Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Ο μοντερνισμός και η φιλοσοφία της χαράς ή του ουρανού στην ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη»
 
 
Νέα Εστία έτος 82, τομ. 163, τεύχ. 1811 Μάιος 2008, Σσ.830-831
 
 
Αληθεύει, όπως και αν το δούμε, πως η ανοδική ποιητική συνείδηση του Σαραντάρη, κομμάτι σωστό μιας φιλοσοφίας της χαράς και του ουρανού, εκκινεί από το πάθος για αυθεντικότητα του Τζουζέπε Ουνγκαρέττι (Giuseppe Ungaretti), του διάσημου Ιταλού ποιητικού ομολόγου του, που έζησε από το 1888 ως το 1970 και ζήτησε με πάθος την απαλλαγή της τέχνης του από την καταπίεση της ιστορικής πραγματικότητας. Αληθεύει εντούτοις εκ παραλλήλου πως η μετωπική αυτή εναντίωση στην πραγματικότητα (στην ιστορική, αλλά και στην τρέχουσα πραγματικότητα), στην οποία αντιπαραβάλλεται ως διέξοδος η αυτοαποθέωση της ποίησης και της γλώσσας της, έχει τις ρίζες της αφενός στον αντικαρτεσιανισμό και αφετέρου στην αυτοναφορικότητα του μοντερνισμού, ο οποίος, είτε στο σκέλος του αντικαρτεσιανισμού είτε στο σκέλος της αυτοαναφορικότητας, εξισώνει την τέχνη με μια μείζονα απόδραση από το λογοκρατούμενο, αυταρχικό και αδειασμένο από οποιαδήποτε ζωτική σημασία παρόν, για να τη βάλει — με αποσιωπημένη, οπωσδήποτε, μεγαλοπρέπεια— στη βασιλική οδό μιας λυτρωτικής ουτοπίας. Και στο σημείο αυτό ο Σαραντάρης, πεθαίνοντας όταν αρχίζει το ξετύλιγμα της δεκαετίας του 1940, όχι μόνο παραδίδεται ψυχή τε και σώματι στον μοντερνισμό, αλλά και στρώνει εν εκτάσει το έδαφος για τις απελευθερωτικές βλέψεις του μοντερνιστικού ουτοπισμού, όπως αντικατοπτρίζεται τόσο στην Ursa Minor (1944) του Τ. Κ. Παπατσώνη όσο και σε δύο καθαρώς υπερρεαλιστικής προέλευσης δείγματα — την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου (γράφεται μεταξύ 1942 και 1965, πρωτοδημοσιεύεται το 1980) και τον Ατλαντικό (1946) του Νίκου Εγγονόπουλου. Μια σε κάθε περίπτωση παράξενη, όχι όμως και απρόσμενη ή άτοπη συμμαχία.