Παπανούτσος Ευάγγελος, [Κριτική για το Ζητείται ελπίς]
 
 
εφημ. Το Βήμα 30 Σεπτεμβρίου 1954, Αθήνα
 
 
«Χρέος μου θεωρώ να επιστήσω την προσοχή και του αναγνωστικού κοινού, αλλά κυρίως εκείνων που από την κριτική σκοπιά τους υπεύθυνα παρακολουθούν την κίνηση των Γραμμάτων μας, σ' ένα φτωχικά τυπωμένο μικρό βιβλίο που εκυκλοφόρησε τώρα τελευταία και περιέχει δώδεκα σύντομα διηγήματα του κ. Αντώνη Σαμαράκη. Τίτλος Ζητείται ελπίς... Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο (νέον άνθρωπο μάλιστα, που πρώτη φορά εμφανίζεται στα Γράμματά μας με μιαν έκδοση πεζών κειμένων) που πραγματικά έχει κάτι να πει και που ξέρει πώς να το πει αυτό το κάτι, χωρίς φλυαρία, χωρίς περιττές διακοσμήσεις, αλλά με λίγα και κοφτά λόγια (τι θαυμαστή που είναι η τέχνη της βραχυλογίας!), παραστατικά, δραματικά...
Ο κόσμος του, ο ψυχικός του κόσμος είναι που κερδίζει τον αναγνώστη και εγγράφεται βαθιά στη συγκίνησή μας. Είναι ένας κόσμος ταραγμένος από τις δεινές αντινομίες του καιρού μας, βασανισμένος, αμήχανος· αλλά γεμάτος ευγένεια και τρυφερότητα, και διαποτισμένος από κείνη την ήμερη, την αγιασμένη ανθρωπιά που και μέσα στην έσχατη απόγνωσή της αγαπά και σέβεται τον άνθρωπο, αποστρέφεται και μισεί την προστυχιά, την υποκρισία και το ψεύδος. Στο διήγημά του "Το ποτάμι" δυο στρατιώτες αντιθέτων στρατοπέδων αντικρίζονται καθώς κολυμπούν στα νερά του ίδιου ποταμού και βγαίνουν τρομαγμένοι στην όχθη. Τρέχουν να πάρουν τα τουφέκια τους, αλλά ο ήρωάς μας δε θα πυροβολήσει: "Μα δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο... Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους. Δε μπορούσε να τραβήξει". Και φυσικά θα σκοτωθεί, γιατί στο μεταξύ έχει πυροβολήσει ο άλλος... Σε μιαν άλλη πάλι σελίδα του βιβλίου ο ρήτορας μιας πανηγυρικής συγκέντρωσης αντικρίζει, στα πίσω καθίσματα ένα παιδί — ένα νέο παιδί που ακούει με ολάνοιχτη ψυχή — και σταματάει τα φουσκωμένα του λόγια για το ρόδινο μέλλον που περιμένει τον κόσμο, ύστερ' από τις τόσες θυσίες μας: "Όχι, δε μπορούσε να κάνει φιλολογία μπροστά σ' ένα παιδί, δε μπορούσε να λέει ψέματα, δε μπορούσε να μην είναι ο αληθινός εαυτός του μπροστά σ' ένα παιδί. Μια φωνή μέσα του έλεγε: δε μπορώ! δε μπορώ!" — Και στο τελευταίο διήγημα της συλλογής ξεσπάει με τον τόνο της τραγικής ειρωνείας η κραυγή που έχει ήδη μαλακά και τεχνικά ακουστεί σε πολλές σελίδες του βιβλίου του. Ήρωας εδώ είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, ακάλυπτος αυτή τη φορά: "Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η Κοσμική Κίνησις, το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι Μικρές Αγγελίες: ζητείται γραφομηχανή, ζητείται ραδιογραμμόφωνον, ζητείται τζιπ εν καλή καταστάσει, ζητείται τάπης γνήσιος περσικός... Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του: Ζητείται ελπίς". — Αν η αυλαία πέφτει μέσα σε τόσο σκοτεινά χρώματα, δε φταίει βέβαια ο διηγηματογράφος μας. Φταίει ο κόσμος μας που ετοιμάζεται ν' αυτοκτονήσει από απογοήτευση...».