Καραντώνης Ανδρέας, «Γρηγόριος Ξενόπουλος»
 
 
Φυσιογνωμίες, τομ. Β΄, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1977, Σσ.426-427
 
 
«[...] Μαζί λοιπόν με τη μεγάλη αρετή "του καλλιτέχνη του απροσποίητου και της ζωικής αλήθειας", προβάλλει και το δαιμόνιο του άσφαλτα και πλουσιότατα πληροφορημένου. Στον υπέρτατο Κριτή του, ο Ξενόπουλος, θα μπορούσε να πει: "Κύριε, τίποτα δεν αλλοίωσα από όσα είδα, παρατήρησα κι έζησα. Κι όσα φαντάστηκα, ήταν αληθινά."
Λέγοντας "πληροφορημένος", δεν εννοούμε τον πολυδιαβασμένο (διάβαζε βέβαια ο Ξενόπουλος, αλλά σ' αυτό το σημείο δεν θα τον συγκρίνουμε με έναν Παλαμά) κυρίως όμως παρατηρούσε το γύρω του κόσμο, είχε περιέργεια, είχε μάτι, αυτί και κρίση, μάθαινε ό,τι τον ενδιέφερε όταν έγραφε ένα συγκεκριμένο μυθιστόρημα, κι έτσι, με το σύνολο του έργου του, μας δίνει την εντύπωση και τη βεβαιότητα πως ήξερε καλά τη "λειτουργία της ζωής" μιας ολόκληρης πόλης, σαν την Αθήνα της εποχής του. Τη λειτουργία της αθηναϊκής μεσοαστικής κοινωνίας, κυρίως όμως της μικροαστικής, με όλα της τα "προς τα κάτω παρακλάδια", δηλαδή προς τα στρώματα της ανερμάτιστης φτωχολογιάς, του ημικόσμου, ακόμα και του υποκόσμου. [...]
Όσο για το ρώτημα ποια ήταν η συμβολή του στη διαμόρφωση της δημοτικής γλώσσας, κι εδώ ο Ξενόπουλος, μη όντας θεωρητικός, έλυσε αυτό το ζήτημα, χωρίς... να το θέσει! Έτσι, ο ρόλος του στάθηκε διαφορετικός από το γλωσσικό ρόλο των μεγάλων αγωνιστών του δημοτικισμού. Εκείνοι, απορροφήθηκαν με πάθος και με ανεπανάληπτη απόδοση, στη "γλωσσοπλαστική". Πλάσανε μια "άλλη δημοτική", φανταχτερή, λαμπρή, συναρπαστική, καταστόλιστη, νιόκοπη, λεξιμαγική, μια δημοτική σαν πανοπλία από απειράριθμα και πολυσύνθετα επίθετα — μια γλώσσα φυσική μαζί και τεχνητή, σαν εκείνη του Αισχύλου και του Πινδάρου. Μια γλώσσα υψηλής τελετουργίας. Αυτή τη γλώσσα, σήμερα, μπορούμε να τη χαιρόμαστε με έξαρση και με κατάνυξη, στα αριστουργήματα που δημιούργησε, δεν μπορούμε όμως πια να τη μεταχειριστούμε μήτε στην ποίηση, μήτε — προ παντός — στον πεζό λόγο. Μακρυά απ' όλη αυτή τη μαγεία και τη θρησκεία, έμεινε ο Ξενόπουλος. Όχι λοιπόν γλωσσοπλάστης, αλλά κάτι άλλο, όμοια, ίσως, άξιο, αν και πολύ λιγώτερο συναρπαστικό. Προ παντός όμως, χρήσιμο. Στάθηκε ο Ξενόπουλος, γλωσσοσιγυριστής. Κι' η νοικοκυρεμένη, η καθόλου επιδεικτική και πλουσιοστόλιστη γλώσσα του, αυτή η τόσο "modeste" δημοτική του, είναι αυτή, που λίγο ή πολύ, επεκράτησε στον πεζό μας λόγο (μα και έμμεσα στον ποιητικό, αφού και η ποίηση, σήμερα, κατά μέγα ποσοστό, γράφεται σαν πεζογραφία) μετά από το τέλος της μεγάλης σύρραξης ανάμεσα στη δημοτική που πήρε για πρότυπό της το λαογραφικό γλωσσικό μας θησαυρό, και στο γιγαντιαίο ρομπότ της καθολικά εδραιωμένης στην επίσημη Ελλάδα καθαρεύουσας.»