Κόρφης Τάσος, Ματιές σε ποιητές του μεσοπολέμου
 
 
Δοκίμια, Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήναι 1978, Σσ.61-62
 
 

«Ο Παπανικολάου, ποιητής του μεσοπολέμου, ήταν φυσικό να επηρεαστεί από το ποιητικό κλίμα της εποχής του, τόσο το ευρωπαϊκό όσο και το ελληνικό. Η θητεία του στην ξένη ποίηση και προπάντων στη Γαλλική τα χρόνια του μεσοπολέμου, το λυκαυγές της μοντέρνας ποίησης, το παγκόσμιο κίνημα για ανανέωση τόσο της μορφής του στίχου, όσο και γενικότερα της ανθρώπινης σκέψης, χάραξαν την πορεία που ακολούθησε η ποίηση και η ζωή του. Περισσότερο συγκρατημένος και λιγότερο προσωπικός από τους συγχρόνους του, δεν παρουσιάζει την ένταση του ερωτικού πάθους του Λαπαθιώτη, την ήρεμη εμμονή στο καθημερινό περίγραμμα του Άγρα ή τις γυμνές κόψεις του Καρυωτάκη. Αποφεύγοντας τις σκληρές αιχμές και τις λυρικές εξάρσεις ακολουθεί ουραγός την πορεία των τελευταίων συμβολιστών του μεσοπολέμου, και προπάντων του Μιλόζ. Αυτή η ολόψυχη αφοσίωση του στον Γαλλολιθουανό ποιητή θ’ αφήσει αρκετά αναφομοίωτα ίχνη στους στίχους του.

Το αγαπημένο θέμα του Παπανικολάου είναι η μνήμη, μια ήρεμη νοσταλγία για το χαμένο. Η μνήμη , μοναδική, φυγή, οδηγεί τα κουρασμένα βήματά του προς την όμορφη στιγμή που χάθηκε, προς τον παιδικό κόσμο, ή έστω, στο χτες, στο κοντινό παρελθόν. Τη μνήμη «αυτού που λείπει», που «περαστικό σαν τ’ όνειρο, σαν το φιλί θλιμμένο» άφησε το σημάδι του στον ποιητή, θα τη δούμε στους περισσότερους στίχους να κυριαρχεί με μια νοσταλγική και αρκετά ρομαντική διάθεση. Δεν είναι η μνήμη του συγκεκριμένου πράγματος, του συγκεκριμένου χώρου, της συγκεκριμένης στιγμής. Είναι κάτι το γενικό, ένα πολύμορφο σύννεφο από πολλές παρουσίες, από χίλια βιώματα, από άπειρες στιγμές.

Παγιδευμένος στο άδειο περίγραμμα του καθημερινού, τελείως αταξίδευτος, με μόνα του ταξίδια τις περιπλανήσεις των βιβλίων, που τα’ αγαπούσε με πάθος, δεσμώτης μιας αστικής αξιοπρέπειας που δεν του επέτρεπε να εκφράσει όσα απαγορευμένα διάβαζε ή ζούσε, δεν αναζητεί μια συγκεκριμένη διέξοδο. Καμιά δύναμη για επανάσταση, για ερωτικούς στίχους, για μιαν απόδραση προς το υπεραισθητό. Αντίθετα η διέξοδος προς το γενικό, η μέθη προς το ανεκπλήρωτο –ταξίδι ή παρελθόν- ή ακόμα η φυγή, μια φυγή με δεμένα μάτια προς την τέχνη, προς τη στιγμή της δημιουργίας:

 

Η θάλασσα από τον εξώστη κι ο ουρανός,

Επιθυμία γλαυκή, πώς να σε ζήσω;

Πού ’ν’ το καράβι να με φέρει πίσω

Εκεί που είν’ ο μεγάλος ωκεανός;

…………………………………..

Αχ όνειρο, γαλάζιο και μεγάλο,

Απ’ το τραγούδι μας δεν είσαι τίποτ’ άλλο…

 

Το πέπλο, αυτό το γυάλινο περίφραγμα που καλύπτει τον κόσμο γύρω από τον ποιητή, αυτή η έλλειψη επαρκούς οξυγόνου μέσα στο θερμοκήπιο του, θα εμποδίσουν τη φωνή του, μια από τις πιο γνήσιες φωνές του μεσοπολέμου, να μας μιλήσει άμεσα και να μας δώσει το μήνυμά της.

Μονάχα προς το τέλος της ζωής του, όταν το φάσμα του θανάτου αρχίζει να παρουσιάζεται συχνότερα στους στίχους του, ο Παπανικολάου θα κερδίσει την αμεσότητα. Θα μας μιλήσει με κομμένη ανάσα, με εναγώνια φωνή «για το μαύρο χέρι που ψάχνει μέσα στην νύχτα», για «τις πόρτες του σταθμού που κλείσαν», για «το χειμώνα που έρχεται απ’ τα ξένα». Μόνος, κατάμονος, πρόωρα γερασμένος, χωρίς κατανόηση, θα αρχίσει να κραυγάζει. Ο στίχος του θ’ απογυμνωθεί από τα συμβολικά  του ενδύματα, η έκφρασή του θ’ αποκτήσει μια λιτότητα, ο δεκαπεντασύλλαβος θα δώσει τη θέση του στον επτασύλλαβο ή, ακόμα, στον ελεύθερο στίχο. Παρά τις κάποιες μουσικές πνοές, θα προβάλει πέρα από λυρικούς διάκοσμους κι αισθηματολογίες ολόγυμνο το ποιητικό ρήμα».