Τερζάκης Άγγελος
Η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ
 
Ιστορικό μυθιστόρημα, η δράση του οποίου εκτυλίσσεται στην φραγκοκρατούμενη Ελλάδα. Ο συγγραφέας στρέφεται στο ιστορικό παρελθόν του ελληνισμού, την εποχή της Φραγκοκρατίας, και τη βλέπει από μια διαφορετική σκοπιά από εκείνη του Χρονικού του Μορέως. Στο πρόσωπο του νεαρού Νικηφόρου διακρίνεται η δύναμη των Ελλήνων που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους, ενώ η Ιζαμπώ αντιπροσωπεύει τους Φράγκους που εξασθενούν.
 
Η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2008, Σσ.19-233, Πρώτη Έκδοση Έργου:1945
 
 
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ A’
ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ

Ο ΣΤΡΑΤΟΚΟΠΟΣ που διασχίζει τον ανατολικό Μοριά τραβώντας κατά το νότιο κόρφο του, σαν προσπεράσει της Νεμέας τις σκυθρωπές κλεισούρες και τις λαγκαδιές, βλέπει σε λίγην ώρα ν’ ανοίγεται μπροστά του, φαρδύς κι ολόφωτος, ένας μεγάλος κάμπος καρπερός. Κάτω από τον πλατύστερνο θόλο τ’ ουρανού, που πριν από λίγο τον λιβάνιζε ερημικά με τον ανασασμό του το θυμάρι, τώρα μια βλάστηση χαρούμενη απλώνεται. Είναι μια χώρα ήμερη, με γη αφράτη και παχιά, σάρκα όλο χυμό, που στέκεται παραδομένη ολοχρονίς, ατάραχα, στη μυστική κυοφορία. Η ευλογημένη τούτη χώρα είναι ο κάμπος ο αργολικός.
Ο στρατοκόπος που πορεύεται κατά τα νότια, περνώντας κάτω από ψηλές, γλυκόθροες λεύκες, νιώθει σε λίγο τον αέρα γύρω ν’ αλαφρώνεται. Κάποια φρεσκάδα διάχυτη, κάτι καινούργιο κι αγνό, αναφτερώνει την ανάσα. Δεξιά από τον κάμπο, που ήρεμα απλώνεται φεύγοντας πίσω, μια φωτεινή γραμμή, αδιόρατη ίσαμε κείνη τη στιγμή, ξάφνου φαρδαίνει, παίρνει ζωή, σπιθίζει, χρωματίζεται. Είναι η θάλασσα. Μερικά βαλτονέρια απόμακρα, κρυμμένα πίσω από βούρλα αγκαθερά, γλυκομυρίζουν με το βράδυ. Η αστραφτερή λάμψη του πόντου αντικαθρεφτίζει αυγατισμένο το φέγγος τ’ ουρανού. Όμως εκεί, στο βάθος του τοπίου, φράζοντας τον κάμπο, μια γλώσσα βραχωμένη ξεπετιέται απόκοτα από τη στεριά, βουτάει μέσα στη θάλασσα και κλείνει τον ορίζοντα μ’ αδέκαστη και σκυθρωπή ορμή. Μοιάζει, καθώς την κοιτάζεις, σαν θεόρατο πέτρινο λιοντάρι, πεσμένο καταγής με την κοιλιά, το κεφάλι του αγριωπά στυλωμένο, και που τεντώνει το ένα του ποδάρι για να κρούσει πεισματερά το γαλανό κύμα.
Πάνω στο ακρωτήρι τούτο, που φράζει με τον τεφρό του όγκο τον κρουσταλλένιο ορίζοντα, μια πολιτεία πανάρχαιη είναι κουρνιασμένη. Αρχόντισσα άλλοτε, τώρα απολησμονημένη και γριά, κρατεί το ίδιο πάντα ακριβό όνομα. Είναι τ’ Ανάπλι. Τα τειχιά της υψώνονται ακόμα, οδοντωτά κι αγέρωχα, συμμαζεμένα σε προαιώνια στάση ανήσυχης απαντοχής. Αγριωπό και με σμιχτά φρύδια τ’ ορθοστημένο πέτρινο κεφάλι λαγοκοιμάται, κι όμως - έτσι που το κοιτάζει - νιώθεις πως μέσα στον ύπνο του δεν αποξεχνιέται ποτέ. Στητό, αυτιάζεται αδιάκοπα τον άνεμο της θάλασσας, οσμίζεται και καρτερεί.
Εκεί, στην αντρειωμένη κι όμορφη τούτη πολιτεία, είχε στυλωμένο το μάτι του, αναθυμούμενος κάποια παραμύθια της γριάς βάγιας του, ο νεαρός καβαλάρης που, κάποιο φθινοπωρινό δείλι του 1292, περνούσε αργοπορημένος τον αργολικό κάμπο. Ο ήλιος έγερνε δεξιά, πάνω στ’ αρκαδικά βουνά, γλιστρώντας σαν μπάλα σύφλογη μέσα σε σύννεφα κοκκινωπά, κουρελιασμένα. Κάτω από τις ψηλές λεύκες του δρόμου πλήθαινε, υγραίνοντας τον αέρα, η νοτερή σκιά, ενώ το χώμα, ποτισμένο ακόμα από την πρωινή βροχή, έκανε μαλακό και δύσκολο το βάδισμα του αλόγου.
Τα δειλινά του φθινοπώρου είναι κοντόπνοα. Ο καβαλάρης, αν και προχωρώντας με κάποιον κόπο στο νοτισμένο χώμα, έδωσε μια στροφή στ’ άλογό του προς τα δεξιά, για να ζυγώσει κάπως το γιαλό και να συντομέψει έτσι το δρόμο που τον χώριζε από την πολιτεία. Ήτανε νέος, παδάριο, ίσαμε εικοσιενός - εικοσιδυό χρόνων. Το κεφάλι του το κρατούσε ψηλά, ξεσκούφωτο, με το αγέρωχο εκείνο τεζάρισμα του λαιμού, το γνώριμο στους ευκολοφάνταστους ανθρώπους, και τα πυκνά, με μαλακούς κυματισμούς μαλλιά του, τα βαθυκάστανα, κατέβαιναν στρουφίζοντας χαϊδευτικά ίσαμε πίσω, στον άσπρο κρουστό σβέρκο. Η φορεσιά του έμοιαζε παράταιρη και παλαιική σχετικά με τον προχωρημένο τούτον αιώνα. Ένα καβάδι κίτρινο, φτηνό, από κετσέ, του έσφιγγε ίσαμε τη μέση τον κορμό, με κρεμαστές γλώσσες που κατέβαιναν πίσω στους γλουτούς κι εμπρός, στα σκέλια. Το κατακκόκινο σωκάρδι του, σε σχέδιο μοντέρνο, φράγκικο, κρεμούσε ανάμεσα στα κροσσωτά τουφία των ώμων τα μυτερά του φαρδομάνικα, ενώ απ’ τη μέση κι ίσαμε κάτω στα μεριά του σούφρωνε μια παιχνιδιάρα φουστανελίτσα. Τα γόνατά του τα είχε γυμνά, κατά το συνήθειο των Βυζαντινών, και τα τσαγγία που φορούσε στα νευρωμένα πόδια του δεν ήτανε μακρομύτικα καθώς των Φράγκων, παρά εφαρμοστά στα νύχια, στρογγυλά και δεμένα ίσαμε πάνω στη σφιχτή γάμπα με πέτσινα σταυρωτά λουριά. Δεν είχε μανδύα στους ώμους του. Όμως ένα κοντό σπαθί, με φαρδιά λεπίδα και σταυρωτή λαβή, κρεμόταν από φθαρμένο τελαμώνα κι αναπηδούσε βαριά, σιγοκρούοντας το εύρωστο πλευρό του άσπρου αλόγου.
Ο παράδοξος τούτος καβαλάρης, κράμα στη φορεσιά του από αιώνες που είχαν περάσει κι από αιώνες που έρχονταν, έσφιξε στη δεξιά του γροθιά τα ρέτενα, στήριξε την αριστερή του λεβέντικα στη μέση, και με τα σφυρά των ποδιών του χτύπησε απανωτά την κοιλιά του ζώου. Ήταν ένα αγέρωχο φαρί με μάτι ολοστρόγγυλο, σπιθάτο, σγουρή χαίτη στον ολόρθο τράχηλο. Βάδιζε τώρα δύσκολα, με νευρικά τινάγματα των ποδιών και κάποια περήφανη αποστροφή, ξεκολλώντας τις οπλές που πλαταγίζανε μουγκά στο βουρκοτόπι. Ο αναβάτης ίσως θα το γύριζε πάλι στη στέρεη δημοσιά, που την είχε παρατήσει πριν από λίγο, αν δεν ήτανε κάποιο φυσικό πείσμα του χαρακτήρα του που τον κρατούσε πάντα αμετανόητο για κάθε του απόφαση. Αντίς γι’ αυτό, τράβηξε πάλι πίσω, ξερά, τα ρέτενα και ξαναχτύπησε με τα σφυρά, επίμονα, τα πλευρά του αλόγου.
«Οι αναθεματισμένοι οι Φράγκοι έχουσι σπιρούνια από μάλαμα», είπε μεγαλόφωνα με σφιγμένα δόντια και φρύδια σμιχτά, «κι εγώ ούτε καν σιδερένια».
Αλήθεια, δεν φαινότανε πλούσιος. Η φορεσιά του, που έδειχνε άνθρωπο ούτε γνήσια στρατιωτικό, ούτε κι ολότελα ειρηνικό πολίτη, είχε κάτι το τριμμένο, το φτωχικό και το προκλητικό μαζί. Έβλεπες πως η πρόθεση του παιδάριου ήτανε να φαντάξει, όμως με τρόπο στανικό. Μονάχα με το φαρί του, το ζωηρό και περήφανο, έμοιαζε να έχει ένα είδος συνεννόηση βαθύτερη ο καβαλάρης. Μ’ όλο που τα πήγαιναν αδιάκοπα κόντρα οι δυο τους, μ’ όλο που η πορεία τους ήτανε μια ατέλειωτη σειρά από μκροεπεισόδια, καβγάδες και ξεσυνέριες, ο ένας ένιωθε τον άλλο στην εντέλεια, ήτανε κι οι δυο τους το ίδιο ζωηροί, το ίδιο ανυπόταχτοι και νέοι. Η παλάμη του παιδάριου συχνά, στις αφαιρεμένες στιγμές της, ανέβαινε αργά, με τρυφερή απαλότητα, από τα φαγωμένα ρέτενα, να χαϊδέψει τον ορθωμένο τράχηλο του ζώου.
«Έλα γεια σου, Αστρίτη... Τάχυνε το βήμα να προφτάσουμε πριν κλείσει η πόρτα της Στεριάς», είπε ο καβαλάρης, που είχε τη συνήθεια να στοχάζεται μεγαλόφωνα.
Το ευγενικό φαρί, μπαίνοντας με το πρώτο στο νόημα, τέντωσε τις νευρές των ποδιών του, τίναξε πίσω το κεφάλι του κι άρχισε να τριποδίζει ρυθμικά, μ’ όλο που ο βούρκος, πλατσουρίζοντας, του πιτσίλιζε την κοιλιά. Ξάφνου όμως, δίπλα σε κάτι βούρλα αφύσικα θεριεμένα, που ψηλώνανε σαν καλαμιές, άφησε ένα κοφτό, τρεμουλιαστό βρούχισμα και τινάχτηκε αριστερά, αποστρέφοντας το κεφάλι του μ’ αλαφιασμένη αηδία. Στύλωσε τα μπροστινά του ποδάρια και στάθηκε σαν καρφωμένο, με μάτι αγριωπό.
«Τίποτα νεροπούλια θα είναι κουρνιασμένα μέσα στους βάλτους», στοχάστηκε μουρμουριστά ο καβαλάρης.
Κι αλήθεια. Καθώς, σουφρώνοντας τα φρύδια του, έσκυβε λίγο το μέτωπο του να σαγιτέψει με το βλέμμα τα ψιλόλιγνα αγκαθερά νερόχορτα, είδε εκεί πίσω κάτι άσπρο, καθισμένο χαμηλά, ν’ αργοσαλεύει. Περίμενε μια στάλα να φλετουρίσουν τα πουλιά για να τραβήξει πάλι, ανενόχλητα, το δρόμο του. Όμως το άσπρο σημάδι, κάμποσο μεγάλο αν κι ακαθόριστο, έσκυψε τώρα χαμηλότερα και στάθηκε κι αυτό ασάλευτο, σαν για να περιμένει.
« Ε συ, εκεί πίσω!» φώναξε ο καβαλάρης, υπονοιασμένος ξαφνικά πως αυτό που κρυβόταν έτσι μπορεί να είναι κι άνθρωπος.
Δεν έλαβε απόκριση.
Γύρισε τ’ άλογο του και, χτυπώντας το πραϋντικά στο σβέρκο, το έφερε ίσια μπροστά στα μεγάλα βούρλα. Περίμενε ακόμα λίγο, ψάχνοντας με το βλέμμα. Ύστερα έσυρε το σπαθί του, έγειρε από το άλογο και σπάθισε οργισμένα, δεξιά ζερβά, τα σκληρά χορτάρια.
Τα βούρλα λαστιχάρανε βιτσίζοντας τον αέρα κι ανάμεσα τους, χαμηλά στη γη, πρόβαλε σέρποντας ένα κεφάλι ανθρώπου.
«Φρόνιμα, φρόνιμα, αφέντη Σγουρό!» κάνει μια λιανοτρέμουλη συρτή φωνή. «Καλησπέρα της Ευγενίας σου».
Ο άνθρωπος που πρόβαλε έτσι, σχεδόν με την κοιλιά, σαν ζώο αμφίβιο, από το βαλτοτόπι, ήταν ένας γέρος. Στο μακρουλό κρανίο του φορούσε μελιτζανί μάλλινο σκούφο, ψηλό και μυτερό, κι από κάτω κουκούλα κίτρινη, εφαρμοστή, πού κατέβαινε να δεθεί γύρω στον άσαρκο λαιμό του. Το μούτρο που τέντωνε μπροστά, γελώντας, ήτανε λιπόσαρκο, γυαλιστερό σαν από λίγδα, και γύρω στο ξεδοντιάρικο στόμα που έχασκε περιγελαστικά, κάποιες τρίχες ανάριες, με χρώμα αμφίβολο, φυτρώνανε κατσαρωτές. Τα μικρά του μάτια, πολύ ζυγωτά στο ριζομύτι, ρίξανε μια στιγμιαία λάμψη, πράσινη και σκληρή.
«Πάντα σου αψύς, πάντα σου αψύς», είπε ο γέρος με τη στριγκιά του τη φωνή, που έβγαινε από τη μύτη σαν ήχος βραχνής σάλπιγγας. «Και σπαθί βλέπω! Συχαρίκια... Όπως ταιριάζει στους αφεντάδες... Όμως για να ξέρεις πως εγώ δεν είμαι σπιούνος, Φράγκος από το στόμα μου δεν θα το μάθει πως είδα Γραικό αρματωμένο».
Και γέλασε κούφια, με μορφασμό εμπαιχτικό.
Ο καβαλάρης στάθηκε απορημένος, δίβουλος. Κατέβασε αργά αργά το χέρι που κρατούσε το σπαθί, άνοιξε το στόμα του κάτι να πει, μα σύγκαιρα μετάνιωσε και σούφρωσε με πεισματάρα αμηχανία τα φρύδια.
«Του λόγου σου ήσουνα, μεσίρ Καφούρη;» έκανε τέλος ψιθυριστά. «Δεν το περίμενα να σε βρω εδώ».
«Κάτι ψιλοδουλειές, γεροντικές ιδιοτροπίες. Ψάρευα από το μεσημέρι».
Λέγοντας, ανασηκώθηκε στον αγκώνα του, και τότε φάνηκε πως φορούσε ένα μακρύ, ίσαμε κάτω στους αστραγάλους πράσινο αντερί, κεντημένο πλούσια στο στήθος, στους ώμους και στις φάσες των μανικιών. Ήτανε βαρύ, από ακριβή ολόκρουστη στόφα, και σ’ έπιανε λύπηση μα κι απορία να το βλέπεις έτσι πιτσιλισμένο από τις λάσπες ίσαμε τα γόνατα.
«Ψάρευες μέσα στο βούρκο;» έκανε ο καβαλάρης νευριασμένος, νιώθοντας πως τον κοροϊδεύουν.
«Ήμουνα πιο έξω, santa Madonna!» αποκρίθηκε ο γέρος αγαναχτισμένος τάχα. «Στα βαθιά. Έχω μαζί και τη βαρκέτα μου, να, εκειδά αραγμένη. Ό,τι είχα γυρίσει, που λες, κι απεσκάλωσα κομμάτι να ξαποστάσω».
Η προφορά του ήταν ολοφάνερα ξενική, ο τόνος της φωνής του τραγουδιστός. Το ‘βλεπες αμέσως πως είναι Γενοβέζος. Εκεί κάτω, στα χαμηλά του τραχωνιού και πίσω από το θαλασσινό τειχί τ’ Αναπλιού, είχε το εμπορικό του, ένα πολυδαίδαλο και σκοτεινό μπουντρούμι, σταμνιά με λάδι, βαγένια με κρασί και πιθαράκια με ροδόσταμο. Έκανε εμπόριο εξαγωγικό κι εισαγωγικό μαζί. Όμως, απάνω, στο σπίτι του πού ήτανε στα ψηλώματα της πολιτείας, εκεί στη ράχη του ρωμαίικου τραχωνιού, λέγανε πως είχε μια υπόγεια γιστέρνα γεμάτη κιούπια με μανουηλάτα, πέρπυρα και τορνέζα, ολάκερο θησαυρό, τα κεφάλαια της πασίγνωστης στην Ανατολή Τράπεζας Γκαφόρε.
Δεν. ήταν ωστόσο σεβασμός για το χρυσάφι που έκανε τον νεαρό καβαλάρη να συγκρατήσει την οργή του. Συλλογίστηκε μονάχα πως ο Γενοβέζος γέροντας είχε μια κόρη - Μπιάνκα τη λέγανε - που, τις νύχτες τις ασέληνες, συνήθιζε ν’ ανοίγει αθόρυβα το μικρό πορτί του περιβολιού της και να δέχεται στην αγκαλιά της και στο κρεβάτι της τον τωρινό συνομιλητή του πατέρα της.
Σήκωσε τα μάτια του το παιδάριο, είδε τον ουρανό πού βάραινε πάλι από σύννεφα βουρκωμένα, το βράδυ πού κοντοζύγωνε γοργό, κι είπε του γέρου, με μυστικό καρδιοχτύπι:
«Δεν θα γυρίσεις απόψε σπίτι σου, μεσίρ Ματτέο;»
«Πως, πως, και βέβαια! Να, τώρα δα αβαράρω, κι ώσπου να στρίψεις με το φαρί σου σ’ εκείνες εκεί τις καλαμιές, θα με ιδείς αγνάντια σου να τραβώ ίσια για το λιμιώνα».
«Δεν θα προλάβεις», παρατήρησε με κάποιο υπόλοιπο ελπίδας το παιδάριο. «Όταν φτάσεις, θα ‘χουν κλείσει οι σιδερόπορτες».
«Α μπα, μπα... Ετούτο δω το πασάτζιο, εγώ το κάνω αστραπή».
Η αλήθεια είναι πως ο Ματτέος Καφούρης - Γκαφόρε τον έλεγαν οι ομόεθνοι του - ξενυχτούσε συχνά πυκνά ΕΞΩ από την πολιτεία. Είχε ένα κάποιο λιοστάσι με σπίτι εξοχικό στα περίχωρα, όμως οι χρεοφειλέτες του, που δεν τον χώνευαν και παςχιζαν να τον δυσφημίσουν, θύμιζαν χαμηλόφωνα πως είχε κι αδερφό τον Αντρέα Γκαφόρε, τον περιβόητο κουρσάρο, και πως η αφεντιά του ο τραπεζίτης τ’ Αναπλιού ήταν συνεταίρος στην επιχείρηση.
«Αν δεν σφάλλω, θα ήσουν στα χτήματα σου πάλι, αφέντη Σγουρό», έκανε γελώντας άφωνα, με μισόκλειστα τα ζαρωμένα μάτια του, ο Γενοβέζος.
Ο καβαλάρης κρυφοδάγκωσε τα χείλη του, σημείο πως πειράχτηκε. Όρθωσε μ’ αξιοπρέπεια το κορμί του, έσφιξε με τα γόνατα τη μαδημένη σέλα και παρατήρησε αγέρωχα:
«Πρώτο που δεν με λένε Σγουρό αλλά Σγουρό. Και δεύτερο, καθώς το ξέρεις πολύ καλά, μεσίρ Ματτέο, ο φίλος σου ο νοτάριος, δεν θέλει ν’ αναγνωρίσει τα δικαιώματα μου πάνω στα χτήματα».
Ο Γενοβέζος γέλασε λίγο, σιωπηλά, ψαχουλεύοντας με τα κοκκαλιάρικα και στραβά του δάχτυλα τα γένια του, σαν να βαθυστοχαζόταν.
«Το ένα είναι σχετικό με τ’ άλλο», αποκρίθηκε τέλος κοιτάζοντας κάπου λοξά. «Εγώ, μα την ψυχή που χρωστάω στο Θεό, το πιστεύω μ’ όλη μου τη δύναμη πως είσαι Σγουρός, ένας βέρος, να πούμε, Σγουρός, από τους παλιούς εκείνους αφεντάδες. Όμως κι ο νοτάριος, βλέπεις, έχει το δίκιο του. Τα χαρτιά που του ‘δειξες πάλι προχτές, δεν μπόρεσε, όσο κι αν παςχισε ο άμοιρος, να τα βρει, λέει, σε τάξη. Κάτι τις ανώμαλο φαίνεται να ‘ναι στη μέση, μπορεί κι από μέρος της φαμίλιας της μάνας σου».
Η κουβέντα του γέρου ήταν γεμάτη υπονοούμενα και πειράγματα, όμως η τελευταία προσβολή, ιδιαίτερα, έκανε τον νεαρό καβαλάρη ν’ αναπηδήσει. Ήτανε γνωστή μέσα στην πολιτεία η ευθιξία του πάνω στο περιμάχητο ζήτημα της γνησιότητας του.
«Είμαι λοιπόν μούλος, ε;» έκανε γελώντας νευρικά, με σφιγμένα δόντια, και τα μάτια του τίναζαν αστραπές. «Καλά, καλά, μεσίρ Καφούρη. Όπως αγαπας! Εγώ δεν είμαι σε θέση τώρα να πάρω βέβαια το δίκιο μου από τον νοτάριο, μετρώντας του πέρπυρα, καθώς το κάνουνε κάποιοι άλλοι... Όμως ελπίζω να τ’ αποδείξω αλλιώς μια μέρα, και σ εκείνον και σ’ αυτούς, ποιος είμαι».
Και με την κάμποσο αόριστη τούτη φοβέρα, ο Σγουρός γύρισε απότομα τ’ άλογο του κατά τη δημοσιά, παράτησε τον Γενοβέζο δίχως να τον χαιρετήσει και τράβηξε για τ’ Ανάπλι καλπάζοντας μανιακά.
Εκείνο που τον είχε περισσότερο πειράξει, καθώς γίνεται συχνά, ήταν η αλήθεια. Τον είχε μαζέψει μέσ’ από κάποιο σπίτι χτυπημένο από το Χάρο, μια φτωχιά κι άκληρη γυναίκα, που στάθηκε αργότερα η βάγια του. Δεν γνώρισε ποτέ πατέρα. Μεγάλωσε σ’ ένα χαμοί, εκεί πάνω στις ερημικές πλαγιές της Ακροναυπλίας που τις δέρνει αδιάκοπα ο αψύς άνεμος του πελάγου. Η μάνα του, ξεψυχώντας, του είχε αφήσει την παραγγελιά πως έπρεπε να λέγεται Σγουρός κι ότι το γένος του, αν κι αφανισμένο τώρα, είχε σταθεί κάποτε μεγάλο και τρανό στον τόπο. Ποιοι ακριβώς δεσμοί συγγένειας τον έδεναν με τους αρχοντικούς, τους υποτιθέμενους προγόνους του, δεν ήτανε γνωστό. Τον βάφτισαν Νικηφόρο· σαν μεγάλωσε ωστόσο και θέλησε να επιδείξει το οικογενειακό του όνομα, συνάντησε τον περίγελο του κόσμου: «Σγουρός; Από πού κι ως πού!
Το γένος των Σγουρών είχε σβήσει εδώ και χρόνια·ο Λέων ο Σγουρός, άρχοντας του Αναπλιού και του Άργους πριν από τη φράγκικη κουγκέστα, δεν άφησε απογόνους». Λέγανε πως μονάχα πέρα, στην Ήπειρο, απόμεναν ακόμα κάτι μακρινοί του συγγενείς, μα και τούτοι όχι πολύ σίγουροι, μια οικογένεια μπασταρδεμένη, που είχε τώρα το αρβανίτικο παρανόμι «οι Μπούα Σπάτα».
Ο Νικηφόρος δεν απελπίστηκε. Αντίθετα: Στην περιφρονητική αδιαφορία που του έδειξαν οι συντοπίτες του, αντιπαράταξε το πείσμα του, μια πρόωρη και θεριεμένη αλαζονεία που ίσως ίσως δεν θα γινότανε και τόσο πεισματερή αν δεν είχε πρωτοξυπνήσει σαν αντίδραση. Έβαλε και κέντησαν στο σωκάρδι του τον αϊ - Θόδωρο, έμβλημα και προστάτη των μεγάλων του προγόνων, απομονώθηκε αγέρωχα απ’ όλους τους παλιούς του φίλους και συμπαίχτορες. Τέλος αγόρασε, με τις οικονομίες της βάγιας του, ένα άλογο, περήφανο κι ωραίο φαρί, πράμα πολύ σπάνιο στον Μόρια, όπου τα λιγοστά άλογα τα κρατούσανε σαν είδος προνόμιο οι Φράγκοι.
Τα χτήματα που διεκδικούσε ο Νικηφόρος Σγουρός βρίσκονταν στο γιαλό τον αντικρινό στ’ Ανάπλι. Αυτά τουλάχιστον ήτανε γνήσια, της μάνας του, από χρόνια όμως καταπατημένα, και τώρα, με την καινούργια και κάπως μπερδεμένη κατάσταση πού δημιούργησε στον τόπο η ξενική κυριαρχία, κανένας δεν θα μπορούσε υπεύθυνα να του πει από ποιαν ακριβώς εξουσία θα ‘πρεπε να τα γυρέψει. Ο Μοριάς ολάκερος ήτανε πριγκιπάτο των Βιλλαρδουίνων, μα τ’ Ανάπλι το είχε χαρίσει ο μακαρίτης μεσίρ Γυλιάμος στον δούκα της Αθήνας, τον μεγαλότατο αφέντη Γουίδο Ντελαρός.
Ο Νικηφόρος Σγουρός, απελπισμένος για το δίκιο του από νοτάριους και πρεβεδούρους, είχε καταφύγει φυσικά στη χειρότερη λύση. Κάθε τόσο, σαν τον έπιαναν οι φούριες, καβαλίκευε φουριόζος τον Αστρίτη, κουβαλιότανε στα «χτήματα», έστηνε καβγάδες με τους τωρινούς νοικοκυραίους, πιανότανε μαζί τους, φοβέριζε, έδερνε κανένα τους καμιά φορά, και με το βράδυ γύριζε πίσω, ξεθυμασμένος. Οι Αναπλιώτες, σαν τον έβλεπαν να καταφτάνει καλπάζοντας, κεραυνός, και να μπουκάρει μέσα στη θολωτή πύλη του στεριανού τείχους, έλεγαν μεταξύ τους, κρυφογελώντας: «Να κι ο Σγουρός που γυρίζει από τα "χτήματά" του».
Τον ονομάτιζαν πάντοτε Σγουρό. Δεν ήθελαν να τον παραδεχτούνε για Σγουρό...
Έτσι κι απόψε. Αφού κόντεψε ν’ αναποδογυρίσει μέσα στη φούρια του δυο φραγκοκαλόγερους που γύριζαν ειρηνικά από τα περίχωρα, μουρμουρίζοντας το Angelus, χύθηκε μέσα στη θολωτή στοά της σιδερόπορτας, πάνω που οι άνθρωποι των αρμάτων μανουβράρανε τις βαριές αλυσίδες για να τη σφαλίσουν. Η βραδινή σάλπιγγα είχε σημάνει πάνω στη μεγάλη τάπια. Το πεταλόκρουσμα του Αστρίτη αντιβούιζε σαν κύλισμα βροντής κάτω από τη βαθιά καμάρα. Ένας άνεμος ύπουλος, της βροχής, φυσούσε άταχτα, με στριψίματα, κι ο ουρανός είχε βαρύνει από σύννεφα μελανιασμένα.
Στα χαμηλοτάβανα, μισοσκότεινα μαγαζάκια της πολιτείας, τα κουρνιασμένα πίσω από τα θεόρατα τειχιά, κάποια λαδολύχναρα άναβαν, σκόρπια. Ανάμεσα στα τρομαγμένα ξεφωνητά που έμπηξαν οι γυναίκες, παραμερίζοντας αλαφιασμένες μπροστά στο απολυμένο άλογο, ο Σγουρός πέρασε αστραπή το κάτω διάζωμα της πολιτείας κι άρχισε να σκαρφαλώνει, καβάλα πάντα, τα καλντεριμωμένα κι ανηφορικά σοκάκια, τα πέτρινα φαγωμένα σκαλιά, πού φέρνανε στην απάνω χώρα. Η νύχτα ερχότανε σύνταχα. Περνώντας κάτω από το σπίτι του Καφούρη, σφύριξε συρτά. Δεν ήταν άλλωστε κι ανάγκη. Τα καρφοπέταλα του Αστρίτη, αντιλαλώντας στους τοίχους δεξιά ζερβά, κάνανε πάταγο δαιμονισμένο. Άκουσε ένα παράθυρο να τρίζει, όμως η φόρα του αλόγου τον είχε κιόλας συνεπάρει μακριά. Στράφηκε κι είδε, πάνω από τον ώμο του, ένα αφράτο άσπρο μπράτσο να προβάλλει μέσ’ από τα παραθυρόφυλλα. Κρατούσε μια μπόλια κόκκινη, μεταξωτή, που ανεμιζότανε μαλακά στο βραδινόν αέρα. Σημείο πως, απόψε, τον περίμεναν... Ο άνεμος έφερε στο μέτωπο του μια δυο χλιαρές ψιχάλες. Έβιασε τ’ άλογο του και, σε λίγες στιγμές, δρασκελώντας το πλάτωμα του τραχωνιού, πέζευε στη νότια πλαγιά, εκεί πού ήτανε το σπίτι του κι ο στάβλος του Αστρίτη.
Όταν βγήκε από το στάβλο ο Νικηφόρος Σγουρός, ήτανε πια νύχτα. Πέρα, κατά τ’ ανοιχτά της θάλασσας, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, έσκαζαν φλετουρίζοντας οι αστραπές. Στάθηκε λίγες στιγμές, με τις γροθιές στους γοφούς, τα πόδια στυλά, διχαλωμένα, ν’ ανασάνει τη βαριά πνοή του πελάγου. Μύριζε βροχή. Αργά αργά, γύρισε πίσω ν’ ανεβεί πάλι στο τραχώνι, για να κατηφορίσει στο σπίτι του Καφούρη, εκεί που ήξερε πως, πίσω από το πορτί του περιβολιού, τον πρόσμενε η Μπιάνκα, μυρωμένη και ζεστή. Καθώς όμως από το ψήλωμα έριχνε μια στερνή ματιά πίσω, του φάνηκε, μέσα στο θειάφινο φως μιας αστραπής, πως είδε κάτω, στο πέλαγο, τον ίσκιο ενός μεγάλου μαύρου καραβιού. Απορημένος, στάθηκε να περιμένει ώσπου να ξαναφωτίσει. Μακριά, κατά το νοτιά, βροντούσε μια πρώτη, ζεστή μπουχάλα, τον βίτσισε κοφτά στο πρόσωπο... Ποιο ήτανε το καράβι τούτο που δεν το είχε ιδεί σαν ερχόταν, με το σούρουπο, και που τώρα είχε προβάλει έτσι μουγκά μέσα στη νύχτα; Περίμενε, μα ξάφνου, με πάταγο μεταλλικό, ξέσπασε η μπόρα.
Τότε βάλθηκε να τρέχει ίσια κατά τον κατήφορο. Όποιος δαίμονας θέλει ας ήταν, τι τον ένοιαζε αυτόν; Δυο βήματα ωστόσο προτού φτάσει στο σπίτι του Καφούρη, αναγκάστηκε να ξανασταματήσει. Εκεί πέρα, αντίκρυ, και πάνω κάτω στο ίδιο σημείο όπου είχε συναντηθεί τ’ απόβραδο με τον Γενοβέζο, βλέπει τώρα ν’ ανάβει μια μεγάλη φωτιά.
Έριξε μια ματιά πίσω, μιαν άλλη μπρος, θυμήθηκε το άγνωστο καράβι, ξανάδε τη φωτιά, και συλλογίστηκε σμίγοντας τα φρύδια του πώς κάτι το ασυνήθιστο μαγερευότανε μέσα στην ταραγμένη τούτη νύχτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΟΝΕΙΡΟ ΟΡΘΡΙΝΟ

Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΓΟΥΡΟΣ, στη ζωή του είχε ένα μεγάλο μυστικό. Δεν ήτανε σχετικό ούτε με την καταγωγή του, ούτε με τις φιλοδοξίες του. Στο βαθύτερο είναι του είχε κρύψει πάντα, μ’ αγριωπή περηφάνια, δυο τρυφερότητες: η μια ήταν η γριά βάγια του, η άλλη τ’ αλόγου του. Ο κόσμος της άμεσης αντίληψης είχε μείνει γι’ αυτόν πολύ στενός. Τα βράδια, όταν καθισμένος με το ηλιόγερμα σε κανέναν από τους αγριόβραχους της νότιας Ακροναυπλίας, άφηνε τη ματιά του να πλανηθεί αφαιρεμένη στο πλάτος της ανοιχτής θάλασσας ή πάνω στα κοντινά βουνά, στοχαζόταν πως εκεί πίσω θα βρίσκονται βέβαια άλλοι κόσμοι, άγνωστοι κι απρόσιτοι στο λογικό του ανθρώπου. Τα λίγα γράμματα που του έμαθε στα παιδικά του χρόνια ένας μπεκρής καλόγερος, προσκαλεσμένος για τούτο από τη βάγια του, δεν πίστευε ποτέ ο Σγουρός πως θα μπορούσανε ν’ ανοίξουν στη φαντασία του καινούργιους ορίζοντες. Τα γράμματα είναι μια πρόστυχη, μικρόχαρη δουλειά, χρήσιμη το πολύ πολύ για τους νοτάριους που πιάνουνε και κάνουνε γραφές στρεψόδικες, διαθήκες και συμβόλαια για τους μαγκούφηδες. Συχνά, καθισμένον εκεί, πάνω από το ταραγμένο πέλαγο, τον πρόφταινε η νύχτα. Τα βουερά κύματα, σπρωγμένα από το νοτιά, έρχονταν να βροντήξουνε στους βράχους κάτω, κι άκουγε μερικά που, σκάβοντας υποχθόνια την πέτρα, αναβράζανε κούφια, μ’ ατέλειωτο παφλασμό. Ανάγερνε το κορμί του και μισόκλεινε τα μάτια του. Τα πρώτα αστέρια, σαν φυσημένα από τον βραδινό άνεμο, τρεμοσβήνανε, σπιθίζαν· η πνοή του πελάγου, αλμυρή, γλιστρούσε δροσιστικά μέσα στα σπλάχνα του. Τότε, σαν από μαγεία, η στιγμή έσβηνε, ζάλη γλυκιά συνέπαιρνε την ύστερη ώρα της ημέρας, και σαν ξανάνοιγε τα μάτια του έβλεπε με θάμπος τη νύχτα να έχει κυριέψει, φανταστική, την πλάση γύρω. Στις μεταβατικές τούτες στιγμές, ξύπνιος ή λαγοκοιμισμένος - δεν ήξερε - ξάνοιγε οράματα εξαίσια. Η φαντασία και τ’ όνειρο δένονταν έτσι γι’ αυτόν στο ίδιο μαγικό πλεμάτι.
Κάποτε ξυπνούσε βιαστικός, έχοντας σκοτεινά την έγνοια πως απόψε τον περιμένει η Μπιάνκα, αγέρωχα ανυπόμονη. Η απαντοχή της ώρας που θα την έσμιγε του ήτανε γλυκιά, συχνά μαυλιστική. Μα τη στιγμή που, κουρασμένος από τ’ αγκάλιασμα της, θα έφευγε κλεφτά, γλιστρώντας μέσα στο υγρό και γαλάζιο φέγγος της αυγής, ένιωθε πώς είναι ανίατα βαριεστημένος. Ο έρωτας της Γενοβέζας, καυτός και βίαιος, δεν του άφηνε κανένα κατακάθι τρυφερότητας. Την ξεχνούσε ολότελα, ώσπου το κορμί του να την αποζητήσει πάλι.
Η κατάχτηση της - κάλλιο η προσφορά - είχε σταθεί αναπάντεχη, αντίχαρη τυχαία κάποιας νυχτερινής περιπέτειας:
...Ανέβαινε αργοπορημένος, εδώ και τρία πάνω κάτω χρόνια, τα πέτρινα σκαλιά του δρόμου για το σπίτι του, ώρα αρκετή αφού η σιδερόπορτα των τειχιών είχε κλείσει, όταν, μέσα από κάποιο μισοσφαλισμένο καπηλειό, πετάχτηκαν να τον μπλοκάρουνε τρεις κλέφτες. Ο δρόμος ήτανε βουτηγμένος στο σκοτάδι, η νύχτα χειμωνιάτικη και βροχερή. Αγαναχτισμένος κι ασυγκίνητος, πισωπλάτισε ίσαμε έναν τοίχο κι εκεί ακούμπησε τη ράχη του. Με το κοντό ρωμαίικο σπαθί του, που το είχε στο μεταξύ τραβήξει, χτύπησε τον ένα, στα τυφλά. Τους άλλους δυο περιορίστηκε να τους κρατήσει σ’ απόσταση, χτυπώντας δώθε κείθε μέσα στο πηχτό σκοτάδι.
Η πάλη συνεχίστηκε για λίγην ώρα, μουγκή κι επίμονη. Ήξερε πως οι άνθρωποι τούτοι δεν έχουν ποτέ σπαθί, πού είναι προνόμιο μονάχα των αρχόντων και των στρατιωτικών, και μάντευε τα μαχαίρια τους που χάραζαν ψαχουλευτά το σκοτάδι. Μονάχα το μεθύσι εξηγούσε ένα τέτοιο πείσμα από μέρος τους. Το συνηθέστερο, όταν κατά λάθος πέφτανε πάνω σ’ άνθρωπο αρματωμένο, ρίχνανε χαμού ό,τι όπλο κρατούσαν και χάνονταν, καπνός. Τα χνότα τους, τώρα, που ξεθυμαίνανε κρασί, περνούσαν φευγαλέα και χλιαρά πάνω στο πρόσωπο του. Ξάφνου όμως, εκεί στο καλντερίμι το γλιστερό από τη βροχή, το πόδι του Σγουρού ξεφεύγει κι εκείνος βρίσκεται γονατισμένος χαμού. Είχε περάσει έτσι, άθελα, κατά τη μεριά του κατήφορου, σε θέση μειονεκτική.
Κάποιο παραθύρι, αριστερά, τρίζει ανάλαφρα, όμως δεν φαίνεται ούτε άνθρωπος ούτε φως. Το παιδάριο είχε τιναχτεί πάλι, στη στιγμή, ολόρθο. Στο δεξί του χέρι, πάνω στο δέρμα της ράχης, ένιωθε μια κρύα χαραξιά, το αίμα άρχιζε κιόλας να κυλάει ζεστό γύρω στον καρπό. Έσφιξε πεισματωμένος το σπαθί, το σήκωσε και κατάφερε απέναντι του χτύπημα φοβερό, κάθετο. Βογκώντας, ένας όγκος κυλίστηκε βαριά και του έφτασε μπροστά στα πόδια.
Άκουσε τον τρίτο αντίπαλο να φεύγει παλαβωμένος, δρασκελώντας τα πέτρινα σκαλοπάτια, κατά τον κατήφορο.
Στάθηκε ν’ ανασάνει. Το δεξί του χέρι τον έτσουζε και κάθε που το κλείνε γροθιά ένιωθε το δέρμα να χαράζει. Το τρίξιμο, αριστερά, ακούστηκε δυνατότερο, χαμηλά τώρα, στο δρόμο, και μια φωνή ψιθυριστή έφτασε στ’ αυτί του:
«Vieni!»
Δεν κατάλαβε. Αφουγκράστηκε καλύτερα. Άκουσε πάλι την ίδια άγνωστη του λέξη και σήκωσε το κεφάλι να ιδεί πάνω κάτω που βρισκόταν.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα