη απατώμεθα, δεν είναι ούτε ηθικόν σχήμα, ούτε λογικόν διάγραμμα, αλλ' είναι συνδυασμός δογματικός και παραδοσιακός. Ο αρνούμενος την παράδοσιν της Ορθοδοξίας, ο ενοχλούμενος από τα ευχέλαια, τα θαύματα, τα λείψανα, τους επιταφίους, τις καμπάνες, τους αγιασμούς, τα κεριά και τας λιτανείας, πιθανόν να είναι ακέραιος, έντιμος και ηθικός άνθρωπος, όμως δεν είναι Έλλην Ορθόδοξος. Και εις την περίπτωσιν του Λασκαράτου ευρισκόμεθα προ εντιμότατου και συνεπέστατου προς εαυτόν αγωνιστού και ηθικωτάτου ανθρώπου (άλλη περίπτωσις Καζαντζάκη), ο οποίος όμως εσκανδάλισε τους πιστούς και προσέβαλε την Εκκλησίαν και εχλεύασε την πίστιν. Τούτο δε έπραξεν εν τη πλάνη ότι θα διορθώση τα κακώς κείμενα. Πλείστα εξ αυτών διωρθώθησαν σήμερον, ουδέ φαντάζομαι ότι σήμερον η θρησκευτική ζωή των Κεφαλλήνων είναι οία περιγράφεται περί τα μέσα του παρελθόντος αιώνος από τον Λασκαράτον! Αλλ' η διόρθωσις επήλθε συν τω χρόνω, λόγω της πολιτικής μεταβολής και της επιδράσεως του πνεύματος της κλασσικής παιδείας, του σχολείου δηλαδή. Εάν απεναντίας η Κεφαλλονιά διετέλει ακόμη υπό τους Άγγλους, και εις περίπτωσιν που οι ιερείς της ετελείωναν φιλοσοφικάς σχολάς, τα πράγματα θα ήσαν χειρότερα. Η ελευθερία επολέμησε την απαιδευσίαν και την πρόληψιν. Η Εκκλησία σήμερον είναι ισχυρότερα από ποτέ, αλλά η εκμετάλλευσις των θείων από αμαθή κλήρο ν (πώλησις των μυστηρίων π.χ.) εξέλιπεν! Τούτο δε δεν οφείλεται εις τον έλεγχον του Λασκαράτου, εν πολλοίς δίκαιον έλεγχον! Ο Λασκαράτος εφάνη εις τα όμματα του λαού ως διώκτης της λατρείας, επομένως άθεος. Διότι η εξωτερική λατρεία σώζει εις τον λαόν την πίστιν, ο λαός δεν δύναται να συζητή ηθικά ή μεταφυσικά προβλήματα, ούτε να εμβαθύνη εις τα δόγματα. Είναι κρίμα, ότι τόση αγωνιστικότης, τόση τιμιότης, τόσος ζήλος, τόσαι καταδρομαί επήγαν χαμέναι διά μίαν άδικον υπόθεσιν. Αν ο Λασκαράτος ήτο πολιτικός αγωνιστής, θα είχαμεν ένα νέον Βαλαωρίτην, ένα εθνικόν ήρωα, με πολύ ευρύτερον αντίκτυπον. Τώρα έχομεν απλώς ένα πεισματάρην Κεφαλλονίτην που επιμένει εις τας λογικάς του συλλήψεις!

Όμως είναι άξιος θαυμασμού αυτός ο χαρακτήρ, ο ενιαίος, ο μη προσαρμόσιμος, ο αμετάβλητος, ο ακατάβλητος, ο ατσαλένιος. Δεν έχει σημασίαν αν σου αρέση), ή αν δεν σου αρέση, αν σε συγκινή η ποίησίς του, αν σε ελκύη η γλώσσα του, η διήγησίς του, αν σε τέρπη) η πολεμική του, αν επιδοκιμάζης την καυστικότητα του ελέγχου του. Είναι φανερόν ότι εν μέσω τόσων αλλοπροσάλων, συμφεροντολόγων, κολάκων, μη εχόντων καμμίαν πεποίθησιν λογίων, λογοτεχνών και δημοσίων ανδρών (νόσημα ενδημούν πάντοτε αλλ' εν ακμή σήμερον! ), ο Λασκαράτος είναι ο αδιάσειστος πύργος ο εμμένων μετά χαρακτηριστικού πείσματος και ακλονήτου πίστεως πρωτοχριστιανικού μάρτυρος εις την διαγωγήν του (διότι απλώς δεν πρόκειται περί ιδεών, αλλά περί διαγωγής, με το φιλοσοφικόν νόημα του όρου). Χειρουργός ανατέμνων, επιμένων εις την αφαίρεσιν του όγκου και αδιαφορών αν ο ίδιος μολυνθή ή αν ο ασθενής αποθάνη. Αγωνιστής πρόθυμος εις κακουχίας, περιφρονών κατά βάθος το profanum vulgus και την απαιδευσίαν του. Υψών την ιδίαν ηθικήν συνείδησιν υπεράνω της ευτελείας χρυσοπαρύφων υποκριτών εκ του κλήρου, και πολυταλάντων αγυρτών εκ των ευγενών. Μη εννοών άλλην λογικήν από την ιδικήν του, ευτυχής διότι ευρίσκετο εις το αυτό ψυχικόν κλίμα μέσα εις την οικογένειάν του, πρόθυμος εις κακουχίας και εξορίας, πολεμών σχήματα όχι προσωπικούς αντιπάλους, μισών την κακίαν όχι τους ανθρώπους, μη επιτρέπων εις εαυτόν ουδένα ενθουσιασμόν, καμμίαν συγκατάβασιν, επιείκειαν, εξαίρεσιν, ιδού ο Λασκαράτος! Τοιούτος ων ζη και σήμερον, διότι έζησε χθες, διότι πράγματι υπήρξεν. Εν μέσω ανυπάρκτων  λογίων, ανυποστάτων κοινωνικών παραγόντων, μη υπολογισίμων πλέον πολιτικών, θρησκευτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων, εκείνος ζη με την αλήθειάν του, με την αυθυπαρξίαν του, μόνος και αταίριαστος εις τον Ελληνικόν Παρνασσόν και εις την Ελληνικήν πνευματικήν κονίστραν. Το έργον του δεν είναι σήμερον της αυτής αξίας, οίον υπήρξεν άλλοτε, διότι πολλά πράγματα έχουν μετατοπισθή, νέαι ιδέαι έχουν φανή, νέαι καταστάσεις έχουν ανακύψει. Ούτε και είναι εύκολον να το μιμηθή κανείς σήμερον, ότε η ύπαρξις συνεπούς χαρακτήρος και ομοιοφόρφου διαγωγής είναι τι σπανιώτατον αν μη αδύνατον. Όμως το έργον του είναι τμήμα της πνευματικής μας ιστορίας, της κινήσεως των ιδεών μας κατά τον παρελθόντα αιώνα, και επί πλέον παρέχει αντιπαθεστάτην μεν αλλά χαρακτηριστικήν εικόνα μιας ελληνικής νήσου, η οποία συνεχώρησεν εις τον συγγραφέα όλας του τας ιδιοτροπίας και το ότι την εσκιαγράφησεν ως κατοικητήριον αμαθών και προληπτικών αξέστων χωρικών, αυτήν που σήμερα δοξάζεται με τόσους ανθρώπους της δράσεως, των γραμμάτων, του πνεύματος, της επιστήμης και της Εκκλησίας !