Στεργιόπουλος Κώστας, «Μήτσος Παπανικολάου»
 
 
Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία, γραμματολογία: Η ανανεωμένη παράδοση, τομ. Δ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1980, Σσ.380-382
 
 

Ο Παπανικολάου είναι απ' τους νεώτερους και τους πιο προωθημένους εκφραστικά της σχολής του νεορρομαντισμού και του νεοσυμβολισμού. Λιγότερο ρομαντικός κατά βάθος από τους άλλους και στενότερα τοποθετημένος μέσα στον συμβολισμό, τον μετασυμβολισμό και την καθαρή ποίηση, δέχτηκε προπάντων ξένες επιδράσεις, ξεκινώντας απ' τον Verhaeren και τον Maeterlinck, για να προχωρήσει στον Valéry, τον Apollinaire, τον Léon-Paul Fargue και να τους διασταυρώσει με τον Poe και τον αισθητισμό του Wilde, ενώ ταυτόχρονα δεν έπαψε να διαβάζει με πάθος τον Baudelaire, τον Moréas, τον Laforgue κι όσους άλλους μετάφρασε, καθώς και κάποιους εντελώς ελάσσονες μετασυμβολιστές και μερικούς απ' τους πιο μοντέρνους για τη στιγμή εκείνη. Την πιο κυριαρχική κι ευδιάκριτη επίδραση, ωστόσο, δέχτηκε πάνω στην ώρα της ακμής του απ’ τον Milosz, που τον γνώρισε αυτός κυρίως στο ελληνικό κοινό με τις μεταφράσεις του και υπήρξε κι ο αυθεντικότερος μεταφραστής του.

Η ποίηση κι η αισθητική αγωγή του Παπανικολάου σφραγίστηκαν, μπορεί να πει κανείς, από τούτα τα διαβάσματα και τις προτιμήσεις κι έμειναν δέσμιες κάτω απ' τη γοητεία τους σ’ ένα στενό χώρο, όπου η ποιητική του προσωπικότητα διαμόρφωσε το χαρακτήρα της. Αλλά το καλλιτεχνικό του αισθητήριο τον οδήγησε να συλλάβει σωστά σαν κριτικός και τα νεώτερα μηνύματα. Έδειξε, άλλωστε, τη μεγαλύτερη προθυμία απ' όλους τους συνοδοιπόρους του να πλησιάσει τον υπερρεαλισμό, επισήμανε κι υποδέχθηκε θερμά την εμφάνιση του Σεφέρη και του Ελύτη και δοκίμασε να περάσει κι ο ίδιος στους νέους εκφραστικούς τρόπους, δίχως η απόπειρα να μεταβάλει ουσιαστικά τη διαμορφωμένη ήδη φυσιογνωμία του. Ξαναγύρισε σύντομα ένα βήμα πίσω, για να δώσει δυο από τα καλύτερα ποιήματά του, το «Εσωτερικό» και το «Τοπίο», και να κλείσει το λιγοστό έργο του μ' ένα πλατύ σε διάθεση και σε άπλωμα πάνω στο χαρτί ποίημα («ο δρόμος της θάλασσας»), που η απελευθερωμένη του μορφή, το αργό ξετύλιγμα του μεγάλου, σαν σε ποιητική πρόζα, στίχου και η μόλις ακουστή ομοιοκαταληξία αφήνουν με τους ελεύθερους κυματισμούς τους να διαφανεί η βαθιά ποτισμένη απ' το πνεύμα και την ατμόσφαιρα του συμβολισμού ψυχή του ποιητή. 

Η προώθησή του αυτή απ' το νεορρομαντισμό και τον παλαιότερο συμβολισμό στον μετασυμβολισμό, κι απ' τον μετασυμβολισμό στα νεώτερα ρεύματα και πάλι στο μετασυμβολιστικό κλίμα, διαγράφει και τη σύντομη πορεία της περιορισμένης σε έκταση και σε θεματική ποικιλία ποίησής του. Είκοσι παλαιότερα πρωτόλειά του, εξάλλου, που ανακοινώθηκαν μετά τη συγκέντρωση του ποιητικού του έργου, μας επιτρέπουν επί πλέον, με την κοινοτοπία τους, την απουσία προσωπικού τόνου και την έλλειψη φυσικής τεχνικής ευχέρειας, να εκτιμήσουμε και τη σταθερή και απροσδόκητη για ένα τέτοιο ξεκίνημα ποιοτική του εξέλιξη. Γιατί ο Παπανικολάου, αν διακρίνεται για κάτι στα μετέπειτα ποιήματά του, είναι για τον αισθητισμό του, την καλή ακονισμένη τεχνική του και την εκφραστική πυκνότητα της τέχνης του, που, όσο πάει, απομακρύνεται από τη λυρική θεματογραφία, γίνεται λιτότερη, αποβάλλοντας κάθε λογοκρατικό στοιχείo, για να κρατήσει μονάχα την αισθητική συγκίνηση από το συναίσθημα και το δραματικό αίσθημα, από την εσωτερική κατάσταση ή από την άμεση αίσθηση και την εξωτερική εντύπωση. Δύο είναι οι πόλοι, άλλωστε, που ανάμεσά τους κινείται θεματικά: ο έρωτας κι ο θάνατος, καθώς το αφήνει να υπονοηθεί και μόνος του σε κάποιο σονέτο του, γραμμένο γαλλικά στο εσώφυλλο ενός βιβλίου του Montherlant αντί για άλλη αφιέρωση προς τον κατά μια δεκαετία μεγαλύτερό του και στενό του φίλο - τότε - Ναπολέοντα Λαπαθιώτη:

 

Des voyageurs traqués,

Napoléon, nous sommes?

Oh, nous ne sommes que

 

tout simplement des hommes,

dont le suprême effort

c' est l'amour ou la mort.

 

Μεταφράζω πρόχειρα για την περίσταση: 

 

Ταξιδιώτες καταδιωγμένοι,

Ναπολέων, είμαστε τάχα;

Ω, άλλο δεν είμαστε: μονάχα

 

άνθρωποι, απλούστατα, που δεν τους μένει

παρά ύστατη προσπάθεια, εδώ κάτου,

του έρωτα η επιδίωξη ή του θανάτου.

 

Ο Λαπαθιώτης, που συγγένευε μαζί του όχι μόνο στην ποίηση και στις αντιλήψεις για την ποίηση, μα και στο διπλό βίτσιο, είχε ανοίξει νωρίτερα το δρόμο σ' αυτού του είδους τη «νέα ευαισθησία», αλλά παραμένει περισσότερο συναισθηματικός και θεματογραφικός. Ο Παπανικολάου είναι πιο δωρικός και πιο αδρός, χωρίς τα πολλά «λιγώματα», όπως τα χαρακτήρισε ο ίδιος, του προγενέστερου συνοδοιπόρου του. Πυκνότερος μέσα στο στενό του χώρο, πιο πλαστικός και πιο ζωγραφικός απ' τον Λαπαθιώτη και χωρίς το ρομαντισμό εκείνου, τον διαφοροποιεί τον προεκτείνει και προχωρεί ως τα ακρότατα όρια της «σχολής».  Απομένει, βέβαια, πάντα πολύ λίγος κι όσο περνάει ο καιρός ακόμα λιγότερος. Άφησε, ωστόσο μερικά λαμπρά στο είδος τους ποιήματα, έστω και μετρημένα στα δάχτυλα του ενός ή  των δύο χεριών, και μερικές θαυμάσιες ποιητικές μεταφράσεις.