Ξενόπουλος Γρηγόριος, «Ο Χάσης του Δημητρίου Γουζέλη»
 
Παρνασσός, τομ. ΙΔ΄ (1891), σσ. 357-363
 
 
 

[...] Και ένα μεν ζακύνθιον ως τον Θοδωρήν Καταπόδην, υφ' όλας τας επόψεις απαράλλακτον είνε δύσκολον ίσως να συνάντηση τις σήμερον? τούτο όμως δεν σημαίνει ότι, μεθ' όλην την υπερβολήν του κωμικού, ο ήρως του Γουζέλη δεν είνε αληθέστερος του αληθούς αποτελούμενος εκ των κοινών τοπικών χαρακτηριστικών, ώστε ναποβαίνη ο αιώνιος γνώμων παντός ζακυνθινού, ουδ' ότι το έργον εν τω μικρώ του κύκλω δεν είνε ανάλογον προς τα μεγάλα ηθογραφήματα, περί ων ελέγομεν άλλοτε ότι ομοιάζουσι τους τύπους εκείνους τους γενικούς, τους παρεχόμενους υπό της άλγεβρας, υφ' ούς υπάγονται όλα τα ομοειδή ζητήματα. Προ του σπανίου και μεγάλου τούτου της κωμωδίας προσόντος, προ της απαραμίλλου τοπικής χροιάς, ωχριώσι πάντα τα λοιπά - η αλήθεια και η ζωηρότης των σκηνών, η πολλάκις ανυπέρβλητος φυσικότης του διαλόγου και μάλιστα εν δεκαπεντασυλλάβω, των προσώπων όλων η ζωή, η ενιαχού λυρική χάρις της εκφράσεως και του ζακυνθίου ιδιώματος η πίστη απομίμησις, - όπως προ αυτού χάνονται και της νεανικής απειρίας τα πολλά ελαττώματα, το ακατάστατον και ασύνθετον της δράσεως, η συχνή χωλότης του στίχου, η σκοτεινή σύμπραξις της φράσεως και άλλου η παλιλλογία.
Κατά την χρονολόγησιν του ίδιου ποιητού, ο Χάσης εγράφη τον Ιανουάριον του 1795, ώστε ο Γουζέλης, γεννηθείς τον Μάρτιον του 1774 ήγε μόλις το εικοστόν πρώτον έτος. Η επιτέλεσις τοιούτου έργου εν ηλικία, καθ' ην συνήθως το ασυνείδητον κρατεί ακόμη του ευσυνείδητου, μαρτυρεί παντός άλλου τρανότερον την καλλιτεχνικήν ιδιοφυΐαν, την οξύτητα της παρατηρήσεως και την δύναμιν της εξωτερικεύσεως τον ανδρός, ο όποιος πριν ή γνωρίση ακόμη τι είνε η κωμωδία και τι απαιτεί το θέατρον, έγραψε εν τούτοις έργον, αναπαριστανόμενον καθημερινώς με σκηνήν ολόκληρον τόπον και ηθοποιούς όλους αυτού τους κατοίκους. Ο Χάσης τω όντι δεν είνε κωμωδία? δεν αποτελεί εν σύνολον τεχνικόν, δεν έχει υπόθεσιν, δεν κινεί το ενδιαφέρον δι' ουδενός είδους πλοκής. Είνε σειρά σκηνών άτακτος και ασύνδετος, δυναμένη να συντομευθή εις μίαν μόνην ή να εκταθή ακόμη επ' άπειρον, σκηνών ατελών και καθ' εαυτάς και αποπερατουμένων εις αποπείρας ασματίου ή επωδού με κανέν γνωμικόν, με καμμίαν μεταφοράν ή κανένα χαρακτηρισμόν. Την τοιαύτην αταξίαν και το χάος επαυξάνει η έλλειψις εκδόσεως αυθεντικής, γενομένης υπό του ποιητού. Αι υπάρχουσαι εινε πολύ μεταγενέστεραι, εκ παλαιών χειρογράφων ελλειπών και εκ μνήμης φαίνεται συντελεσθείσαι, άνευ της ελαχίστης κριτικής εργασίας, πλήρεις λαθών, χασμάτων και ασυμφωνιών και προς αλλήλας και προς άλλα υπάρχοντα χειρόγραφα, ώστε υποθέτομεν ότι μετά δυσκολίας θ' ανεγνώριζε σήμερον ο ποιητής το έργον του εις τα τυπωμένα αυτά συντρίμματα. Δεν είνε απίθανον το ότι εξ αρχής, η κωμωδία θα είχε μεγαλειτέραν ενότητα ή τουλάχιστον θα ήτο ολιγώτερον χασματώδης· αλλά και ούτως η σφραγίς της νεανικής χειρός δεν θ' αφηρείτο απ' αυτής και κατά την φράσιν ατέχνου και κατά την μορφήν ατελούς, πλην και ούτω ζωογονουμένης υπό της δημιουργικής πνοής του ποιητού, η οποία φύσει έτυχεν ισχυρά. [...]
[Ο Χάσης] Υπερβολικός, μεγάλαυχος, καυχησίλογος. Τέκνον και αυτός του ηλίου έχει εξημμένην την κεφαλήν, βλέπει τα πράγματα μεγεθυσμένα και επειδή προ πάντων είνε εγωιστής, τα ιδικά του. Αγαπά τα μεγάλα λόγια, υστερεί δε εις τα έργα, ανόητος, νωθρός, δειλός. Η οικογενειακή έρις είνε η καθημερινή του τροφή. Μόνον εις την οικίαν του περιβαλλόμενος δι' ισχύος κυρίου, ζητεί να την εφαρμόση κατά της συζύγου και των τέκνων. Η εκ της πιέσεως ταύτης αντίδρασις εκσπά εις λόγους, εις κινήματα, υβρίζει και υβρίζεται, δέρει αλλά και ενίοτε δέρεται. Σπανίως πραγματοποιεί τας απειλάς του. Εις τον κίνδυνον κρύπτεται? και άμα παρέλθη, εξέρχεται και ανδρειεύεται και καυχάται. Έχει συνειθίσει πλέον εις τα πλάσματα της φαντασίας του, τα πιστεύει και αυτός ο ίδιος και διηγείται καλή τη πίστει ψεύδη ως αληθείας. Ζη με όνειρα, γινόμενος έρμαιον παραδόξου τινός απάτης. Νομίζει ότι ο κόσμος τον αγαπά, τον φοβείται, αλλά προ πάντων ότι τον σέβεται. Άλλη φράσις αυτή. Θέλει να έχη το ιδικόν του, την ίντράδα του και με αυτήν μαζί την υπόληψίν του, την φήμην του, αλλά δεν γνωρίζει να εργασθή ούτε δια το εν ούτε δια το άλλο. Νομίζει ότι τα ηξεύρει όλα και γίνεται καταγέλαστος με την αμάθειάν του, όταν ακριβώς νομίζει ότι κατάγει θριάμβους. Τα καλλίτερα κτήματα, τα καλλίτερα προικιά, τα καλλίτερα κρασιά. Είνε κακός και φιλέκδικος, αλλ' έχει χάσει την ευθύτητα και την τόλμην και τείνει, όταν ημπορή, να εκδικήται εις το σκότος δια τρίτου και δια δόλου. Περί οικογενειακής τιμής δεν υπάρχει άλλος να καυχάται περισσότερον? ολίγα σπίτια είνε τόσον άμωμα και αγνά ως το ιδικόν τον? αλλ' αυτό δεν τον εμποδίζει νανέχεται αστεφάνωτην την κοπέλα του υιού του, υποχωρών ταχέως μετά τας πρώτας φωνασκούς αντιστάσεις, να διατηρή δε και αυτός έκτος της συζύγου του και καμμίαν ερωμένην. Αν τον ακούης τέλος πάντων, είνε λέων άφοβος, ο αδάμας της τιμής και ο φοίνιξ των οικοκυρέων? αλλ' είνε πράγματι δειλός, παληάνθρωπος, χαμένος, χαρακτήρ ενί λόγω κίβδηλος και γελοίος. Τοιούτος είνε ο Χάσης, τοιούτος είνε γενικώς ο ζακυνθινός. Με την διαφοράν ότι η εικών του Γουζέλη, η κωμικώς υπερβολική, είνε σάτυρα, με άλλους λόγους των κακιών αναπαράστασις και καυτηριασμός. Το μετάλλιον έχει εν τούτοις και την αντίθετον, την φωτεινήν αυτού όψιν. Αλλ' ο ενθουσιασμός υπέρ της αρετής και η εξύμνησις των προτερημάτων δεν είνε έργον του σατυρικού ποιητού. Εν τούτοις του Χάση ο χαρακτήρ είνε εις τας γενικάς του γράμμας ευρύτατος. Είνε, ως είπομεν, γνώμων, με τον οποίον ημπορεί να μετρηθή κάθε ζακυνθινός. Θα ευρεθή ίσος, μικρότερος η μεγαλείτερος, οποιαδήποτε είνε η τάξις του και η άναπτυξίς του. Ύπάρχουσι χάσιδες επιστήμονες, χάσιδες λόγιοι, χάσιδες ποιηταί, χάσιδες έμποροι, χάσιδες παλληκαράδες, χάσιδες πατριώται, χάσιδες αριστοκράται, χάσιδες παπάδες, χάσιδες λαϊκοί. Δια τούτο η απαγγελία μερών εκ του Χάση υπό ζακυνθινού στόματος - πράγμα άλλως τε συχνόν, διότι εις τον τόπον το έργον του Γουζέλη είνε από εκατόν ετών δημοτικώτατον - εμπνέει παράδοξόν τι αίσθημα εις τον ακούοντα, αφ' ού πολλάκις ήκουσεν από του ιδίου στόματος τα ίδια άνευ του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας...
Αλλ' έκτος της θαυμαστής ταύτης γενικότητος, οποία πιστή απεικόνισις και εις τας λεπτομέρειας! Όποια αλήθεια και χάρις κωμική και τοπική χροιά εις την σκηνήν του προγεύματος εις το μαγαζί, η εις το επεισόδιον των βρωμερών ορτυκίων, η εις την φιλονεικίαν μεταξύ πατρός και υιού περί των ιταλικών και των ελληνικών τα όποια ηξεύρουν, όταν ο Θοδωρής εξηγή τα τροπάρια κατά τον ιδικόν του εκείνον τρόπον! Τι ολοζώντανη Ζακυνθινή η Αγγέλω εκείνη! Όποια μίμησις της γλώσσης, της βαρβάρου και νόθου, ως λέγει ο ίδιος ο Γουζέλης, ο οποίος μη φροντίσας επίτηδες περί καθαρότητος, φαίνεται εφαρμόσας το αξίωμα: την γλώσσαν δια την γλώσσαν, ανάλογον προς το l’art pour l’art. Εδώ παύει πραγματικώς να είνε όργανον και γίνεται σκοπός·ή μάλλον η ηθογραφική εικών είνε τόσω στενώς μαζί της συνδεδεμένη, ώστε θα ήτο αδύνατον ν' αφαιρεθή αυτή χωρίς να ωχριάση κ' εκείνη. [...]
Πλην εξ όλων των μερών του Χάση, το ανώτερον βεβαίως είναι ο εκτενής μονόλογος του Θοδωρή αρματωμένου [...].
[...] η προ 100 ετών γλώσσα με τους συχνούς ιταλισμούς είναι σήμερον ξένη, πολύ δε περισσότερον τα παλαιά γεγονότα, τα όποια υπαινίσσεται ο Χάσης, αι φράσεις και αι παροιμίαι, τα πρόσωπα, και τα πράγματα, άγνωστα όλως εις τους νεωτέρους, τους μη αναδιφήσαντας τα ζώντα λεξικά των γερόντων. Θα ηυχόμεθα επομένως να γίνη όσω είνε καιρός μία έκδοσις του Χάση, κριτική και μετά σχολίων επεξηγηματικών, όσω το δυνατόν πλήρης, μετ' ακριβή των υπαρχόντων χειρογράφων συμπαραβολήν και όλων των σκοτεινών χωρίων διασάφησιν? διότι είνε κρίμα, μα την αλήθειαν, έργον του οποίου ισάξιον αμφιβάλλω αν έχη καμμία τοπική φιλολογία, ναποβή μετά τινα χρόνον ακατάληπτον άνευ κόπων μεγάλων, να είνε δε και τώρ' ακόμη απρόσιτον εντελώς εις τον μη Ζακύνθιον. [...]