Πολίτης Λίνος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας
 
Αθήνα 2003. Σσ. 171 - 172
 
 
 

Το έργο με το όποιο εισάγεται στην Ελλάδα ο ρομαντισμός είναι Ο Οδοιπόρος του Παναγιώτη Σούτσου (1806-1868), «δραματικόν ποίημα», όπως τιτλοφορείται στην πρώτη έκδοση. Ο ποιητής, ο νεώτερος από τρεις αδερφούς, είναι Φαναριώτης, από οικογένεια ηγεμονική· γεννήθηκε στην Πόλη και μορφώθηκε στη Σχολή της Χίου, και ύστερα στο Παρίσι. Ο μεγαλύτερος αδερφός πολέμησε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και σκοτώθηκε στο Δραγατσάνι, ο άλλος είναι ο Αλέξανδρος, για τον όποιο θα μιλήσουμε παρακάτω. Τον Οδοιπόρο τον εμπνεύστηκε, όπως γράφει ο ποιητής, σε ηλικία δεκαοχτώ ετών «εις τους νεφελώδεις ορίζοντας της αρκτώας Ευρώπης», και τον έγραψε το 1827 στην Ελλάδα· η έκδοση έγινε το 1831 στο Ναύπλιο. Οι δύο ήρωες, ο Οδοιπόρος και η Ραλού, συναντιούνται πάλι, αλλά δεν αναγνωρίζονται, λιποθυμούν, χάνουν τα λογικά τους, βλέπουν οράματα, παραληρούν, και στο τέλος αυτοκτονούν και ξεψυχώντας ανταλλάσσουν τα πιο σπαρακτικά ερωτικά λόγια.

Είναι ο Οδοιπόρος γνήσιο πρωτοπαίδι του ρομαντισμού, γι' αυτό και είχε αμέσως μεγάλη ανταπόκριση και επιτυχία —σαν ν' αποζητούσε η εποχή τις απίθανες αυτές καταστάσεις, τη φυγή από την πραγματικότητα. Άλλωστε το έργο έχει θετικές αρετές: το ρομαντικό πάθος είναι γνησιότατο στην έκφρασή του, με μια αναμφισβήτητη λυρική ευγένεια, ενώ η γλώσσα, στα καλύτερα μέρη, έχει θερμότητα και δύναμη εκφραστική. Τουλάχιστο στην πρώτη έκδοση· γιατί, παρασυρμένος από την αρχαϊστική τάση της εποχής, ο Σούτσος στις κατοπινές εκδόσεις καθιστά ολοένα και πιο ψυχρή και αντιποιητική τη γλώσσα του Οδοιπόρου. Και το 1853 γράφει το πιο περίεργο ντοκουμέντο του ποιητικού εξαρχαϊσμού, τη Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου, όπου θεωρητικά θεμελιώνεται το ιδανικό της πλησίστιας επιστροφής στην αρχαία. Την απάντηση, δείγμα σπάνιας νηφαλιότητας και οξύνοιας, θα δώσει με Τα Σούτσεια ο Κ. Ασώπιος, καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στην Ιόνιο Ακαδημία πρώτα, στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών ύστερα· είναι ο πρώτος που θα χτυπήσει ανεπιφύλακτα τις ρομαντικές και τις γλωσσικές υπερβολές και θ' αναφέρει ως δείγμα πραγματικής ποίησης το Σολωμό και τον Ερωτόκριτο.

Πριν από τον Οδοιπόρο ο Π. Σούτσος είχε γράψει μικρά, ερωτικά τα περισσότερα, λυρικά ποιήματα, στη γραμμή των «αρκαδικών» ποιητών και του Χριστόπουλου (που τον αναγνώριζαν γενάρχη όλοι αυτοί οι νεώτεροι Φαναριώτες). Στη δεκαετία 1830-40 εκδίδει και ένα μυθιστόρημα, σε μορφή επιστολική, φανερά επηρεασμένο από τις Επιστολές του Όρτις του Φόσκολου, τον Λέανδρο (1834), το πεζό αντίστοιχο του Οδοιπόρου· και ακόμα την ποιητική συλλογή Η Κιθάρα (1835). Εδώ, δίπλα σε ερωτικά και «βακχικά» συνυπάρχουν πατριωτικά και πολιτικά-σατιρικά, του τύπου που περισσότερο καλλιέργησε ο αδερφός του ο Αλέξανδρος· η κυρίως ρομαντική γραμμή φανερώνεται περιορισμένη, η ποιητική δύναμη αισθητά μειωμένη. Ό,τι έγραψε υστερότερα (τραγωδίες, λυρικά δράματα και μυθιστορήματα) δεν αξίζει να μας απασχολήσουν. Τις στιγμές της γνήσιας ποιητικής έμπνευσης του νεανικού του Οδοιπόρου δεν μπόρεσε πια να τις ξαναβρεί ο Παναγιώτης Σούτσος· άλλωστε η ολοένα και πιο αρχαΐζουσα γλώσσα του χύνει παντού την παγερή της ψυχρότητα και μαραίνει ως και την έμπνευση την ποιητική.