Vitti Mario, Η ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας
 
3η έκδοση, Αθήνα 1991, Κέδρος. Σσ. 51 – 53
 
 
 
Ο Λουκής Λάρας είναι μια πλασματική ιστορία που ο Βικέλας άντλησε από πρόσωπο που του ήταν γνωστό. Ξέρουμε ότι το πρόσωπο αυτό του είχε εμπιστευτεί μια υποτυπώδη αυτοβιογραφία, και ότι απ' αυτήν άντλησε υλικό ο Βικέλας. Όποιος είχε την ευκαιρία να συγκρίνει τον Λονκή Λάρα με τα απομνημονεύματα της πηγής του, βεβαιώνει ότι τα καλλιτεχνικά προσόντα που συναντούμε στον Λονκή Λάρα οφείλονται στον Βικέλα. Κατά την επεξεργασία του, όμως, ο Βικέλας εφύλαξε το πρώτο πρόσωπο, δείχνοντας ότι εσκεμμένα προτιμούσε τη στήριξη της αφήγησης στο πρώτο πρόσωπο και όχι στο τρίτο. Έχοντας υπόψη την εξέλιξη που στο εξής θα έχει το αφήγημα σε πρώτο πρόσωπο, από το '80 και ύστερα, δεν είναι άτοπο εδώ να ανοίξουμε μια παρένθεση για την τεχνική αυτή λεπτομέρεια.
Δύο κυριότατα λειτουργίες εξυπηρετεί το πρώτο πρόσωπο στη φάση αυτή της ελληνικής πεζογραφίας. Πριν απ' όλα αποτελεί την κατ' εξοχή διατύπωση μιας κατάθεσης: είναι η φωνή της μαρτυρίας. Το πρώτο πρόσωπο επικυρώνει τα λεγόμενα. Είναι γι' αυτό ο αμεσότερος τρόπος να πραγματεύεται η αλήθεια, η αντικειμενική κατάσταση. Είναι ρεαλιστικό από τη φύση του.
Κατά δεύτερο λόγο, το πρώτο πρόσωπο που λειτουργεί με μια αμεσότητα και με μια γραμμικότητα που απαλλάσσουν τον αφηγητή από ένα πλήθος τεχνικές δυσκολίες. Το πρώτο πρόσωπο εκθέτει όσο έχει δει, πάθει η ακούσει ο αφηγητής. Η προοπτική που εφαρμόζεται είναι μονοδιάστατη, έχει μόνο μια οπτική γωνία, σταθερή, αντίθετα με το τρίτο πρόσωπο που δίνει στο συγγραφέα τη δυνατότητα να εισαγάγει στην αφήγηση όσες γωνίες θέλει, αντίστοιχες με τα πρόσωπα δια μέσου των οποίων αναπτύσσει την ιστορία του. Η διάταξη των θεμάτων είναι χρονολογικά αντικειμενική, δεν προκαλεί προβλήματα κατάταξης στην οικονομία του χρόνου, και αφήνει περιθώριο για ενδεχόμενες αναδρομές (flashback).
Με άλλα λόγια το πρώτο πρόσωπο χάρη στα προσόντα αυτά τοποθετείται, στην κλίμακα δυσκολιών του αφηγηματικού λόγου, σε μια φάση πρωτοβάθμια σε σχέση με την εναλλασσόμενη προοπτική, που είχε ήδη εφαρμοστεί στην Ελλάδα, ας μην το ξεχνούμε, στα μυθιστορήματα πλοκής και περιπέτειας. Η προτίμηση που τώρα αρχίζει να επικρατεί για το πρώτο πρόσωπο προϋποθέτει επομένως μια εκλογή που έχει ένα εντελώς ιδιαίτερο νόημα.
Μετά από αυτήν την παρέκβαση, πρέπει να επανέλθουμε στον Βικέλα για να πούμε ότι αυτός εκμεταλλεύτηκε με τον πιο κατάλληλο τρόπο τις ευκαιρίες που η τεχνική του πρώτου προσώπου του πρόσφερε. Προσάρμοσε πριν απ' όλα στην εντέλεια τα περιστατικά, γενικά και προσωπικά, στην υποθετική προσωπικότητα (πολύ τυποποιημένη) του Λονκή Λάρα, προσγράφοντας σε αυτήν και στη νοημοσύνη της τη σημασία που παίρνουν τα πράγματα. Ο Λουκής Λάρας είναι ένας γέρος έμπορας που χαίρεται τους τίμιους καρπούς της εμπορικής του πρωτοβουλίας. Πιστεύει στη Θεία Πρόνοια και στα καλά αισθήματα των ανθρώπων («Οι κακοί είναι ολίγοι επί της γης», 1961, σ. 91), και είναι οπλισμένος με τη σοφία του κοινού νου (οι πεποιθήσεις αυτές είναι ακριβώς αντίθετες από του Ροΐδη η της Στρατιωτικής ζωής, όπου είδαμε ότι οι αναγνωρισμένες ηθικές αξίες δεν συμπίπτουν με τις αξίες μιας προηγμένης συνείδησης, όπως του συγγραφέα). Φυσικά συνέπεσε, όχι τυχαία βέβαια, να έχει και ο Βικέλας κατανόηση για τα αγαθά της εμπορικής επιχείρησης, που γι' αυτόν εντάσσονται δίχως παραφωνίες στην κλίμακα των ηθικών άξιων, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον επειδή ο ίδιος καρπωνόταν σ' όλη του τη ζωή το εισόδημα μιας μεγάλης περιουσίας εμπορικής προέλευσης. Με αυτήν την προοπτική μιας υγιέστατης και θεάρεστης εμπορικής αποκατάστασης, ο Βικέλας φτάνει να πλέκει όχι την απολογία (που προϋποθέτει φταίξιμο) αλλά την επική εξύμνηση του εμπορίου.
Ο εξαγιασμός και η εξύμνηση του εμπορικού βίου δεν επιδοκιμάστηκαν δίχως επιφυλάξεις από μερικούς συγχρόνους του, που έβλεπαν σ' αυτές τις τάσεις μια υπερτίμηση της φιλήσυχης ζωής εις βάρος της δραστηριότητας και του ενθουσιασμού που ήταν επιβλημένοι από τη Μεγάλη Ιδέα. Πως μπορεί κανείς να μιλά για τα χρόνια της Επανάστασης δίχως μαχητικό ενθουσιασμό, και να μη βλέπει ηρωικά τα μεγάλα γεγονότα; Σε αυτήν τη μετριοπάθεια του πατριωτικού αισθήματος είδε η πρόσφατη κριτική, αντίθετα, έναν τρόπο υποτονισμού της ηρωικής έξαψης που κυριαρχούσε μέχρι τότε στα ελληνικά πεζογραφήματα, και επομένως, μπορώ να προσθέσω, μια διέξοδο για να αποδράσει η πεζογραφία από τη ρομαντική εξιδανίκευση και να προδιαθέσει για τη ρεαλιστική αντίληψη των κοινωνικών πραγμάτων.