Πιερής Μιχάλης, «Ανθολογώντας τον Κώστα Μόντη. Σχόλιο στο έργο του»
 
 
Η λέξη 152 Αφιέρωμα 7-8/1999 1999, Σσ.338-341
 
 
Το πιο ξεχωριστό προνόμιο του νεοελληνιστή είναι η μοναδική δυνατότητα που διαθέτει να έχει συχνά ως αντικείμενο των μελετών του ένα συγκαιρινό του έργο, με βιοτικές και πνευματικές περιστάσεις και συνθήκες που αποτελούν τη σύγχρονη κοινή εμπειρία, και την οποία μόνο ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να την αποδώσει με το συντελεσμένο έργο του. Να αποτυπώσει δηλαδή τους αυθεντικούς ρυθμούς, τη θερμοκρασία και την ενέργεια, των βαθύτερων ιστορικών και συναισθηματικών διακυμάνσεων της ψυχής και της ανάσας του τόπου του και του λαού του.
Τέτοιος ποιητής είναι ο Κώστας Μόντης, ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Έλληνες ποιητές, σίγουρα εκείνος που ανανέωσε με τρόπο μοναδικό τη νεοτερική λυρική μας ποίηση. Τιμώντας έτσι, με το αφιέρωμα αυτό, τον μεγάλο Κύπριο ποιητή, τιμούμε πριν απ' όλα την ελληνική ποίηση, την οποία ο Μάντης πλούτισε από τη σκοπιά της Κύπρου. Στο πολυδύναμο έργο του έχει καταγραφεί κάθε κραδασμός του νησιού: ερωτικός, κοινωνικός, πολιτικός· έχουν αποτυπωθεί όλα τα νοήματα του κόσμου της Κύπρου, είτε ως ρυθμός, είτε ως όνειρο, είτε ως βλέμμα, είτε ως γεύση. Πρόκειται για μιαν ανεπανάληπτη δυναμική αναμέτρηση με την παράδοση, που έχει επιτρέψει στο έργο αυτό να εκφράσει, με οργανικά νεοτερικές μορφές, το πολυδιάστατο έστω και αλλοτριωμένο εν πολλοίς πρόσωπο της νεότερης κυπριακής πραγματικότητας.
Ο Κώστας Μόντης, γνήσια ανατρεπτικός ποιητής, τόσο στις πολύστιχες συνθέσεις του (τα «Γράμματα στη Μητέρα»), όσο και στις ακαριαίες «Στιγμές» του, έχει αμφισβητήσει ουσιαστικά το καθιερωμένο, το κανονικό, το νενομισμένο. Ανακαλύπτοντας και αποκαλύπτοντας το αυθεντικό ποιητικό του πρόσωπο, αποτύπωσε με απλότητα και σοφία, αλλά και με ιδιότυπη χάρη, το κατακερματισμένο πρόσωπο της σύγχρονης ζωής και εμπλούτισε τη νεοελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία με το ποιητικό απόσταγμα μιας πλούσιας βιοτικής εμπειρίας, τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Αξιοποίησε δημιουργικά όλο τον πλούτο της γλωσσικής, ιστορικής και πολιτισμικής παράδοσης του μείζονος ελληνισμού και περιχαράκωσε μέσα στο έργο του, με πρωτόφαντη ποιητική δύναμη, τον ανεξάληπτο χαρακτήρα των ριζιμιών άξιων της Ρωμιοσύνης.
Πρόκειται για ένα ποιητικό μέγεθος που δεν μπορεί να το σφετεριστεί κανείς, παρά μόνο η Κύπρος, η Ελλάδα και η «Μητέρα Ποίηση». Μακριά από κολακείες, συναλλαγές και άλλες δοσοληψίες, το έργο του Μόντη υπήρξε πάντοτε καθαρά ποιητικό, δηλαδή «ενοχλητικό» προς κάθε μορφή συντήρησης, κάθε μορφή κατεστημένης σκέψης ή τάξης. Αναθεωρητικός, ρηξικέλευθος, εικονοκλαστικός και καινοτόμος, ο Κώστας Μόντης εκόμισε στη νεοελληνική ποίηση ατόφιους και αυθεντικούς τους σύγχρονους αλλά και τους πανάρχαιους ρυθμούς της Κύπρου. Την εμπλούτισε με νέα στοιχεία, ποιητικής οικονομίας, ελεγείας και σάτιρας, ειρωνείας και σαρκασμού, από τη σκοπιά του ελληνισμού της περιφέρειας, του ελληνισμού που πορεύεται ανά τους αιώνες μακριά μα και τόσο κοντά σε ο, τι πιο γνήσια ελληνικό. Το ελληνικόν ως τρόπος επιλογής, το ελληνικόν ως απόφαση παιδείας, το ελληνικόν ως αξία γνήσιου ανθρωπιστικού πνεύματος, που συνέβαλε στις δημοκρατικές επαφές λαών και πολιτισμών της Μεσογείου, που συνέβαλε «με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών» στην ανεκτικότητα και στην αποδοχή του άλλου.
Η εμπράγματη, γνωμική ποίηση του Μόντη, αποτελεί συμπύκνωση της αλλιώς φιλοσοφημένης σκέψης του ανθρώπου της Ανατολής, του ανθρώπου της Κύπρου, του Έλληνα της διασποράς, όχι αυτού που ζει στο ελλαδικό κέντρο, αλλά αυτού που έμαθε να προσέρχεται με ρίγος και συγκίνηση κάθε φορά προς κάθε τι το ελληνικό, επειδή θεωρεί προνόμιο και αντιστάθμισμα σε κάθε λογής μελαγχολική σκέψη το γεγονός ότι μετέχει του μεγάλου αυτού πολιτισμικού ρεύματος που επί αιώνες αρδεύει τους λαούς της Μεσογείου με τις αξίες και τις αισθήσεις του ελληνικού ρυθμού.

ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Ελάχιστοι μας διαβάζουν,
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ' αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά.

Σχολιάζοντας εδώ συνοπτικά τους όρους συγκράτησης μιας μικρής ανθολογίας του ποιητικού του έργου, θα ήθελα να σημειώσω ότι ένα από τα πιο περίπλοκα, μα ταυτοχρόνως και τα πιο συναρπαστικά κριτικά εγχειρήματα, είναι ακριβώς η προσπάθεια να τιθασευτεί μέσα στο πλαίσιο μιας ανθολογίας η γνήσια αναρχούμενη ποίηση του Κώστα Μόντη. Τόσο από θεματική, όσο και από μορφολογική σκοπιά, το πρωτεϊκό αυτό έργο παρουσιάζει μιαν εικόνα μοναδική και θέτει σχεδόν αξεπέραστα φιλολογικά προβλήματα. Προβλήματα που ο ίδιος ο ποιητής τα οσμίστηκε αρκετά νωρίς, φροντίζοντας τουλάχιστον να επισημάνει ειρωνικά τις ομολογημένες είτε και ανομολόγητες προθέσεις των ανθολόγων:

ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ
Θάρθει μια μέρα που κ' εμάς θα μας ανθολογήσουν,
αντικειμενικώς τους στίχους θα ζυγίσουν,
θα βάνουν τα γυαλιά τους, θ' ανατρέξουν
που υπάρχει «ποίηση» να προσέξουν.
Με θαυμαστήν ευαισθησία,
συναίσθηση ευθυνών κ' ευθυκρισία
θα ξεχωρίσουν απ' τα ερίφια μας τ' αρνάκια
όπως τα φρόνιμα από τ' άταχτα παιδάκια
και με πολλές προσθαφαιρέσεις,
πλείστα σημεία της στίξεως,
παύλες, τελείες και παρενθέσεις
που θα επιβάλλουν λήξη προ της λήξεως,
αδίσταχτο θα επέμβει το νυστέρι
στην επιφάνεια τ' «άξια» μας να φέρει.
Μονάχα κατ' εξαίρεση στον ανθολόγο,
δεν ξέρω για ποιο λόγο,
θ' αρέσει και θα περιλάβει όσο αν ξενίζει
κάποιο στιχάκι που ελαφρώς θ' αριστερίζει.

Δεν έχω πρόθεση να εκθέσω εδώ σχολαστικού χαρακτήρα λεπτομέρειες που αφορούν στη μέθοδο και στο σύστημα που τελικώς προέκρινα προκειμένου να καταστρώσω μιαν ανθολογία του έργου του Μάντη όσο γίνεται δικαιότερη και πιο αντιπροσωπευτική. Και τούτο γιατί προτιμώ να αξιοποιηθεί γονιμότερα ο πολύτιμος χώρος τούτου του αφιερώματος με την παράθεση ενός όσο γίνεται πιο εκτεταμένου «Ανθολογίου». Οφείλω μόνο να υπενθυμίσω ότι η μορφολογικώς σύνθετη εικόνα που παρουσιάζει η ποίηση του Μόντη προβλημάτισε, πριν απ' όλους, τον ίδιο τον ποιητή, ο όποιος προσπάθησε κατά τη σύνθεση των Απάντων του να υποδείξει ορισμένους δρόμους για μια πιο οργανική πρόσβαση μέσω ανακατατάξεων και νέων ταξινομήσεων της ποιητικής ύλης.
Έτσι, διέκρινε τα ποιήματα σε δύο μεγάλες ενότητες. Στην πρώτη, τοποθέτησε όσα είναι γραμμένα σε παραδοσιακή τεχνοτροπία, διαρθρωμένα σε τέσσερις υποκατηγορίες: «προδρομικά», «ιδιωματικά», «νεανικά» και «εκπρόθεσμα». Στη δεύτερη, κατέταξε όσα ποιήματα είναι γραμμένα σε «σύγχρονη τεχνοτροπία», διακρίνοντας και πάλι τις άτιτλες από τις έντιτλες Στιγμές - τα νέο αυτό ποιητικό είδος που ο Μόντης ανακάλυψε στα 1958 και το καλλιέργησε με ιδιαίτερη επιμονή έως το πιο πρόσφατο ποιητικό του βιβλίο.
Ο ποιητής δηλαδή προτίμησε να μην ακολουθήσει τη συνήθη στις περιπτώσεις αυτές χρονολογική παρουσίαση του συνολικού του έργου, αλλά προέκρινε τη λύση μιας οργανικότερης ένταξης. Ακολουθώντας σε γενικές γραμμές αυτό το σκεπτικό, προέκρινα την παρουσίαση μιας μικρής επιλογής από το ποιητικό έργο του Μόντη, σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αποτελείται από άτιτλες «στιγμές»· η δεύτερη από έντιτλες «στιγμές» αλλά και έντιτλα ποιήματα· η τρίτη ενότητα αποτελείται από άτιτλες και έντιτλες «στιγμές» και ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο. Η κατάταξη των ποιημάτων στο εσωτερικό των τριών ενοτήτων, είναι χρονολογική. Έχω επιφέρει ελάχιστες ορθογραφικές βελτιώσεις, με βάση σχετικό σημείωμα του ποιητή στο Συμπλήρωμα Δ' των Απάντων του (Λευκωσία 1997, σελ. 2).
Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι δεν έχουν ανθολογηθεί εδώ τα τρία Γράμματα στη Μητέρα, οι τρεις δηλαδή μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του Κώστα Μόντη. Και τούτο επειδή πιστεύω ότι στην περίπτωση αυτή καμία αποσπασματική ανθολόγηση των 2.500 περίπου στίχων στους όποιους εκτείνεται, δεν μπορεί να συντηρήσει τη δυναμική του τρίπτυχου αυτού έργου που ολοκληρώθηκε σταδιακά, ως έργο εν προόδω, μέσα σε μιαν εικοσαετία και που στηρίζεται στη συνεχή επαναφορά θεμάτων, μοτίβων, εικόνων και λέξεων, που δημιουργούν ένα συμπαγές διαλογικό ποιητικό κείμενο, έστω και αν το κύριο θέμα του είναι αυτό της διάσπασης και της οριστικά ματαιωμένης επιστροφής.