Νιρβάνας Παύλος, [Κριτική στο έργο του Γρ. Ξενόπουλου]
 
 
Περιοδ. Παναθήναια 1901 τομ. Δ΄, Εκδόσεις Γιοβάνης, Αθήνα 1968, Σσ.280-283
 
 
«[...] Τα διηγήματα αυτά του κ. Ξενοπούλου, εάν είνε ανάγκη να τα κατάταξη κανείς, δεν ανήκουν ούτε εις την ηθογραφίαν, ούτε εις το διήγημα χαρακτήρων. Ηθογραφίαν λέγων δεν αντιλαμβάνομαι την ψυχράν και περιγραφικήν έκθεσιν ηθών και εθίμων, μη έχουσαν κανέν κοινόν με την τέχνην και από την οποίαν έχει συμφορηθή εκτεταμένον μέρος της νεοελληνικής διηγηματογραφίας, διεκδικούν δι' αυτό και μόνον τον χαρακτήρα του εθνικού και παρασύρον εις αξιοδάκρυτον φλυαρίαν όλους τους νεήλυδας και τους πρωτόπειρους όσοι έζησαν μίαν ημέραν ή πολλάς ημέρας εις την επαρχίαν ή το βουνόν. Ηθογραφικόν αντιλαμβάνομαι το διήγημα ή το μυθιστόρημα, του οποίου οι ήρωες αντιπροσωπεύουν το ήθος, την ζωήν και τας έξεις μεγάλων κοινωνικών ομάδων και είναι ούτως ειπείν αντιπροσωπευτικοί ήρωες. Τοιούτοι δεν είνε οι ήρωες του κ. Ξενόπουλου, κανείς τουλάχιστον από τους Πέτρους (η πλειονοψηφία φέρει το όνομα αυτό) και τα άλλα δισύλλαβα πρόσωπα των καλλιτέρων διηγημάτων. Αλλ' ούτε και κυρίως διηγήματα χαρακτήρων ειμπορούν να ονομασθούν, δεν είνε δηλαδή ψυχογραφικαί μονογραφίαι, και οι ήρωές των δεν διαγράφονται ζωηρώς έκτυποι και ιδιότυποι, εντυπωνόμενοι ζωηρώς και ανεξιτήλως εις την ψυχήν του αναγνώστου, όπως εις τα καλλίτερα και ονομαστότερα διηγήματα του είδους. Οι ήρωες και αι ηρωίδες του κ. Ξενοπούλου είνε μάλλον ωχροί και αδύνατοι, κοινοί χαρακτήρες, συγχεόμενοι με το πλήθος, εις τους οποίους συμβαίνουν πράγματα συνήθη, ατυχίαι, απογοητεύσεις, θλίψεις και σπαραγμοί, γεγονότα εις τα οποία υποκείμεθα όλοι, και κατά των οποίων αντιδρώσιν ως επί το πλείστον κατά συνήθη τρόπον. Θέλω να είπω ότι γνωριμίας εξαιρετικός δεν κάμνει κανείς εις τα "Διηγήματα" του κ. Ξενοπούλου. "Το Παράθυρόν του", το "Χωρίς Όνομα", το "Βορεινόν Παράθυρον", το "Μίσος", το "Θήλυ", τα καλλίτερα της σειράς θα ήσαν μάλλον διηγήματα αναλύσεως, διηγήματα συγγενεύοντα μάλλον προς το λεγόμενον ψυχολογικόν είδος. Ο συγγραφεύς αναλύει ψυχικάς καταστάσεις, εκτυλίσσει ψυχολογικά συμπτώματα, αποσταλάζει από τας περιπετείας της ζωής μίαν ουσίαν αβράν και καλλιτεχνικήν, η οποία όχι σπανίως δίδει την συγκίνησιν και την σκέψιν και την διάθεσιν της αγνής και αριστοκρατικής τέχνης, της τέχνης η οποία διευθύνει κάπου την ψυχήν χωρίς να την σταματά και η οποία ανοίγει ένα δρόμον εμπρός την ψυχήν [sic], εις τον οποίον την αφίνει να βαδίση μόνη και ελευθέρα. Και είνε αυτός ο χαρακτήρ εις όλα τα είδη της νέας τέχνης, μιας τέχνης κυρίως υποβλητικής και υπαινικτικής, προς την οποίαν προσεγγίζει ο κ. Ξενόπουλος εις τα διηγήματά του ακριβώς εκείνα, όπου δεν κατατρίβεται εις την φορτικήν ανάλυσιν, την φροντίδα της σαφηνείας, της εξοφλήσεως των εκκρεμοτήτων και των επιμυθίων [...].
Το ύφος του κ. Ξενοπούλου είνε λιτόν, εγκρατές, ειλικρινές ως επί το πλείστον και έντιμον. Κυλίεται με την μονοτονίαν ησύχου αλλά καθαρού ρυακίου. Δεν μας παρουσιάζει λάμψεις και απρόοπτα και η θερμοκρασία του ίσως δεν φθάνει τους υψηλούς βαθμούς. Εάν το ύφος είνε το κολορί, ο χρωματισμός, κάτι τι κείμενον βαθύτατα εις την ψυχήν του συγγραφέως και του ζωγράφου, συγγενές και όχι επίκτητον, και εάν η περιγραφή είνε το σχέδιον, ο χρωματισμός του συγγραφέως των «Διηγημάτων» ομοιάζει με το σχέδιόν του επίσης λιτόν και άτονον, αλλ' ακριβές και απέριττον. Τόσον το καλλίτερον! Ελέχθη περί της θεραπευτικής κατά τα τευλευταία έτη ότι: notre thera peutique en voulant s'enrichir elle ne fait que s'encombrer. To ίδιον θα ειμπορούσε να επαναλάβη κανείς δια τον χρωματισμόν και το σχέδιον των περισσοτέρων νεοελληνικών έργων της φαντασίας. Αντί πλούτου έχομεν συμφόρησιν. Το ύφος των περισσοτέρων συγγραφέων μας κατήντησεν αφόρητον, επαρχιωτικόν, νεοπλουτικόν, φορτωμένον με όλας τας στιλπνότητας και τα χρώματα, με τα οποία στολίζονται οι επαρχιώται και οι νεόπλουτοι· το σχέδιόν των ανάλογον, χωρίς μίαν καθαράν γραμμήν, χωρίς ένα ακριβές περίγραμμα, χωρίς καμμίαν προοπτικήν. Μία συμφόρησις πραγμάτων επί του αυτού επιπέδου, κάτι τι φέρον κούρασιν, θάμβωμα και άσθμα. Ο πλούτος ηνωμένος με την λιτότητα, η δύναμις με την εγκράτειαν, η σύνθεσις έκδηλου μένη εις απλότητα, όπως συντίθενται τα χρώματα της ίριδος εις το λευκόν, είνε χάρισμα ολίγων, πολύ ολίγων ακόμη μεταξύ μας. Και προκειμένου να εκλέξη κανείς μεταξύ των δύο, π.χ. μεταξύ του κ. Ξενοπούλου και του... (η συμπλήρωσις αφίνεται ελευθέρα), η εκλογή δεν θα είνε δύσκολος. Την ιδικήν μου ψήφον τουλάχιστον την έχει ο κ. Ξενόπουλος.»