Θεοτόκης Κωνσταντίνος
Η τιμή και το χρήμα
 
Το πρώτο από τα αφηγήματα με κοινωνικό προσανατολισμό του Θεοτόκη, επηρεασμένο από την σοσιαλιστική ιδεολογία του. Μέσα στο διευρυμένο ηθογραφικό πλαίσιο του αφηγήματος ο συγγραφέας εισάγει και αναδεικνύει κοινωνικές καταστάσεις. Η θέση της γυναίκας και η συναφής με αυτήν αντίληψη της τιμής κυριαρχεί ως κεντρικό θέμα στο αφήγημα. Γλώσσα δημοτική.
 
Η τιμή και το χρήμα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1993, Σσ.11-103, Πρώτη Έκδοση Έργου:1914
 
 
Σαν καλή νοικοκυρά η σ ι ό ρ α Επιστήμη η Τρινκούλαινα εσηκώθηκε πρωί πρωί από το κρεβάτι, εφόρεσε μόνο το μεσοφόρι της, έσιαξε λίγο τα μαλλιά της, άνοιξε την πόρτα της κ' εβγήκε μία στιγμή στο λιθόστρωτο καντούνι της. Οι γειτόνοι εκοιμούνταν ακόμη, εκοίταξε ψηλά το μικρό κομμάτι του ουρανού που ολοένα εφώτιζε κι όπου έλαμπαν ακόμα δύο ή τρία αστέρια, εκοίταξε κιόλας στην άκρη του στενού του δρόμου τη θάλασσα, που απλωνότουν ως τα απέναντι βουνά της Στεριάς σταχτιά κ' ήσυχη, κ' εξαναμπήκε πάλι στο σπίτι της για να ανάψει φωτιά στο μικρό μαγειριό της. Είταν γυναίκα μισόκοπη, έως σαράντα πέντε χρονώ, λιγνή και ψηλή, με ζαρωμένο πρόσωπο, με πολλά μαλλιά άσπρα· αλλά τα μάτια της είταν ζωερά κι ακόμα νέα.
«Θα κάμει ζέστα σήμερα» εσυλλογίστηκε ανοίγοντας το μικρό παράθυρο του μαγειριού. Και βλέποντας πως το φως δεν είταν ακόμη αρκετό, άναψε μ' ένα σπίρτο το κατάμαυρο λυχνάρι που εκρεμότουν από ένα καρφί στον κοκκινωπό και καπνισμένον τοίχο πάνωθε από την ογνήστρα, έπειτα έκοίταξε τριγύρου, γυρεύοντας με το βλέμμα την κούκουμα του καφέ, έσκυψε κ' επήρε κάρβουνα και τ' άναψε επιδέξια σε λίγες στιγμές στο σιδερένιο φουρνέλο, φυσώντας τα με το στόμα πρώτα και στερνά με το β έ ν τ ο υ λ ο. Και εσυλλογιζότουν :
«Έξη στήματα σφυρίδες από τέσσερα φράνκα το στήμα κάνουνε... έξη, κ' έξη, δώδεκα· και δώδεκα, εικοστέσσερα φράνκα· ως το σαββάτο μεθαύριο, θα γενούνε αλλά τρία, τρεις ντουζίνες όλα όλα, τριάντα έξη φράνκα· θα πάνε κι αυτά μαζί με τ' αλλά στον κομό, και σα γενούν εκατό του τα δίνω και τα παίρνει στην τράπεζα. Μην τα ιδεί όμως πρώτα ο μεθύστακας μου, γιατί τα παίρνει και τα κάνει στάχτη ευτύς στην ταβέρνα! Ωχ, τόνε γνοιάζει εκείνονε για τα παιδιά μας, για τσι κοπέλες μας! τα μαυρισμένα μεγαλώνουνε ωστόσο. Να η Ρήνη μου, εγίνηκε, πάει, γυναίκα· αν επρόσμενα από 'φτόνε, αλλίμονό της! Ό,τι εκάμανε τούτα τα μπράτσα, αλλιώς ουδέ ποκάμισο ν' αλλάξουμε δε θα 'χαμε.» Κι αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι.
Όλο παίζοντας με το βέντουλο εφώναξε στην κρεβατοκάμαρη:
«Ε Ρήνη, τι έπαθες εσήμερα! Ασηκώσου, μωρή κοπέλα ! Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα. Δεν ακούς, ε! Ή κάνεις που δεν ακούς; Ξύπνα, λέω, ξύπνα.»
«Ακόμα δεν εχάραξε, μητέρα» αποκρίθηκε από μέσα χασμουριώντας η Ρήνη που ήθελε να πάρει ακόμα ένα γλυκό σουρούπι.
«Είναι μεσημέρι» της εφώναξε άσπλαχνα η μάνα της· «σήκω ! Πρέπει να το πάρεις μάθημα να σηκώνεσαι πρωί· θα πάς σε αντρός χέρια, και ανάθεμα δε θέλω να 'χω από τσου γαμπρούς μου.»
Ολομεμιάς στο καντούνι ακούστηκε βιαστικό ποδοβολητό.
«Τι να 'ναι» έκαμε η νοικοκυρά προσέχοντας.
Κι αφήνοντας το βέντουλο εξαναβγήκε στην πόρτα.
Από το γιαλό ανέβαιναν βιαστικά το καντούνι τρεις άνθρωποι. Ο ένας τους είταν φορτωμένος μ' ένα βαρύ τσουβάλι που τον έσκυφτε οι άλλοι δύο τον εβοηθούσαν με τα χέρια για να μπορεί να τρέχει. Κι αμέσως η νοικοκυρά εκατάλαβε τι εσυνέβαινε.
«Είναι λαθρέμποροι» είπε με το νου της· «θα τους έλαχε κάποιος μπελιάς στο δρόμο· πώς λεχομανάνε, οι καημένοι, από το φόβο τους κι από τον κόπο.»
Ωστόσο οι άνθρωποι είχαν ζυγώσει το σπίτι της κυράς Επιστήμης και μπρος στην πόρτα της, καθαυτό στο κατώφλι, εξεβοήθησαν με μιας το σακί.
«Γλύτωσέ μας» της είπε ο ένας βιαστικά· «κρούψε το».
Τον εγνώρισε ποιος είταν. «Δε μπορώ, Αντρέα μου, να σε χαρώ» του 'πε γλυκά· «η αρχή μας υποψιάζεται.»
Μα αυτήν την στιγμή ήρθε σιμά της κ' η θυγατέρα της, ακόμα από τον ύπνο, άντυτη κι αυτή και ξέπλεκη, και επρόβαλε το ξανθό της κεφάλι με τα ρόδινα μάγουλα πάνου από τον ώμο της μάνας της, και της είπε με σπλάχνος:
«Θα το αρνηθείς του Αντρέα;»
Κι ο Αντρέας ωστόσο αποκρενότουν: «Ή ώρα βιάζει· μας κυνηγούνε, κάμε ό,τι θέλεις· κατάδωσέ μας, α σου το λέει η καρδιά.» Κι αμέσως με τους συντρόφους του επήρε το φύγι προς τον ανήφορο.
«Εκατάλαβες μπελιάς αμπονώρα, αμπονώρα, που να μην είχα σηκωθεί!» είπε η κυρά Επιστήμη σταυρώνοντας ανάποδα τα χέρια της και κοιτάζοντας λυπητερά το τσουβάλι «θέλεις και δε θέλεις πιέ γάιδαρε άγιασμα. Και να σου λέω, μωρή κοπέλα να σηκώνεσαι πρωί !»
«Έλα, μάνα» της είπε χαμογελώντας η Ρήνη, «πιάσ' το να το κυλήσουμε μέσα.»
Και χωρίς να ειπούν άλλο λόγο το 'πιασαν και οι δύο με δύναμη και το'συραν με προφύλαξη στο σπίτι. Η Ρήνη έκλεισε την πόρτα, έβγαλε από το πάτωμα, που σ' ένα μέρος είταν κινητό, δύο τρεις σανίδες, και σε μία στιγμή το σακί έπεφτε μέσα στο κατώγι και το πάτωμα ξαναρχότουν στη θέση του, σα να μην είχε γίνει τίποτα. Μα ο πατέρας τώρα εφώναζε από το κρεβάτι:
«Τι κάνετε, μωρές παραδερμένες; θα σας βάλουνε στη φυλακή και μένα μαζί σας, θα πάρεις τα παιδιά μας στο λαιμό σου.»
«Το δικό μου τ' όνομα πάρ' το εσύ γειτόνισσα !» του αποκρίθηκε η κυρά Επιστήμη κάνοντας πως θυμώνει «αφόντις μας εκατάστρεψες, κ' εσπατάλησες ό,τι κι αν είχες στον τζιόγο, στο πιοτό και ο Θεός το ξέρει που άλλου, τώρα χλιέσαι τα παιδιά μας, μεθρύα! Πως θα βγει το θεόψωμο;»
«Μα δε μας λείπει, μωρή γυναίκα» της αποκρίθηκε καθίζοντας στο κρεβάτι και κοιτάζοντας την πόρτα της κάμαρας όπου τώρα η νοικοκυρά εστεκότουν τρομερή, παρέτοιμη να μαλώσει περισσότερο.
«Το φέρνεις βλέπεις εσύ κάθε μέρα» του αποκρίθηκε βάζοντας το γρόθο της στη ζώση. «Που είσουνε εψές και επροψές και που θα πάς απόψε; Στην ταβέρνα έ; Κι ακόμα έχεις μούτρο και μιλείς!»
«'Ό,τι λάχει κι απολάχει» της απάντησε δειλά δειλά, θέλοντας να τελειώσει «η ίδια θα 'χεις το φταίξιμο. Μα ας αφήσουμε τώρα τσι κουβέντες, άμε να μου φτιάκεις τον καφέ να πάμε στη δουλειά μας.»
«Δε γνοιάζεσαι παρά για την κοιλιά σου» του απάντησε με ημερότερη φωνή· «γιατί να'σαι έτσι, καημένε;» Και εξαναγύρισε στο μαγειριό της όπου τώρα τα αθράκια εξεψύχιζαν, και το νερό δεν είχε ζεστάνει.
Μα ένας νέος ποδοβολημός την έφερε πάλι στην πόρτα.
«Είναι οι χωροφυλάκοι» είπε με το νου της χωρίς κανένα φόβο «ας πάμε να τσου μιλήσουμε.»
«Κιουρία» της εφώναξε ο ένας «μήπους πέρασαν δώθ' νις;»
«Ποιοι;» του αποκρίθηκε χαμογελώντας.
«Δεν άκ'σις τίπ'τς; Μας χτ'πήσανι, ανάθιμ' τούν πατέρα τ'ς, του νουματάρχ' και μας 'φ'γαν. Δεν τς είδις να διαβούνι;»
«Εγώ;» απολογήθηκε κάνοντας το σταυρό της «τώρα σηκώθηκα· με βλέπετε που'μαι άντυτη ακόμα... Μα πιστεύω ν' άκουσα τρεχάτα στ' άλλο το καντούνι· πηγαίνετε ιδέστε πάνε προς τη χώρα, λογιάζω· αν τρέξετε γλήγορα τσου πιαίνετε.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα