Καρβέλης Τάκης, «Μέλπω Αξιώτη»
 
 
Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο(1914-1939), τομ. Β΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, Σσ.271 – 276
 
 
Όταν οι Δύσκολες νύχτες κυκλοφόρησαν το 1938, εκεί που κυρίως σκόνταψε και η καλοπροαίρετη κριτική είναι η ανατροπή κάποιων δεδομένων, που ως τότε θεωρούνταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τη δομή και τη γλώσσα της παραδοσιακής αφήγησης. Τη στάση αυτή, που ο Αλέξ. Αργυρίου αποδίδει σε αιφνιδιασμό των αναγνωστών, θα μπορέσουμε να τη συλλάβουμε και να κατανοήσουμε, εντοπίζοντας τη διερεύνηση μας και στα σαφώς ανατρεπτικά, για την εποχή, στοιχεία που εισάγει, τα οποία είναι συνυφασμένα αφ' ενός μεν με τον όλο τρόπο και τη δομή της αφήγησης, αφ' ετέρου δε με τη γλώσσα και με την όλη συγκρότηση του λόγου της.
Η αφήγηση. Με τις Δύσκολες νύχτες η Μέλπω Αξιώτη αναπλάθει δια της μνήμης ένα μέρος του παιδικού και νεανικού της παρελθόντος, ταυτιζόμενη εν πολλοίς με τη βασική τους ηρωίδα, που επωμίζεται την αφήγηση και βρίσκεται στο επίκεντρο της. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, στο οποίο ίσως οφείλεται και η γοητεία της, είναι ο συνεχής διχασμός της ώριμης αφηγήτριας, που η παρουσία της γίνεται διαρκώς αισθητή με τη χρήση των «θυμούμαι», «θυμούμαι τώρα», «το 'ξερα» κτλ. Στην ουσία όμως ο ρόλος της ώριμης αφηγήτριας είναι σχετικά περιορισμένος και διακριτικός. Αυτή βέβαια κινεί τα νήματα της αφήγησης, προβαίνει σε κάποιους σχολιασμούς ή εκφράζει αναδρομικές σκέψεις της. Ο ρόλος της όμως σταματά εδώ. Αυτοσυγκρατούμενη, μεταφέρει το βάρος της αφήγησης στην αφηγήτρια - κεντρική ηρωίδα του παρελθόντος της, που δεν είναι πάντα της ίδιας ηλικίας. Έτσι, ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος καταγράφονται εκάστοτε με διαφορετικό τρόπο, αντίστοιχο προς την ηλικία και το υλικό των εμπειριών και των βιωμάτων της αφηγήτριας. Σ' αυτό τον συνεχή διχασμό της οφείλεται εν πολλοίς και η διαφοροποίηση της αφηγηματικής τεχνικής και της γλώσσας στα 4 κεφάλαια του μυθιστορήματος. Συνεπώς, το ηλικιακό επίπεδο της εκάστοτε αφηγήτριας καθορίζει και την οπτική γωνία της αφήγησης, που αρχίζει με τον ενστιγματικό και ακατάσχετο εσωτερικό μονόλογο ενός μικρού κοριτσιού, μεταφέροντας τις εντυπώσεις, τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες και γενικώς την εύθραυστη ευαισθησία του απέναντι στον κόσμο των οικείων και των συμμαθητριών του κυρίως (Κεφ. 1,2)· στη συνέχεια, ο μονόλογος της — νοερός και δυνάμει υφιστάμενος— αναδιπλώνεται προς τα έξω και στήνει, συνειδητά και επιλεκτικά, εικόνες και σκηνές είτε της προσωπικής της ζωής, είτε της υπαίθρου και του κοινωνικού περίγυρου, αρχικά της Μυκόνου και αργότερα — με περιορισμένη όμως εμβέλεια— της Αθήνας (Κεφ. 3,4). Σε τελευταία ανάλυση, η οπτική γωνία της εκάστοτε αφηγήτριας, που αρχίζει με τον μη συνειδητό μονόλογο ενός πολύ μικρού κοριτσιού και καταλήγει, βαθμιαία, στον άλλοτε συγκρατημένο και άλλοτε εκρηκτικό λόγο της ώριμης αφηγήτριας, καθορίζει και την υφή της γλώσσας, των διαλογικών μερών και της αφηγηματικής τεχνικής. Έτσι:
Στα κεφ. 1 και 2 (εν μέρει) η αφήγηση καταγράφει μια πραγματικότητα — εσωτερική και εξωτερική — θρυμματισμένη σε αλλεπάλληλες και ασύνδετες εικόνες, όπως περνούν περισσότερο από το μάτι και λιγότερο από το νου της μικρής αφηγήτριας. Ο πραγματικός κόσμος δεν είναι γι' αυτήν τόσο ο εξωτερικός — ανερμήνευτος, μυστηριώδης και εν πολλοίς ακατάληπτος— όσο ο εσωτερικός των τραυματικών εμπειριών (στο κέντρο η έλλειψη της μητέρας, η διαίσθηση της ταξικής διαφοροποίησης, οι απραγματοποίητες επιθυμίες, οι φαντασιώσεις της). Αποτέλεσμα: η συνειρμική μεταπήδηση από τη μια σκηνή στην άλλη, η συνεχής αναδρομή όχι σε ό,τι συνέβαινε αλλά, κυρίως, σε ό,τι συνέβη κατά το παρελθόν. Εξού και η χρήση είτε παροντινών χρόνων (ενεστώτα, που δίνει στο παρελθόν την ψευδαίσθηση του παρόντος), είτε ιστορικών (επαναληπτικού παρατατικού). Τον τόνο πάντως των φαντασιώσεων, του ονειρικού και των έντονων αλλά ανικανοποίητων επιθυμιών τον δίνει η πρώτη φράση της ηρωίδας, η οποία είναι και η πρώτη του μυθιστορήματος, που διαφοροποιούμενη συνεχώς ως προς το βαθμό του πραγματικού, τον οποίο εκφράζει, δίνει και το ψυχικό της στίγμα:
Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι (=σουράβλι). Ασημένιο (σ. 25): Η χρήση ενεστώτα οριστικής παρουσιάζει την αναμονή του σαν κάτι το πραγματικό.
Σήμερα όμως επερίμενα ένα σουβριάλι (σ. 27): Η χρήση ιστορικού χρόνου (παρατατικού) δημιουργεί το πρώτο ρήγμα στην ανωτέρω εντύπωση· η αναμονή εντοπίζεται στη σφαίρα της επιθυμίας, δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη.
Σήμερα θέλω όμως ένα σουβριάλι (σ. 27): Η χρήση ρήματος επιθυμίας σημαντικού ξεκαθαρίζει τα πράγματα: το σουβριάλι είναι στη σφαίρα των ανικανοποίητων επιθυμιών του μικρού κοριτσιού.
Αντίθετα, στα κεφ. 2 (εν μέρει) και 3 ο μονόλογος υποχωρεί και διανοίγεται ο διάλογός της — μέσω της αφήγησης, όχι άμεσα — προς τον εξωτερικό κόσμο· είτε ζει την προσωπική της ζωή — εδώ εντάσσεται κυρίως ο έρωτάς της με τον Αλέξανδρο Σμυρλή — είτε μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την επαφή της με τους ανθρώπους — εδώ εντάσσονται τα συγκεκριμένα ή λογοτεχνικώς μεταπλασμένα πρόσωπα του πατέρα, του παππού και της γιαγιάς, της Θεια-Διαλεχτής, της Λενιώς και της μητέρας της, του καπτα Γιακουμή, του Θανάση και πολλών άλλων ναυτικών, χωρικών και χαρακτηριστικών τύπων του επαρχιακού περιβάλλοντος, της Ισμήνης και των συμμαθητριών της, με ιδιαίτερη έμφαση στη δύσκολη ζωή και προπαντός στη μοίρα των γυναικών, που προτού καλά καλά καταλάβουν τον εαυτό τους, παντρεύονται ναυτικούς, οι οποίοι συνεχώς ταξιδεύουν. Η πραγματικότητα όμως τώρα εγγράφεται συνειδητά στην ψυχή και στη μνήμη της ηρωίδας, που παίζει περισσότερο το ρόλο του παρατηρητή και λιγότερο του πρωταγωνιστή. Κύριο θέλγητρο της αφήγησης είναι ότι η μεταπήδηση από τη μια σκηνή στην άλλη γίνεται συνήθως συνειρμικά και χωρίς καμιά προηγούμενη σύνδεση ή διευκρίνιση, σαν να περνούν μπροστά μας κινηματογραφικά πλάνα. Έτσι, στο κεφ. 3 κυρίως (που είναι το μεγαλύτερο), η παρουσία της αφηγήτριας άλλοτε περιορίζεται στο ελάχιστο και γίνεται διακριτική, για να προβληθούν ολοζώντανες οι εικόνες κάποιων προσώπων, μέσα από τους — ουσιαστικά — σχοινοτενείς διαλόγους-μονολόγους τους (λ.χ. ο μονόλογος του κυρ Αναστάσιου, ο διάλογος-μονόλογος του καπτα Γακουμή) και άλλοτε τοποθετείται στο κέντρο της αφήγησης (συναναστροφή με τον Αλέξανδρο Σμυρλή, τη Λενιώ). Και στις δυο όμως περιπτώσεις η αφήγηση καταγράφει όχι πια ό,τι συνήθως συνέβαινε, αλλά ό,τι άπαξ συνέβη στο παρελθόν. Οι παρατιθέμενες σκηνές δεν συνθέτουν πια μια πραγματικότητα θρυμματισμένη, ασύνδετη και ακατάληπτη, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας συνειδητής επιλογής, έχουν κάποιον ειρμό, συνοχή και νόημα και δίνουν το βαθμό της ιδιαίτερης ευαισθησίας της αφηγήτριας στην πρώτη ουσιαστική επαφή της με τον εσωτερικό της και τον εξωτερικό κόσμο.
Στο κεφ. 4 τέλος, που εντοπίζεται στην Αθήνα και τον λόγο έχει η ώριμη αφηγήτρια, ο διχασμός της εκλείπει. Δεν αναπλάθεται πια το παρελθόν δια της μνήμης, αλλά το παρόν. Στο επίκεντρο του η ίδια η αφηγήτρια με τις ποικίλες εμπειρίες της στο ρυθμό μιας πρωτόγνωρης γι' αυτήν ακόμα πόλης. Η απομάκρυνση της από τον γενέθλιο τόπο της και τους ανθρώπους του, θα έχει επιπτώσεις και στην όλη αφηγηματική τεχνική και στη γλώσσα. Δεν πρόκειται βέβαια για μια ουσιαστική αλλαγή, αλλά περισσότερο για προσαρμογή, από την άποψη της γλώσσας, σε μια αστικότερη δημοτική. Όσον αφορά στη ροή του λόγου, η αφηγήτρια, δίνοντας του πάντοτε τη φρεσκάδα και το άρωμα της προφορικής ομιλίας, τον αφήνει να κυλάει άλλοτε λιτός και συγκρατημένος κι άλλοτε σπασμωδικός και εκρηκτικός, για να μεταδώσει, μετά από μιαν ειρωνική αλλά βαθύτατα τραγική ενατένιση των ανθρώπινων καταστάσεων, την αίσθηση του κενού που νιώθει ζώντας σε μια πόλη, που απομονώνει τους ανθρώπους της και οδηγεί στη φθορά των ερωτικών σχέσεων.