Ζώρας Γεώργιος, Ο ελληνικός ρομαντισμός και οι Φαναριώται
 
Αθήνα 1975, σσ. 310 -312
 
 
 

Μετά τον ανώνυμον συγγραφέα του «Παλληκαριού» αποτελεσματικώτερον εκαλλιέργησε το ιστορικόν μυθιστόρημα ο Αλ. Ραγκαβής με τον «Αυθέντην του Μορέως» (1850), περί του οποίου έχομεν ήδη είπει. Εκείνος όμως εκ των πεζογράφων της εποχής ο οποίος επέτυχε να συνδυάση κατά τρόπον σχεδόν τέλειον την ιστορικήν ακρίβειαν με την επινοητικήν φαντασίαν είναι ο Στέφανος Ξένος (1821-1894). Υιός του Πατμίου Θεοδώρου Ξένου, εφοίτησεν εις την Ευαγγελικήν Σχολήν Σμύρνης, εν συνεχεία ο εισήχθη (1835) εις την εν Πειραιεί εδρεύου σαν τότε Στρατιωτικήν Σχολήν των Ευελπίδων, εκ της οποίας εξήλθε τω 1844 τον βαθμόν του ανθυπιλάρχου. Δεν παρέμεινεν όμως εις το στράτευμα∙ μετά τινάς περιπέτειας εν Σμύρνη και εν Κων/πόλει απήλθε τελικώς εις Λονδίνον (1845) προς τους εκεί εγκατεστημένους πλουσίους έμπορους συγγενείς του Ιωνίδας, προσληφθείς εις τον εμπορικόν οίκον αυτών ως υπάλληλος. Βραδύτερον ανεμείχθη εις σπουδαίας εμπορικάς επιχειρήσεις και απέκτησε πολύν πλούτον, καταστάς μάλιστα και ιδιοκτήτης πολλών πλοίων, εις τα οποία έδιδε πάντοτε ονόματα ηρώων του 1821, άλλ' αι επιχειρήσεις του πάντοτε εχρεωκόπουν διότι ο Ξένος δεν ήτο έμπορος, άλλα λογοτέχνης και τον περισσότερον καιρόν του αφιέρωνεν εις την συγγραφήν λογοτεχνικών έργων ή διαφόρων μελετών. Εν Λονδίνω ίδρυσε τον «Φιλελληνικόν Σύλλογον» και εξέδιδεν επί τετραετίαν (1860-1863) τον «Βρεταννικόν Αστέρα», αρθρογραφών συνεχώς κατά του βασιλέως Όθωνος, του οποίου εζήτει την εκδίωξιν και την αντικατάστασιν δια του Άγγλου πρίγκιπος Αλφρέδου, δουκός του Εδιμβούργου. Τα τελευταία έτη της ζωής του διήνυσεν εν Αθήναις, όπου εξέδιδε την ημερησίαν εφημερίδα «Βρεταννικός Αστήρ» και ανεμείχθη εις την πολιτικήν κίνησιν, εκτεθείς μάλιστα δις ως υποψήφιος βουλευτής, άλλ' άνευ επιτυχίας. Αποθνήσκων έδώρησεν εις την Ελλάδα την πλουσίαν συλλογήν του εκ πινάκων ζωγραφικής, πρωτοτύπων ή πολύ καλών αντιγράφων έργων μεγάλων ζωγράφων, η οποία απετέλεσε τον πυρήνα της βραδύτερον ιδρυθείσης Εθνικής Πινακοθήκης.

Εκ των πολλών έργων του άξια ιδιαιτέρας μνείας είναι: «Η παγκόσμιος έκθεσις του Λονδίνου» (1851) ή «Το κρυστάλλινον παλάτιον», «Η κιβδηλεία» εις δύο τόμους (1859-1860), «Τα νόθα τέκνα» και κυρίως τα ιστορικά μυθιστορήματα του «Ο διάβολος εν Τουρκία» (1851) και « Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως» (1855). Το πρώτον εγράφη και εδημοσιεύθη αγγλιστί τω 1851, ελληνιστί δ' εξεδόθη τω 1862. Φέρει τον υπότιτλον «Σκηναί εν Κωνσταντινουπόλει» και η προσπάθεια του συγγραφέως είναι να συνθέση την εικόνα της καταπτώσεως και της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την τρίτην δεκαετίαν του 19ου αιώνος, δεν θίγει όμως καθόλου το θέμα της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ομοιάζει προς τα προηγούμενα περιπετειώδη ρομαντικά μυθιστορήματα και η λογοτεχνική του αξία είναι πολύ μικρά· Πάντως εις πολλά σημεία διακρίνομεν τας αναμφισβητήτους ικανότητας του Ξένου εις την αφήγησιν και την επινόησιν, αι οποίαι καλλιτεχνικώς θα αξιοποιηθούν εις την «Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως», το δεύτερον μυθιστόρημά του. Τούτο, περιλαμβανόμενον εις δύο τόμους και δημοσιευθέν το 1852, φέρει τον υπότιτλον «Σκηναί εν Ελλάδι, από του έτους 1821-1828» αποτελεί δε μυθιστορηματικήν αναπαράστασιν της Ελληνικής Επαναστάσεως∙ ο συγγραφεύς συνδυάζει κατά τρόπον σχεδόν τέλειον το ιστορικόν, το πραγματικόν στοιχείον με το φανταστικόν, παρουσιάζων τα πλασματικά πρόσωπα κινούμενα πλησίον των πραγματικών ηρώων και τα φανταστικά περιστατικά εκτυλισσόμενα συγχρόνως με τα ιστορικά γεγονότα. Εις τον μύθον του έργου τον πρώτον ρόλον διαδραματίζουν ο Θρασύβουλος και η αγαπημένη του Ανδρονίκη, τον δεύτερον δε ο τερατόμορφος Βάρθακας, τον οποίον δια πρώτην φοράν παρουσιάζει ο συγγραφεύς ως καθηγητήν εις την οικίαν του πατρός της Ανδρονίκης εις την Αρκαδίαν. Εις τα τρία αυτά πρόσωπα κατανέμει ο Στ. Ξένος την δράσιν του μύθου∙ τα εμφανίζει να χωρίζουν συνεχώς και πάλι να συναντώνται, λαμβάνων ούτω την ευκαιρίαν να περιγράψη την επανάστασιν εις όλας τας περιοχάς της Ελλάδος ως και την κατάστασιν εις το τουρκικόν στρατόπεδον. Ο Θρασύβουλος, ανηψιός του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, και η Ανδρονίκη, οι οποίοι είχον μνηστευθή προ της Επαναστάσεως, χωρίζονται με την έκρηξιν αυτής, διότι ο Θρασύβουλος, αφού παρέστη εν Κωνσταντινουπόλει εις τον απαγχονισμόν του θείου του, σπεύδει να καταταγή εις τον Ιερόν Λόχον∙ λαμβάνει μέρος εις την μάχην του Δραγατσανίου, φυλακίζεται μετά του Άλ. Υψηλάντου, συμμετέχει εις την μάχην του Πέτα, εις την μάχην του Καρπενησίου όπου εφονεύθη ο Μ. Μπότσαρης, καταφεύγει τραυματισμένος εις το Μεσολόγγιον, όπου συναντά τυχαίως και νυμφεύεται την Ανδρονίκην, λαμβάνει μέρος εις την ηρωικήν Έξοδον και τέλος αποθνήσκει εις το Ναύπλιον. Εν τω μεταξύ η Ανδρονίκη, ανησυχήσασα επειδή ήργησε να λάβη ειδήσεις του Θρασυβούλου, ρίπτεται εις αναζήτησίν του∙ μεταμφιεσμένη εις άνδρα παρευρίσκεται εις την κήρυξιν της Επαναστάσεως εις την Αγίαν Λαύραν, πολεμεί εις την μάχην της Αλαμάνας, εις το Χάνι της Γραβιάς, εις την καταστροφήν της Χίου, όπου συλλαμβάνεται και πωλείται σκλάβα εις την Κωνσταντινούπολιν δια το χαρέμι του Αρναούτ-πασά, του Βάρθακα δηλ. ο οποίος είχε γίνει εξωμότης, αργότερον εις την μάχην της Σφακτηρίας και εις την πολιορκίαν του Μεσολογγίου, όπου συναντά και παντρεύεται τον Θρασύβουλον, και τέλος μετά τον θάνατον του συζύγου της καταφεύγει εις μοναστήριον της Ρωσίας, όπου αποθνήσκει φηματική. Με τον Βάρθακα ο Ξένος μάς εισάγει εις το εχθρικόν στρατόπεδον∙ ο εξωμότης καθηγητής καταλαμβάνει μεγάλα αξιώματα εις την διοίκησιν του τουρκικού κράτους, γνωρίζεται και σχετίζεται δια φιλίας με τους γνωστότερους Τούρκους αρχηγούς (Καρά–Αλή, Ιμπραήμ-πασά κ.λπ.), προδίδει το σχέδιον της εξόδου του Μεσολογγίου και τέλος ευρίσκει τραγικόν θάνατον επί της αιγυπτιακής ναυαρχίδος εις την ναυμαχίαν του Ναυαρίνου. Κατά την εξέλιξιν λοιπόν του μύθου τα τρία φανταστικά πρόσωπα συναντώνται με τους κυριωτέρους ήρωας του 21 και λαμβάνουν μέρος εις τα σημαντικώτερα πολεμικά γεγονότα, κατ’ αυτόν δε τον τρόπον ο συγγραφεύς δύναται να παρουσιάζη τα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα κατά τρόπον φυσικόν. Πλην του επιτυχούς συνδυασμού του πραγματικού με το φανταστικόν, άλλο σημαντικόν προτέρημα της «Ηρωίδος της Ελληνικής Επαναστάσεως» είναι η ιστορική ακρίβεια και αι αντικειμενικαί ιστορικαί κρίσεις, τας οποίας ο Ξένος έχει βασίσει κυρίως εις τα αρχεία των Άγγλων, οι οποίοι είχον παρακολουθήσει εκ του πλησίον των Αγώνα (BYRON, STANHOPE, TRELAWNY, BLAQUIERE κλπ.), τα οποία αρχεία είχε μελετήσει, όταν έζη εις το Λονδίνον. Παρά ταύτα όμως «Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως» φέρει φανεράν την επίδρασιν του Ρομαντισμού τόσον εις τον μύθον, όπου κυριαρχεί το απίθανον και υπερβολικόν, όσον και εις γλώσσαν και το ύφος, των οποίων ουδέποτε επεμελείτο ο Ξένος, αρκούμενος εις το να γράφη απλώς τας συλλήψεις του∙ η γλώσσα είναι ατημέλητος, σχεδόν δημοσιογραφική, καθαρεύουσα, αλλ’ οι διάλογοι μεταξύ των λαϊκών ηρώων είναι εις την καλήν δημοτικήν∙ η αμετροέπεια και η σχοινοτένεια εις την αφήγησιν και αι γνωσταί ρομαντικαί υπερβολαί εις το ύφος μειώνουν πολύ την λογοτεχνικήν αξίαν του έργου, εάν δ’ έλειπον ασφαλώς θα είχομεν εν των καλυτέρων νεοελληνικών μυθιστορημάτων.