Αργυρίου Αλέξανδρος, «Ο Νίκος Γκάτσος και ο υπερρεαλισμός»
 
 
Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1983, Σσ.187
 
 
Όμως το μικρό σε όγκο έργο του είναι αφάνταστο πόσο επηρέασε έναν σημαντικό αριθμό από νεότερους ποιητές, και όχι μόνο δεύτερης και τρίτης σειράς. Δεν νομίζω πως οφειλόταν τόσο στο ταίριασμα του υπερρεαλισμού με τους τόνους του δημοτικού τραγουδιού ο λόγος που εισακούστηκε έτσι πολύ ή ποίηση του Γκάτσου, όσο γιατί τελικά η γραφή του, μέσα από τις υπερρεαλιστικές παραβάσεις της έκφρασης συντηρώντας μια λογική που υπάκουε σε συγκινησιακή οικονομία, απέδιδε ζεστούς ανθρώπινους τόνους. Αν λογαριάσει μάλιστα κανείς την εποχή που κυκλοφορούσε το ποίημα (προτελευταίος χρόνος της Κατοχής) με μια αντίσταση αναπτυγμένη (και τους χιτλερικούς, μαζί με τους Έλληνες συνεργάτες τους, σε άμιλλα θανατώσεων), μπορεί να αντιληφθεί γιατί το «ηρωικό και πένθιμο» στοιχείο του ποιήματος φαινόταν —πιθανόν ερήμην των προθέσεων του Γκάτσου και των αισθητικών άρχων του— να εκπροσωπεί και να αποδίδει το πνεύμα της εποχής.
Ίσως μια τέτοια προέκταση να αποτελούσε λανθασμένη ανάγνωση του ποιήματος, ίσως όμως, ακόμη κι όταν ένα έργο γράφεται σε αντιδιαστολή προς την εποχή του, τελικά να μην μπορεί ν’ αποφύγει να την εκφράσει, επειδή οι ευαίσθητες κεραίες ενός ποιητή δέχονται και ότι δεν είναι ο ίδιος διατεθειμένος να παραλάβει. Επιπλέον ένα ποιητικό έργο είναι βασικά κείμενο που έχει μια ανεξάρτητη από το δημιουργό του υπόσταση, και περιέχει τόσες δυνατές αναγνώσεις όσες το ίδιο επιτρέπει και νομιμοποιεί.