Ζουμπουλάκης Σταύρος, «Η πίστη στο έργο του Γ. Σαραντάρη»
 
 
Νέα Εστία έτος 82, τομ. 163, τεύχ. 1811 Μάιος 2008, Σσ.902-903, 904, 906-907
 
 
Το πρώτο που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι πως η πίστη του Σαραντάρη στον Χριστό δεν έχει καμία εκκλησιαστική αναφορά — ας προσθέσω, μολονότι θα έπρεπε να είναι περιττό, ότι μιλάω εν προκειμένω περιγραφικά και όχι αξιολογικά. Η πίστη αυτή υπάρχει και εκφράζεται έξω από τη ζωή και την ιστορία της εκκλησιαστικής κοινότητας. Είναι μια πίστη προσωπική, ατομική, υπαρξιακή, χωρίς δεσμό με την κοινότητα των πιστών, την κοινότητα των προσευχομένων και τηρουντων τις εντολές του Θεού χριστιανών. Διαβάζουμε στα κείμενα του για λαό, αλλά ποτέ δεν πρόκειται για το λαό του Θεού. Δεν γίνεται λόγος σε αυτά για τα εκκλησιαστικά μυστήρια, το Βάπτισμα ή την Ευχαριστία, δεν υπάρχει καμία μνεία στη λατρεία, τη λειτουργία, τις ακολουθίες, δεν ξεμυτίζει ποτέ στα γραπτά του ούτε καν η λέξη Εκκλησία. Η πίστη του Σαραντάρη είναι η πίστη του νεωτερικού ανθρώπου, πολλώ μάλλον του νεωτερικού συγγραφέα, στοχαστή ή δημιουργού, που δυσκολεύεται να ανήκει σε μια εκκλησιαστική κοινότητα και να ζει σύμφωνα με τους κανόνες και τις δεσμεύσεις της. Βρίσκεται και εδώ στη γραμμή του Κίρκεγκωρ, του κύριου εμπνευστή και συνομιλητή του (οι βασικές έννοιες και η κεντρική κατεύθυνση της σκέψης του έχουν την πηγή τους στον Κίρκεγκωρ, όσες ουσιαστικές αντιρρήσεις και αν διατυπώνει για το έργο του), χωρίς όμως την πολεμική στάση εκείνου κατά της θεσμικής —Ορθόδοξης, στην περίπτωση μας— Εκκλησίας.
[…]
Ο Σαραντάρης αποτελεί μοναδική περίπτωση Έλληνα συγγραφέα και στοχαστή, στον οποίο η πίστη δεν συσχετίζεται ποτέ και κατά κανένα τρόπο με την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού, με τις παραδόσεις του Γένους, αλλά είναι, κατηγορηματικά και απόλυτα, πίστη στον σαρκωθέντα, σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό. Στα γραπτά του δεν θα βρούμε ποτέ ούτε αράδα όπου να συνδέει την πίστη με τον λαϊκό πολιτισμό, τα πάτρια ήθη, τη νεοελληνική ιδιοπροσωπία και άλλα παρόμοια. Σε μια χώρα όπου ή πίστη όχι απλώς συνδέεται αλλά συχνότερα υπάγεται στην εθνική ιδεολογία και τους στόχους της, το σημείο αυτό της σκέψης του Σαραντάρη πρέπει να εξαρθεί με έμφαση.
[…]
Η πίστη στον Χριστό είναι το σημείο από το όποιο ο Σαραντάρης κρίνει τους ανθρώπους και τα έργα τους, τον πολιτισμό και την ιστορία. Υπό το πρίσμα αυτής της πίστης θα κρίνει φυσικά και τη Δύση. Η κριτική της Δύσης, που διατρέχει το σύνολο του στοχαστικού έργου του Σαραντάρη, δημοσιευμένου και κατάλοιπου, εξαγγέλλεται από την πρώτη κιόλας πρόταση του πρώτου φιλοσοφικού έργου του, τη Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης (1937). Η αρνητική κρίση του Σαραντάρη για τη Δύση είναι πρόδηλη στον κάθε αναγνώστη του έργου του, έχει επισημανθεί από τους μελετητές του και δεν χρειάζεται επομένως να μακρηγορήσουμε παραθέτοντας τεκμήρια. Θα υπογραμμίσουμε μόνο, στη συνάφεια ακριβώς όσων συζητούμε εδώ, ότι ο Σαραντάρης κρίνει και επικρίνει τη Δύση, επειδή δεν πιστεύει στον Χριστό, στη θεανθρωπότητα του Χρίστου και φράζει επομένως το δρόμο που οδηγεί στην κατανίκηση του θανάτου και στην αιωνιότητα. Ο μόνος δρόμος που απομένει στον δυτικό άνθρωπο, όπως και σε κάθε άλλον άνθρωπο επί γης, όταν έχει εγκαταλείψει την πίστη, είναι ο ηδονισμός και ο θνητός έρωτας. Η απιστία στον Χριστό είναι το κρίσιμο γεγονός, αυτό ορίζει την αυτοκαταδίκη της Δύσης, και από εκεί και πέρα όλες οι άλλες εσωτερικές διαφορές του πολιτισμού της είναι, για τον απόλυτο και πολεμικό τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ο Σαραντάρης, δευτερεύουσες και αμελητέες — ο Ροβεσπιέρος και ο Ναπολέων είναι εντέλει το ίδιο!