Vitti Mario, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας
 
Αθήνα 1987, Οδυσσέας, σσ. 214 – 217
 
 
 

Τα ποιήματα που τυπώνει στα 1831 δείχνουν ότι ο Ραγκαβής έχει αφομοιώσει τα δημιουργικότερα στοιχεία του ρομαντισμού, ανάμεσα στα οποία, φυσικά, και τη γλώσσα του λαού. Τη δημοτική τη χειρίζεται με όλη εκείνη την ποικιλία τόνων και αποχρώσεων που παρουσιάζει στη δημοτική παράδοση, παραπέμποντας έτσι τον αναγνώστη προς τον συναισθηματικό κόσμο του λαού με αμεσότητα και βεβαιότητα. Η παρακάτω μπαλάντα, παρά τους δυτικούς απόηχους, πιστοποιεί οπωσδήποτε την πρόθεσή του να αναπλάσει την ελληνική λαϊκή ευαισθησία:

Σταυραετοί της Λιάκουρας, ελευθερίας φίλοι,

Γυρνάτε παλικάρια μου στ ' άγρια βουνά σας.

(Δήμος κ ' Ελένη, 1831)

Μερικά από τα πρώτα του ποιήματα, με την απλότητα της σύνθεσής τους και τον αυθορμητισμό της έμπνευσης, άρεσαν και στον Σολωμό. Το επικαλείται ο Ιάκωβος Πολυλάς, όταν αργότερα καταφέρεται κατά του Ραγκαβή για την προδοσία του:

Δεν βλέπετ’ εδώ τον γεννημένο συγγραφέα, αληθώς προωρισμένον να δώσει ευγενή μορφήν εις την καταφρονεμένην γλώσσαν του ελληνικού λαού;

Στα 1837, με τον διάλογο που ο Ραγκαβής προτάσσει στο δράμα του Φροσύνη, διεκδικεί ελευθερίες που συμπίπτουν με την επανάσταση των ρομαντικών (κατάργηση των τριών ενοτήτων, πρόσωπα σύγχρονα και όχι βασιλικά, φαντασία ανυπότακτη στους απολιθωμένους κανόνες της παράδοσης). Ωστόσο η πορεία της ποίησής του προς την καθαρεύουσα είναι ασταμάτητη. Στα 1840 δημοσιεύει το εκτενές ποίημα σε τέσσερα άσματα O λαοπλάνος. Στο έργο αυτό, όπου είναι δύσκολο να βρει κανείς τα όρια ανάμεσα στη δημιουργική άνεση και την ευχέρεια λόγου, ο Ραγκαβής αποτυπώνει τη δική του εκδοχή της ηρωικής έμπνευσης.

Παρά το χαίνον βάραθρον σκηνούσα των κινδύνων,

Ζωσμένη από έλικας αμέτρων στρατευμάτων,

Καθώς πτηνόν εις όφεως δακτύλια σπαράττον,

Κοιμάται πλην αμέριμνος η φάλαγξ των Ελλήνων.

Η Ήπειρος πολεμιστών εξέμεσε χειμάρρους,

Η Σκόδρα συνεισέφερε τους ορεινούς της λύκους,

Κ’ οι Αλβανοί αφήσαντες τους οχυρούς των οίκους,

Ως βλέπομεν εις πτώματα επιπετώντας λάρους,

Εις την Χιμάραν ώρμησαν μ ' αλαλαγμούς βαρβάρους.

Μ ' επιθυμίαν τρέφονται τα αγριά των στίφη

Όχι τροπαίων και δαφνών, αλλά σφαγών, λαφύρων

Και παρ’ αυτούς οι Έλληνες, ολίγοι κατ ' απείρων

Κοιμώνται στηριζόμενοι εις τα γυμνά των ξίφη.

(Διάφορα ποιήματα, Β ', 1840)

Η καθαρεύουσα, παρά τον θρίαμβο των μετοχών της, είναι αβίαστη, ρευστή. Η περίπτωση του Ραγκαβή αποβαίνει θετική, ιδιαίτερα όταν τη συγκρίνουμε με το ασυγκράτητο κατρακύλισμα άλλων αρχαϊζόντων ρομαντικών.

Στα 1853 ο Ραγκαβής αποδοκίμαζε, στην εισηγητική του έκθεση του ποιητικού διαγωνισμού, τη διάδοση της ρομαντικής ποίησης, της έκφρασης αυτής της ‘νόσου του αιώνος’, και διατύπωνε ανησυχίες για ένα μελλοντικό πολλαπλασιασμό των διαλέκτων. Οι φιλοδοξίες του για μια ποίηση επέκεινα της ρομαντικής κατάθλιψης, των διαλέκτων και της δημοτικής, τον οδήγησε σε μια νεοκλασική επιτήδευση που φτάνει στην επιτυχέστερη έκφρασή της με το ποίημα Διονύσου πλους (1864).

Όπως και ο ίδιος δήλωνε στον υπότιτλο, πρόκειται για μια διήγηση που ξετυλίγεται σαν διακοσμητική παράσταση πάνω σε αμφορέα ή σε διάζωμα ναού. Και πραγματικά, οι περιπέτειες του Διονύσου που τον συλλαμβάνουν πειρατές απεικονίζονται στα ανάγλυφα του μνημείου του Λυσικράτη, την αναστήλωση του οποίου, στα 1845, είχε παρακολουθήσει ο Ραγκαβής Μελετώντας τις μυθολογικές λεπτομέρειες παρασύρεται από την αρχαιολατρία του και επιδιώκει να μεταφέρει τον μύθο από το μάρμαρο στον ποιητικό λόγο. Σχεδόν μια άμιλλα ανάμεσα στη γλυπτική και την ποίηση, παρατηρεί ένας λησμονημένος ποιητής, ο Γεράσιμος Μαυρογιάννης, στο περιοδικό Χρυσαλλίς της ίδιας χρονιάς. Ολόκληρο το άρθρο μοιάζει να απηχεί εκμυστηρεύσεις του ίδιου του Ραγκαβή:

Η ποίησις είναι διά τον σοφόν η αρίστη ενασχόλησις εν ημέραις πονηραίς. Εις εποχήν καθ' ην οι Δημάδαι και οι Κλεώνες κατακρατούσι της πολιτείας, ότε η καταπάτησις των νόμων θεωρείται ως αρετή και ο συνετός πατριωτισμός ασυγχώρητον έγκλημα, είναι αληθώς ευτύχημα διά τον δυνάμενον να εύρη άσυλον εντός του σπουδαστηρίου του, και εκεί μετά των Μουσών και των Χαρίτων να συναναστρέφηται, και μακράν των αγυιών πολιτικής βαβυλωνίας να καταναλίσκη τον χρόνον εις τοιούτα μικρά αριστοτεχνήματα.

(2, 1864, σ. 228-91)

Οι απλουστευτικές παρατηρήσεις του γεμάτου δέος σχολιαστή οδηγούν χωρίς περιστροφές στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή: στα ’63 είχε ανατραπεί ο Όθων και τις μέρες που δημοσιευόταν το άρθρο συντασσόταν το νέο σύνταγμα. Ο Ραγκαβής αφού πρωτοστάτησε στη διάπλαση μιας τερατώδους ποίησης που ενισχυόταν με βραβεία του πανεπιστημίου, καταφεύγει τώρα ο ίδιος σε ένα τοπίο ουτοπικό, αναλλοίωτο, μακριά από τις συναλλαγές και τις διακυμάνσεις της πολιτικής. Εκεί βρίσκει τρόπο να καταθέσει τη δική του ερμηνεία για το καθαρό ιδεώδες, προσαρμοζόμενος πάλι στις γαλλικές τάσεις που στην περίοδο της δεύτερης αυτοκρατορίας, με κύριο εκπρόσωπο τον Leconte de Lisle, καταδίκαζαν την ιστορική επικαιρότητα στην ποίηση και έστρεφαν την έμπνευση στον κλασικό ελληνικό κόσμο. Διατύπωνε το ιδεώδες μιας ποίησης που προορίζεται να «ανακαλέση το αίσθημα του γενναίου και του καλού υφ’ ου την σημαίαν εμάχετο, και αναπτερώση τον νουν του προς ουρανόν, όθεν κατέρχεται η αρετή και η ελευθερία». Οι επιπτώσεις της μεταστροφής στη γλωσσική μορφή ήταν αναπόφευκτες: η γλώσσα παρακολουθεί τη θεματική σε αξιοπρέπεια και καθαρότητα, αποφεύγοντας, όμως, τις κακόγουστες υπερβολές των ποιητικών διαγωνισμών.

Όλο το βάρος της δημιουργικής του παραγωγής ο Ραγκαβής το έριχνε στην ποίηση, θεωρώντας την πεζογραφική του δραστηριότητα εντελώς περιθωριακή. Έτσι, στην Ηistoire littèraire de la Grèce moderne (Παρίσι 1877, 2, σ. 48 επ.) κάνει αποκλειστικά λόγο για τα ποιήματά του παρασιωπώντας εντελώς το πεζογραφικό του έργο, μυθιστορήματα και διηγήματα, ανάμεσα στα οποία τουλάχιστον ένα, δημοσιευμένο μία από τις πιο κρίσιμες για τη νεοελληνική λογοτεχνία χρονιές, το 1850, είναι στο έπακρο ενδεικτικό του προσανατολισμού του μέσα στα πλαίσια της αναφαινόμενης Μεγάλης Ιδέας. Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα, O αυθέντης του Μορέως, συνδέεται άμεσα με την αφύπνιση του ελληνικού ενδιαφέροντος για τη βυζαντινή εποχή και την ξενική κυριαρχία. Το θέμα έχει αντληθεί από το Χρονικόν του Μορέως που είχε δημοσιευθεί λίγο νωρίτερα, ενώ το πεζογραφικό σχήμα ακολουθεί σαν υπόδειγμα τον Ivanhoe του Scott.