Καραντώνης Ανδρέας, «Κοσμά Πολίτη, Eroica»
 
 
Τα Νέα Γράμματα, 4 1938, Σσ.816-821
 
 
«Στα γενικότατα της, η μεταδημοτικιστική μας λογοτεχνία ήταν ένα άχαρο βλάστημα. Της έλειπε αυτό που άφθονα της προσκόμισε άξαφνα ο "σαραντάρης κύριος του 1930". Με το μακρύ του διήγημα ή μικρό μυθιστόρημα Λεμονοδάσος (1930), το αμέσως μετά πληρέστερο και πιο πολύπλευρο μυθιστόρημα του Εκάτη (1933), το διήγημα του "Ελεονώρα" (Νέα Γράμματα, 1935) και το τρίτο του μυθιστόρημα Eroïca (Νέα Γράμματα, 1937), που μ' αυτό εγκαινιάστηκε στη νέα μας λογοτεχνία η συστηματική "πεζογραφία της εφηβείας", ήταν σα να μας χαριζόταν διαδοχικά, από άγνωστη πηγή αναβρυσμένη, μια χαϊδευτική μαγεία αφηγηματικού λόγου, ένα σελάγισμα ονείρου που ήταν μαζί και ένα πάθος αχαλίνωτης ζωής ξεχυμένης πότε σε μια οργιαστική και ανοιξιάτικα ελληνική φύση, πότε σε αισθητικούς υπαίθριους χώρους και πότε σε κλειστά μα άνετα περιβάλλοντα καλλιεργημένων αστών του μεσοπολέμου. Η νέα, τότε, πεζογραφία μας μπορεί να είχε μερικές από τις κυριότερες αρετές που πάντα χρειάζεται ο πεζός λόγος. Της έλειπε όμως αυτή η αιθέρια λυρική και πνευματική χάρη και συναισθηματική μουσικότητα, αυτός ο λεπταίσθητος και λαξευμένος κοινωνικός πολιτισμός, αυτή η ταξική λάμψη που χαρακτηρίζουν το Λεμονοδάσος καταρχήν, και εξακολουθητικά, τα άλλα του πεζογραφήματα που αναφέραμε.
Για πολύν καιρό μας γοήτευε με την ίδιαν ένταση ο Κοσμάς Πολίτης. Με το να μην είναι πολυγράφος αλλά μήτε και ερασιτέχνης, τα κάπως πλατιά κενά χρόνου που μεσολαβούσαν ανάμεσα στα έργα του, τα γεμίζαμε με την παρατεταμένη απόλαυση των όσων είχε πραγματοποιήσει. Στο Λεμονοδάσος, στην Εκάτη, στην Eroïca, χαιρόμαστε το παιγνιδιάρικο μα και φιλοσοφικά πονηρό τρεμοπαίξιμο μιας ακονισμένης αγχίνοιας ενός κοσμικά καμουφλαρισμένου στοχαστικού νου, ενός απελευθερωμένου από πολλές προλήψεις πνεύματος. Με θαυμασμό βλέπαμε πως ο καινούριος αυτός πεζογράφος ήξερε να υποτάξει τα λυρικά του ορμέμφυτα σε μια πειστική πεζογραφική απεικόνιση των συλλήψεων του και τη βαρύτητα της ρεαλιστικής πεζογραφικής έκφρασης να την αλαφραίνει σηκώνοντας την αρκετά πιο ψηλά από το δρόμο (χωρίς όμως να χάνει την αίσθηση και τα κριτήρια του προσγειωμένου παρατηρητή) με τα φτερά μιας αναμφισβήτητα ποιητικής φαντασίας. Φτερά διάφανα, φτερά μεταξένια, φτερά σαν υφασμένα από τις ίνες ενός στοχασμού που με πολλή διάκριση και δεξιοτεχνία ήξερε να σκάβει μέσα στις συμβατικότητες μιας πολιτισμένης αλλά αρκετά πληκτικής κοινωνίας. Και πόσο μας ζέσταινε και πόσο πλάταινε τη μικροαστική μας ατμόσφαιρα αυτό το οξύ του πάθος για έρωτα, για στοχασμό και για το αγκάλιασμα ή και το άγγιγμα μόνο κάποιας αλήθειας άλλης απ' αυτήν που ζούσε· κάποιας αλήθειας απροσδιόριστης και ασύλληπτης, σαν το Γαλάζιο Πουλί τον Μαίτερλινκ ή την "αταξική κοινωνία" του Λένιν. Τόσο μας συνεπήραν και τόσο βαθιά ρίζωσαν μέσα μας αυτές οι αρετές κι αυτές οι χαρές του ποιητή της Εκάτης, ώστε και σήμερα, αν για οποιονδήποτε λόγο αναγκαζόμαστε να σκύψουμε στην πεζογραφία που μ' αυτήν ξεκίνησε η Γενεά του '30, εκλεκτικά θα αρχίζαμε από τον Κοσμά Πολίτη — αν ίσως και δε σταματούσαμε μόνο σ' αυτόν.»