Κοτζιάς Αλέξανδρος, «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη· Αφήγημα Θανάση Βαλτινού»
 
 
Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1982, Σσ.210-213
 
 
«Εκείνο που χαρίζει, διαστάσεις και λειτουργικότητα ζωντανού οργανισμού σ’ αυτό το αφήγημα είναι κατά βάση η γραφή του. Γραφή στο έπακρο λιτή, γυμνή, μικροπερίοδη που σκοπεύει ευθύβολα το αντικείμενο, σπάνια προσφεύγοντας στο επίθετο και το επίρρημα, με αποτέλεσμα να αναδείχνεται με την ανυπέρβλητη δύναμή του το ουσιαστικό και το ρήμα, και να δημιουργείται μια αίσθηση άμεσης επαφής με τον κόσμο - μια χοϊκή πάντως αμεσότητα που ταυτόχρονα περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε πράγματα χειροπιαστά, σε καταστάσεις χοντρικά ξεκαθαρισμένες, αρχαϊκές. Με την τέτοια γραφή του, με όσα αναφέρει αλλά και με τα όσα δεν αναφέρει, το βιβλίο του κ. Θ.Β. είναι στημένο πάνω στο στέρεο έδαφος όπου βυθίζονται οι αυθεντικές νεοελληνικές ρίζες, οι ίδιες ρίζες που εκθρέψανε κάποτε θησαυρούς του λόγου, από τα λαϊκά παραμύθια ως τον Μακρυγιάννη. Ο συγγραφέας, δεμένος με την πατρογονική γη του, τις νιώθει ανεπιτήδευτα ολοδικές του και αντλεί από αυτές με τη σιγουριά του κυρίου και νομέα: Δεν είναι υπερβολή αν ειπωθεί ότι πέτυχε να υποτάξει το ύφος του στο ύφος εκείνο που επεξεργάστηκε αιώνες ένας ολόκληρος λαός για να αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο, για να εκφράσει την ψυχή και τη νοοτροπία του μιας ιστορικής περιόδου και μιας ορισμένης κοινωνικής διάρθρωσης.
Είναι βέβαια ένα ύφος που προσφέρεται μάλλον για να διεκτραγωδούνται δοκιμασίες και παθήματα αδικημένων — διακριτικά αυτό υπαινίσσεται και η λέξη Συναξάρι, στον τίτλο. Ωστόσο, ακόμα και αν έχουν περιέλθει στο επίπεδο των πρωταρχικών αναγκών της ζωής πέρα από το οποίο απειλείται η φυσική τους ύπαρξη, οι άνθρωποι αυτοί δεν αφήσανε να σβήσει μέσα τους η φλόγα, αρνήθηκαν να παραιτηθούν και παρά τους αλλεπάλληλους κoλάφoυς αγωνίζονται ασταμάτητα να ξεφύγουν από την άθλια μοίρα τους. Ύφος και ήθος συνταυτίζονται. Κι εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί τούτο: όπως το προσωπικό ύφος του κ. Θ.Β. χωνεύεται μέσα στο τόσο αποκαλυπτικό ύφος του λαού του, έτσι και η λαμπρή εξιστόρηση μιας βιοτικής περιπέτειας έστω και τυπικής για αναρίθμητους Νεοέλληνες μετανάστες, συνυφαίνεται με συνολικά μεγέθη και φωτίζει ενμέρει σημαντικές πλευρές από τη φυσιογνωμία ενός ολόκληρου λαού — από τη φυσιογνωμία μας. Είναι αυτό το σπουδαιότερο επίτευγμα του συγγραφέα.»