Αλεξιάδου Θεοδούλη, «Οι αισθήσεις και η ουσία στην ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη»
 
Γ΄ Πανευρωπαϊκό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Βουκουρέστι 2 – 4 Ιουνίου 2006, τομ. Β΄
 
Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, Σσ.587-595
 
 
« […] Στην ποίηση του Σαραντάρη τίθεται επίμονα το ζήτημα της όρασης σε διάφορες εκδοχές: η θέαση του αντικειμενικού κόσμου, τα μάτια που διαπερνούν την ομίχλη του φαίνεσθαι και αναζητούν την ουσία ή το θαύμα, η δυνατότητα της ποίησης να μεταγράψει σε κειμενικές εικόνες τις άυλες αισθήσεις, η απαξίωση του εαυτού εξαιτίας του απορριπτικού βλέμματος των άλλων αλλά και η βαθύτατη ανάγκη του για αποδοχή, είναι μερικά από τα θέματα που συνθέτουν ένα λόγο που διαρκώς εξυψώνει και υπονομεύει ταυτόχρονα τη παντοδυναμία της όρασης, παραμένοντας όμως σε κάθε περίπτωση οφθαλμοκεντρικός και εικονολατρικός.
Θα αρκεστούμε να επισημάνουμε ορισμένες μόνο πτυχές αυτής της ποιητικής του βλέμματος στον Σαραντάρη, καθώς μια αναλυτικότερη προσέγγιση θα απαιτούσε ευρύτερα πλαίσια, εξαιτίας και του όγκου του έργου του αλλά και της σημασίας του θέματος, που αποτελεί ίσως τον πυρήνα του ποιητικού του σύμπαντος.
«Ο άλλος (δεν) με βλέπει, άρα (δεν) υπάρχω».
Οι πιέσεις που δεχόταν ο νεοφερμένος Σαραντάρης για να εργαστεί δεν ήταν η μοναδική αιτία της αγωνίας και της ενοχής που του προκαλούσε η παρουσία των άλλων. Ξένος ακόμα στην Ελλάδα, με μια φυσική παρουσία που προκαλούσε το σεβασμό αλλά και το γέλιο, απόκοσμος μα και διψασμένος για συντροφικότητα, απόλυτα παθιασμένος για τα πνευματικά ζητήματα και απορριπτικός για οτιδήποτε καθιερωμένο και συμβατικό, προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα σε όσους τον συναναστρέφονταν, που αντιδρούσαν κάποτε «με το θυμό, πότε με την ειρωνεία, καμιά φορά και με το χοντρό πείραγμα».
[…] Ο Σαραντάρης αναζητά με λαχτάρα το καθαρό βλέμμα του άλλου, που μέσα του θα μπορέσει να δει και να νιώσει τον αληθινό εαυτό του. Εύχεται μια από κοινού θέαση του κόσμου υπό το φως ενός ήλιου που δεν τυφλώνει αλλά αποκαλύπτει την πνευματικότητα και την ουσία πέρα από την αντικειμενική όραση. Ο ήλιος αυτός ταυτίζεται με το άγρυπνο, αθέατο, εσωτερικό μάτι της συνείδησης. Είναι μια φλόγα «μυστική» που δεν αποκαλύπτεται η ίδια, που δεν ανάβει, αλλά θερμαίνει την παγωμένη από την απουσία της αγάπης ύπαρξη. Επαναφέρει το ποιητικό εγώ από το σκοτάδι του θανάτου, επιτρέποντάς του όχι να αντικρίσει το βλέμμα του άλλου – αυτό θα ήταν ίσως το ιδανικό – αλλά να νιώσει την πνευματική, υπερβατική του υπόσταση, τον «γαλάζιο» εαυτό του:
Ένας ήλιος αόρατος κι αδιάκοπος με ξυπνά
Κάθε φορά που τον θάνατο πάω να ονειρευτώ
Μια φλόγα που δεν ανάβει με καίει μυστικά
Κι ακουμπώ στη συνείδησή μου για να πάρω φως
Όταν δεν μ’ αγαπάνε οι άνθρωποι κάποτε απελπίζομαι
Κάποτε τους αγαπώ εγώ κι ας μη με αγαπάνε
Έτσι δεν μου χρειάζονται δέντρα για να πλαγιάσω
Δεν μου χρειάζονται φύλλα χόρτα ή λουλούδια
Φτάνει να βλέπω στον άνθρωπο τον εαυτό μου
Να νιώθω γαλάζιο τον εαυτό μου κι ας μη το βλέπω
Η ανάκτηση της αμφισβητημένης υποκειμενικότητας πραγματοποιείται στον Σαραντάρη μέσω της πίστης, δηλαδή μιας ενορατικής αντίληψης του κόσμου βασισμένης στο συναίσθημα και την αγάπη∙ την αγάπη για το Απόλυτο αλλά και για τους ανθρώπους, η οποία δεν προϋποθέτει συνθήκες αμοιβαιότητας, αμεσότητας και επικοινωνίας, αλλά αποκαλύπτεται έμμεσα, δεν προσδοκά ανταπόκριση και επιστρέφει σ’ έναν εαυτό ουσιαστικό, ελεύθερο από το αδηφάγο βλέμμα του άλλου και την αγωνία της ύπαρξης.
Ο Σαραντάρης επεδίωξε να εκφράσει ποιητικά μια πραγματικότητα in absentia, μια αποκαλυπτική θέαση του κόσμου της «ουσίας», την άυλη πνευματική αλήθεια που κρύβεται από την όραση, αναζητά όμως το βλέμμα του άλλου για να μπορέσει να γίνει συναίσθημα, ανθρώπινη εμπειρία. Η ποιητική της ετερότητας, το πέρασμα από το εδώ στο αλλού μέσω του ποιητικού λόγου, τον καθιστά διάμεσο μιας νοητής συνέχειας που ξεκινά κυρίως από τον Καρυωτάκη και φτάνει ως τον Καρούζο και τον Σαχτούρη, για να περιοριστούμε στην ελληνική ποίηση του εικοστού αιώνα».