Καραντώνης Ανδρέας, Φαναριώτικη και επτανησιακή ποίηση
 
Αθήνα 1987, Επικαιρότητα. Σσ. 159-163
 
 
 

Οι σατιρικοί (Α. Λασκαράτος, Ιωάννης Τσακασιάνος, Μικέλης Άβλιχος)

 

Παράλληλα σχεδόν με τη λυρική και την επική ποίηση, αναπτύχθηκε στην Επτάνησο της περιόδου που μελετούμε και η σατιρική ποίηση, με θέματα την κοινωνική και πολίτικη ζωή της Επτανήσου, και με μορφή το πιο συχνά δημοσιογραφική, επιθεωρησιογραφική, σαν να προμηνούσε το φαινόμενο του Γ. Σουρή. Μα τη σάτιρα, με την πιο οξεία και συνάμα την πιο λογοτεχνική μορφή, καθώς και την πιο άψογη από στιχουργική άποψη, την αντιπροσωπεύει ο αμίμητος Ανδρέας Λασκαράτος, από το Ληξούρι της δηκτικής πάντα, πειραχτήριας και σαν «δαιμονιακής» Κεφαλλονιάς (1811-1901). Στέκεται ο Ανδρέας Λασκαράτος ανάμεσα στους λογής λογής Επτανήσιους ποιητές, μοναδικός κι αυτός στο είδος του, ακεραιωμένος και ασυναγώνιστος, πολύπλοκος και προβληματικός, σαν να θέλει να κρατήσει όλους τους άλλους μακριά από το σατιρικό του πύργο με τις χίλιες μύριες πολεμίστρες του.

Μορφή από τις πιο ολοκληρωμένες και τις πιο αρραγείς του ιόνιου πνευματικού κόσμου. Θα έλεγες πως ήταν μοίρα του να χρησιμεύσει σαν μεγάλη δεξαμενή που μέσα της χύθηκαν όλα τα ρυάκια και τα αυλάκια και οι μικροχείμαρροι και τα ποταμάκια της χιουμοριστικής και σατιρικής διάθεσης των Επτανησίων, καθώς την πιστοποιήσαμε εδώ κι εκεί εκδηλωμένη, ακόμα και σε αγνούς και ιδεαλιστές και σαν «έξω του κόσμου τούτου» ποιητές, καθώς ήταν ο Μαρκοράς.

Αλλά το περιεχόμενο της δεξαμενής αυτής του καθάριου σατιρικού πνεύματος πήρε άλλη σύσταση μέσα στην ιδιοσυγκρασία του παράξενου, αμείλικτου και σκληρού Ληξουριώτη λυρικοσατιρικού. Έγινε ένα είδος πικρού, φαρμακερού υγρού, που σ' αυτό έβαφε τα βέλη του ο φοβερός αυτός διώκτης της ψευτιάς και της ανηθικότητας, και τα τίναζε με ορμή μεγάλου «μαχητή-ποιητή», σε εκπροσώπους διαφόρων κοινωνικών ομάδων, όχι όμως για να τους θανατώσει μα για να τους γιατρέψει, αν και οι πληγές που άνοιγε σε παπάδες και πλούσιους και πολιτικούς και σχετικές κοινωνικές καταστάσεις, ήταν συχνά θανάσιμες. Περίπτωση δεύτερη δεν υπάρχει στη φιλολογία μας, εκτός αν σαν επαναβίωση του Λασκαράτου θεωρήσουμε το σφοδρό σατιρικό επικριτή της αστικής κοινωνίας Κώστα Βάρναλη.

Μα πρέπει να παραδεχτούμε κιόλας πως η εποχή του και η κοινωνία που έζησε, μια κοινωνία μεγάλης ανισότητας, βεβαρημένης με τόσες ξένες κατοχές (αποτέλεσμα, η διαίρεση και η διαφθορά πολλών ατόμων και ομάδων μέσα σε αναφλέξεις φοβερών προσωπικών παθών και αποδεσμευμένων κακιών), και η επαρχία, γενικά, καθώς και η οξύτητα της κεφαλλονίτικης ιδιοσυγκρασίας του προμήθεψαν άφθονο υλικό για σατιρική ποίηση. Λέμε «σατιρική ποίηση», γιατί ο Λασκαράτος δεν ήταν ένας στεγνός και πεζολόγος σατιρικός, μα κι ένας «εν δυνάμει» λυρικός και ευφάνταστος μυθοπλάστης. Υλικό περισσότερο ίσως από όσο του χρειαζόταν για να εμπνευστεί και συνάμα να πλάσει το έργο του. Γιατί είναι και «εμπνευσμένος» και «πλάστης». Όλα του ήταν αφορμές για «αποκαλύψεις», «επικρίσεις», «γελοιοποιήσεις», «ύβρεις» και «αναθέματα». Πριν τον αναθεματίσει η Εκκλησία, πόσους δεν είχε αναθεματίσει και κάψει με τη σατιρική του βέργα, περίκλειστη μέσα σε τεχνικότατους στίχους —κυρίως εντεκασύλλαβους— που και μόνο το διάβασμα τους μας προσφέρει μια ποιητική απόλαυση!

Όλα λοιπόν του ήταν αφορμές για διασυρμούς και σκώμματα, για χοντρά γέλια και για θυμούς: Η αμορφωσιά του λαού και η ζωώδης κατάσταση του χωρικού. Η φοβερή και άσπλαχνη απληστία των πλουσίων και των αρχόντων. Η δημοκοπία των πολιτικών. Η δεισιδαιμονία, η πλουτομανία και η υποκρισία του ανώτερου κλήρου. Οι προλήψεις του λαουτζίκου. Η φιλαρέσκεια, η φιληδονία και η διπροσωπία των γυναικών. Ο στενοκέφαλος τοπικισμός, που έγινε αφορμή να γράψει ένα από τα σατιρικά του αριστουργήματα «Γιατί τα τάλλαρα τα λένε τάλλαρα». Η ηλιθιότητα του «μέσου ανθρώπου». Και προπαντός οι προοδευτικές ιδέες της εποχής του, που είχαν πηγή τους τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, και που τον παρέσυρε τόσο η αντιπάθεια του προς αυτές, ώστε να μην επιθυμεί την Ένωση της Επτανήσου! Σ' αυτές τις δραματικές αντιφάσεις έφτασε ο παράξενος αυτός σατιριστής, που από την «πολλή αλήθεια και δικαιοσύνη» που γύρευε, συχνά αθέλητά του εξυπηρετούσε το Διάβολο!

Χαρακτηριστικό είναι τούτο: στο σατιρικό του στιχούργημα «Βάρκα κανονιέρα» κατακουρελιάζει με αφάνταστη λύσσα και παράφορα την ιδέα της «φιλελευθερίας», που υποκινούσε τότε το λαό της Επτανήσου για απελευθέρωση από τους Άγγλους. Όχι γιατί δεν πίστευε στην Ελευθερία ή δεν ήθελε την Ένωση, μα γιατί από τη φύση του δυσπιστούσε προς όλα. Δεν τον ενδιέφεραν οι «γενικές ιδέες». Καθόλου μεταφυσικός, δεν μπορούσε να εννοήσει και να επιδοκιμάσει καμιά «γενική ιδέα», παρά μόνο αξιοποιημένη από την ατομική συνείδηση, δοκιμασμένη από τη συνέπεια της εφαρμογής της. Δεν έκρινε τις ιδέες αυτές καθεαυτές μα τους ανθρώπους που τις εξέφραζαν και τον τρόπο με τον οποίο τις έκαναν «ατομική τους ζωή». Στηριγμένος στη δική του αυστηρή και ηθική υπόσταση, στην «εσωτερική του συνέπεια», αφήνει το βαθύτατα ορθολογιστικό του πνεύμα να κρίνει χωρίς συγκατάβαση, χωρίς επιείκεια, χωρίς αποχρώσεις, τις παρεκτροπές και τα φαινόμενα της ζωής, τα γεγονότα και τους ανθρώπους. Τα κρίνει τετραγωνικά, με μόνο κριτήριο τη νεύρωση της «αρετής» και της αλήθειας. Ο Λασκαράτος είναι ένας «νευρωσικός της απόλυτης αρετής και της απόλυτης αλήθειας». Είναι, δηλαδή, μια «υπερβολή». Και σάτιρα χωρίς υπερβολή δεν μπορεί να νοηθεί. Αν ο Λασκαράτος δεν είχε προικιστεί με δυνατό, με μεγάλο, ίσως, σατιρικό ταλέντο (περιορισμένο σε πολλές του εκδηλώσεις και από τον τοπικιστικό χαρακτήρα των στόχων του, που ήταν η κεφαλλονίτικη κοινωνία, και από γλωσσικούς ιδιωματισμούς, που κάποτε δείχνουν σαν «ξενόγλωσση» την ποίηση του), ίσως να είχε γίνει και μείνει «προφήτης μαστιγωτής» ή «αναρχικός μοραλίστ», όπως είναι σε αρκετά πεζά του.

Ορθολογιστής λοιπόν, πατώντας με απόλυτη εμπιστοσύνη στο «πνεύμα που κατανοεί», στην εξυπνάδα που τρυπά το ψέμα και ξεσκεπάζει την «ατιμία», είχε κοπεί από κάθε ρίζα άλογης, υπερπνευματικής πίστης, είχε αχρηστέψει το Θεό και το συναίσθημα, ίσως και την αγάπη, μολονότι ήταν τόσο ακέραιη φύση. Όλοι οι άλλοι ποιητές, και προπαντός αυτοί του καιρού του, πίστευαν στην «έμπνευση», στη «Μούσα», στη «θεία επιφοίτηση». Ο Λασκαράτος πίστευε μονάχα στο Πνεύμα, κι αυτό «επεκαλείτο» για να τον βοηθήσει στην κατασκευή της σάτιράς του. Γιατί αυτή η οξύτατη σάτιρά του φαίνεται λίγο και σαν κατασκευασμένη, χωρίς όμως να χάνει την αυθορμησιά της:

            Ω πνεύμα, που με φως όλο δικό σου

            μπαίνεις μέσ' στο σκοτάδι και εξετάζεις

            κι όμως κρένεις και φίλο σου κι εχθρό σου,

            και τους υποκριτάδες ξεσκεπάζεις,

            έλα, οδήγα με τώρα...

Μα τι άλλο στην περίπτωση αυτή μπορεί να είναι το «πνεύμα», παρά ο «Διάβολος»; Ο Διάβολος, που βοηθεί και συνάμα βασανίζει αυτόν που τον επικαλείται. Έτσι ο Διάβολος στάθηκε ένας από τους κύριους εμπνευστές του:

            Ω Διάολ' εσύ πόχεις πουλιά μεγάλα

            απάνω στο κεφάλι σου τα κέρατα,

            στάσου ολόρτος στο μόλο, κάμε σκάλα,

            ν ανεβώ, να κοιτάξω σ' άλλα πέρατα...

Τι να ιδεί κανείς σκαλωμένος απάνω στα κέρατα του Διαβόλου; Τι άλλο παρά τον άνθρωπο, πλασμένο «κατ εικόνα και καθ ομοίωσίν» του. Αυτόν τον άνθρωπο, εντοπισμένο στην Κεφαλλονιά, είδε και ο Λασκαράτος. Και μας τον έδειχνε κι εμάς, στριφογυρνώντας τον από δω κι από κει, σαν ανδρείκελο γελοιογραφικό, μέσα από τους θαυμαστά παραμορφωτικούς φακούς της οξύτατης σατιρικής του διάνοιας.