Καζαντζάκης Νίκος
Ο Καπετάν Μιχάλης
 
Στο έργο ο συγγραφέας μέσω του κεντρικού του ήρωα, του καπετάν Μιχάλη, αναπαριστά τους ηρωικούς αγώνες των Κρητών στην εξέγερση του 1889 και προσπαθεί να αναστήσει το Ηράκλειο της παιδικής του ηλικίας. Ο κεντρικός ήρωας είναι λιγότερο ένας αγωνιστής της λευτεριάς και περισσότερο μια καινούρια ενσάρκωση των ηρώων του (Οδυσσέα, Ιουλιανού, Καποδίστρια), δηλαδή της ψυχής του ίδιου του συγγραφέα.
 
Ο Καπετάν Μιχάλης, Εκδόσεις Καζαντζάκη (Πάτροκλος Σταύρου), Αθήνα 2007, Σσ.13-161, Πρώτη Έκδοση Έργου:1953
 
 
Ι
Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ ΕΤΡΙΞΕ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ, ΟΠΩΣ ΤΟ συνηθούσε όταν τον καβαλίκευε ο θυμός· ξεπρόβαλε από τα χείλια του το δεξό του σκυλόδοντο και φέγγρισε ανάμεσα από τα μαύρα μουστάκια του. Καλά τον είχαν παρανομιάσει στο Μεγάλο Κάστρο καπετάν Κάπρο· απάνω στη μάνητά του, με τα στρογγυλά κατασκότεινα μάτια του, με τον κοντό αλύγιστο σβέρκο, με τη βαριά χοντροκόκαλη δύναμή του και το σκυλόδοντο που ξεπρόβαινε, έμοιαζε αληθινά με κάπρο, που είδε ανθρώπους κι αντιστυλώθηκε στα πισινά του να χιμήξει.
Τσαλάκωσε στη φούχτα του το γράμμα που κρατούσε και το ‘χωσε στο φαρδύ του μπαμπακομέταξο ζωνάρι. Τόσην ώρα το συλλάβιζε και πολεμούσε να βγάλει νόημα… Δε θα ‘ρθει, κατάλαβε, μήτε ετούτη τη Λαμπρή, δε θα τον δουν κι εφέτο η χαροκαμένη η μάνα του κι η άμοιρη η αδερφή του, γιατί, λέει, σπουδάζει ακόμα… Τι διάολο σπουδάζει; Ακόμα θα σπουδάζει; Δε λέει πως δεν έχει μούτρα να γυρίσει στην Κρήτη γιατί παντρεύτηκε με Οβραία! Μαγάρισε, αδέρφι Κωσταρέ, ο κανακάρης ο γιος σου το αίμα μας! Ε, και να ζούσες! Να μου τον πιάσεις από τον αστράγαλο και να τον κρεμάσεις ανάποδα στα δοκάρια, σαν τουλούμι!
Σηκώθηκε. Θεόρατος άντρακλας, έφτανε το κεφάλι του ως το ταβάνι του μαγαζιού του. Λύθηκε από τη φόρα το μαύρο κροσσωτό μαντίλι που ανακρατούσε τ’ αγκαθωτά μαλλιά του, κι ο καπετάν Μιχάλης το άρπαξε, το ‘στριψε και μαντιλόδεσε σφιχτά το χοντροκαύκαλο κεφάλι του· έδωκε ύστερα σάλτο και στάθηκε στην πόρτα να πάρει αγέρα.
Ο Χαρίτος, ο παραγιός, ζάρωσε πίσω από μια κουλούρα καραβόσκοινα· αγριοσούσουμο χωριατόπουλο, μαυροτσούκαλο, με φοβισμένα γοργοκίνητα μάτια, καρλαύτης· λοξοκοίταξε γύρα του τα καραβόπανα, τους μουσαμάδες, τις μπογιές, τα κατράμια, τις χοντρές αλυσίδες, τις σιδερένιες άγκυρες, όλα τα προυκιά και τα συγύρια του καραβιού· μα από τον τρόμο του δεν έβλεπε παρά το αφεντικό, που στέκουνταν τώρα στο κατώφλι και γέμιζε όλη την πόρτα κι αγριομάτιζε όξω, κατά το λιμάνι· μπάρμπας του ήταν, μα αφεντικό τον έλεγε και τον έτρεμε.
– Δε με φτάνει η αποψινή μου έγνοια, μουρμούρισε ο καπετάν Μιχάλης – τι με θέλει ο σκύλος και μου μηνάει να κοπιάσω, λέει, απόψε στο παντέρμο του; – μόνο έχω τώρα και την έγνοια του ανιψιού! Μ’ έβαλε η μάνα του να του γράψω, του γραψα· μα ας μη σώσει να κοπιάσει ποτέ του!
Κοίταζε ζερβά του κατά το λιμάνι – τα καΐκια, τις βάρκες, τη θάλασσα. Ως πέρα ο μόλος βούιζε· εμπόροι, μαρινάροι, βαρκάρηδες, χαμάληδες πηγαινόρχουνταν ανάμεσα σε λαδοβάρελα και κρασοβάρελα και σωρούς χαρούπια και φώναζαν, βλαστημούσαν, φόρτωναν, ξεφόρτωναν αραμπάδες· βιάζουνταν, πριν τσακίσει ο ήλιος και σφαλήξει η καστρόπορτα, να νετάρουν. Κουφόβραζε η θάλασσα, μύριζε το λιμάνι σαπημένα κίτρα, χαρούπι και κρασόλαδο· δυο τρεις μεσοκαιρίτισσες Μαλτέζες, βαμμένες με το μυστρί, ορθές στο μουράγιο, βραχνοκακάριζαν κι έκαναν νοήματα σε μιαν κοιλάρα μαλτέζικη ανεμότρατα που κατάφτανε φορτωμένη ψάρι.
Ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, έφευγε κι η στερνή ετούτη μέρα του Μάρτη· τσουχτερό βοριαδάκι φυσούσε, το Μεγάλο Κάστρο κρύωνε, οι μαγαζάτορες έτριβαν τα χέρια τους, καταχτυπούσαν τα πόδια τους, έπιναν φασκόμηλο κι άλλοι ρούμι, να ζεσταθούν. Πέρα, η κορφή του Στρούμπουλα ήταν πασπαλισμένη χιόνι, πιο πέρα πυργώνουνταν ο Ψηλορείτης, σκούρος γαλάζος, και γυάλιζαν άσπρες καταχυτές λουρίδες τα πετρωμένα χιόνια μέσα στις βαθιές απάνεμες λακκούβες· μα ο ουρανός από πάνω στραφτάλιζε καθαρός, γυαλιστερός σαν ατσάλι.
Ο καπετάν Μιχάλης είχε καρφωμένα τα μάτια του στο μεγάλο Κούλε, φαρδύ γεροδεμένο πύργο, δεξά ως μπαίνουμε στο λιμάνι, με το μαρμαρένιο στο στήθος του φτερωτό λιοντάρι της Βενετιάς. Όλο το Μεγάλο Κάστρο ήταν τειχογυρισμένο με άγρια πυργοδεμένα μπεντένια, που τα ‘χαν χτίσει στον παλιό βενετσάνικο καιρό οι χριστιανοί ραγιάδες και τα ‘χαν ποτίσει Βενετσάνοι, Τούρκοι, Ρωμιοί, με το αίμα τους. Εδώ κι εκεί αποκρατούσαν ακόμα, σφηνωμένοι απάνω τους, πότε οι πέτρινοι λιόντες της Βενετιάς, που έσφιγγαν στ’ αγκρίφια τους το Βαγγέλιο, πότε οι τούρκικοι μπαλτάδες που καρφώθηκαν στις ντάμπιες, την αιματηρή χινοπωριάτικη μέρα που οι Τούρκοι, ύστερα από χρόνια και χρόνια ανέλπιδο μπλόκο, πάτησαν το Μεγάλο Κάστρο. Τώρα, ολούθε, γκρεμόχορτα φυτρώνουν ανάμεσα στις ξεχαρβαλωμένες πέτρες, αγριοσυκιές και τσουκνίδες και κάππαρη.
Ο καπετάν Μιχάλης κατέβασε τα μάτια, έπιασε τα ριζοθέμελα του Κούλε· οι φλέβες στα μελίγγια του φούσκωσαν, αναστέναξε. Στα θεμέλια ετούτα, εκεί που χτυπάει το κύμα, ήταν το καταραμένο μπουντρούμι, όπου γενεές και γενεές χριστιανοί πολεμάρχοι, αλυσοδεμένοι χεροπόδαρα, είχαν λιώσει. Δεν μπορεί, μαθές, το κορμί, όσο και να ‘ναι δυνατό, να σηκώσει την ψυχή του Κρητικού, δεν μπορεί… Έχω παράπονο του Θεού που δε μας έκανε ατσαλένια τα κορμιά των Κρητικών, να μπορούμε να βαστάξουμε εκατό, διακόσια, τριακόσια χρόνια, όσο να λευτερώσουμε την Κρήτη· κι ύστερα, ας γενούμε μπούλβερη και κουρνιαχτός.
Ξαναφούντωσε μέσα του ο θυμός, ξανάρθε στο νου του ο ξενιτεμένος, φραγκεμένος ανιψιός.
– Σπουδάζει, λέει, τι διάολο σπουδάζει; Θα καταντήσει κι ετούτος σαν τον μπάρμπα του τον Τίτυρο, δάσκαλος! Ψαλιδόκωλος, μπουμπουνοκέφαλος, με γυαλάκια. Καλός καλός ο χοίρος μας, μα βγήκε χαλαζάρης! Φτου!
Σφεντόνισε το σάλιο του πέρα, και λίγον έλειψε να μπει αντίκρα στο μαγαζάκι του κυρ Δημητρού του αχτάρη.
– Που ξέπεσες, απροσκύνητη γενιά του τουρκοφά Ντελή-Μιχάλη!
Ο φοβερός παππούς του, ο Ντελή-Μιχάλης, ανατινάχτηκε ολόκορμος μέσα του, ολοζώνταντος. Που να πεθάνει αυτός, όσο είχε γιους κι αγγόνια! Ανάρια ανάρια τον αναθυμόνταν ακόμα οι παλιοί να γυροφέρνει τα κρητικά ακρογιάλια και να βάζει κεραμίδι τη χερούκλα του, ν’ αγναντέψει, λέει, αν ξεπρόβαιναν από το ουρανοθάλασσο τα μοσκοβίτικα καράβια. Κότσερνε στραβά τη φεσάρα, πηγαινόρχουνταν σ’ ετούτο εδώ το μουράγιο του Μεγαλόκαστρου, ακουμπούσε στον καταραμένο ετούτο Κούλε και τραγουδούσε κατάμουτρα στην Τουρκιά: «Ο Μόσκοβος κατεβαίνει!» Είχε, λένε, μακριά μαλλιά και γένια, φορούσε αψηλά ποδήματα που τα ‘δενε στη ζώνη και πότε δεν τα ‘βγαζε απ’ τα πόδια του. Φορούσε κι ένα μακρύ πουκάμισο μαύρο, γιατί κι η σκλαβωμένη Κρήτη ήταν μαυροφορεμένη, και περπατούσε κάθε Κυριακή, ύστερα από τη λειτουργιά, με το παλιό δοξάρι του παππού περασμένο στον ώμο και με το σαϊτολόγο στη ράχη, γεμάτο σαΐτες.
– Αυτοί ‘ταν άντρες, έγρουξε ο καπετάν Μιχάλης μαζώνοντας τα φρύδια, αυτοί ‘ταν άντρες οραδάτοι, όχι εμείς, τα χαμαντράκια! Τέτοιες κι οι γυναίκες τους, κι ακόμα πιο θεριά· αχ, μωρέ, ξέφτισε, ξέπεσε, πάει κατά διαόλου η ανθρωπότη!
Άνοιξε μέσα στο σπλάχνο του η καταπαχτή και πρόβαλε πίσω από τον παππού, σκελεθρωμένη, άγρια, με θεριεμένα ολολάσπωτα νύχια, η γιαγιά του. Αυτή, σαν μπήκε στα βαθιά γεράματα, παράτησε τη γυροτραφισμένη αυλή της κάργα παιδιά, αγγόνια και δισέγγονα, και καταχώνιασε σε μια βαθιά σπηλιά, απάνω από το χωριό που γεννήθηκε, στα πόδια του Ψηλορείτη. Είκοσι χρόνια έμεινε τρυπωμένη εκεί μέσα· μια εγγονή της, παντρεμένη στο χωριό, της έφερνε κάθε πρωί ένα καυκάλι κριθαρόψωμο κι ελιές κι ένα φλασκάκι κρασί – νερό είχε μπόλικο μέσα η σπηλιά· και κάθε Λαμπρή, δύο κόκκινα αυγά, να θυμηθεί τον αφέντη Χριστό. Κι η γριά ανέβαινε κάθε πρωί, κουκούβιζε στην μπασιά της σπηλιάς, μακρομαλλού, μακρονυχού, κουρεύ, κουρελιάρα, κάτασπρη σα φάντασμα, αγνάντευε τον ήλιο που ανάτελνε και του κουνούσε κάμποσην ώρα τα καλαμόχερα, σαν να τον βλογούσε, σαν να τον καταριόταν· και χώνευε πάλι μέσα στην καταβόθρα του βουνού. Είκοσι χρόνια κλειδωτά. Μα ένα πρωινό δεν την είδαν να ξεπροβαίνει, κατάλαβαν, πήραν τον παπά του χωριού, κατέβηκαν με αναμμένα δαδιά, τη βρήκαν κοκαλιασμένη, κουλουριαχτή, μέσα σε μια γούβα μικρή σαν κολυμπήθρα, σταυρό τα χέρια, και το κρανίο σφηνωμένο ανάμεσα στα γόνατα.
Ο καπετάν Μιχάλης τίναξε το κεφάλι, ξεκόλλησε τα μάτια του από το μπουντρούμι, ξαναβούλιαξαν οι πεθαμένοι μέσα του.
Στο αντικρινό μαγαζάκι ο κυρ Δημητρός, μαχμουρλής, με σακουλιασμένα μάτια, διπλοπόδι επάνω σ’ ένα στενό σοφαδάκι, κρατούσε μιαν ξεμυγιάστρα από αλογότριχα, την κουνούσε τεμπέλικα δεξά ζερβά κι έδιωχνε τις μύγες από τ’ αραδιασμένα γύρα του σακουλάκια τα γαρούφαλα, τα μοσκοκάρυδα, τη χιώτικη μαστίχα, την κανέλα και τα γυαλάκια το δαφνόλαδο και μυρτόλαδο. Κιτρινιάρης, φλασκιασμένος, άκεφος πάντα. Πότε ξύνουνταν, πότε χασμουριόταν, πότε σφαλνούσε τα μάτια και τον έπαιρνε ο ύπνος. Δεν τον είχε πάρει ακόμα, και του φάνηκε πως από αντίκρα ο καπετάν Μιχάλης στράφηκε και τον κοίταξε· σήκωσε λοιπόν την ξεμυγιάστρα να τον καλησπερίσει, μα ο βαρύς γείτονας γύρισε καταπέρα το κεφάλι, κι ο κυρ Δημητρός άρχισε πάλι να χασμουριέται.
Έχωσε ο καπετάν Μιχάλης τη χερούκλα του στο φαρδύ πολύγυρο ζωνάρι, βρήκε το τσαλακωμένο γράμμα, το ‘βγαλε και το ‘καμε χίλια κομμάτια.
– Δε μας έφτανε ένας δάσκαλος που γιβεντίζει το σόι μας, έχουμε τώρα και τούτον! Το γιο ποιανού; Εσένα, αδέρφι Κωσταρέ, που άρπαξες το δαυλό κι έβαλες φωτιά στην μπαρουτοθήκη και πέταξες το Αρκάδι, αγίους, Χριστούς, καλογέρους, χριστιανούς και Τούρκους στον αγέρα!
Ο Βεντούζος, ο φουμιστός λυράρης, κατέβαινε στο λιμάνι τυλιμένος στην πατατούκα του, βιαστικός· είχε παραγγείλει για την ταβέρνα του ένα βαρέλι κισαμίτικο κρασί και πήγαινε να το παραλάβει· μα ως είδε τον καπετάν Μιχάλη από μακριά, με κατεβασμένο το κεφαλομάντιλο ως τα φρύδια, κατάλαβε κι αναγύρισε.
– Έχει πάλι απόψε ο δράκος τα ντέρτια του, μουρμούρισε· ας αλλάξω δρόμο.
Ο ήλιος ακροκάθισε πια στα βράχια του Στρούμπουλα, ισκιώθηκαν οι δρόμοι, οι μιναρέδες από άσπροι είχαν γίνει τριανταφυλλένιοι, και στο λιμάνι, εμπόροι, μαστόροι, εργάτες, βαρκάρηδες, καραβόσκυλα, είχαν κατακουραστεί από τα ξημερώματα να φωνάζουν και να γαβγίζουν, ο κόσμος γλύκανε. Έβγαλε από τη ζώνη του ο καπετάν Μιχάλης την ταμπακέρα, έστριψε ένα τσιγάρο· σιγά σιγά κατακάθισε ο θυμός του· χάδεψε τ’ αδρά κορακάτα γένια του, χαμογέλασε, και φάνηκε πάλι λαμπερό, κάτασπρο, το σκυλόδοντο.
– Ας είναι καλά ο γιος μου, το Θρασάκι μου, μουρμούρισε· αυτός θα μας βγάλει ασπροπρόσωπους. Αυτός θα βάλει μπουρλότο στον μπάρμπα του τον Τίτυρο· αυτός θα βάλει μπουρλότο και σ’ ετούτον το σοφολογιότατο ανιψιό, που δεν ντράπηκε κι ανακάτεψε το αίμα μας με τους τσιφούτηδες· αυτός θα πάρει στα χέρια το μπαϊράκι του σογιού μας!
Είπε, και μονομιάς η ζωή του φάνηκε πολύ καλή κι ο Θεός δίκαιος· δεν είχε πια ο καπετάν Μιχάλης παράπονο μαζί του.
Ένας Τούρκος, σπανό γεροντάκι, καθαρό και κουρελιάρικο, με τσόκαρα, ζύγωσε δισταχτικά, σήκωσε τα τρομαγμένα μάτια και κοίταξε τον καπετάν Μιχάλη. Αυτός έσκυψε, τον είδε, κούνησε το κεφάλι:
– Τι θες, Αλήαγα; ρώτησε απότομα.
Ήταν γείτονάς του, δεν τον χώνευε, τον σιχαίνουνταν, γυμνοσάλιαγκας, θηλυκαρσένικος, μήτε άντρας μήτε γυναίκα, κάθουνταν το δειλινό με τις Ρωμιές γειτόνισσές του κι έπλεκε κάλτσα κι έκανε γυναικίστικες κουβέντες.
– Αφεντικό, μουρμούρισε το γεροντάκι, με πέμπει ο Νουρήμπεης. Πολλά, λέει, χαιρετίσματα, και να του κάμεις, λέει, τη χάρη να κοπιάσεις απόψε στο κονάκι του.
– Καλά· μου το ξαναμήνυσε με το δούλο του τον Αράπη· φεύγα
– Είναι, λέει, μεγάλη ανάγκη.
– Φεύγα, σου λέω!
Σιχαίνουνταν ν’ ακούει τη μουνούχικη φωνή του, τη γυναικουλίστικη. Κατάπιε τη γλώσσα του ο Αλήαγας, πήρε τοίχο τοίχο τουρτουρίζοντας, κι αφανίστηκε.
– Τι γυρεύω εγώ σε τούρκικα σπίτια; Τι με θέλει ο σκύλος; Γιατί δεν έρχεται αυτός; Δεν πάω!
Στράφηκε.
– Χαρίτο, φώναξε, πήγαινε σπίτι να μου στρώσεις τη φοράδα!
Πεθύμησε ξαφνικά να καβαλήσει τη φοράδα του, να κάμει μια βόλτα, να ξεσκάσει. Ο παππούς, η γιαγιά, ο ανιψιός, ο Νουρήμπεης… ας κάμει μια βόλτα στη φοράδα του, να τους ξεφορτωθεί!
Μα τη στιγμή που άπλωνε το χέρι να ξεκρεμάσει το κλειδί του μαγαζιού, να σφαλήξει, ακούστηκε από την άκρα του δρόμου δροσερό, χαρούμενο χλιμίντρισμα· ο καπετάν Μιχάλης γνώρισε την αλογίσια φωνή, στράφηκε: λιόμαυρο, γυαλιστερό, σπαθάτο, πρόβαλε και προχωρούσε καμαρωτά το τρισεύγενο άτι αχνίζοντας. Στρουμπουλό, ξυπόλυτο Τουρκόπουλο το παρακρατούσε από το χαλινάρι, το συντραβούσε σιργουλευτά και το σεριάνιζε, ξέστρωτο, απάνω κάτω στο Μεγάλο Κάστρο, να ξεθυμάνει. Από αλάργα θα ‘ρχουνταν, τρεχαπεταμένο, και το στόμα του και το στήθος κι οι τέσσερεις αμασκάλες του άφριζαν. Μα δεν είχε ακόμα καταλαγιάσει η δύναμή του, κι ανατίναζε φρουμάζοντας τον αφρισμένο λαιμό και την ολόδρωτη χαίτη και κάπου κάπου σήκωνε και χτυπούσε με τα λιγνά μπροστινά ποδάρια του το καλντερίμι και χλιμιντρούσε.
– Το άτι του Νουρήμπεη περνάει, το νου σας, παιδιά! ακούστηκε μια φωνή πέρα από το μπαρμπέρικο του κυρ Παρασκευά του Συριανού.
Πέντ’ έξι ακούρευτοι κι ένας με σαπουνάδες πετάχτηκαν έξω από την πόρτα. Στάθηκαν με το στόμα ανοιχτό, με απλωμένο το λαιμό και το καμάρωναν.
– Θεόψυχα μου, έκαμε ένας νταγλαράς με στριφτά τραγίσια γένια, θεόψυχά μου, αν μου ‘λεγαν: «Το άλογο του Νουρή θες για τη χανούμη του; διάλεξε!», θα διάλεγα το άλογο.
– Ο νους σου και του μπογιατζή ο κόπανος! τον αντίσκοψε, φρεσκοξουρισμένος, ο Γιάνναρος ο μπογιατζής, που τον έλεγαν και Φουρόγατο, γιατί ‘χε αγκαθωτά ανασηκωμένα μουστάκια· ξακουστή ‘ναι, μωρέ, η Εμινέ χανούμη· όμορφη ‘ναι, λέει, η σκύλα, κι είκοσι χρονών, κι άγρια· διάλεξέ την, κακομοίρη, να φραθούν τα μεριά σου!
– Καλλιά ‘χω το άλογο, σου λέω, ξανάπε ο τραγογένης, δε μαγαρίζω!
– Μήτε το άλογο, καλέ πατριώτη, μήτε τη χανούμη, αποκότησε με την ψιλή φωνούλα του κι ο σιόρ Παρασκευάς, που ‘χε πεταχτεί κι αυτός όξω με τα ψαλίδια στο χέρι· μήτε το άλογο μήτε τη χανούμη· μπελάδες!
Ο τραγογένης στράφηκε:
– Ε συριανό λουκουμάκι μου, είπε, μπελάς είναι, μαθές, η ζώη, μόνο ο θάνατος είναι χουζούρι. Το καλό που σου θέλω, μη λες σ’ εμάς τους Κρητικούς τέτοιες κουβέντες, μπορεί να σε παρεξηγήσουμε και να σε θάψουμε ζωντανό…
Ο κακόμοιρος ο Συριανός ανατρίχιασε. Γλυκομίλητος, αγαθός ανθρωπάκος, μήτε κι ο ίδιος θυμόταν πως ξέπεσε στην Κρήτη, να ξουρίζει ετούτα τα θεριά. Κάθε που πρόβαινε ένας βουνίσιος Κρητικός στο κατώφλι του μπαρμπέρικού του, ο Συριανός τινάζουνταν απάνω και τον κοίταζε με τρόμο. Από πού να βάλει χερικό; Μήνες θα ‘χε ετούτος να ξουριστεί και να πλυθεί, χρόνια να κόψει τα μαλλιά του. Τίναζε τις πετσέτες, έπιανε τα ψαλίδια, στρουφογύριζε κύκλο από την καρέκλα όπου κάθουνταν ο Κρητικός και καμάρωνε τη μούρη του στον καθρέφτη – σαν μπροσταρόκριος του φαίνουνταν ο καταπληχτικός ετούτος πελάτης, σαν τον Αι-Μάμα τον αρχιτσέλιγγα, που κάποτε ο σιόρ Παρασκευάς τον είχε δει σ’ ένα κόνισμα, κι ήταν όλο τρίχα, οκάδες γένια, μουστάκια και μαλλιά, που δέκα μπαρμπέρηδες δε θα τον έκαναν ζάφτι.
Τα ψαλίδια του σιόρ Παρασκευά μονομιάς μίκραιναν, που να τα βάλουν με τέτοια γουρουνότριχα, με τόση μαλλιαδούρα! Αναστέναζε ο ψιλομαθημένος ο Συριανός, έπαιρνε τέλος την απόφαση κι άρχιζε, στ’ όνομα του Θεού, τις σαπουνάδες.
– Ζωντανό; είπε κι αποτραβήχτηκε κατά πίσω αλαφιασμένος· γιατί, καλέ, θα με θάψετε ζωντανό;
– Γιατί εμείς, αυτούς που κάνουν τέτοιες κουβέντες, κατέχεις πως τους λέμε;
– Πως, να σε χαρώ;
– Πεθαμένους!
Ο Συριανός ξεροκατάπιε, έκαμε πως δεν άκουσε και μπήκε μέσα.
Ο Στεφανής, ο παλιός καπετάνιος της «Νταρντάνας», που την βούλιαξαν οι Τούρκοι στην επανάσταση του ‘78, περνούσε τη στιγμή εκείνη κουτσαίνοντας· μια οβίδα του τούρκικου βαποριού που τον βούλιαξε, του ‘χε τσακίσει το γόνατο. Κι από τότε πια καταχτυπούσε το μπαστούνι του στη στεριά και τριγύριζε κούτσα κούτσα τα λιμανιώτικα. Είχε δυο μπαστούνια· το ένα ίσιο, λαμπάδα, και το κρατούσε όταν τα πράματα της Κρήτης πήγαιναν καλά· κι ένα χοντρό στραβοράβδι, όταν στράβωναν τα πράματα κι ο αγέρας μύριζε μπαρούτι. Κρατούσε σήμερα το στραβοράβδι και πήγαινε. Άκουσε την κουβέντα στάθηκε
– Μη μαλώνετε, βρε παλικαράδες, είπε, κι όλα βολεύουνται.
– Για να δούμε, καπετάν Στεφανή, τι θα ‘θελες του λόγου σου;
– Να καβαλώ, βρε κουτεντέδες, το άτι του Νουρή και να ‘χω πισωκάπουλα την Εμινέ χανούμη· σαν τον Αι-Γιώργη!
– Κι εγώ! – Κι εγώ! – Κι εγώ!, καπετάν Στεφανή! έσυραν φωνές οι Κρητικοί, κουρεμένοι κι άκουροι, ξεσπώντας στα γέλια. Ο λόγος σου και στου Θεού το αυτί.
Είχε στυλώσει τα μάτια του ο καπετάν Μιχάλης και κοίταζε· το άλογο τώρα περνούσε από μπροστά του· ναζλίδικο, σπαρταριστό, με όρθιο λυγερολύγιστο λαιμό, σα μαύρος κύκνος.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.